Προλεγόμενα
Εν ταυτώ και Ερμηνεία
Εις την Ακροστιχίδα του Κανόνος της Πεντηκοστής[45]
Ακροστιχίς.
Πεντηκοστίν εορτάζομεν.
Ερμηνεία.
Η Ακροστιχίς αυτή δεν είναι στίχος δωδεκασύλλαβος Ιαμβικός, ούτε έμμετρος, καθώς ήτον αι άλλαι ακροστιχίδες των λοιπών Κανόνων του Ιερού Κοσμά, αλλά είναι εννεασύλλαβος μόνο και άμετρος και κολοβός. Διά ποίαν δε αιτίαν τούτο εποίησεν ο Μελωδός; Αποκρίνομαι ότι την αληθινήν τούτου αιτίαν αυτός μόνος ηξεύρει ο Ασματογράφος, και το Πνεύμα το εν αυτώ. ημείς δε στοχαστικώς λέγομεν ότι ίσως τούτο εποίησεν από τον υπερβολικόν έρωτα όπου είχεν εις τα λόγια Γρηγορίου του Θεολόγου. υπό τούτου γαρ καταφλεγόμενος, δεν ήθελε να παραλλάξη τους εκείνου λόγους, αλλ’ αυτούς εκείνους γυμνούς και ξηρούς και με αυτάς τας λέξεις ηγάπα να προφέρη, όχι μόνον εις τα άλλα του συγγράμματα, αλλά και εις αυτάς ακόμη τας Ακροστιχίδας.
Και τούτο δείκνυται από την παρούσαν Ακροστιχίδα, ήτις είναι αυτολεξεί ερανισμένη από τον εις την Πεντηκοστήν λόγον του Θεολόγου, όπου το δεύτερον Προοίμιον του ούτω προφέρει. «Πεντηκοστήν εορτάζομεν, και Πνεύματος επιδημίαν, και προθεσμίαν επαγγελίας, και ελπίδος συμπλήρωσιν, και το Μυστήριον όσον; (ερωτηματικώς γαρ πρέπει να αναγινώσκεται) Ως μέγα τε και σεβάσμιον» (αποκριτικόν γαρ τούτο εστιν). Είπον δε δεύτερον Προοίμιον. διότι εσυνείθιζον οι παλαιοί ρήτορες να μεταχειρίζωνται και δύο Προοίμια, ως και ο Θεολόγος εν τω ανωτέρω της Πεντηκοστής λόγω δύο Προοίμια εμεταχειρίσθη, ως τινες λέγουσιν, ων το μεν πρώτον ούτως άρχεται, «Περί της εορτής βραχέα φιλοσοφήσωμεν» . το δε δεύτερον, «Πεντηκοσστήν εορτάζομεν». Τούτο λοιπόν νομίζω να είναι αφορμή, δια την οποίαν η Ακροστιχίς του παρόντος κανόνος έμεινεν εννεασύλλαβος και κολοβή. διότι ο Ιερός Κοσμάς φιλογρηγόριος ων είπερ τις άλλος, ηθέλησε την αρχήν του λόγου εκείνου να γράψη εν τη Ακροστιχίδι, χωρίς να προσθέση τίποτε. όθεν κατά την κολοβήν Ακροστιχίδα κολοβά έγιναν και ελλιπέστα εν πολλαίς Ωδαίς τα Τροπάρια του Κανόνος. ώστε δια να φθάσουν εις τον συνήθη αριθμόν των οκτώ στίχων χρειάζονται να τριπλασιασθούν και να τετραπλασιασθούν. εάν δε εν μόνον Τροπάριον εστίν εν τη Ωδή, ως εν τη τρίτη και τη Πέμπτη και τη έκτη, χρειάζεται αυτό εξάκις να πολλαπλασιαθή ου χωρίς σχεδόν αηδίας και βάρους και των ψαλλόντων και των κανοναρχούντων και των ακουόντων.
Καθώς λοιπόν ο Ιερός Κοσμάς τόσον πολλά ηγάπα τα του Θεολογου θελκτικά και σειρήνια λόγια, ώστε, δια να μεταχειρισθή ταυτα αυτολεξεί εις την Ακροστιχίδα, έπεσεν υπό μέμψιν παρά τοις πολλοίς ως άμετρος και ελλιπής, ούτω και εγώ, όστις μέλλων να ερμηνεύσω τον εις το Πνεύμα Κανόνα αυτού, ζητώ την βοήθειαν του Αγίου Πνεύματος. πλην όχι με άλλου τινός λόγια, αλλά με εκείνα του Θεολόγου, και δη βοώ μετ’ αυτού. «Τα μεν ουν σωματικά του Χριστού πέρας έχει… τα δε του Πνεύματος βουλομένω λέγειν παρέστω μοι το Πνεύμα, και διδότω λόγον, όσον και βούλομαι. ει δε μη τοσούτον, όσος γε τω καιρώ σύμμετρος» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν). Διότι αν ο τόσον μέγας Κοσμάς δεν εντρέπεται να ιεροσυλή αυτολεξεί τα του θείου Γρηγορίου ρήματα, (τι λέγω δεν εντρέπεται; και σεμνύνεται ακόμη και εγκαλλωπίζεται εις την τοιαύτην ιεροσυλίαν) διατί εγώ να εντρέπωμαι αυτήν; εγώ ο μηδέν ων; εγώ ο κεγχριαίος κατά το μέγεθος προς τοσούτον απειρομεγέθη άνδρα παραβαλλόμενος; μάλλον μεν ουν εγώ πρέπει να καλλωπίζωμαι περισσότερον εις την τοιαύτην ιεράν και επαινετήν κλεψίαν.
Με όλον τούτο το πράγμα τούτο δεν είναι κλεψία η ιεροσυλία, αλλά είναι δάνειον.μάλλον δε ουδέ δάνειον, αλλά δωρεά και χάρις. εκκεχυμένος γαρ είναι εις όλον το πλήρωμα των Χριστωνύμων ο της του Θεολόγου σοφίας Ωκεανός, όστις προσκαλεί τους θέλοντας να εξαντλήσουν από αυτόν δωρεάν, και να χορτάσουν από τα ρείθρα του όσον και αν δύνωνται.ου λέγω δε όσον και αν θέλωσιν. αν γαρ εις την θέλησιν του ανθρώπου ηκολουθεί και η δύναμις, ίσως εγώ πρώτος ήθελα ανοίξη πλατέως το στόμα μου, και απορροφήση όλον τον του Θεολόγου Ωκεανόν. επειδή δε επιθυμώ και θέλω, η δύναμις μου όμως δεν είναι σύμμετρος με την θέλησίν μου, δια τούτο ανοίγω το στενόν στόμα της διανοίας μου, και απορροφώ ολίγας τινάς ρανίδας εκ των εκείνου λόγων προς ερμηνείαν του παρόντος Κανόνος[46].
Ερμηνεία εις τον κανόνα
ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
Ποίημα όντα του Αγίου Κοσμά
Ώδή α’. Ήχος Βαρύς. Ο Ειρμός.
Πόντω εκάλυψε Φαραώ συν άρμασιν, ο συντρίβων πολέμους εν υψηλώ βραχίονι. άσωμεν αυτώ, ότι δεδόξασται.
Ερμηνεία.
Σημειούμεν εδώ, ότι ο Ιεράρχης Κοσμάς ο κόσμος των Ιερών Μελωδών δεν προσαρμόζει τους Ειρμούς του παρόντος Κανόνος εις την υπόθεσιν της εορτής, καθώς προσήρμοζε τους περισσοτέρους δε μελουργεί, ψιλά περιέχοντας των Ωδών τα λόγια, καθώς και τον παρόντα. ούτος γαρ ο Ειρμός αναφέρει μόνην την εν τη Ερυθρά θαλάσση γενομένην θαυματουργίαν, και αυτά εκείνα τα της πρώτης Ωδής του Μωϋσέως μεταχειρίζεται λόγια. και βλέπε, αγαπητέ, ότι ο λόγος μου είναι αληθινός. ευρίσκεται εν τη πρώτη Ωδή «Πόντω εκάλυψεν αυτούς»; τούτο ευρίσκεται και εδώ. ευρίσκεται εκεί «Κύριος συντρίβων πολέμους»; τούτο ευρίσκεται και εδώ. γράφεται εκεί «Μεγέθει βραχίονός Σου»; τούτο γράφεται και εδώ, με κάποιαν όμως παραλλαγήν. αντί γάρ του «Μεγέθει βραχίονος», γράφεται εδώ «Εν υψηλώ βραχίονι» . όπερ ο Ησαΐας καθαρώτερα λέγει. «Κύριε, υψηλός Σου ο Βραχίων» (Ησ. κστ’ 11) .γράφεται εκεί «Τω Κυρίω άσωμεν. ενδόξως γαρ δεδόξασται»; τούτο γράφεται και εδώ.
Ταύτα λοιπόν πάντα συμμαζώξας εδώ ο Ιερός Μελωδός, ούτω λέγει. Ο Κύριος των απάντων, ο οποίος συντρίβει τους πολέμους με τον υψηλόν και ανίκητόν του βραχίονα, εσκέπασε με την Ερυθράν θάλασσαν τον βασιλέα Φαραώ, και τας αμάξας αυτού. Πολέμους δε εδώ πρέπει να νοήσωμεν τους πολεμίους και εχθρούς, από το πάθος τους πάσχοντας κατά τρόπον συνεκδοχής. τούτους γαρ συντρίβει ο Κύριος, ένα μεν, διότι οι πόλεμοι δεν γίνονται κατά προηγούμενον θέλημα του Κυρίου, αλλά κατά το επόμενον: ήτοι κατά παραχώρησιν, ως δογματίζουσιν οι Ιεροί Θεολογοι. άλλο δε, διότι ο Κύριος λέγεται ειρηνάρχης και ειρηνοδότης και της ειρήνης αρχηγός και πρωταίτιος, ως ταύτην αγαπών και θέλων κατά το προηγούμενον αυτού θέλημα. αν δε την ειρήνην αγαπά και θέλη ο Θεος, βέβαια εξ ανάγκης ακολουθεί ότι τους πολεμίους συντρίβει και αφανίζει, ως μη τούτους αγαπών και θέλων κατά το προηγούμενον αυτού θέλημα. η γαρ των εναντίων εισαγωγή των εναντίων είναι συντριβή.επειδή, κατά το κοινόν απόφθεγμα των φιλοσόφων, των εναντίων η αυτή είναι επιστήμη. ει δε λέγει ο Κύριος «Ουκ ήλθον βαλείν ειρήνη επί της γης, αλλά μάχαιραν», (ήτοι πόλεμον) (Ματθ. ι’ 34) τούτο υψηλότερον νοείται περί της Πίστεως, και ου κατά το πρόχειρον νόημα του πολέμου. και όρα την ερμηνείαν εις τούτο του θείου Χρυσοστόμου και του Ιερού Θεοφυλάκτου.
Διατί δε λέγεται υψηλός ο του Κυρίου βραχίων; Δια να φανερωθή η συντριβή των τοιούτων πολέμων. εκείνοι γαρ όπου θέλουν να κτυπήσουν βαρύτερα, συνειθίζουν να σηκώνουν το χέρι των υψηλότερα. Επειδή λοιπόν και ο Θεός κατοικεί εις τα υψηλά, ως λέγει ο Δαβίδ, «Ο εν υψηλοίς κατοικών» (Ψαλ. ριβ’ 5), δια τούτο ακολούθως και ο βραχίων αυτού είναι υψηλός. και επειδή είναι υψηλός, δια τούτο και πληγώνει και χειρότερα συντρίβει τους πληττομένους, όχι μόνον με το γενναίον και ανίκητον του βραχίονός του, αλλά και με το υψηλόν σηκωμα του αυτού βραχίονος του. ο Θεός γαρ, κατά την συμβολικήν Θεολογίαν[47], ια με την φυσικήν του φιλανθρωπίαν κατεβάζει τον βραχίονά του μη θέλων να κολάση τους αμαρτωλούς, και βάλλων το χέρι του υποκάτω εις το μάγουλόν του, καθώς κάμνουσιν εκείνοι όπου κοιμώνται, υπνώττει. όταν δε ιδή ότι αυξάνει η αμαρτία, και οι αμαρτάνοντες δεν αισθάνονται το βάρος της αμαρτίας, τότε εκείνος με βίαν μεν παρά φύσιν εξυπνά και υψώνει το χέρι του και συντρίβει τους αμαρτωλούς.
Δια τούτο ο Δαβίδ, βλέπων τους μεν κακούς και αμαρτωλούς να τυραννούν τους ταπεινούς και δικαίους, τον δε Θεόν να μη τιμωρή τους κακούς μήτε να τους εκδική, αποτολμά να μέμφεται αυτόν ως κοιμώμενον, και να φωνάζη ποτέ μεν «Εξεγέρθητι. ίνα τι υπνοίς, Κύριε; ανάστηθι και μη απώση εις τέλος» (Ψαλμ. μγ’ 24), ποτέ δε «Ανάσταθι, Κύριε ο Θεός μου, υψωθήτω η χείρ Σου, μη επιλάθου των πενήτων σου» (Ψαλ. θ’ 35), διότι αν υψωθή η χειρ Σου κατά των αμαρτωλών και δυναστευόντων, δεν θέλει λησμονηθή ο πτωχός και δίκαιος έως τέλους, αλλά θέλει ευφρανθή, όταν ιδή εκδίκησιν, κατά το «Ευφρανθήσεται δίκαιος, όταν ίδη εκδίκησιν» (Ψαλ. νζ’ 11). Τούτο το νόμηαμ της υψώσεως της χειρός του Θεού θέλων να φανερώση και ο Ησαΐας, αφ’ ου ανωτέρω είπεν ότι ο Θεός εποίησε τα και τα, τιμωρών τους αμαρτωλούς, ακολούθως λέγει. «Επί πάσι τούτοις ουκ απεστράφη ο θυμός (του Θεού), αλλ’ έτι η χειρ (αυτού) υψηλή» (Ησ. θ’ 12) . ήτοι ακόμη έχει να τους τιμωρήση.
Τροπάριον.
Έργω, ως πάλαι τοις Μαθηταίας επηγγείλω, το Παράκλητον Πνεύμα εξαποστείλας Χριστέ, έλαμψας τω κόσμω φως, φιλάνθρωπε.
Ερμηνεία.
Οι μεν άλλοι άνθρωποι, λέγει, οι οποίοι υπόσχονται, δεν τελειώνουν τας υποσχέσεις των. διότι ή μετανοούν ότι υπεσχέθησαν, ή δύναμιν δεν έχουν εις το να πληρώσουν την υπόσχεσίν των. και ούτω τα υποσχεθέντα παρ’ αυτών μένουσιν άκυρα. Συ δε, Θεάνθρωπε Ιησού Χριστέ, η αληθινή των επαγγελιών επαγγελία, και η υπόσχεσις των υποσχέσεων, υπεσχέθης εις τους αγίους Σου Μαθητάς προ της αναστάσεώς Σου να στείλης εις αυτούς το Παράκλητον Πνεύμα. εν οις έλεγες. «Συμφέρει ημίν ίνα εγώ απέλθω. εάν γαρ μη απέλθω, ο Παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς» . (Ιω. ιστ’ ζ), και πάλιν. «Και εγώ ερωτήσω τον πατέρα, και άλλον παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα» (Ιω. ιδ’ 16) .και πάλιν. «Όταν δε έλθη ο Παράκλητος, ον εγώ πέμψω ημίν παρά του Πατρός» (Ιω. ιε’ 26) .και πάλιν. «Και ιδού εγώ αποστέλλω την επαγγελίαν του πατρός μου εφ’ υμάς» (Λουκ. κδ’ 49), ήτοι το Πνεύμα το Άγιο[48]. Καθώς λοιπόν με τον λόγον υπεσχέθης, Κύριε, να στείλης το Πνεύμα Σου το Άγιον. ούτω σήμερον με το έργον ετελείωσας την υπόσχεσίν σου και πέμψας το Παράκλητον Πνεύμα, δι’ αυτού έλαμψας εις τον Κόσμον το φως της θεογνωσίας και πίστεως της Αγίας Τριάδος. ώστε οι το φως τούτο δεξάμενοι του γίου Πνεύματος ψάλλουσι με χαράν και ηδονήν της καρδίας εκείνο το χαρμόσυνον Τροπάριον «Είδομεν το φως το αληθινόν. ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον. εύρομεν πίστιν αληθή, αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες. αύτη γαρ ημάς έσωσεν».
Εκπλήρωσας λοιπόν σήμερον την υπόσχεσίν Σου, φιλάνθρωπε. διότι ούτε από αδυναμίαν έμελλες να μη τελειώσης αυτήν, παντοδύναμος γαρ είσαι. ούτε από μετάνοιαν, διότι η μετάνοια είναι μία δευτέρα βουλή, όπου κατηγορεί την πρώτην βουλήν. τούτε δε να γένη επί του Θεού είναι αδύνατον. καθότι ο Θεός καθώς είναι κατά την ουσίαν αναλλοίωτος, ούτως είναι και κατά την γνώσιν και τας βουλάς του, ως ψάλλει ο Δαβίδ. «Κύριος διασκεδάζει βουλάς εθνών, αθετεί δε λογισμούς λαών, και αθετεί βουλάς αρχόντων. η δε βουλή του Κυρίου εις τον αιώνα μένει» (Ψαλ. λβ’ 10-11). Ει δε ακούομεν των θείων Γραφών να λέγουν ότι ο Κύριος μεταμελείται και μετανοεί, ούτω γαρ γράφεται δια τον Σαούλ. «Και Κύριος μετεμελήθη, ότι εβασίλευσε τον Σαούλ επί Ισραήλ» (α’ Βασ. ιε’ 35), και δια του Ωσηέ λέγει Κύριος. «Τι σε διαθώμαι Εφραίμ; υπερασπιώ, Ισραήλ; τι σε διαθώ; ως Αδαμά θήσομαί σε και ως Σεβνείμ; μετεστράφη η καρδία μου εν τω αυτώ. συνεταράχθη η μεταμέλειά μου, ου μη ποιήσω κατά την οργήν του θυμού μου,… ότι Θεός εγώ ειμι και ουκ άνθρωπος» (Ωσ. ια’ 8-9) αν, λέγω, αι Γραφαί αναφέρουν ότι μετανοεί ο Θεός, ήξευρε ότι τούτο λέγουν, όπου ο Θεός φοβερίζει και οργίζεται δια να κακοποιήση τινάς. τότε γαρ μετανοεί: ήτοι μεταβάλλεται ο Θεός, νικώμενος από την αυτού φιλανθρωπίαν και αγαθότητα, ήτις δεν αφίνει αυτόν να φέρη εις έργον τους προτέρους φοβερισμούς όπου έκαμεν. όπου δεν υπόσχεται ο Θεός να δώση αγαθά, πως είναι δυνατόν να μετανοήση και να μη φέρη εις τέλος την υπόσχεσίν του, έχων μάλιστα κινούσαν αυτός εις τούτο την φυσικήν αυτού φιλανθρωπίαν και αγαθότητα;
Τροπάριον.
Νόμω το πάλαι προκηρυχθέν και Προφήταις, επληρώθη. του Θείου Πνεύματος σήμερον, πάσι γαρ πιστοίς χάρις εκκέχυται.
Ερμηνεία.
Σήμερον, λέγει, ετελειώθη δια της εκβάσεως και των έργων εκείνο όπου εκηρύχθη από τον Νόμον του Μωϋσέως και από τους Προφήτας, δηλαδή το περί της εκχύσεως και μεταδόσεως της χάριτος και δωρεάς του Αγίου Πνεύματος. επειδή κατά τα προκηρύγματα τούτων και τας προρρήσεις εξεχύθη σήμερον εις όλους τους πιστούς η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Άξια δε σημειώσεως είναι εκείνα όπου γράφει ο Θεοφόρος Μάξιμος, ότι ούτε η χάρις του Πνεύματος δίδεται χωρίς να έχη δεκτικήν επιτηδειότητα ο μέλων ταύτην λαμβάνειν άνθρωπος, ούτε ο άνθρωπος δύναται να λάβη κανένα χάρισμα του Πνεύματος με φυσικήν μόνον δύναμιν χωρίς την υπερφυσικήν δύναμιν του Θεού. ούτω γαρ φησίν. «Ούτε η χάρις του Παναγίου Πνεύματος ενεργεί σοφίαν εν τοις αγίοις χωρίς την ταύτην δεχομένου νοός, ούτε γνώσιν, χωρίς της δεκτικής του λόγου δυνάμεως, ούτε πίστιν, άνευ της κατά νουν και λόγον των μελλόντων και πάσι τέως αδήλων πληροφορίας, ούτε ιαμάτων χαρίσματα, δίχα της κατά φύσιν φιλανθρωπίας, ούτε τι έτερον των λοιπών χαρισμάτων, χωρίς της εκάστου δεκτική εξεώς τε και δυνάμεως, ούτε μην πάλιν εν των απηριθμημένων άνθρωπος κτήσεται κατά δύναμιν φυσικήν, δίχα της χορηγούσης τάυτα θείας δυνάμεως. και δηλούσι τούτο πάντες οι άγιοι, μετά τας αποκαλύψεις των θείων ζητούντες των αποκαλυφθέντων τους λόγους» (Κεφάλαιον ιγ’ της στ’ εκατοντάδος των Θεολογικών). Ώστε, όποιος θέλει να λάβη πλουσιωτέραν την χάριν του Αγίου Πνεύματος, πρέπει να κάμνη τον εαυτόν του δεκτικώτερον δια της εργασίας των εντολών, και της καθάρσεως των ποθών. η γαρ χάρις του Πνεύματος, ει και χάρις, όμως χύνεται εις τους πιστούς κατά την αναλογίαν της αυτών καθαρότητος και πίστεως. όθεν λέγει πάλιν ο αυτός θείος Μάξιμος. «Ο θείος Απόστολος τας διαφόρους ενεργείας του ενός Αγίου Πνεύματος χαρίσματα λέγει διάφορα, υφ’ ενός δηλονότι και του αυτού ενεργούμενα Πνεύματος. και τοίνυν κατά το μέτρον της εν εκάστω πίστεως δίδονται η φανέρωσις του Πνεύματος εν τη μετοχή του τοιούδε χαρίσματος, έκαστος των πιστών δηλονότι κατά την αναλογίαν της πίστεως και της υποκειμένης αυτώ κατά ψυχήν διαθέσεως συμμεμετρηημένην δέχεται του Πνεύματος την ενέργειαν» (Κεφάλαιον ψστ’ της Γ’ εκατοντάδος των Θεολογικών).
Που δε φαίνεται εν τω Νόμω η μετάδοσις του Αγίου Πνεύματος; Εν τω Βιβλίω της Γενέσεως. «Πνεύμα, φησίν, επεφέρετο επάνω του ύδατος» (Γεν. α’ 2) . όπερ ερμηνεύων ο μέγας Βασίλειος λέγει. «Μηδέν άλλο Πνεύμα Θεού, ή το Άγιον, το της Θείας και Μακαρίας Τριάδος συμπληρωματικόν ονομάζεσθαι» (Ομιλία β’) . και πάλιν. «Τό, Επεφέρετο (το Πνεύμα το Άγιον) εξηγείται αντί του ενέθαλπε και εζωογόνει την των υδάτων φύσιν, κατά την εικόνα της επωαζούσης όρνιθος, και ζωτικήν τινα δύναμιν ενιείσης τοις υποθαλπομένοις» (Ομιλία β’ εις την Εξαήμερον) . ομοίως και περί του Ιωσήφ γράφεται. «Μη ευρήσομεν τοιούτον, (οιός έστιν ο Ιωσήφ) ος έχει Πνεύμα Θεού εν αυτώ;» (Γεν. μα’ 38), εν τη Εξόδω δε πάλιν είπεν ο Θεός προς Μωϋσήν. «Και συ λάλησον πάσι τοις σοφοίς τη διανοία, ους ενέπλησα πνεύματος σοφίας και αισθήσεως» (Εξ. κη’ 3), και περί του Βεσελεήλ γέγραπται. «Και ενέπλησα αυτόν πνεύμα θείον σοφίας και συνέσεως και επιστήμης» (Εξ. λα’ 3) . και προς τον Μωϋσήν είπεν ο Θεός. «Και καταβήσομαι και λαλήσω εκεί μετά σου. και αφελώ από του πνεύματος του επί σοι και επιθήσω επ’ αυτούς» (τους εβδομήκοντα δηλ. άνδρας τους πρεσβυτέρους) (Αριθ. ια’ 17) .και ο Μωυσής είπε. «Τις δώη πάντα τον λαόν Κυρίου Προφήτας, όταν δω Κύριος το Πνεύμα αυτού επ’ αυτούς;» (αυτόθι 29).
Με τα λόγια λοιπόν ταύτα επροκηρύχθη από τον Νόμον η μετάδοσις του Αγίου Πνεύματος. επροκηρύχθη δε αύτη και από διαφόρους Προφήτας. από τον Ιωήλ. «Εκχεώ από του Πνεύματος μου επί πάσαν σάρκα» (την πιστεύσασαν δηλαδή, κατά την ερμηνείαν Γρηγορίου του Θεολόγου) (Ιω. γ’ 2). από τον Μιχαίαν. «Ουκ έσται ο επακούων αυτών, εάν μη εγώ εμπλήσω ισχύν εκ Πνεύματος Αγίου» (Μιχ. γ’ 7-8) . από τον Ησαΐαν. «Δια τον φόβον Σου, Κύριε, εν γαστρί ελάβομεν και ωδινήσαμεν, και ετέκομεν Πνεύμα σωτηρίας Σου, ο εποιήσαμεν επί της γης» (Ησ. κστ’ 18) . από τον Δαβίδ. «Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί, ο Θεός, και Πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου» (Ψαλ. ν’ 12) . και πάλιν. «Το Πνεύμα Σου το Άγιον μη αντανέλης απ’ εμού» (αυτόθι 12) . από τον Ιώβ. «Πνεύμα θείον το περιόν μοι εν ρινί» (Ιώβ κζ’ 3) . και πάλιν. «Πνεύμα Θείον το ποιήσάν με, πνοή δε Παντοκράτορος η διδάσκουσά με» (Ιώβ. λγ’ 4) . και από τον Ιεζεκιήλ. «Και δώσω υμίν καρδίαν καινήν, και πνεύμα καινόν δώσω εν υμίν, και αφελώ την καρδίαν την λιθίνην εκ της σαρκός υμών, και δώσω υμίν καρδίαν σαρκίνην, και το Πνεύμα μου δώσω εν υμίν» (Ιεζ. λστ’ 26). Ούτως εκπροκηρύχθη υπό του Νόμου και των Προφητών η μετάδοσις της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, την οποίαν εορτάζομεν σήμερον[49].
Ωδή γ’. Ο Ειρμός.
Την εξ ύψους δύναμίν τοις Μαθηταίς, Χριστέ, έως αν ενδύσησθε έφης, καθίσατε εν Ιερουσαλήμ. εγώ δε ως εμέ Παράκλητον άλλον, Πνεύμα το εμόν τε και Πατρός αποστελώ, εν ω στερεωθήσεσθε.
Ερμηνεία.
Ο Ειρμός αυτός ερανίσθη τόσον από το ρητόν του Ευαγγελιστού Λουκά το λέγον «Και ιδού εγώ αποστέλλω την επαγγελίαν του πατρός μου εφ’ υμάς. υμείς δε καθίσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ έως ου ενδύσησθε δύναμιν εξ ύψους» (Λουκ. κδ’ 49). όσον και από το ρητόν του Ιωάννου λέγοντος «Και εγώ ερωτήσω τον πατέρα, και άλλον παράκλητον δώσω υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα» (Ιω. ιδ’ 16). Ταύτα λοιπόν τα δύο ρητά αυτολεξεί λελουργεί ο Ιεράρχης Κοσμάς εις τον παρόντα ειρμόν. διό λέγει. Ω Θεάνθρωπε Ιησού Χριστέ, Συ προείπας εις τους Μαθητάς Σου ταύτα. Σεις, ω Μαθηταί μου, καθίσατε εις την Ιερουσαλήμ έως όπου να ενδυθήτε δύναμιν εξ ύψους. Δενείπεν έως ου να δεχθήτε ή να λάβετε, αλλά να ενδυθήτε, φανερώνων με την λέξιν ταύτην το από κάθε μέρος του σώματος φυλακτικόν της του Πνεύματος πανοπλίας και δυνάμεως. Καθίσατε έως να ενδυθήτε όχι ανθρωπίνην δύναμιν, αλλά ουράνιον την του Αγίου Πνεύματος. καθώς ερμηνεύει ο Ιερός Θεοφύλακτος. εγώ δε θέλω αποστείλει εις εσάς άλλον Παράκλκητον, το Πνεύμα δηλαδή το Άγιον, με το οποίον θέλετε στερεωθή εις την πίστιν, υπομένοντες κάθε πειρασμόν όπου μέλλετε να δοκιμάσετε δια την πίστιν. Το δε «Ως εμέ» είναι προσθήκη του Ποιητού. Διατί δε τούτο επρόσθεσεν; Άκουσον.
Επειδή μερικοί ακούοντες τον Κύριον να λέγη ότι θέλω σας στείλει άλλον Παράκλητον, επεχείρουν να χωρίσουν αυτόν τον Παράκλητον κατά την ουσίαν από τον Μονοεγενή Υιόν του Πατρός. δια τούτο «Άλλον Παράκλητον» ειπών ο Μελωδός, επρόσθεσε το «Ως εμέ», ίνα δια μεν του «Άλλον» φανερώση την διαφορετικήν υπόστασιν όπου έχει ο Υιός από το Πνεύμα. δια δε του «Ως εμέ» φανερώση την ταυτότητα της ουσίας όπου έχει ο Υιός με το Πνεύμα το Άγιον. Ερανίσθη δε τούτο ο Μελωδός από τον Θεολόγιον Γρηγόριον, ούτως ερμηνεύοντα το «Άλλος» . «Δια τούτο μετά Χριστόν μεν (κατήλθε το Πνεύμα το Άγιον), ίνα Παράκλητος ημίν μη λείπη. άλλος δε, ίνα συ την ισοτιμίαν ενθυμηθής. το γαρ άλλος, άλλος οίος εγώ καθίσταται. τούτο δε συνδεσποτείας, αλλ’ ουκ ατιμίας όνομα. το γαρ άλλος ουκ επί των αλλοτρίων, αλλ’ επί των ομοουσίων οίδα λεγόμενον» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν). Επί δε των ομοφυών (κατά τον Σχολιαστήν Νικήταν) άλλον και άλλον λέγομεν. οίον, άλλος εστίν ο Πέτρος, και άλλος εστίν ο Παύλος. επί δε των ετεροφυών, άλλο και άλλο λέγομεν. οίον, άλλο εστί βους, και άλλο ίππος». Παράκλητος δε άλλος ερρέθη το Πνεύμα το Άγιον από τον Χριστόν, διότι και ο Χριστός Παράκλητος ονομάζεται παρά τη πρώτη Επιστολή του Ιωάννου λέγοντος. «Εάνν τις αμάρτη, Παράκλητον έχομεν προς τον Πατέραα, Ιησούν Χριστόν δίκαιον» (α’ Ιω. β’ 1). Παράκλητος δε θέλει να ειπή παρηγορητής. Τις δε άλλος του Υιού και του Πνεύματος έσται παρηγορητικώτερος; Βέβαια ουδείς.
Δια τούτο ο Χρυσορρήμων πανηγυρίζων εις την εορτήν ταύτην, λέγει. «Εκλήθη το Πνεύμα το Άγιον Παράκλητον. Διατί; Αλλ’ η δια το παρακαλείν ανθρώπους, τουτέστι παραμυθήσθαι. παρακαλεί δε, ουχ ως δεύτερον Θεού, αλλ’ ως Θεός. και γαρ Θεού ίδιον το παρακαλείν. λέγει γαρ ο Απόστολος. «Υπέρ Χριστού πρεσβεύομεν, ως του Θεού παρακαλούντος δι’ ημών» . Και ο Ησαΐας λέγει προς την Ιερουσαλήμ. «Παρεκάλεσέ σε ο ονομάσας σε. νόησον τοίνυν». Παρακαλεί ο Πατήρ. παρακαλεί ο Υιός. «Πνεύμα γαρ, φησί, Κυρίου επ’ εμέ ου ένεκεν έχρισέ με. ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με. παρακαλέσαι τους πενθούντας». Όρα και εις την ερμηνείαν της Ακροστιχίδος του Ιαμβικού Κανόνος της παρούσης εορτής, ίνα μάθης ότι Παράκλητος είναι και ως τας παρακλήσεις ημών δεχόμενος ως Θεός, τόσον ο Χριστός, όσον και το Πνεύμα το Άγιον.
Τροπάριον.
Η του Θείου Πνεύματος επιδημήσασα δύναμις, την μερισθείσαν πάλαι φωνήν, κακώς ομονοησάντων, εις μίαν αρμονίαν θείως συνήψε, γνώσιν[50]συνετίζουσα πιστούς της Τριάδος, εν η εστερεώθημεν.
Ερμηνεία.
Καλή μεν είναι η ομόνοια και συμφωνία. αλλ’ όταν γίνεται δια καλόν και συμφέρον πράγμα. όταν δε αυτή γίνεται δια κακόν και βλαβερόν πράγμα, τότε η τοιαύτη ομόνοια και συμφωνία είναι κακή. Με τοιαύτην κακήν ομόνοιαν και συμφνωίαν εσυμφώνησαν εκείνο περί των οποίων γράφει ο Σολομών «Υιέ, μη σε πλανήσωσιν άνδρες ασεβείς λέγοντες. Ελθέ μεθ’ ημών, κοινώνησον αίματος, κρύψωμεν δε εις γην άνδρα δίκαιον αδίκως, καταπίωμεν δε αυτόν ώσπερ Άδης ζώντα, κοινόν δε βλαάντιον κτησώμεθα πάντες, και μαρσίππιον εν γενηθήτω ημίν» (Παρ. α’ 10). Καλή δε και θεοφιλής είναι η ομόνοια εκείνων, οίτινες παρά τω Μιχαία λέγουσι. «Δεύτε αναβώμεν εις τον οίκον Κυρίου, και εις τον οίκον του Θεού Ιακώβ» (Μιχ. δ’ 2), ομοίως και η των αδελφών παρά τω Δαβίδ (Ιδού δη τι καλόν, ή τι τερπνόν, αλλ’ η το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό» (Ψαλ. ρλβ’ 1). Και δια να ειπούμεν καθολικώς, η ομόνοια κατά την γνώμην και τον σκοπόν των ομονοούντων γίνεται ή δια καλόν ή δια κακόν.
Ούτω χάριν λόγου οι παλαιοί εκείνοι Γίγαντες ωμονόησαν και εσυμφώνησαν να οικοδομήσουν τον πύργον της Χαλάνης εις τον κάμπον του Σεναάρ. αλλ’ επειδή η ομόνοιά των ήτον δια κακόν (δια υπερηφάνειαν γαρ τούτο εποίησαν, και δια να αφήσουν όνομα εις τον Κόσμον), τούτου χάριν εσύγχυσεν ο Θεός τας γλώσσας των, και ο ένας του άλλου δεν άκουε την φωνήν. «Και ην πάσα η γη χείλος εν, και φωνή μία πάσι. και είπαν. δεύτε οικοδομήσωμεν εαυτοίς πόλιν και πύργον, ου έσται η κεφαλή έως του Ουρανού. και ποιήσωμεν εαυτοίς όνομα προ του διασπαρήναι ημάς επί προσώπου πάσης της γης. Και είπε Κύριος. Ιδού γένος εν, και χείλος εν πάντων. δεύτε, και καταβάντες συγχέωμεν αυτών εκεί την γλώσσαν, ίνα μη ακούωσιν έκαστος την φωνήν του πλησίον». Ούτω και την σήμερον ομονοούσι και συμφωνούσιν οι του Σωτήρος Απόστολοι. αλλά η τούτων ομόνοια και δια το αγαθόν, επειδή αυτοί δεν ακτασκευάζουν πύργον, ως οι Γίγαντες, ίνα δι’ αυτού καταβιβάσωσι τον Θεόν τιμωρήσοντα αυτους, αλλ’ ίνα ανθρώπους εις Ουρανούς αναβιβάσωσι. διό και αι γλώσσαι αυτών δεν συγχέονται, αλλά μάλλον συνετίζονται εις το να γνωρίζουν των Εθνών απάντων τας διαλέκτους.
Ταύτα λοιπόν ηξεύρων ο Ιερός ούτος Μελωδός, ούτω λέγει. Η δύναμις του Αγίου Πνεύματος, η οποία εσύγχυσε το παλαιόν τας γλώσσας των πυργοπιοούντων, αυτή και τώρα ελθούσα εις τους αγίους Αποστόλους, τας διαιρεθείσας τότε φωνάς ήνωσε θείως: ήτοι θεοπρεπώς και παραδόξως εις μίαν αρμονίαν. Εκ της αρμονίας δε ταύτης και ενώσεως τι εκατώρθωσεν; Εσυνέτισεν ημάς την μίαν γνώσιν της Αγίας Τριάδος. όταν γαρ ημείς βλέπωμεν τας γλώσσας τότε μεν διαιρουμένας απ’ αλλήλων, νυν δε πάλιν ενουμένας εις μίαν αρμονίαν, δεν κατανοούμεν εκ του θαύματος τούτου το Μυστήριον της Αγίας Τριάδος, ήτις και διαιρείται κατά τας υποστάσεις, και πάλιν ενίζεται κατά την ουσίαν; Ναι βέβαια. Όθεν ο Χρυσορρήμων Πατήρ, πανηγυρίζων εις την εορτήν είπεν. «Επειδή τότε οι Γίγαντες εθεομάχουν, και πύγον εβούλοντο κατασκευάσαι, γλώσσας ο Θεός αποστείλας, εμέρισε την κακήν συμφωνίαν. αποστέλλει δε και νυν ενεργείας γλωσσών, ίνα συνάψη την διαμερισθείσαν οικουμένην. και ην πράγμα ξένον. γλώσσαι την οικουμένην έτεμον, γλωσσαι την οικουμένην συνήψαν».
Ωδή δ’. Ο Ειρμός.
Κατανοών ο Προφήτης την επ’ εσχάτων σου Χριστέ έλευσιν, ανεβόα. την σην εισακήκοα Κύριε δυναστείαν, ότι πάντας του σώσαι, τους Χριστούς σου ελήλυθας.
Ερμηνεία.
Ο παρών Ειρμός είναι σαφής και απλούς. επειδή συντίθεται από μοναχά τα λόγια της τετάρτης Ωδής του Αββακούμ «Κύριε, εισακήκοα την ακοήν σου και εφοβήθην. Κύριε, κατενόησα τα έργα σου και εξέστην» (Αβ. γ’ 1-2), και «Εξήλθες εις σωτηρίαν λαού σου. του σώσαι τους χριστούς σου ελήλυθας». Ταύτα λοιπόν μελουργών ο Θεσπέσιος Μελωδός, ούτω λέγει. Ω Θεάνθρωπε Ιησού Χριστέ, ο Προφήτης Αββακούμ κατανοών την παρουσίαν όπου έμελλες να κάμης εις ημάς επ’ εσχάτων των χρόνων δια της ενανθρωπήσεώς Σου, και καταπλαγείς το απόρρητον του μυστηρίου, έλεγεν. Εισακήκοα την δυναστείαν και δύναμιν της Θεότητός Σου, Κύριε, ότι συ ήλθες εις τον κόσμον δια να σώσης τους χριστούς Σου. Χριστοί δε ωνομάζοντο οι Βασιλείς, και Ιερείς και οι Προφήται, επειδή αυτοί μόνοι εχρίοντο με το άγιον έλαιον του χρίσματος. τούτους όμως τώρα δεν ονομάζει χριστούς ο Προφήτης, αλλά όλους απλώς πιστούς Χριστιανούς, οι οποίοι εχρίσθησαν με το χρίσμα του αγίου μύρου, όταν εβαπτίσθησαν. η εχρίσθησαν δια της πίστεως με το αίμα του Μονογενούς Υιού του Θεού, το οποίον έχυσε δια την ημών σωτηρίαν. επίτηδες γαρ ο Μελωδός επρόσθεσεν εδώ από λόγου του το Πάντας, όπερ εν τη Ωδή του Αββακούμ δεν ευρίσκεται, δια να δείξη με αυτό ποίους ο Προφήτης χριστούς ωνόμασε, δηλαδή όλον απλώς το πλήρωμα των πιστών Χριστιανών. Όρα και την ερμηνείαν του Τροπαρίου το λέγοντος «Χρίει τελείων την βρότειον ουσίαν» εν τη εννάτη Ωδή του Ιαμβικού Κανόνος των Θεοφανείων.
Τροπάριον.
Ο εν Προφήταις λαλήσας, και δια νόμου κηρυχθείς, πρώην τοις ατελέσι, Θεός αληθής ο Παράκλητος, τοις του Λόγου υπηρέταις και μάρτυσι, γνωρίζεται σήμερον.
Ερμηνεία.
Ο Παράκλητος, λέγει, το παρηγορητικόν Άγιον Πνεύμα, το οποίον ελάλησε μεν εν τοις Προφήταις αινιγματωδώς και κρυφίως. εκηρύχθη δε πρότερον δια του παλαιού Νόμου σκιωδώς εις τους ατελείς Ιουδαίους και νηπίους κατά τον νουν[51], εκείνος, λέγω, ο ίδιος Παράκλητος φανερούται σήμερον εις τους υπηρέτας και μάρτυρας του σαρκωθέντος Θεού Λόγου, όχι δι’ αινιγμάτων, όχι σκιωδώς, αλλά ενεργώς και πεπαρρησιασμένως εις αυτούς κατελθών εν είδει πυρίνων γλωσσών. «Ώφθησαν, φησί, γλω΄σσαι ωσεί πυρός, εκάθισέ τε εφ’ ένα εάκστον αυτών» (Πραξ. β’ 3). Τούτο δε ερανίσθη ο Μελδός από τον εις την Πεντηκοστήν λόγον Γρηγορίου του Θεολόγου, όπου εκείνος φησί περί του Αγίου Πνεύματος «Τούτο (το Πνεύμα) ενήργει πρώτον εν τοις Πατράσι (τοις προς του Νόμου δηλ.) και εν τοις Προφήταις…, έπειτα εν τοις του Χριστού Μαθηταίς, και τούτοις τρισσώς και κατά καιρούς τρεις, πριν δοξασθήναι Χριστόν τω πάθει, μετά το δοξασθήναι τη αναστάσει, μετά την εις Ουρανούς ανάβασιν, η αποκατάστασιν. αλλά το μεν πρώτον, αμυδρώς. το δε δεύτερον, εκτυπώτερον. το δε νυν, τελειώτερον, ουκέτι ενεργεία παρόν ως το πρότερον, ουσιωδώς δε, ως αν είποι τις, συνγγινόμενόν τε και συμπολιτευόμενον. έπρεπε γαρ, Υιού σωματικώς ημίν ομιλήσαντος, και αυτό φανήναι σωματικώς».
Έφη δε και ο Θεοφόρος Μάξιμος. «Έστι μεν εν πάσιν απλώς το Πνεύμα το Άγιον, καθ’ ο πάντων εστί συνεκτικόν, και τωνν φυσικών σπερμάτων ανακινητικόν, και δι’ αυτού προς συναίσθησιν των πλημμελώς παρά τον θεσμόν της φύσεως πεπραγμένων άγον τον αισθανόμενον. προσδιωρισμένως δε εν πάσι. τοις εν Νόμω, καθότι της των εντολών έστιν υποδεικτικόν παραβάσεως, και της κατά Χριστόν προαγορευθείσης επαγγελίας φωτιστικόν. εν δε πάσι τοις κατά Χριστόν προς τοις ειρημένοις και ως υιοθετικόν, ως δε σοφίας ποιητικόν εν ουδενί των ειρημένων εστίν απλώς, πλην των συνιέντων, και εαυτούς δια της ενθέου πολιτείας αξίους ποιησαμένων της αυτού θεοτικής ενοικήσεως. πας γαρ μη ποιών τα θεία θελήματα, καν πιστός ή ασύνετον έχει την καρδίαν, ως πονηρών λογισμών εργαστήριον, και το σώμα κατάχρεων αμαρτίαις, ως δια παντός μολυσμοίς παθών ενεχόμενον» (Κεφάλαιον ογ’ της Γ’ εκατοντάδος των Θεολογικών). Αλλά και ο Αλεξανδρείας Κύριλλος λέγει. Πως ην εν τοις Προφήταις το Πνεύμα το Άγιον; Λογιζώμεθα τοίνυν εν μεν τοις αγίοις Προφήταις έλλαμψιν ώπσερ τινά πλουσίαν και δαδουχίαν γεννέσθαι του Πνεύματος, παιδαγωγείν ισχύουσαν εις την των εσομένων κατάληψιν, και των κεκρυμμένων την γνώσιν. εν δε τοις πιστεύουσιν εις Χριστόν ου διαδουχίαν απλώς την από του Πνεύματος, αλλ’ αυτό κατοικείν και ναοί Θεού χρηματίζομεν» (Τόμος Δ’ βιβλίον ε’, κεφάλαιον ζ’ εις τον Ιωάννην προκειμένου ρητού «Τούτο δε έλεγε περί του Πνεύματος, ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν»). Υπηρέτας δε και μάρτυρας του Θεού Λόγου, τους Αποστόλους ονομάζει ο Μελωδός, καθώς και αυτός ο Σωτήρ ούτω τους καλεί. υπερέτας μεν γαρ ονομάζει αυτούς, εν οις λέγει «Όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται» (Ιω. ιβ’ 26) (υπηρέτου δε και διακόνου δεν είναι σχεδόν διαφορά) . μάρτυρας δε ονομάει ,εν οις λέγει προς αυτούς «Υμείς δε εστέ μάρτυρες τούτων» (Λουκ. κδ’ 48), και πάλιν «Και υμείς δε μαρτυρείτε ότι απ’ αρχής μετ’ εμού εστέ» (Ιω. ιε’ 27).
Τροπάριον.
Σήμα Θεότητος φέρον, τοις Αποστόλοις εν πυρί, Πνεύμα κατεμερίσθη, και ξέναις εν γλώσσαις ενέφηνεν, ως πατρόθεν θείον σθένος, ερχόμενόν εστιν αυτοκέλευστον.
Ερμηνεία.
Το Τροπάριον τούτο ερανίσθη ο Μελωδός από τον περί του Αγίου Πνεύματος Ηρωϊκόν τρίτον λόγον του Θεολόγου Γρηγορίου, τον εις τα απόρρητα, ή περί αρχών περιεχόμενον, εν ω λέγει.
Οις ρα’ (τοις Αποστόλοις δηλ.) και εν γλώσσησι πυρός μετέπειτα μερίσθη (το Πνεύμα δηλ.)
Σήμα φέρον Θεότητος, οτ’ εκ χθονός άλτο Σαωτήρ.
Και γαρ πυρ Θεόν οίδα κακοίς, ως φως αγαθοίσιν.
Όθεν εξηγεί εδώ ο θεσπέσιος Κοσμάς διατί το Πνεύμα το Άγιον κατήλθεν εις τους Αποστόλους εν είδει πυρίνων γλωσσών. Με πυρ, λέγει, εμερίσθη εις τους Αποστόλους το Πνεύαμ το Άγιον. διότι έφερε το σημείον της Θεότητος, το οποίον είναι το πυρ συμβολικώς δηλαδή και ομοιωματικώς: ήτοι κατά την Συμβολικήν Θεολογίαν. «Κύριος, έλεγεν ο Μωϋσής εις τον λαόν του Ισραήλ, Κύριος ο Θεός σου πυρ καταναλίσκον εστί (Δευτ. δ’ 24), και ο Μαλαχίας λέγει περί του Θεού. «Αυτός εισπορεύεται ως πυρ χωνευτηρίου» (Μαλ. γ’ 2), και ο Παύλος. «Και γαρ ο Θεός ημών πυρ καταναλίσκον» (Εβρ. ιβ’ 29), και Κύριλλος ο Αλεξανδρείας. « Εν είδει του πυρός η θεία τε και απόρρητος εικάζεται φύσις» . ο δε Θεολόγος Γρηγόριος πορσθέτει και τι καταναλίσκει, ήγουν την μοχθηρίαν. «Πυρ καταναλίσκον την μοχθηρίαν» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν), και εις το άγιον Βάπτισμα ο αυτός λέγει. «Οίδα πυρ αναλωτικόν της ύλης και της μοχθηράς έξεως». Καθό λοιπόν εφάνη το Πνεύμα το Άγιον εν πυρί, κατά τούτο έδειξεν ότι είναι Θεός[52]. καθό δε πάλιν εφάνη εν γλώσσαις ξέναις και αρρήτοις, κατά τούτο έδειξε το Πνεύμα το Άγιον ότι πρόεισι και εκπορεύεται από τον Πατέρα ως μία θεία και άρρητος και ενυπόστατος δύναμις. καθώς και η γλώσσα εκ του νου λαμβάνουσα τα νοήματα, απαγγέλλει αυτά εις τους έξω[53]. σθένος γαρ και δύναμις, ου μόνον λέγεται ο Υιός κατά το «Χριστόν Θεού δύναμιν», (α’ Κορ. α’ 24) αλλά και το Πνεύμα το Άγιον κατά το «Ιησούς ουν υπέστρεψεν εν τη δυνάμει του Πνεύματος» (Λουκ. δ’ 14). Και ο Πατήρ δε δύναμις ονομάζεται κατά το «Απ’ άρτι όψεσθε τον Υιόν του ανθρώπου καθήμενον εκ δεξιών της δυνάμεως» (Ματθ. κστ’ 64), τουτέστι του Πατρός, κατά την ερμηνείαν του μεγάλου Αθανασίου.
Πλην δια να μη υποπτεύση τινάς ότι εις την τιμήν και δόξαν του Αγίου Πνεύματος ακολουθεί ελάττωσις, με το να ακούη ότι έρχεται από τον Πατέρα, δια τούτο επρόσθεσεν ο Μελωδός το «Αυτοκέλευστον», και λέγει τρόπον τινά. Μη ταραχθήτε, αγαπητοί αναγνώσται, μηδέ εις υπονοίας εμβήτε αναξίας του Πνεύματος, ακούοντές μου να λέγω ότι το Πνεύμα το Άγιον έρχεται από τον Πατέρα. διότι αν και έρχεται από τον Πατέρα, αλλά όμως δεν έρχεται δουλικώς, αλλά έρχεται αυτοδεσπότως και αυτοκελεύστως, ως Θεός τω Πατρί και τω Υιώ ομοούσιος και ομότιμος. αν και το «Ερχόμενον» δηλοί ακόμη ότι ως Κύριον έρχεται. Ερανίσθη δε τα λόγια ταύτα ο Μελωδός από τον περί του Αγίου Πνεύματος τρίτον λόγον Ηρωϊκόν, τον εις τα απόρρητα Γρηγορίου του Θεολόγου, ούτω λέγοντα.
Πνεύμα μέγα τρομέωμεν, ο μοι Θεός. ω Θεόν έγνων.
Πατρόθεν ερχόμενον, θείον μένος, αυτοκέλευστον.
Ο αυτός δε Θεολόγος Γρηγόριος κοντά εις τα άλλα θεία ονόματα όπου προσαρμόζει τω Αγίω Πνεύματι και ταύτα προσθέτει. «Ερχόμενον μεν ως Κύριον, πεμπόμενον δε ως ουκ αντίθεον», και πάλιν. «Το Πνεύμα το Άγιον ην αεί αυτοκίνητον, αεικίνητον, αυτεξούσιον, αυτοδύναμον, παντοδύναμον» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν).
Ο μεν ουν Μελωδός εδώ εκ των δύο τούτων τα δύο ταύτα συμπεραίνει: ήτοι εκ μεν του Πυρός ότι είναι Θεός το Πνεύμα το Άγιον, εκ του Θεολόγου τούτο ερανισθείς. και εκείνος γαρ εκ τούτου τούτο το ίδιον συμπεραίνει. εκ δε του είδους των γλωσσών, ότι εκ Θεού έρχεται το Πνεύμα το Άγιον. Ο δε Θεολόγος άλλως ερμηνεύει το είδος των γλωσσών. φησί γαρ. «Εν γλώσσαις δε (εφάνη το Πνεύμα το Άγιον) δια την προς τον Λόγον οικείωσιν. μεριζομέναις δε, δια το των χαρισμάτων διάφορον. καθεζομέναις, δια το βασιλικόν και την επί τοις αγίοις ανάπαυσιν. επεί και θρόνος Θεού τα Χερουβίμ. εν υπερώω δε, …δια την ανάβασιν των δεξομένων και την χαμόθεν έπαρσιν». Τι δε δηλοί το «Δια την προς τον λόγον οικείωσιν»; Άκουσον του Σχολιαστού Νικήτα. «Ώσπερ η γλώσσα οικείον εστιν όργανον προς τον απλώς λόγον. ούτω και οι Απόστολοι οικείοι ήσαν προς τον του Ευαγγελίου λόγον, ως όργανα εξηχούντα τούτον. ει δε βούλει, λόγον ενταύθα νόησον τον Λόγον του Θεού τον ενυπόστατον, τουτέστι τον Χριστόν. Οικείωσιν ουν έχει προς τούτον τον Λόγον οιονεί τις γλώσσα το Πνεύμα. τοσούτον γαρ ωκείωται τω Χριστώ το Πνεύμα, ότι και Χριστού Πνεύμα λέγεται. «Ει τις γαρ, φησί, Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ έστι αυτού» (Ρωμ. η’ 9).
Ωδή ε’. Ο Ειρμός.
Τον δια τον φόβον σου ληφθέν Κύριε, εν γαστρί των Προφητών, και κυηθέν επί της γης πνεύμα σωτηρίας, αποστολικάς καρδίας κτίζει καθαράς, και εν τοις πιστοίς ευθές εγκαινίζεται. φως γαρ και ειρήνη, διότι τα σας προστάγματα.
Ερμηνεία.
Το παρόν Τροπάριον ερανίσθη ο Μελωδός τόσον από τον Ησαΐαν, όσον και από τον Δαβίδ. ο μεν γαρ Ησαΐας λέγει. «Δια τον φόβον Σου, Κύριε, εν γαστρί ελάβομεν και ωδινήσαμεν και ετέκομεν. Πνεύμα σωτηρίας Σου, ο εποιήσαμεν επί της γης» . (Ησ. κστ’ 17-18), ο δε Δαβίδ. «Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί, ο Θεός, και Πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου» (Ψαλ. ν’ 11)[54]. Όθεν λέγει ο Ασματογράφος. Ω Κύριε των απάντων, το Άγιον σου Πνεύμα, το οποίον είναι τη αληθεία Πνεύμα σωτηρίας, αυτό ελήφθη: ήτοι συνεληφθη μεν δια τον φόβον Σου μέσα εις την νοητήν κοιλίαν των Προφητών, ήτις εστίν η χωρητική δύναμις του νοός κατά τον Ευσέβιον, ή κατ’ άλλους η καρδία. εγεννήθη δε επί της γης: ήτοι των γηϊνωτέρων ανθρώπων. διότι εκείνο το Πνεύμα όπου ωδίνησαν και εκοιλοπόνησαν αι ψυχαί των Προφητών δια τον φόβον του Κυρίου, τούτο εγέννησαν εις τους υλικωτέρους και παχυτέρους ανθρώπους δια μέσου του λόγου και της διδασκαλίας, ίνα και εκείνους πνευματικούς ποιήσωσι. Τούτο, λέγω, το Άγιον Πνεύμα ελθόν σήμερον εις τους αγίους Σου Αποστόλους, έκτισε καθαράς τας καρδίας των, καθώς λέγει ο Προφητάναξ, και εις τα έγκατα των πιστών Χριστιανών ευθές εγκαινίζεται, κατά τον αυτόν Προφητάνακτα. επειδή η χάρις του Παναγίου Πνεύματος δεν εδόθη μόνον εις τους Αποστόλους, αλλά δια των Αποστόλων εδόθη και εις όλους τους πιστούς Χριστιανούς κατά το ακόλουθον ομοίωμα.
Οι θείοι Απόστολοι άναψαν εν τη ημέρα της Πεντηκοστής ως τόσαι λαμπάδες από τας πυρίνας γλώσσας του Αγίου Πνεύματος. καθώς δε από μίνα λαμπάδα εμπορεί να ανάψη άλλη, και από εκείνην άλλη κατά μετάδοσιν, και καθεξής να φθάσουν αι λαμπάδες έως εις ένα πολυάριθμόν και σχεδόν άπειρον αριθμόν, τοιουτοτρόπως και όλοι οι πιστοί Χριστιανοί, και μάλιστα οι Αρχιερείς άναψαν ως άλλαι λαμπάδες από τας πρώτας λαμπάδας των Αποστόλων, και επληρώθησαν από τα φωτιστικά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. καθώς ταύτην την ομοίωσιν αναφέρει ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (Λόγος ει την Πεντηκοστήν)[55]. Ποία δε είναι η καθαρά καρδία; Άκουσον του Θεοφόρου Μαξίμου λέγοντος. «Καρδία εστί καθαρά, η παντάπασιν ανείδεον των Θεώ την μνήμην παραστήσασα, και μόνοις τοις αυτού έτοιμον ενσημανθήναι τύποις, δι’ ων εμφανής πέφυκε γίνεσθαι. εν η καθάπερ εν πτυχίω καλώς λειανθέντι δια την άκραν απλότητα γινόμενος ο Θεός, τους ιδίους νόμους εγγράφει» (Κεφάλαιον πα' και πβ’ της β’ εκατοντάδος των Θεολογικών). Τοιαύτη ουν εκτίσθη η των Αποστόλων καρδία υπό του Αγίου Πνεύματος.
Εκείνο δε όπου λέγει ο Μελωδός εν τω τέλει «Φως γαρ και ειρήνη διότι τα σα προστάγματα» φαίνεται μεν ότι είναι ακόλλητον και συνάρμοστον με τα ανωτέρω, καλώς όμως αυτό προσαρμόζεται. διότι αν ημείς εδιδάχθημεν τα θεία προστάγματα δια μέσου των Αποστόλων, των οποίων αι καρδίαι εκτίσθησαν καθαραί από το Πνεύμα. ταύτα δε τα θεία προστάγματα είναι φως και ειρήνη. φως μεν, κατά το «Λύχνος τοις ποσί μου ο νόμος Σου, και φως ταις τρίβοις μου» (Ψαλ. ριη’ 105), ειρήνη δε κατά το, «Ειρήνη πολλήτοις αγαπώσι τον νόμον Σου, και ουκ έστιν αυτοίς σκάνδαλον» (Ψαλ. ριη’ 165). Λοιπόν τα του Θεού προστάγματα ενεργούντες ημείς και έχοντες, αυτό το Άγιον Πνεύμα έχομεν, το φως ον και ειρήνη.
Ποίον γαρ άλλο είναι φωτεινότερον, ή ποίον άλλο είναι ειρηνικώτερον από τον Πανάγιον Πνεύμα; ώστε προσφυώς το ανωτέρω ρητόν επροσαρμόσθη με τα ειρημένα. Φως μεν ουν εστί το Πνεύμα το Άγιον κατά τον μέγαν Βασίλειον λέγοντα. «Ώσπερ εν νυκτί, εάν υφέλης το φως από της οικίας, τυφλαί μεν αι όψεις, ανενέργητοι δε καταλείπονται αι δυνάμεις, ανεπίγνωστοι δε αι αξίαι και χρυσού και σιδήρου ομοίως πατουμένων δια την άγνοιαν. ούτως επί της νοητής διακοσμήσεως (των Αγγέλων δηλ.) αμήχανον την ένθεσμον εκείνην διαμείναι ζωήν άνευ του Πνεύματος» (Περί του Αγίου Πνεύματος κεφ. ιστ’). Ειρήνη δε εστί το Πνεύμα, επειδή λέγει ο Παύλος «Το δε φρόνημα του Πνεύματος ζωή και ειρήνη» (Ρωμ. η’ 6), όθεν και ως λεπτή αύρα (ήτοι ειρηνική) εφάνη εις τον Ηλίαν. Ερανίσθη δε το ανωτέρω ρητόν από τον Ησαΐαν λέγοντα. «Διότι φως τα προστάγματά Σου επί της γης» (Ησ. κστ’ 9), ίνα δείξη ότι η Ωδή αύτη είναι ποίημα του Ησαΐου[56].
Τροπάριον.
Η επιφοιτήσασα ισχύς σήμερον, αύτη Πνεύμα αγαθόν. Πνεύμα σοφίας Θεού.Πνεύμα εκ Πατρός εκπορευτόν[57] και δι Υιού πιστοίς ημίν πεφηνός. μεταδοτικόν, εν οις κατοικίζεται φύσει, της εν η κατοπτεύεται αγιότητος.
Ερμηνεία.
Από διάφορα ρητά είναι ερανισμένον το παρόν Τροπάριον. το μεν γαρ «Η επιφοιτήσασα ισχύς» ερανίσθη από τον λόγον του Κυρίου, ον είπεν εις τους Ιερούς Αποστόλους «Υμείς δε καθίσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ, έως ου ενδύσησθε δύναμιν εξ ύψους» (Λουκ. κδ’ 49) . δύναμις δε και ισχύς εν και το αυτό σημαίνουσι, και ο Ησαΐας δε λέγει. «Και επαναπαύσεται επ’ αυτόν (τον Χριστόν δηλαδή) Πνεύμα σοφίας, Πνεύμα βουλής, Πνεύμα ισχύος» (Ησ. ια’ 2), το δε «Πνεύμα αγαθόν» επάρθη από τον Δαβίδ λέγοντα. «Το Πνεύμα Σου το αγαθόν οδηγήσει με εν γη ευθεία» (Ψαλ. ρμ’ 10), το δε «Πνεύμα σοφίας» ερανίσθη από το άνωθεν ρητόν του Ησαΐου (Ησ. ια’ 2).
Ταύτα λοιπόν τα Γραφικά ρητά συνάξας ο Ιερός Μελωδός, ούτω λέγει. η ισχύς και δύναμις εκείνη όπου επεφοίτησεν: ήτοι εκάθισεν επάνω εις τους Ιερούς Αποστόλους εν τη σημερινή ημέρα της Πεντηκοστής, κατά την υπόσχεσιν του Δεσπότου Χριστού, είναι Πνεύμα αγαθόν κατά τον Δαβίδ. μάλλον δε, είναι αυτάγαθον και πηγή αγαθότητος. αύτη είναι Πνεύμα σοφίας κατάτον Ησαΐαν. Επρόσθεσε δε ο Μελωδός και το, Θεού, δια να μη υποπτευθή τινάς, ότι το Πνεύμα το Άγιον είναι Πνεύμα της ανθρωπίνης σοφίας, ήτις δεν είναι άνωθεν κατερχομένη, αλλά είναι επίγειος και ψυχική, καθώς την ονομάζει ο Αδελφόθεος Ιάκωβος λέγων. «Ουκ έστιν αύτη η σοφία άνωθεν ακτερχομένη, αλλ’ επίγειος, ψυχική, δαιμονιώδης» (Ιακ. γ’ 15) . το δε Πνεύμα το Άγιον είναι της ενυποστάτου και δημιουργικής Σοφίας του Θεού. όθεν ο Παύλος έγραφε προς Εφεσίους. «Ο Θεός δώη υμίν Πνεύμα σοφίας» (Εφ. α’ 17). Η σοφίαν Θεού λέγει τον Υιόν, ο οποίος ονομάζεται σοφία Θεού από τον Παύλον. «Ος εγεννήθη ημίν σοφία από Θεού» (α’ Κορ. α’ 30). Ταύτης λοιπόν της Σοφίας (ήτοι του Υιού) είναι το Πνεύμα το Άγιον, ουχί ως εξ αυτού εκπορευόμενον, άπαγε! αλλ’ ως ομοούσιον του Υιού και ομοφυές, και ως δι’ αυτου΄μεταδιδόμενον ημίν. όθεν είπεν ο Παύλος. «Ει δε τις Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ έστιν αυτού» (Ρωμ. η’ 9), και ο εκ Δαμασκού Ιωάννης.«Το Πνεύμα το Άγιον και εκ του Πατρός λέγομεν, και Πνεύμα Πατρός ονομάζομεν. εκ του Υιού δε το Πνεύμα ου λέγομεν, Πνεύμα δε Υιού ονομάζομεν, και δι’ Υιού πεφανερώσθαι και μεταδίδοσθαι ημίν ομολογούμεν» (Βιβλίον α’, κεφάλαιον η’ της Θεολογίας).
Αύτη δε η δύναμις είναι Πνεύμα όπου εκπορεύεται από μόνον τον Πατέρα, και όπου εφάνη και εγνωρίσθη εις ημάς του πιστούς δια μέσου του Υιού. ο γαρ σαρκωθείς Μονογενής Υιός του Θεού δεν εφανέρωσε μόνον και εγνώρισεν εις ημάς τον ομοούσιόν του Πατέρα, καθώς είπεν ο ίδιος «Εφανέρωσά Σου το όνομα τοις ανθρώποις» (Ιω. ιζ’ 6) αλλά προς τούτοις εφανέρωσεν εις ημάς και τον ομοούσιόν του Παράκλητον. «Όταν γαρ, φησίν, έλθη ο Παράκλητος το Πνεύμα της αληθείας, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυρήσει περί εμού» (Ιω. ιε’ 26). Που ημείς οι άνθρωποι ηξεύραμεν όνομα Παρακλήτου; ή που ηξεύραμεν ότι το Πνεύμα της αληθείας εκπορεύεται από τον Πατέρα, αν ο Υιός ο ων εις τον κόλπον του Πατρός δενν ήθελε μας φανερώση τα μυστήρια ταύτα; Το δε «Δι’ Υιού πεφηνός» ερανίσθη ο Μελωδός από τον Νεοκαισαρείς Γρηγόριον, όσιτς εν τη Θεολογία, ην απεκάλυψεν αυτώ ο Θεολόγος Ιωάννης δια προσταγής της Κυρίας Θεοτόκου, ούτω λέγει. «Εν Πνεύμα Άγιον εκ Θεού την ύπαρξιν έχον, και δι’ Υιού πεφηνός» (δηλαδή τοις ανθρώποις κατά την χρονικήν πέμψιν και αποστολήν). Επιφέρει δε ακολούθως ο Μελωδός ότι το Πνεύμα το Άγιον είναι μεταδοτικόν της αγιότητος, εν η αυτό θεωρείται φύσει: τουτέστι την οποίαν αγιότητα έχει αυτό το Άγιον Πνεύμα φυσικήν και ουσιώδη. μάλλον δε, είναι αγιότης και αυτοαγιότης.δια τούτο και Άγιον εξαιρέτως το Πνεύμα ονομάζεται, ως φύσει ον Άγιον και ουκ έξωθεν έχον την αγιότητα. όθεν είπεν ο ανωτέρω Νεοκαισαρείας Γρηγόριος. «Πνεύμα Άγιον, πηγή αγία αγιότητος, αγιασμού χορηγός» (εν τω Βίω αυτού). Εις ποίους δε την αγιότητα αυτή μεταδίδει; Εις τους ανθρώπους και εις τους Αγγέλους, εις τους οποίους κατοικεί, ναούς ποιών αυτούς της αυτού ενεργείας και χάριτος[58].
Είπεν δε εις τους ανθρώπους, διότι λέγει ο Παύλος. «Αλλά απελούσθητε. αλλά ηγιάσθητε εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού, και εν τω Πνεύματι του Θεού ημών» (α’ Κορ. στ’ 11) . είπον δε και εις τους Αγγέλους, διότι οι Άγγελοι δεν έχουν φύσει την αγιότητα, καθώς την έχει το Πνεύμα το Άγιον. και άκουσον του μεγάλου Βασιλείου λέγοντος. «Ου φύσει άγιαι αι των Ουρανών Δυνάμεις. ή ούτω γ’ αν, ουδεμίαν προς το Άγιον Πνεύμα την διαφοράν έχοιεν.αλλά κατά αναλογίαν της προς αλλήλας υπεροχής του αγιασμού το μέτρον παρά του Πνεύματος έχουσαι… Πως γαρ είπωσιν οι Άγγελοι, Δοξα εν υψίστοις Θεώ, μη δυναμωθέντες υπό του Πνεύματος;… Πως είπη τα Σεραφείμ, Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος, μη διδαχθέντα παρά του Πνεύματος ποσάκις εστίν ευσεβές την δοξολογίαν ταύτην αναφωνείν»; (περί του Αγίου πνεύματος κεφ. ιστ’), και πάλιν. «Αι γαρ καθαραί και νοεραί και υπερκόσμιοι Δυνάμεις άγιαι και εισί και ονομάζονται, εκ της παρά του Αγίου Πνεύματος εκδοθείσης χάριτος τον αγιασμόν κεκτημέναι» (αυτόθι), και ο Θεολόγος δε Γρηγόριος λέγει. «Τούτο το Πνεύμα ενήργει εν ταις Αγγελικαίς και Ουρανίαις Δυνάμεσι, και όσαι πρώται μετά Θεόν και περί Θεόν. ου γαρ άλλοθεν αυταίς η τελειότης και η έλλαμψις και το προς κακίαν δυσκίνητον ή ακίνητον, ή παρά του Αγίου Πνεύματος» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν).
