«Και εξελθούσαι έφυγον από του μνημείου· είχε δε αυτάς τρόμος και έκστασις, και ουδενί ουδέν είπον εκφοβούντο γαρ» (Μάρκ. ιστ’ 8). Οι Μυροφόρες τα είχαν χάσει. Πού βρίσκονταν, στον ουρανό ή στη γη; Με ποιόν μιλούσαν; Τί άκουσαν; Τέτοια πράγματα ούτε στον ύπνο τους δεν τα βλέπουν οι άνθρωποι. Μα αυτό που βλέπουν και ακούν τώρα δεν είναι όνειρο, είναι αληθινό. Απ’ όλα όσα έγιναν, προκύπτει πως ζούσαν μια πραγματικότητα.
Τί ευλογημένος είναι ο φόβος κι ο τρόμος που νιώθει ο άνθρωπος όταν βλέπει ανοιγμένους τους ουρανούς, όταν ακούει μια χαρούμενη φωνή από την αληθινή, αθάνατη και ποθεινή πατρίδα του! Δεν είναι μικρό πράγμα να δεις έναν αθάνατο άγγελο του Θεού, ούτε ν’ ακούσεις μια φωνή που βγαίνει από αθάνατα χείλη. Πιό εύκολα αντέχεις να δεις το πρόσωπο και ν’ ακούσεις τον ορυμαγδό ολόκληρου του φθαρτού σύμπαντος, παρά να δεις το πρόσωπο και ν’ ακούσεις τη φωνή κάποιου αθάνατου όντος που δημιουργήθηκε πριν από το σύμπαν, που το κάλλος του είναι ασύγκριτα ανώτερο από την ανοιξιάτικη αυγή. Όταν ο προφήτης Δανιήλ, ο άνθρωπος του Θεού, άκουσε τη φωνή του αγγέλου, μονολόγησε: «Ουχ υπελείφθη εν εμοί ισχύς, και η δόξα μου μετεστράφη εις διαφθοράν, και ουχ εκράτησα ισχύος… ήμην κατανενυγμένος, και το πρόσωπόν μου επί την γην» (Δανιήλ, ι’ 8,9).Πώς λοιπόν να μην τις πιάσει φόβος και τρόμος τις αδύναμες γυναίκες; Πώς να μη φύγουν γρήγορα από το μνημείο; Πώς θα μπορούσαν ν’ ανοίξουν το στόμα τους και να μιλήσουν; Με τί λόγια να πουν αυτά που είδαν; Κύριε, η δόξα Σου είναι ανέκφραστη! Εμείς οι θνητοί άνθρωποι ευκολότερα μπορούμε να την εκφράσουμε με τη σιωπή και τα δάκρυά μας παρά με λόγια.
«Και ουδενί ουδέν είπον εφοβούντο γαρ». Δεν είπαν τίποτα στο δρόμο, σε κανέναν. Δε μίλησαν σε κανέναν από τους εχθρούς του Χριστού, σ’ εκείνους που έχυσαν το αίμα Του, ούτε σ’ ολόκληρη την Ιερουσαλήμ που συμφώνησε μαζί τους. Μίλησαν όμως στους αποστόλους, ούτε τόλμησαν μα ούτε και μπορούσαν να μην τους πουν τα νέα, αφού έτσι τις πρόσταξε ο αθάνατος άγγελος. Πώς μπορούσαν να μην εκτελέσουν την εντολή του Θεού; Είναι σαφές λοιπόν, πως οι γυναίκες μίλησαν σ’ εκείνους που έπρεπε (βλ. Λουκ. κδ’ 10)· και πως δεν είπαν τίποτα σ’ αυτούς που δεν έπρεπε, τους οποίους φοβούνταν.
Έτσι τέλειωσε η επίσκεψη που έκαναν οι Μυροφόρες γυναίκες στο μνημείο του Χριστού το πρωί της Ανάστασης. Τα φτωχά τους μύρα, που σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν για να συντηρήσουν από τη φθορά Εκείνον που τηρεί τους ουρανούς από τον αφανισμό, να μυρώσουν Αυτόν που χαρίζει στους ουρανούς το άρωμά Του, έμειναν στα χέρια τους.
Αγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου