άσε που την ενοχλάμε κάθε λίγο σαν κοτόψειρες.
Δύναμη; Μπούρδες. Ίδρωσες να κάνεις μια πολυκατοικία 46 διαμερίσματα
και πλακώνει ένας σεισμός και στην κάνει λιάδα.
Πήρες παρασήματα και χειροκροτήματα και ζήτω και έρχεται αδερφάκι μου ένα τόσο δα μικρόβιο από συνάχι και σε κάνει μια πτωματάρα χωρίς να το καταλάβεις.
Έβαλες παρά στην μπάντα και διέταξες κόσμο κάντε έτσι ρε μερμήγκια ασήμαντα,
και σε πιάνει ένα κόψιμο και είσαι ρεζίλης στην λεκάνη του καμπινέ.
Κάνεις το δυνατό κι έτσι και πιάσει μια παγωνιά τρέμεις σαν παλιόσκυλο
και από την άλλη μεριά, μια μολόχα, ένα χορταράκι ασήμαντο,
κάθεται όλη νύχτα και τρώει τους αέρηδες και το χιονιά
και το πρωί είναι φρέσκο και δεν τούγινε τίποτα.
Πού'ν’ η δύναμή σου ρε φιόγκο κάτου από τούτο εδώ το Σύμπαν που μας πλακώνει με το βάρος του;Πού΄ναι τα μεγαλεία σου και το τουπέ σου;
Μια ανάποδη να πάρουνε τα πράματα, στα λεφτά, στα πολιτικά, στην υγεία, στα όλα που την βασίζεις, πας, ξεγράφτηκες και μήτε που θέλουνε να σε θυμούνται οι άλλοι.
Πέθανες και περάσανε πενήντα χρόνια και μήτε κανένας ξέρει αν υπήρξες και αν έκανες και σε φοβηθήκανε και σε λογαριάσανε.
Νίκος Τσιφόρος (Τα Παιδιά της Πιάτσας)
Οι εργάτες (δούλοι χρυσού) κατέβαιναν στον βυθό του ορυχείου
και έσκαβαν σε χώματα και λάσπες,για να γεμίσουν το σακί τους με 40-60 κιλά υλικόκαι να το μεταφέρουν στην κορυφή του βαράθρου,
από τις πρωτόγονες ξύλινες σκάλες, η τις λασπωμένες πλαγιές.
Το μεροκάματο είχε 60 υποχρεωτικές διαδρομές (60 σακιά),έναντι συνολικής αμοιβής 20 σεντς του δολαρίου.
Στην κορυφή του βαράθρου, ο εργάτης επέλεγε τυχαία ν' ανοιχτεί,ένας σάκος από τους 60 που είχε ανεβάσει.
Αν στον σάκο βρίσκονταν ψήγματα χρυσού, υπήρχε μπόνους.
Στην ακμή του το ορυχείο απασχολούσε 100.000 εργάτες.
Κόστος λειτουργίας επιχείρησης, 20.000 δολάρια ημερησίως,
άλλως 1 δολάριο για κάθε πέντε εργάτες.
Σήμερα οι περισσότεροι από τους εργάτες της φωτό έχουν πεθάνει.
Και κανείς δεν ξέρει ότι κάποτε υπήρξαν.Ούτε τους φοβήθηκε κανείς,
ούτε τους λογάριασε κανείς γι ανθρώπους.
Και τα 3600 κιλά υλικού της κάθε βάρδιας,που στοίχισαν στην επιχείρηση 20 σεντς του δολαρίου,δηλαδή για κάθε 180 κιλά, ένα σεντ του δολαρίου,
ίσως να ήταν αρκετά για ένα δαχτυλίδι, ένα σταυρουδάκι, ένα δόντι,
ή έστω για τα φύλλα βρώσιμου χρυσού της γαμήλιας τούρτας
του κάθε χλιμίτζουρα που την είδε σπουδαίος και καταξιωμένος
και δεν κατανοεί πόσο ιδρώτα, αίμα και θάνατο,εμπεριέχουν αυτά τα φυλλαράκια
που κάνουν μια περασάδα από το εντεράκι του και οδεύουν ολοταχώς προς τον υπόνομο.
1 σχόλιο:
Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα. ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν πολύν, ὅτι χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν.(Ιω. ιε΄ 5)
Δημοσίευση σχολίου