Ωδή στ’. Ο Ειρμός.
Ναυτίων τω σάλω, των βιωτικών μελημάτων, συμπλόοις ποντούμενος αμαρτίαις, και ψυχοφθόρω θηρί προσριπτούμενος, ως ο Ιωνάς Χριστέ βοώ σοι. εκ θανατηφόρου με βυθού ανάγαγε.
Ερμηνεία.
Ηθικώς εδώ εκλαμβάνει ο Μελωδός την ιστορίαν του Ιωνά. όθεν γυρίζων προς τον Θεόν, λέγει προς αυτόν με σχήμα παρακαλεστικόν. Ω φιλοψυχότατε Ιησού Χριστέ, ιδού εγώ είμαι άλλος νέος Ιωνάς, όχι κατά την προφητείαν, μακράν γαρ ειμί του τοιούτου χαρίσματος, αλλά κατά την εις την θάλασσαν καταπόντωσιν. λοιπόν ναυτιώ και εγώ, Δέσποτα, (ήτοι καιαναγουλιάχω) και πληρούμαιαπο σκοτοδίνην και ζάνην την προερχομένην εκ της ταραχής και φουρτούνας των φροντίδων, και αλλεπαλλήλων περισπασμών του παρόντος βίου[59].καθώς και ο Ιωνάς εσκοτοδινία από την φουρτούναν της θαλάσσης. δια τούτο και κατέβη κάτω εις την κοιλίαν (ήτοι εις το αμπάρι) του καραβίου, και εκοιμάτο και ερουχάλιζε. Και καθώς εκείνος ερρίφθη εις την θάλασσαν από τους συμπλέοντας ναύτας και εποντίζετο, ούτω και εγώ ερρίφθηκα εις την νοητήν θάλασσαν από τας αμαρτίας τας συμπλεούσας με εμέ, και καταβυθίζομαι. και καθώς εκείνος ερρίφθη φαγητόν εις το θαλάττιον Κήτος, ούτω και εγώ ερρίφθηκα φαγητόν εις τον ψυχοφθόρον Δαίνομα. όθεν τοιαύτα πάσχων, δανείζομαι την ιδίαν φωνήν του Ιωνά, και βοώ Σοι από βαθέων καρδίας μου. ω φιλάνθρωπε Ιησού, αναβίβασόν με από τούτον τον θανατηφόρον βυθόν, εις τον οποίον κατεποντίσθηκα. ούτω γαρ και ο Ιωνάς έλεγε. «Αναβήτω εκ φθοράς η ζωή μου, προς σε Κύριε ο Θεός μου» (Ιων. β’ 7).
Τροπάριον.
Εκ του Πνεύματος σου, σάρκα επί πάσαν, ως είπας, πλουσίως εξέχεας, και επληρώθη της σης η σύμπασα γνώσεως Κύριε. ότι εκ Πατρός Υιός αρρεύστως έφυς, και το Πνεύμα αμερίστως πρόεισιν.
Ερμηνεία.
Εν τω Τροπαρίω τούτω αναφέρει ο Μελωδός το ρητόν εκείνο του Ιωήλ το λέγον. «Και έσται μετά ταύτα, εκχεώ από του Πνεύματος μου επί πάσαν σάρκα, και προφητεύσουσιν οι Υιοί υμών, και αι θυγτέρες, και οι πρεσβύτεροι υμών ενύπνια ενυπνιασθήσονται, και οι νεανίσκοι υμών οράσερις όψονται» (Ιωήλ. γ’ 2). Δια τούτο επιστρέφων προς τον Δεσπότην Χριστόν, ω Κύριε, λέγει, ιδού ετελειώθη εκείνο το λόγιον όπου ελάλησας εν Πνεύματι δια του Προφήτου Ιωήλ. εξέχεας γαρ πλουσίως από το Αγιόν Σου Πνεύμα εις κάθε σάρκα, δηλαδή την πιστεύσασαν, καθώς ερμηνεύει ο Θεολόγος Γρηγόριος.
Τι δε δηλοί το, Προφητεύσουσιν; Άκουσον πως ερμηνεύει αυτό ο Αλεξανδρείας Κύριλλος. «Καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι. απεφθέγγοντο δε προφητεύοντες, ήγουν συνιέντες τε και λέγοντες τα δια των αγίων Προφητών εν Χριστώ Μυστήρια… Ότι δε καταπτάντος του Πνεύματος πολλοί λίαν ήσαν οι τη χάριτι της προφητείας αναμεσούμενοι, σαφηνιεί γράφων ο Παύλος. Προφήται δε δύο ή τρεις λαλείτσαν.είτα. δύνασθε γαρ καθ’ ένα πάντες προφητεύειν». Φέρει δε ακολούθως ο θείος Πατήρ ότι δια του προφητικού χαρίσματος έφερεν ο Θεός την ανθρωπίνην φύσιν εις την πρώτην κατάστασίν της. επειδή ο Αδάμ προφητικόν χάρισμα είχε, καθώς τούτο εδήλωσε προφητεύσας περί της γυναικός αυτού. «Προφητεύσειν δε φησίν Υιούς και θυγατέρας, το της χάριτος αμφιλαφές δια τούτου υποδηλών και το επί πάντας ίσον. είη γαρ αν ουκ απόβλητον παρά τω Θεώ το θήλυ γένος ει τα αυτώ δοκούντα δρώητε προθύμως, και μην και έλοιτο φρονείν. ούτε μην αγέραστον, ή αμμέτοχον αγιασμού, ει δια τε πίστεως και της εν έργοις επιεικείας ευδοκιμούν έσται ποθέν. ηξίωται γαρ και αυτό χάριτός τε και οικτιρμού. λελόγισται δε και εν τέκνοις.πρεσβυτέρους δε την πρεσβυτικήν ηλικίαν λέγει, καθώς περ εγώμαι, την ποιότητι της αρετής προϋχουσάν τε και υπερκειμένην, και οίον λαμπροίς πεπολιωμένην κατθορθώμασι, και φρονήσει τη τελεωτάτη διαπρέπουσαν και τεθαυμασμένην. οποίος τις ην και Παύλος, ος τεθέαται καθ’ ύπνον άνδρα τινά τω εκ Μακεδόνων εκλιπαρούντα και λέγοντα. Διαβάς εις Μακεδονίαν, βοήθησον ημίν. Ανανίας δε των εν πίστει δεδοκιμασμένων, όρασιν επ’ αυτώ Παύλω τεθέαται. νεανίσκοι δε οι σφριγώσαν έχοντες εις το αγαθόν την γνώμην, και άθραυστοι εις αλκήν, δήλον δε ότι την πνευματικήν. Προσεφώνει δε που και ο σοφός Ιωάννης τοις ηγιασμένοις εν Χριστώ δια πίστεως. «Γράφω ημίν, πατέρες, ότι εγνώκατε τον απ’ αρχής.γράφω υμίν, νεανίσκοι, ότι ισχυροί έστε και νενικήκατε τον πονηρόν» . επαγγέλλεται δη ουν την χύσιν του Πνεύματος τοις δουλεύουσιν αυτώ. Τίνες δ’ αν οι τοιοίδε πάλιν; Η εκείνοι πάντως, οι τοις Ευαγγελικοίς θεσπίσμασιν υποφέρουσι τον αυχένα της διανοίας».
Όρα δε ότι «Εξέχεας εκ του Πνεύματός Σου» είπε ο Μελωδός. καθώς είπε και ο Παύλος. «Έσωσεν ημάς δια λουτρου παλιγγενεσίας και ανακαινώσεως Πνεύματος Αγίου, ου εξέχεεν εφ’ ημάς πλουσίως» (Τιτ. γ’ 5-6) . όπερ ερμηνεύων ο μέγας Βασίλειος λέγει «Τούτο το Πνεύμα το Άγιον εξέχεεν εφ’ ημάς πλουσίως ο Θεός δια Ιησού Χριστού. εξέχεεν, ουκ έκτισεν.έδωκεν, ουκ εδημιούργησεν. εχαρίσατο, ουκ εποίησεν. εκ παραλλήλου τα αυτά λέγω, επειδή σε πανταχόθεν εδραίον είναι δει» (Λόγος κατ’ Ευνομίου). Ταύτα δε λέγει ο Βασίλειος δια να δείξη ότι η χάρις του Πνεύματος άκτιστός έστιν. Όθεν δεν προφητεύουσι τώρα υπό του Πνεύματος άκτιστός έστιν. Όθεν δεν προφητεύουσι τώρα υπό του Πνεύματος μόνος ο Ελδάδ και ο Μωδάδ εν τη παρεμβολή, ούτε δέκα μόνον άνδρες ή δεκαπέντε ή εβδομήκοντα, καθώς επροφήτευον εν τη Παλαιά, αλλά όλη η Κτίσις απλώς εγέμισεν από την ιδικήν Σου γνώσιν, καθώς είναι γεγραμμένον. «Ενεπλήσθη η σύμπασα του γνώναι τον Κύριον ως ύδωρ πολύ καταλύψαι θαλάσσας» (Ησ. ια’ 9)[60].
Ποία δε είναι η γνώσις αυτή, από την οποίαν όλη η Κτίσις επλήσθη; Είναι η πρώτη και ανωτάτη και θειοτάτη της Αγίας Τριάδος, δηλαδή ότι Συ μεν ο Μονογενής Υιός εγεννήθης απαθώς και αχρόνως εκ του ανάρχου Πατρός Σου ως λόγος εκ νου. γέννημα γαρ υπάρχεις αυτού. το δε Πνεύμα το Άγιον πρόεισι και εκπορεύεται εκ του αυτού Πατρός. εκπόρευμα γαρ εστίν αυτού. δεν μερίζεται όμως ουδέ χωρίζεται από τον Πατέρα, ανεκφοίτητον μένον αυτού.των σωμάτων γάρ και υλικών και πεπερασμένων είναι ίδιον το να μερίζωνται, και να μη είναι πανταχού και υπέρ το παν, ουχί δεν των πάντη ασωμάτων, αΰλων τε και απείρων, οποίαι είναι αι τρεις υποστάσεις της Μακαρίας και Βασιλικωτάτης Τριάδος. αύται γαρ πανταχού εισί και υπέρ το παν. όθεν είπεν ο μέγας Βασίλειος λόγω Ε’ κατ’ Ευνομίου. «Αποστολήν δε καλεί η Γραφή την προς το έργον αυτού (του Θεού δηλ.) συγκατάβασιν, ου την εκ τόπου εις τόπον αυτού μετάβασιν». Και ο αδελφός αυτού Νύσσης Γρηγόριος σχεδόν τα αυτά λέγει. «Η τοίνυν προς το ημέτερον ταπεινόν τε και ασθενές του Υιού του Θεού κάθοδος κατά γνώμην του Πατρός γεγενημένη αποστολή λέγεται. η γαρ εκ της ακηράτου φύσεως προς την ημετέραν στολή λέγεται. η γαρ εκ της ακηράτου φύσεως προς την ημετέραν ζωήν μετάστασις ου τοπικήν ποιείταιτου Κυρίου την κίνησιν, αλλά την από του ύψους της δόξης προς το ταπεινόν της σαρκός ενδείκνυται κάθοδον. Κατέβη τοίνυν και εφάνη ου γυμνός ο Λόγος, αλλά σάρξ γενόμενος. ουχ η του Θεού μορφή καθ’ εαυτήν, αλλ’ εν τη του δούλου μορφή θεωρούμενος» (Τόμος Γ’ περί Θεότητος Υιού και Πνεύματος).
Ωδή ζ’. Ο Ειρμός.
Οι εν καμίνω του πυρός εμβληθέντες όσιοι Παίδες, το πυρ εις δρόσον μετέβαλον, δια της υμνωδίας, ούτω βοώντες. Ευλογητός ει Κύριε, ο Θεός των Πατέρων ημών.
Ερμηνεία.
Απορίας άξιον είναι πως ο Ποιητής λέγει εις τον παρόντα Ειρμόν ότι οι τρεις όσιοι Παίδες οι βαλθέντες μέσα εις την Βαβυλωνίαν κάμινον μετέβαλον το πυρ εις δρόσον δια της υμνωδίας; ου γαρ ύστερον από την υμνωδίαν έγινεν ο δροσισμός, αλλά προ της υμνωδίας, η δε υμνωδία έγινε μετά τον δροσισμόν. καθώς γέγραπται. «Ο δε άγγελος Κυρίου συγκατέβη άμα τοις περί τον Αζαρίαν εις την κάμινον, και εξετίναξε την φλόγα του πυρός εκ της καμίνου, και εποίησε το μέσον της καμίνου ως πνεύμα δρόσου διασυρίζον, και ουχι ήψατο αυτών το καθόλου το πυρ… Τότε οι τρεις ως εξ ενός στόματος ύμνουν και ευλόγουν και εδόξαζον τον Θεόν εν τη καμίνω λέγοντες. Ευλογητός ει, Κύριε ο Θεός των πατέρων ημών», και τα λοιπά της υμνωδίας (Αίνος των τριών Παίδων 25-28).
Εις λύσιν λοιπόν της απορίας λέγει ο Θεόδωρος ότι υμνωδία εδώ νοείται η προ του δροσισμού γεονομένη προσευχή παρά των τριών Παίδων. συνωνύμως γαρ λαμβάνονται τα ονόματα ταύτα κατά ρήτορας, υμνωδίας, προσευχή, αίνεσις, δέησις και τα όμοια, ένα αντί άλλου λαμβανόμενα, αν και έχουν διαφοράν αναμεταξύ των. Δια της προσευχής ουν μετέβαλον το πυρ εις δρόσον οι όσιοι τρεις Παίδες. διότι εταπείνωσαν τον εαυτόν των, διότι ύψωσαν το Άγιον όνομα του Θεου. διότι παρεκάλεσαν να κάμη εις αυτούς ο Θεός κατά την επιείκειάν τουυ, εξ ων συγκροτείται η προσευχή.
Πλην δύναται να λυθή η απορία και ούτω, ότι οι τρεις Παίδες την προσευχήν των άρχισαν από υμνωδίαν και δοξολογίαν Θεού. όθεν γράφεται. «Και συστάς Αζαρίας προσηύξατο ούτω, και ανοίξας το στόμα αυτού εν μέσω του πυρός είπεν. Ευλογητός ει, Κύριε ο Θεός των πατέρων ημών, και αινετός, και δεδοξασμένον το όνομα σου εις τους αιώνας» (Αίνος 1-2) . όθεν δια την αιτίαν ταύτην εις τας εκδόσεις της Παλαιάς γράφεται η προσευχή των τριών Παίδων Αίνεσις. Συνάγεται άρα ότι δια της υμνωδίας της εν τη προσευχή περιεχομένης αυτοί μετέβαλον το πυρ εις δρόσον. Δύναται δε το «Δια της υμωνδίας» να συναφθή, όχι με το, Μετέβαλον, αλλά με το, Βοώντες, ίνα νοήται ούτως. Αυτοί ούτως εβόων δια της υμνωδίας «Ευλογητός ο Θεός ο των Πατέρων ημών».
Τροπάριον.
Ρητορευόντων τα θεία μεγαλεία των Αποστόλων, του Πνεύματος η ενέργεια, ενομίζετο μέθη τοις αποιστούσι, δι’ ης Τριάς γνωρίζεται, εις Θεός των Πατέρων ημών.
Ερμηνεία.
