Τρία είναι τα κεντρικά πρόσωπα του 11ου κεφαλαίου του ευαγγελίου του Ιωάννη, του κεφαλαίου όπου περιγράφεται η ανάσταση του Λαζάρου. Η Μάρθα, η Μαρία και ο Λάζαρος, δύο αδελφές και ένας αδελφός. Ο Χριστός τους αγαπούσε ιδιαίτερα. Στην αρχή του κεφαλαίου, το μήνυμα που έρχεται για την ασθένεια του Λαζάρου ήταν: «Κύριε, αυτός που αγαπάς είναι ασθενής».[3] Η ιδιαίτερη αγάπη φαίνεται και προς το τέλος του κεφαλαίου, όταν οι Ιουδαίοι είπαν: «Δες πώς τον αγάπησε (τον Λάζαρο)».[4] Ήταν πλέον γνωστό ότι ο Χριστός ήταν πολύ κοντά στη Μαρία, τη Μάρθα και τον Λάζαρο. Υπήρχε μια ιδιαίτερη φιλία, μια ιδιαίτερη αγάπη.
Ο Χριστός απουσιάζει όταν ο Λάζαρος ασθενεί βαριά και είναι πλέον νεκρός όταν φτάνει στη Βηθανία. Όλοι πενθούν και όλοι θρηνούν, και τότε ξεκινά το έργο του Χριστού. Αρχικά διαλέγεται με τις δύο αδελφές. Η Μάρθα παρουσιάζεται και λέει: «Κύριε αν ήσουν εδώ, ο αδελφός μου δεν θα είχε πεθάνει».[5] Στη συνέχεια, εμφανίζεται η Μαρία και λέει ακριβώς τα ίδια λόγια με την αδελφή της: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, ο αδελφός μου δεν θα είχε πεθάνει».[6] Δύο γυναίκες βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, στο ίδιο είδος θλίψης, και χρησιμοποιούν ακόμη και τα ίδια λόγια, αλλά η απάντηση του Ιησού στις δύο αδελφές είναι ριζικά διαφορετική. Είναι απολύτως αντιφατικό ότι δύο γυναίκες, που θρηνούν με τον ίδιο τρόπο, στην ίδια κατάσταση, λέγοντας τα ίδια λόγια, θα έπαιρναν δύο εντελώς διαφορετικές απαντήσεις. Θα περιμέναμε ότι η απάντηση του Χριστού θα ήταν πανομοιότυπη προς τις δύο γυναίκες. Με έκπληξη διαπιστώνουμε ότι οι δύο απαντήσεις του Χριστού διαφέρουν όσο ο ουρανός από τη γη, όσο ο Θεός από τον άνθρωπο. Στη Μάρθα ο Χριστός απαντά, μαλώνοντάς την, λέγοντας: «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή».[7]