Το παρόν Τροπάριον ερανίσθη ο Μελωδός από τας Πράξεις των Αποστόλων. εκεί γαρ γράφεται ότι, όταν οι θείοι Απόστολοι έλαβον το Πνεύμα το Άγιον, και ελάλουν τα μεγαλεία του Θεού, τότε οι απιστούντες εις το θαύμα ενόμιζον ότι μεθύουν. «Εξίσταντο δε πάντες και διηπόρουν, άλλος προς άλλον λέγοντες. τι αν θέλοι τούτο είναι; έτεροι δε χλευάζοντες, έλεγον ότι γλεύκους (ήτοι μούστου) μεμεστωμένοι εισί» (Πράξ. β’ 12). Σχηματίζει λοιπόν το Τροπάριον τούτο εντρεπτικώς ο Ποιητής προς τους τότε απιστούντας, και λέγει ούτως. Όταν οι Απόστολοι του Κυρίου έλαβον το Πνεύμα το Άγιον εν είδει πουρίνων γλωσσών, και ερρητόρευον τα μεγαλεία και τα υπερφυή μυστήρια του Θεού. τότε η υπερφυσική και παντοδύναμος ενέργεια και χάρις του Αγίου Πνεύματος, η τοιούτον παράδοξον θαύμα ποιήσασα, ενομίζετο από τους απίστους Ιουδαίους τε και προσηλύτους Έλληνας (ήτοι τους νεωστί ελθόντας εις την πίστιν των Ιουδαίων) ότι ήτον μέθη η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.και ότι οι Πνευματοφόροι εκείνοι Απόστολοι και Θεοδίδακτοι ρήτορες ήτον γεμάτοι από νέον κρασί, και δια τούτο ελάλουν και εφλυάρουν ό,τι έφθαναν. το γαρ νεον κρασί φυσικώ τω τρόπω και περισσότερον πίνεται δια την γλυκύτητα, και ζάλην περισσοτέραν προξενεί εις τους πίνοντας δια την υπερβολικήν και βράζουσαν έτι θερμότητα.
Και δεν ήξευρον οι ανόητοι ότι δια της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος, όπου τότε κατήλθεν εις τους Αποστόλους, εγνωρίσθη και εκηρύχθη εις τον Κόσμον η Αγία Τριάς. ότι είναι ένας Θεός ο των Πατέρων ημών. Σχεδόν δε με τα λόγια ταύτα του παρόντος Τροπαρίου φαίνεται ο Μελωδός ότι ονειδίζει τους απίστους εκείνους, και λέγει εις αυτούς. Τι λέγεται, ω ανόητοι άνθρωποι; Μεθύουσιν οι Απόστολοι, οι τα μεγαλεία του Θεού ρητορεύοντες; μεθύουσιν οι φιλοσοφούντες δια τα πνευματικά και ουράνια πράγματα; Μεθύουσιν οι ευαγγελιζόμενοι δια εκείνα τα αγαθά, α οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, καθώς λέγει ο Παύλος; (α’ Κορ. β’ 9), και δια να ειπώ το μεγαλήτερον, μεθύουσιν οι του Σωτήρος Μαθηταί, οι κηρύττοντες την ζωαρχικήν Τριάδα, ήτις είναι ο εις Θεός των Πατέρων μας; Ω της φλυαρίας και βλασφημίας σας! όντως εμέθυσεν εσάς η απιστία. μάλλον δε, ο της απιστίας πατήρ Διάβολος.
Τροπάριον.
Την αδιαίρετον φύσιν ορθοδόξως θεολογούμεν, Θεόν Πατέρα τον άναρχον, της αυτής εξουσίας Λόγος και Πνεύμα, ευλογητός ει, κράζοντες, ο Θεός των Πατέρων ημών.
Ερμηνεία.
Το Πνεύμα το Άγιον με το να είναι πηγή των θείων χαρισμάτων, δια τούτο όταν ήλθεν εις τους αγίους Αποστόλους, εχάρισεν εις αυτούς όλα τα χωρητά χαρίσματα, και δι’ αυτώντα εχάρισε και εις ημάς. προοράσεις, λέγω, προφητείας μελλόντων, διαιρέσεις πνευμάτων, γένη γλωσσών, ερμηνείας γλωσσών, γνώσιν μυστηρίων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, ιάματα, θαύματα, εξουσίαν κατά πνευμάτων ακαθάρτων. εξαιρέτως δε εχάρισεν εις αυτούς το χάρισμα της αληθούς και ασφαλούς Θεολογίας της Αγίας Τριάδος. δια των Αποστόλων δε αληλοδιαδόχως εχάρισε και εις ημάς τους πιστεύσαντας τω αυτών κηρύγματι το τοιούτον χάρισμα της Θεολογίας. Ταύτα λοιπόν γνωρίζων οι Ιεράρχης Κοσμάς, λέγει εν τω παρόντι Τροπαρίω. Ημείς φωτισθέντες από το Άγιον Πνεύμα το σήμερον κατελθόν επί τους αγίους Αποστόλους, θεολογούμεν ορθοδόξως την αδιαίρετον και αχώριστον φύσιν της Θεότητος, την εν τρισί γνωριζομένην υποστάσεσι, τω Πατρί δηλαδή και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι.
Ποία δε είναι η ορθόδοξος ταύτης Θεολογία; Το να ομολογούμεν ότι ο Πατήρ είναι άναρχος κατ’ αιτίαν και δεν έχει το είαι παρ’ ουδενός[61]. ο δε Υιός εγεννήθη από τον Πατέρα. και το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεται από τον αυτόν Πατέρα. αν δε και τα δύο αυτά έχουσι το είναι από τον Πατέρα, το μεν γεννητώς, το δε εκπορευτώς. έχουσιν όμως την αυτήν εξουσίαν και βασιλείαν με τον Πατέρα, ως τούτω υπάρχοντα ομοούσια. Η ορθόδοξος ομολογία της Αγίας Τριάδος είναι το να μη κατατέμνωμεν αυτήν εις ανίσους βαθμούς, και να λέγωμεν ότι ο μεν Πατήρ είναι μεγαλύτερος Θεός. ο δε Υιός ή το Πνεύμα είναι Θεός μικρότερος, και ούτω να δίδωμεν το μείζον και έλαττον εις τα ομοούσια και ομόδοξα. καθώς εφλυάρει ο Άρειος και Μακεδόνιος. ίνα μη δια της ελαττώσεως του Υιού ήτου Πνεύματος των αιτιατών λανθάσωμεν να υβρίζωμεν και την ταύτων φυσικήν αρχήν και αιτίαν, δηλαδήτον Πατέρα. καν γαρ με τας τρεις υποστάσεις τρισσεύεται η Αγία Τριάς, ώστε ο μεν Πατήρ είναι και Προβολεύς, ο δε Υιός και Γέννημα, το δε Πνεύμα και Πρόβλημα, είτουν Εκπόρευμα, η φύσις τούτων όμως ειαι μία και η ουσία και η βασιλεία και η εξουσία. όθεν άριστα θεολογεί ο θαυματουργός της Νεοκαισαρείας Γρηγόριος, ο το μυστήριον της Αγίας Τριάδος μυηθείς από τον Θεολόγον και Ευαγγελιστήν Ιωάννην. ούτω γαρ λέγει. «Τριάς τελεια, δόξη και αϊδιότητι και βαισλεία μη μεριζομένη μηδέ απαλλοτριουμένη. Ούτε ουν κτιστόν τι, ή δούλον εν τη Τριάδι, ούτε επείσακτον, ως πρότερον μεν ουχ υπάρχον, ύστερον δε επεισελθόν, ούτε ουν ενέλιπέ ποτε Υιός Πατρί, ούτε Υιώ το Πνεύμα, ούτε ηυξήθη μονάς εις δυάδα, και δυάς εις Τριάδα, αλλ’ άτρεπτος και αναλλοίωτος η αυτή Τριάς αεί».
Προσθέτει δε την αιτίαν τούτου ο Θεολόγος εν τω εις την Πεντηκοστήν λόγω αυτού, ειπών. «Ουδέ γαρ έπρεπειν ελλείπειν ποτέ η Υιόν Πατρί, ή Πνεύμα Υιώ. τω μεγίστω γαρ αν η άδοξος η Θεότης, ώσπερ εκ μεταμελείας ελθούσα εις συμπλήρωσιν τελειότητος». Τις δε η ερμηνεία του ρητού τούτου; Άκουσον αυτήν παρά του Σχολιαστου Νικήτα. «Ει γαρ ενέλιπέ ποτε Πατρί και Υιώ Πνεύμα, ως οι Πνευματομάχοι φασί, μεγίστη αδοξξία Θεού τούτο.κατασκευάζεται γαρ εντεύθεν ότι ο Θεός ουκ ην απ’ αρχής τέλειος, αλλ’ ύστερον ωσανεί μετεμελήθη, και προσέλαβε το ελλείπον πρόσωπον, τουτέστι το Πνεύμα, και ύστερον ήλθεν εις συμπλήρωσιν τελειότητος». Έφη δε και ο σοφός Μοναχός Ιώβιος παρά Φωτίω αναγνώσει σκβ’ ταύτα. «Η μεν αΐδιος και υπεράρχιος Τριάς αεί εστι και ωσαύτως Τριάς, Πατήρ, Υιός, και Πνεύμα Άγιον, αλλ’ υπέρ ο νοούμεν ή λαλούμεν. παν γαρ ο λέγομεν περί Θεού ή νοούμεν, εκ των καθ’ ημάς πραγμάτων τε και ρημάτων τα περί αυτής αναλόγως και λέγομεν και νοούμεν.ισότιμος δε και ισοσθενής η Παναγία Τριάς, πάντα προς την ημετέραν σωτηρίαν οικονομούσα.και όσα θεολογείν αυτήν δυνάμεθα, αυτή ταύτα φιλανθρώπως ημίν χαριζομένη, πάλιν προσίεται» (Σελ. 321 της Μυριοβίβλου).
Ωδή η’. Ο Ειρμός.
Άφλεκτος πυρί εν Σινά προσομιλούσα, βάτος Θεόν εγνώρισε, τω βραδυγλώσσω και δυσήχω Μωσεί. και Παίδας ζήλος Θεού τρεις ανναλώτους τω πυρί υμνωδούς έδειξε. πάντα τα έργα τον Κύριον υμνείτε, και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας.
Ερμηνεία.
Εις τον Ειρμόν τούτον αναφέρει ιστορικώς ο Ιερός Μελωδός τόσον το θαύμα της βάτου, όσον και το εν τη καμίνω γεγονός των τριών Παίδων. όθεν λέγει. Η βάτος όπου εφάνη εν τω Σινά όρει, η καιομένη μεν από το πυρ, μη καταφλεγομένη δε από αυτό, εφανέρωσε τον Θεόν εις τον βραδύγλωσσον και δυσκόλως ακουόμενον Μωϋσήν δια την βραδύτητα της γλώσσης και λεπτότητα της φωνής. Και πως ήτον δυνατόν να βλέπη ο Μωϋσής ένα τοιούτον ευκολόκαυτον φυτόν να ανάπτη μεν από το πυρ, να μη κατακαίεται δε, και έπειτα να μη γνωρίσει τον το θαύμα τούτο ενεργούντα Θεόν; Βέβαια και είδε, και εγνώρισεν εκ τούτου τον Θεόν. όθεν και ήκουσε θείαν φωνήν να του λέγη μέσα από από την βάτον. «Εγώ ειμί ο Θεός του Πατρός σου Θεός Αβραάμ και Θεός Ισαάκ και Θεός Ιακώβ» (εξ. γ’ 6).
Αλλά και ο ζήλος, όπου είχον οι τρεις Παίδες εις την ευσέβειαν και εις τον Θεόν, απέδειξε τούτοςυ αναλώτους και μη χωνευθέντες εις το πυρ, αλλά διαφυλαχθέντας αβλαβείς. Ο αυτός δε ζήλος έδειξε τούτους υμνωδούς και δοξολογητάς του Θεού. αυτοί γαρ οι μακάριοι περιπατούντες εις το μέσον του πυρός ως εις θάλαμον νυμφικόν, επροσκάλουν εις υμνωδίαν και δοξολογίαν Θεού όλα τα κτίσματα, «Ευλογείτε, λέγοντες, πάντα τα έργα Κυρίου τον Κύριον, και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας» . όθεν γλαφυρώς ήθελεν ειπή τινάς ότι το πυρ ενίκησε το πυρ. το πυρ του ζήλου των τριών Παίδων ενίκησε το πυρ της καμίνου. το εσωτερικόν ενίκησε το εξωτερικόν, και το πνευματικόν ενίκησε το σωματικόν. Δια τούτο είπε περί του ζήλου ο Άγιος Ισαάκ. «Πάση εννοία επιυμίας αγαθής εν τη αρχή της κινήσεως αυτής ακολουθεί ζήλος τις όμοιος τοις του πυρός άνθραξιν εν τη εαυτού θερμότητι, και ούτως είωθε περιτειχίζειν ταύτην την έννοιαν, και αποδιώκειν από των έγγιστα αυτής πάσαν εναντίωσιν. Καλείται δε ζήλος, ότι αυτός έστιν ο κινών και ζηλών και εξάπτων και ενισχύων τον άνθρωπον κατά καιρόν και καιρόν καταφρονείν της σαρκός αυτού εν ταις θλίψεσι, και του παραδιδόναι εις θάνατον αεί την εαυτού ψυχήν» (σελ. 637). Με τοιούτον ζήλον Θεού εφλέγετο ο Απόστολος Παύλος. διό έλεγε. «Ζηλώ γαρ υμάς Θεού ζήλω» (β’ Κορ. ια’ 2).
Αλλ’ ω θαυμάσιε Μελωδέ, (εγώ ήθελα ειπή προς τον μέγαν Κοσμάν) τη μεν περί τους τρεις Παίδας ιστορίαν οικειότατα ανέφερες εν τω Ειρμώ τούτω, επειδή είναι της ογδόης Ωδής, την οποίαν οι τρεις Παίδες εν τη καμίνω ύμνησαν. το δε της βάτου θαύμα δεν δύναμαι να εννοήσω δια ποίαν αιτίαν επροσάρμοσας εις τη Ωδήν ταύτην. Εις λύσιν δε της απορίας μου ταύτης φαίνεταί μοι να ακούω τον Ασματογράφον να αποκρίνεται ταύτα. Ω βέλτιστε και αγαπητέ μου αναγνώστα, αληθώς το θαύμα της βάτου προς την ογδόην Ωδήν δεν έχει καμμίαν οικειότητα. προς την εορτήν όμως της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος και πολλά οικείον εστι. βλέπεις γαρ το Πνεύμα εν πυρί καταβαίνον επί τους Αποστόλους και μη φλέγον αυτούς, και ακόμη ζητείς άλλο οικειότερον από το εν τη βάτω πυρ; βλέπεις γλώσσας των Αποστόλων εστομωμένας και οξυνομένας υπό των πυρίνων γλωσσών, και ζητείς άλλο ομοίωμα οικειότερον του βραδυγλώσσου Μωϋσέως; εγνώρισε τοτε το πυρ εκείνο της βάτου τονΘεόν εις τον Μωϋσήν; εγνώρισε τώρα και τούτο το πυρ των πυρίνων γλωσσών εις τους Αποστόλους τον αυτόν Θεόν.
Αλλ’ αν και ο Κύριος συνωμίλει με τους Αποστόλους σωματικώς, και εφανέρωσεν εις αυτούς τα θεϊκά του μυστήρια. αλλ’ όμως τόσον τρανώς και καθαρώς οι Απόστολοι δεν τον εγνώριζον. όταν δε κατέβη εις αυτούς το Πνεύμα το Άγιον, και πυρίνους εποίησε, τότε εγνώρισαν αυτόν Θεόν καθαρώτατα. όθεν και ο Κύριος έλεγε προς αυτούς. «Ο δε Παράκλητος το Πνεύμα τον Άγιον, ο πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματί μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα, και υπομνήσει υμάς πάντα, α είπον υμίν» (Ιω. ιε’ 26). Δια τούτο δε το Πνεύμα το Άγιον λέγεται υπότου Θεολόγου Γρηγορίου «Τελειούν, ου τελειούμενον», επειδή και τους Αποστόλους ατελείς έως τότε όντας τελείους αυτούς απειργάσατο. Οικειότατον λοιπόν εις τη εορτήν ταύταν απεδείχθη το της βάτου και του Μωϋσέως ομοίωμα. Αλλά και αυτή η Χαλδαϊκή Κάμινος, ομοίως και κάθε ιστορία όπου αναφέρει πυρ θεϊκόν, δύναται να προσαρμοσθή εις αυτήν δια την του πυρός ομοιότητα.
Απορεί δε εδώ Ιωάννη ο Ζωναράς, ερμηνεύων τον Ειρμόν τούτον εν τη Οκτωήχω, διατί η μεν αγία Γραφή λέγει ότι ο Μωϋσής είδε την καιομένην βάτον και μη κατακαιομένην εις το όρος Χωρήβ. «Ήγαγε, φησίν, ο Μωϋσής τα πρόβατα υπό την έρημον, και ήλθεν εις το όρος Χωρήβ. ώφθη δε αυτώ Άγγελος Κυρίου εν πυρί φλογός εκ της βάτου» (Εξοδ. γ’ 1-2) . ο δε Μελωδός εδώ λέγει ότι είδεν αυτήν εν τω όρει Σινά; Λύων ουν την απορίαν, λέγει ότι ή δύο ονόματα είσε το όρος, ή ένα μέρος αυτού ωνομάζετο Χωρήβ, το δε όλον όρος ωνομάζετο Σινά. άλλοι δε λέγουσιν ότι η μεν κορυφή του όρους ωνομάζετο Σινά, το δε υποκάτωθεν της κορυφής ωνομάζετο Χωρήβ, όπου ήτον και σπήλαιον, εν ω εισήλθεν ο Ηλίας, ως γέγραπται.«Και επορεύθη εν ισχύϊ της βρώσεως εκείνης τεσσαράκοντα ημέρα και τεσσαράκοντα νύκτας έως όρους Χωρήβ, και εισήλθεν εκεί εις το σπήλαιον» (Γ’ Βασιλ. ιθ’ 8). Σινά δε θέλει να ειπή πειρασμός κατά τον άγιον Μάξιμον λέγοντα. «Κύριος, φησίν ο Μωϋσής, εκ Σινά ήκει, τουτέστιν εκ των πειρασμών, κα επεφάνη ηημίν εκ Σειήρ, τουτέστιν εκ των σωματικών πόνων, και κατέπευσεν εξ όρους Φαρράν συν μυριάσι Κάδδης, τουτέστιν εξ όρους της πίστεως συν μυρίασιν αγίων γνώσεων» (Κεφάλαιον οδ’ της α’ εκατοντάδος των Θεολογικών). Χωρήβ δε κατά τον αυτόν Μάξιμον ερμηνεύεται «Νέωμα, όπερ εστίν η εν τω καινώ Πνεύματος της χάριτος έξις των αρετών. το δε σπήλαιον η της σοφίας εστί κατά νουν κρυφιότης, εν η ο γενόμενος της υπέρ αίσθησιν μυστικώς αισθήσεται γνώσεως, εν η λέγεται τυγχάνειν ο Θεός» (Κεφάλαιον οδ’ της Β’ εκατοντάδος των Θεολογικών).
Τροπάριον.
Ζωτικής εξ ύψους βιαίας φερομένης, ηχητικώς του Πνεύματος του παναγίου, αλιεύσι πνοής πυρίνων είδει γλωσσών, τα μεγαλεία του Θεού ερρητορεύοντο. πάντα τα έργα τον Κύριον υμνείτε, και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας.
Ερμηνεία.
Τούτο το Τροπάριον επάρθη από τας Πράξεις των Αποστόλων. λέγεται γαρ εκεί «Και εγένετο άφνω εκ του Ουρανού ήχος ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας, και επλήρωσεν όλον τον οίκον, ου ήσαν καθήμενοι» (Πράξ. β’ 2). Εσχηηματίσθη δε τούτο απλοϊκώς και διηγηματικώς υπό του Μελωδού, λέγοντος ότι κατά την ημέραν της Πεντηκοστής εφέρθη με ήχον από τον Ουρανόν εις τους Αποστόλους μία βιαία πνοή του Αγίου Πνεύματος εις είδος πυρίνων γλώσσων. έγινε δε τούτο δια να δώση αίσθησιν εις τους έξω της εαυτού θεοπρεπούς παρουσίας. ούτω γαρ και εις το Σίναιον Όρος εκατέβη ο Θεός με θύελλαν: ήτοι με ορμητικήν πνοήν ανέμου και με πυρ, καθώς γέγραπται. «Το όρος εκαίετο πυρί έως του Ουρανού, σκότος, γνόφος, θύλλα» (Δευτ. δ’ 11) . τούτο βεβαιοί και ο Χρυσορρήμων, πανηγυρίζων εις την εορτήν. Προσέθηκε δε ο Μελωδός από λόγου του το, Ζωτικής, δια να δείξη ότι η πνοή εκείνη του Αγίου Πνεύματος δεν επροξένησε κατάπληξιν και φόβον εις τους Αποστόλους δια την του ήχου βιαιότητα και σφοδρότητα, επειδή δεν ήτον μόνον βιαία και σφοδρά, αλλά ήτον ακόμη και ζωτική: ήτοι ανεζώωνε τας καρδίας. έμβαζεν εις τας ψυχάς θάρρος και δύναμιν. τους αδυνάτους έκαμνε δυνατούς, και τους δειλούς εποίει ανδειωμένους. δια τούτο είπεν ο μέγας Βασίλειος «Πνεύμα Άγιον εισελθόν εις ψυχήν ανθρώπου, έδωκε μεν ζωήν, έδωκε δε αθανασίαν, ήγειρε κείμενον, το δε κινηθέν κίνησιν αΐδιον υπό Πνεύματος Αγίου ζώον άγιον εγένετο. έσχε δε άνθρωπος αξίαν, Πνεύματος εισοικισθέντος εν αυτώ, Προφήτου, Αποστόλου, Αγγέλου, Θεού, ων προ του γη και σποδός» (Ομιλία Περί του Πνεύματος, ης η αρχή «Ενθυμηθώμεν πάσα ψυχή»).
Οι Απόστολοι λοιπόν αναζωωθέντες από την ζωτικήν εκείνην πνοήν του Αγίου Πνεύματος, και στομωθέντες από τας πυρίνας γλώσσας, καθώς ο σίδηρος στομώνεται από το πυρ, με όλον ότι ήτον ψαράδες και αγράμματοι, ερρητόρευον τα μεγαλεία του Θεού με γλώσσαν ελευθέραν, με αφοβίαν και τόλμην, με σοφίαν τόσον μεγάλην, ώστε οι σοφοί και γραμματισμένοι έστεκνα θαυμάζοντες, και έμενον έκθαμβοι και εκστατικοί, καθώς γέγραπται.«Εξίσταντο δε πάντες και διηπόρουν, άλλος προς άλλον λέγοντες. τι αν θέλοι τούτο είναι;» (Πράξ. β’ 12), και πάλιν. «Και καταλαβόμενοι (οι Ιουδαίοι) ότι άνθρωποι αγράμματοί εισι και ιδιώται (οι Απόστολοι δηλ.) εθαύμαζον» (Πράξ. δ’ 13) . οι μεν γαρ άλλοι ήχοι, όσον είναι βίαιοι, μεγάλοι και βροντώδεις, τοσούτον εμβροντήτους και εκστρατικούς κάμνουσι τους ακούοντας, ώστε κατασταίνουν αυτούς αφώνους και κωφούς από την έκσταστιν, και σχεδόν τους κάμνουν ως νεκρούς. ο δε του Αγίου Πνεύματος ήχος ο ελθών εις τους Ιερούς Αποστόλους, όσον ήτον μεγάλος και βίαιος και βροντώδης, τόσον εν αυτώ ήτον και ιλαρός και γλυκύς, διότι ήτον ζωτικώτατος.
Περί της βιαίας ταύτης πνοής και του ήχου είπεν ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος. «Ουτός εστιν ο ήχος, περί ου προείπεν Άννα η Προφήτις, ότι Κύριος ανέβη εις Ουρανούς και εβρόντησε. τούτον τον ήχον και η του Ηλιού θεωρία προανεκήρυξε. «Ιδού, φησί, φωνή αύρας λεπτής, και εν αυτή Κύριος» . η γαρ φωνή της αύρας ηχός εστι πνοής. τούτου του ήχου και της πνοής εύροις αν το πρόγραμμα και εν τω Ευαγγελίω του Χριστού. τη γαρ εσχάτη ημέρα τη μεγάλη της εορτής ειστήκει ο Ιησούς, κατά τον Θεολόγον και Ευαγγελιστήν Ιωάννην, και έκραξε λέγων. «Ει τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω» . Τούτο δε έλεγε, φησί, περί του Πνεύματος ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν. αλλά και μετά την ανάστασιν ενεφύσησε τοις Μαθηταίς και είπε. Λάβετε Πνεύμα Άγιον. Η ουν κραυγή εκείνη του΄τον προεσήμαινε τον ήχον, και το εμφύσημα, ταύτην την πνοήν, ήτις νυν άνωθεν χεθείσα δαψιλής, και μέγα και εξάκουστον ουρανόθεν εξηχήσασα, πάσαν εκκαλείται την υπ’ Ουρανόν, και πάσι τοις πιστώς προσιούσι την χάριν επαντλεί και ενίησι. Βιαία δε εστίν, ως απάντα νικώσα, και υπερβαίνουσα μεν τα τείχη του πονηρού, καθαιρούσα δε τας πόλεις και παν οχύρωμα του εχθρού, και ταπεινούσα μεν τους υπερηφάνους, ανυψούσα δε τους ταπεινούς τη καρδία, και συνδούσα μεν τα κακώς λελυμένα, διασπώσα δε τους των αμαρτημάτων συνδέσμους, και διαλύουσα τα κρατούμενα (κατά τον Δανιήλ) . δια δε του εξ Ουρανού τούτου ήχου όντως Υιοί βροντής γεγόνασιν οι Απόστολοι» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν).
Τροπάριον.
Οι μη θιγομένω[62] προβαίνοντες εν όρει, μη πεφρικότες πυρ δειματούν, δεύτε και στώμεν εν όρει Σιών, εν πόλει ζώντος Θεού, πνευματοφόροις Μαθηταίς νυν συγχορεύοντες.πάντα τα έργα Κυρίου υμνείτε, και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας.
Ερμηνεία.
Εν τούτω τω Τροπαρίω αναφέρει ο Μελωδός την ιστορίαν του Ισραηλιτικού λαού, όταν δεν εδυνήθησαν να αναβούν επάνω εις το όρος το Σινά, διότι εκαπνίζετο όλον από το πυρ. ούτω γαρ γέγραπται. «Το όρος το Σινά εκαπνίζετο όλον δια το καταβεβηκέναι επ’ αυτό τον Θεόν εν πυρί, και ανέβαινεν ο καπνός ωσεί καπνός καμίνου, και εξέστη πας ο λαός σφόδρα» (Εξ. ιθ’ 18), και πάλιν. «Ου δυνήσεται ο λαός προσαναβήναι προς το όρος το Σινά» (αυτόθι 23), και πάλιν καθαρώτερα ο Θεός εις τον Μωϋσήν λέγει. «Και αφοριείς τον λαόν κύκλω (του όρους), λέγων. Προσέχετε εαυτοίς του αναβήναι εις το όρος και θίγειν τι αυτού.πας ο αψάμενος του όρους θανάτω τελευτήσει» (Εξ. ιθ’ 12). Ταύτα λοιπόν ερανισθείς ο Μελωδός, και επιστρέφων προς τον ευσεβή λαόν του Χριστού, λέγει. Ω φιλόχριστοι λαοί, ημείς όπου δεν προβαίνομεν εις όρος θιγόμενον: ήτοι ψηλαφώμενον και πατούμενον, και απλώς ειπείν, εις ΄ροος σωματικόν και αισθητόν, οποίον ήτον το Σίναιον όρος, ημείς όπου δεν φρίττομεν ως οι Εβραίοι εκείνο το αισθητόν πυρ όπου εκαίετο επάνω εις το αυτό όρος, ελάτε να σταθώμεν εις το νοητόν όρος την Σιών, και εις την νοητήν πόλιν του ζώντος Θεού, ήτις είναι η αγία Εκκλησία. εν αυτή γαρ στεκόμενοι, τόσον μακράν είμεθα από το να φοβούμεθα το εν είδει πυρός κατελθόν Πνεύμα Άγιον, ώστε από την εσωτερικήν χαράν της καρδίας μας και συγχορεύομεν ακόμη Πνευματικώς με τους αγίους Μαθητάς του Κυρίου, οίτινες εδέχθησαν αυτό, και δια τούτο πνευματοφόροι ωνομάσθησαν. το γαρ πυρ του Αγίου Πνεύματος τους μεν ξένους και αλλοτρίους της πίστως φοβίζει και κάμνει τουτους να φρίττουσι, τους δε πιστούς και αποστολικώς ζώντας Χριστιανούς όχι μόνον δεν φοβίζει, αλλά και κάμνει αυτούς να χαίρουν και να χορεύουν.
Σημείωσαι ότι ο σοφός ερμηνεύς των Κανόνων κύριος Θεόδωρος το «Μη θιγομένω» αθίκτω ενόησεν: ήτοι μη εγγιζομένω μηδέ πατουμένω. δεν σαφηνίζεται όμως καλώς το νόημα.ότι δε ημείς καλώς αυτό ηρμηνεύσαμεν, μαρτυρεί και ο Παύλος γράφων προς τους Εβραίους.«Ου γαρ προσεληλύθατε ψηλαφωμένω όρει και κεκαυμένω πυρί» (Εβρ. ιβ’ 18), το γαρ «ψηλαφωμένω» ουδέν άλλο δηλοί, ειμή το «Θιγομένω και πατουμένω, και απλώς, το, αισθητώ και σωματικώ» . θέλει γαρ με τούτο να δείξη ο Παύλος εις τους Εβραίους ότι τα θαυμαστά και μεγάλα πράγματα της Παλαιάς Διαθήκης, οποίον ήτον και το όρος Σινά, ήσαν μικρά και ουκ αξιόλογα, συγκρινόμενα με τα της Νέας, κατά την ερμηνείαν του Χρυσοστόμου. εάν δε ερμηνευθή κατά τον Θεόδωρον ούτως, ήγουν ημείς όπου προβαίνομεν εις όρος άθικτον και απλησίαστον, δείχνεται εναντίον το κάτωθεν λεγόμενον «Δεύτε και στώμεν εν τω όρει Σιών» . καθότι δείχνεται η Εκκλησία όρος άθικτον και απλησίαστον, δείχνεται εναντίον το κάτωθεν λεγόμενον «Δεύτε και στώμεν εν τω όρει Σιών». καθότι δείχνεται η Εκκλησία όρος άθικτον και απλησίαστον. όπερ αυτός αποφάσκει.
Ωδή θ’. Ο Ειρμός.
Μη τη φθοράς διαπείρα[63] κυοφορήσασα, και παντεχνήμονι Λόγω σάρκα δανείσασα, Μήτερ απείρανδε, Παρθένε Θεοτόκε, δοχείον του αστέκτου, χωρίον του απείρου πλαστουργού Σου, σε μεγαλύνομεν.
Ερμηνεία.
Προς την Θεομήτορα επιστρέφει ο θεσπέσιος Μελωδός δια του Ειρμού τούτου της εννάτης Ωδής, και λέγει προς αυτήν ως ταύτης Ποιήτριαν. Ω Απείρανδρε Μήτερ και Θεοτόκε Μαριάμ, ω δοχείον του αστέκτου και χωρίον του απείρου, Εσέ μεγαλύνομεν και μακαρίζομεν πάσαι αι γενεαί, καθώς εσύ προεφήτευσας ειπούσα. «Ιδού γαρ από του νυν μακαριουσί με πάσαι αι γενεαί» (Λουκ. α’ 48) . Συ γαρ δεν εκυοφόρησας με δοκιμήν ανδρός, ως αι άλλαι γυναίκες. Συ εδάνεισας[64] σάρκα αγίαν εκ των παναχράντων Σου αιμάτων εις τον ενυπόστατον Λόγον του Θεού, τον παντεχνήμονα όντα και παντεργάτην όλων των όντων ορατών τε άμα και αοράτων. ταύτα γαρ είναι των καινών απάντων καινότατα και παράδοξα.που γαρ ηκούσθη γυνή αδιάφθορος ενταυτώ και κυορόφος; ποία δε εδάνεισε σάκρα ποτέ εις τον παντουργόν και ανενδεή Θεόν, από το πλήρωμα του οποίου ημείς πάντες ελάβομεν, κατά τον Υιόν της Βροντής; (Ιω. α’ 16) που δε και εφάνη ποτέ Μήτηρ απείρανδρος; που ηκούσθη Παρθένος ενταυτώ και γεννήσασα τον Θεόν του παντός; ποίον δε δοχείον μπορεί να ευρεθή του αστέκτου: ήτοι εκείνου, τον οποίον δεν μπορεί να στέξη (ήγουν να υποφέρη) κανέν κτίσμα; άστεκτος γαρ κατά τον Μανασσήν (ήτοι ανυπόφορος) εστίν η της του Θεού δόξης μεγαλοπρέπεια. όθεν ο μεν Ιερεμίας είπε. «Τις έστη εν υποστήματι Κυρίου, και είδε τον λόγον αυτού» (Ιερ. κγ’ 18) . Ο δε Θεολόγος Γρηγόριος το ανωτέρω φέρων ρητόν λέγει. «Πλην ούτε ούτοι περί ων ο λόγος, ούτε τις άλλος των κατ’ αυτούς έστη εν υποστήματι και ουσία Κυρίου κατά το γεγραμμένον» (Λόγος β’ περί Θεολογίας) . ποίον δε χωρίον (ήτοι τόπος) δύναται να χωρήση τον άπειρον Θεόν, όστις είναι αχώρητος τω Παντί, και πλαστουργός Σου Θεοτόκε και όλων των ανθρώπων; Βέβαια ουδείς τόσος.
Με όλον τούτο αυτά όλα τα καινότατα και παραδοξάτα και από του αιώνος μη ακουσθέντα εις Εσέ καινώς εκαινοτομήθησαν, Θεοτόκε. Που είσαι τώρα Σολομών σοφώτατε όπου είπες «Ουκ έστι παν πρόσφατον (ήτοι καινόν) υπό τον Ήλιον, ος λαλήσει και ερεί. Ίδε τούτο καινόν εστίν ήδη γέγονεν εν τοις αιώσι τοις γενομένοις από έμπροσθεν ημών;» (Εκκ. α’ 9) Έλα να ιδής τα καινά ταύτα εις την Παρθένον. Αλλ’ άρα γε ψεύστης είναι ο τόσον σοφός όπου είπεν ούτως; Όχι, αλλά τούτο το είπε δια τα φυσικά πράγματα, τα υπό των νόμων της φύσεως διοικούμενα. καθότι εκάτου τούτων η φθορά είναι γένεσις του ετέρου, κατά τον φιλόσοφον Αριστοτέλη. δια ακολυθεί να μην είναι κανένα καινόν και πρόσφατον, ως προγεγονός άλλο τε, αλλά όλα να είναι παλαιά κατά την ερμηνείαν του Νύσσης. ει δε ο Σολομών ήθελεν ειπή δια τα υπερφυσικά πράγματα, όπου υπέρ τους όρους της φύσεως εκαινοτομήθησαν εςι Εσέ, Θεομήτορ, βέβαια έμελλε να ειπή, όχι ότι ουδέν πρόσφατον και καινόν υπό τον Ήλιον, ούδε ότι ένα, ή δύο, ή τρία είναι τα καινά, αλλά ότι πολλά πρόσφατα και καινά είναι υπό τον Ήλιον. Επειδή λοιπόν Συ αδιαφθόρως εκυοφόρησας, Παναγία.εδάνεισας σάρκα εις τον παντεχνήμονα Λόγον του Πατρός. εφάνης Μήτηρ απείρανδρος.έγινες δοχείον του αστέκτου, και ωρίον του απείρου παλστουργού του Παντός. δια τούτο όλοι ημείς ως εξ ενός στόματος δικαίως και χρεωστικώς Σε μεγαλύνομεν. Μεγαλύνομεν δε είπε και ουχί υμνούμεν, ή άλλο τι ρήμα, δια να φανερώση ότι είναι η της Θεοτόκου εννάτη Ωδή, ης η αρχή «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον»[65].
Τροπάριον.
Επί παφλάζοντος πάλαι πυρίνου άρματος, ο ζηλωτής και πυρίπνους χαίρων οχούμενος, την νυν εκλάμψασαν επίπνοιαν εδήλου, εξ ύψους Αποστόλοις, υφ’ ης καταλαμφθέντες, την Τριάδα πάσιν εγνώρισαν.
Ερμηνεία.
Εις το παρόν Τροπάριον αναφέρει ο Μελωδός την επίβασιν του Προφήτου Ηλιού επάνω εις την πυρίνην άμαξαν, και ταύτην εκλαμβάνει σύμβολον των πυρίνων γλωσσών. όθεν λέγει. Ο Προφήτης εκείνος Ηλίας, όστις έπνεε πυρ, και όχι μόνον είχε έσωθεν εις την καρδίαν του το πυρ του προς Θεόν ζήλου, αλλά και έξωθεν, καθήμενος επάνω εις άμαξαν. «Ιδού, φησίν, άρμα πυρός και ίπποι πυρός, και διέστειλεν αναμέσον αμφοτέρων, και ανελήφθη Ηλίας εν συσεισμώ ως εις τον Ουρανόν» (δ’ Βασιλ. Β’ 11) . αυτός, λέγω, δια της πυρίνης αμάξης εφανέρωνε τυπικώς την επίπνοιαν και έμπνευσιν ταύτην όπου ήλθε σήμερον εις τους Αποστόλους εν είδει πυρίνων γλωσσών. Καλώς προσήρμοσεν ο Μελωδός εις την εορτήν ταύτην την ιστορίαν του Ηλιού. έξω μόνο από την διαφοράν ταύτην, ήτις θεωρειται μεταξύ εκείνης και ταύτης, ότι δηλαδή τότε μεν ο Ηλίας εκάθητο επάνω εις την πυρίνην άμαξαν. τώρα δε πύριναι γλώσσαι εκάθισαν επάνω εις τους Αποστόλους, ως επάνω εις άμαξαν. «Ώφθησαν, φυσίν, αυτοίς γλώσσαι ωσεί πυρός, εκάθισέ τε εφ’ ένα έκαστον αυτών» (Πραξ. β’ 3).
Πλην εάν θέλωμεν να ειπούμεν καθολικώς, το Πνεύμα το Άγιον έχει ως όχημα και καθέδραν τας ψυχάς των ανθρώπων. όθεν και εις την ψυχήν του Προφήτου Ηλιού τούτο επεκάθητο, και εις τας ψυχάς των Αποστόλων, και πάντω των Πνευματοφόρων. διό και από το Πνεύμα το Άγιον κουφιζόμεναι αι ψυχαί και πτερυσσόμεναι, πετούν και αναβαίνουν εις τα ουράνια. διά τούτο τας πτέρυγας του Αγίου Πνεύματος πάλαι ζητών ο Δαβίδ, έλεγε. «Τις δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς, και πετασθήσομαι και καταπαύσω;» (Ψαλ. νδ’ 7). Όθεν ο Θεολόγος Γρηγόρςιο τούτο βεβαιών, είπε. «Πνεύμα εξάραν Ηλίαν εν άρματι, και ζητηθέν παρά Ελισσαιου διπλάσιον» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν). Δύναται δε και άλλως να προσαρμοσθή η ιστορία του Ηλιού εις την παρούσαν εορτήν ούτω. καθώς ο Προφήτης Ηλίας αναληφθείς ως εις τον Ουρανόν, μετέδωκε διπλάσιον το εν αυτώ Πνεύμα εις τον ζητήσαντα και κάτω προσμένοντα Ελισσαίον τον μαθητήν του. «Γεννηθήτω δη διπλά εν πνεύματί σου επ’ εμέ» (Δ’ Βασιλ. β’ 9) . ούτω και ο Δεσπότης Χριστός, ανελθών εις Ουρανούς, έστειλε το Πανάγιον Πνεύμα εις τους κάτω προσμένοντας αυτό Μαθητάς του και Αποστόλους.
Τροπάριον.
Νόμου των φύσεων δίχα ξένον ηκούετο. των Μαθητών της μιας φωνής απηχουμένης, Πνεύματος χάριτι ενηχούντο λαοί, φυλαί και γλώσσαι, τα θεία μεγαλεία, της Τριάδος γνώσιν νυούμενοι.
Ερμηνεία.
Τούτο το Τροπάριον ερανίσθη ο Μελωδός από τας Πράξεις των Αποστόλων. γράφεται γαρ εκεί ταύτα. «Γενομένης δε της φωνής ταύτης, συνήλθε το πλήθος και συνεχύθη, ότι ήκουον εις έκαστος τη ιδία διαλέκτω λαλούντων αυτών» (Πράξ. β’ 6). Απορίας δε δύο προβάλλει ο Θεολόγος Γρηγόριος εις τα λόγια ταύτα λέγων. «Έχει γαρ τι αμφίβολον η λέξις τη στιγμή διαιρούμενον (ήτοι διακρινόμενον) . άρα γαρ ήκουον ταις εαυτών διαλέκτοις έκαστος, ως φέρε ειπείν, μίαν εξηχείσθαι φωνήν, πολλάς δε ακούεσθαι; ή το μεν «Ήκουον» αναπαυστέον, (ήτοι πρέπει εις αυτό να βάλωμεν υποστιγμήν) το δε Λαλούντων ταςι ιδίας φωναίς τω εξής προσθετέον;». Θέλει λοιπόν ο Θεολόγος ότι οι Απόστολοι δε ελάλουν μόνον μίαν γλώσσαν την Εβραϊκήν, και η μία εγίνετο πολλαί εις τα αυτιά των ακουόντων πολυγλώσσων Εβραίων. διότι αν εγίνετο ούτω, το θαύμα ήτον των ακουόντων Εβραίων, και όχι των λαλούντων Αποστόλων. αλλά οι Απόστολοι ελάλουν χωριστά όλας τας γλώσσας των εκεί ευρισκομένων Ιουδαίων και Εθνικών. δια τούτο χρειάζεται να διαχωρισθή με υποστιγμήν το των Πράξεων κείμενον, ούτω. Ήκουον εις έκαστος. εδώ πρέπει να γίνεται υποστιγμή. το δε «Τη ιδία διαλέκτω» να συνάπτεται με το «Λαλούντων αυτών», και ουχί με το «Ήκουον εις έκαστος» . καθώς τούτο δηλούται σαφέστερον και από τα κάτω ειρημένον. «Ακούομεν, φησί, λαλούντων αυτών ταις ημετέραις γλώσσαις τα μεγαλεία του Θεού» (Πρα. β’ 11). Εκ τούτου δε γίνεται φανερόν ότι οι Απόστολοι ελάλουν με την ξεχωριστήν διάλεκτον του καθενός. το δε θαύμα ήτον των Αποστόλων, και ουχί των ακουόντων. δια τούτο δε εκατηγόρουν τους Αποστόλους οι Ιουδαίοι ότι είναι μεθυσμένοι. καθένας γαρ από τους εν τη Ιερουσαλήμ Ιουδαιους ακούων μεν πρότερον τους Αποστόλους να λαλούν χωριστά την ιδικήν των γλώσσαν, ύστερον δε πάλιν ακούων τους ιδίους να λαλούν και τας των άλλων γλώσσας, εθαύμαζον και εκατηγόρουν αυτούς ως μεθυσμένους και έξω φρενών όντας.
Ταύτην λοιπόν την γνώμην του Θεολόγου ακολουθών ο Μελωδός Κοσμάς, ούτω λέγει.Κατά την σημερινήν ημέραν της Πεντηκοστής ηκούετο ένα πράγμα παράδοξον και έξω του νόμου των φύσεων. διότι εις καιρόν όπου η μία φωνή των Μαθητών απηχείτο ποικίλως από την χάριν του Πνεύματος, τουτέστιν εις καιρόν όπου οι Μαθηταί ελάλουν ξεχωριστά την καθεμίαν γλώσσαν, κινούμενοι υπό της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, τότε ήκουον οι λαοί και αι διάφοροι φυλαί και γλώσσαι λαλούμενα εις τας ιδίας των διαλέκτους τα μεγαλεία του Θεού.«Ακούομεν, φησί, λαλούντων αυτών ταις ημετέραις γλώσσαις τα μεγαλεία του Θεού» (Πραξ. β’ 11) . και ούτως εμαθητεύοντο την γνώσιν της Αγίας Τριάδος, ότι δηλαδή αυτή είναι τρία και εν. τρία μεν κατά τας υποστάσεις και πρόσωπα, ο Πατήρ δηλαδή, ο Υιός, και το Άγιον Πνεύμα. εν δε κατά την ουσίαν και φύσιν. όθεν και εις Θεός τα τρία είναι. ούτως ημείς εσυμβιβάσαμεν το Τροπάριον τούτο με την γνώμην του Θεολόγου Γρηγορίου. Ο δε σοφός Θεόδωρος, μ’ όλον ότι λέγει ότι ο Μελωδός εν τω Τροπαρίω τούτω ακολουθεί την γνώμην του Θεολόγου, εν τη ερμηνεία όμως του Τροπαρίου ουκ ακολουθεί τη εκείνου γνώμη. Ότι δε πάσας τας γλώσσας ελάλουν οι Απόστολοι, συμφώνως λέγει και ο Αλεξάνδρειας Κύριλλος ερμηνεύων το του Ιωήλ εκείνο «Εκχεώ από του Πνεύματός μου». Ουκούν προεφήτεον απάση γλώσση λαλούντες, δια φωνής αγίεν προαναφωνούντος και τούτο. γέγραπται γαρ. Εν ετερογλώσσοις, και ενν απάση γλώσση λαλούντες, δια φωνής αγίων προαναφωνούντος και τούτο. γέγραπται γαρ. Εν ετερογλώσσοις, και εν χείλεσιν ετέροις λαλήσω τω λαώ τούτω, και ουδ’ ούτως πεισθήσονται» (Ησ. κη’ 11). Τούτο τοι και Παύλος συνείς, εις σημείον Ιουδαίοις δεδόσθαι φησί την πολυγλωσσίαν. Αλλά και το ανωτέρω ρητόν του Ησαΐου αναφέρει εν τω δεκάτω τετάρτω κεφαλαίω της προς Κορινθίους πρώτης.
Άμποτε δε και ημείς οι ψάλλοντες και αναγινώσκοντες και ακούοντες τον παρόντα ασματικόν Κανόνα τον εις την αγίαν Πεντηκοστήν και την κάθοδον του Αγίου Πνεύματος να αξιωθώμεν της χάριτος και ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, καθώς και οι θείοι Απόστολοι. Με τίνα τρόπον; Εάν κταφρονήσωμεν όλα του Κόσμου τα πράγματα, και επιστρέψαντες τον νουν μας μέσα εις την καρδίαν μας, εκεί μέσα ως εις ιερόν και ευκτήριον οίκον προσευχώμεθα νοερώς τω Θεώ πάντοτε, κατά το «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (α’ Θεσ. ε’ 17) . ούτω γαρ και οι θείοι Απόστολοι μετά την ανάληψιν του Κυρίου, εις το Ιερόν ευρισκόμενοι, δοξολόγουν τον Θεόν. δια τούτο και αισθητώς και νοερώς έλαβον την χάριν του Αγίου Πνεύματος. «Ήσαν, φησίν ο Ιερός Λουκάς, διαπαντός εν τω Ιερώ αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν» (Λουκ. κδ’ 53). Πως και με τίνα τρόπον; Εάν ημείς αναβώμεν εις το υπερώον, ως οι Απόστολοι: ήτοι εάν σηκωθώμεν επάνω από τα γήϊνα, και επάνω από κάθε φιληδονίαν, φιλαργυρίαν και φιλοδοξίαν, και από κάθε άλλο πάθος. τότε γαρ και το Άγιον Πνεύμα καταβαίνει και έρχεται εις ημάς. Εάν δε ημείς δεν σηκωθώμεν από τα γήϊνα και από τα πάθη, ούτε το Άγιον Πνεύμα καταβαίνει εις ημάς. λέγει γαρ ο Θεολόγος Γρηγόριος. «Το μεν τι, καταβήναι δει Θεός προς ημάς.. το δε, ημάς αναβήναι, και ούτω γενέσθαι κοινωνίαν Θεού προς ανθρώπους, της αξίας συγκιρναμένης. έως δ’ αν εκάτερον επί της ιδίας μένη, το μεν (ήτοι ο Θεός) περιωπής, το δε, (ήτοι ο άνθρωπος) ταπεινώσεως, άμικτος η αγαθότης, και το φιλάνθρωπον ακοινώνητον» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν).
Πως και με τίνα τρόπον; Εάν έχωμεν καθαράν καρδίαν από τα πάθη, και ψυχήν ειρηνικήν από τους βλασφήμους και πονηρούς και αισχρούς λογισμούς. η γαρ καθαρά καρδία ως καθαρός καθρέπτης τραβίζει εις τον εαυτόν της τας ακτίνας του Αγίου Πνεύματος, και προξενεί εις τον άνθρωπον την χάριν του Ευθέος Πνεύματος, καθώς λέγει ο Δαβίδ. ούτος γαρ ειπών πρώτον «Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί ο Θεός», επιφέρει ακολούθως «Και Πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου» (Ψαλ. ν’ 12). Λέγει δε και ο μέγας Βασίλειος ερμηνεία εις τον ξα’ Ψαλμόν. «Αμήχανον εστι χωρητικούς ημάς γενέσθαι της θείας χάριτος, μη τα από κακίας πάθη προκατασχόντα τας ψυχάς ημών εξελάσαντας. είδον ιατρούς εγώ μη πρότερον διδόντας τα σωτήρια φάρμακα, πριν εμετοίς τοις αποκενώσαι την νοσοποιόν ύλην, ην εκ πονηράς διαίτης εαυτοίς οι ακόλαστοι εναπέθεντο. αλλά και αγγείον πρκατειλημμένον υπό τινός δυσώδους υγρού μη εκπλυθέν, ου μη δέξηται του μύρου την επιρροήν. Δει τοίνυν εκχυθήναι τα προϋπάρχοντα, ίνα δυνηθή χωρηθήναι τα επαγόμενα». Ομοίως και η ειρήνη της ψυχής από τους κακούς λογισμούς γίνεται τρόπον τινά τόπος χωρητικός των χαριστμάτων του Αγίου Πνεύματος, καθώς είναι γεγραμμένον. «Και εγενήθη εν ειρήνη ο τόπος αυτού» (του Θεού δηλ.) (Ψαλ. οε’ 3).
Εάν λοιπόν ταύτα σπουδάσωμεν να κατορθώσωμεν, αδελφοί, θέλομεν δεχθθή την χάριν του Αγίου Πνεύματος κατά την αναλογίαν της καθαρότητός μας, και ούτω θέλομεν ζήσει του λοιπού ως οικείοι του Χριστού, και όχι ως ξένοι και αλλότριοι αυτού. επειδή κατά τον Παύλον «Ει τις Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ έστιν αυτού» (Ρωμ. η’ 9). Και αποβαλόντες το φρόνημα της σαρκός, το οποίον είναι θάνατος και ταραχή, ως σπουδάσωμεν να αποκτήσωμεν το φρόνημα του Πνεύματος, το οποίον εκ του εναντίου είναι ζωή και ειρήνη, κατά τον ίδιον Παύλον «Το φρόνημα της σαρκός θάνατος, το δε φρόνημα του Πνεύματος ζωή και ειρήνη» (Ρωμ. η’ 6). Και ούτως ως εν αραβώνι λαβόντες την χάριν του Αγίου Πνεύματος εν τη παρούση ζωή, θέλομεν απολαύσει αυτήν πλουσιωτέραν και τελειοτέραν εν τη μελλούση χάριτι και φιλανθρωπία του Παναγίου και Ζωοποιού και Τελεταρχικού Πνεύματος. Ω πρέπει πάσα δόξα συν τω ανάρχω Προβολεί αυτού, και τω ομοουσίω αυτού Λόγω εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου