Η ακόλουθη μελέτη έγινε για την εκπομπή της Cosmote History "Φράσεις με ιστορία". (Δες εδώ)
Τα επεισόδια παρουσιάζουν και τεκμηριώνουν επιστημονικά οι: Κωνσταντίνος Γιαννακός - Διδάκτωρ ΑΠΘ, Χρήστος Ζερεφός - Ακαδημαϊκός, Φυσικός της Ατμόσφαιρας, Λουίζα Καραπιδάκη - Ιστορικός Τέχνης, Υπεύθυνη Μουσειακής Συλλογής στο Κέντρο Έρευνας της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Σαράντος Ι. Καργάκος - Ιστορικός, Συγγραφέας, Αναστάσιος Μ. Κωτσιόπουλος - Αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, Ομότιμος Καθηγητής ΑΠΘ, Αντωνία Μοροπούλου- Καθηγήτρια Ε.Μ.Π, Πρόεδρος της Αντιπροσωπείας Τ.Ε.Ε., Δημήτρης Σκουρτέλης - Ιστορικός Βυζαντινής Τέχνης, Αγιογράφος, Χρυσόστομος Σταμούλης - Καθηγητής Θεολογίας ΑΠΘ, Θεοδόσης Τάσιος - Ακαδημαϊκός, Καθηγητής Ε.Μ.Π, Βίκυ Φλέσσα - Δημοσιογράφος, Φιλόλογος, Ευάνθης Χατζηβασιλείου - Καθηγητής Ιστορίας ΕΚΠΑ, Γεώργιος Χρούσος - Καθηγητής Παιδιατρικής & Ενδοκρινολογίας ΕΚΠΑ.
Στην συγκεκριμένη ανάρτηση, αναλύονται εδώ, από τον Δημήτρη Σκουρτέλη, μια σειρά καθημερινές μας εκφράσεις που προέρχονται από το Βυζάντιο.
1) Βγήκα ασπροπρόσωπος, θα μου τρυπήσεις την μύτη, γίναμε θέατρο, του κρέμασαν τα κουδούνια, είδα τις πομπές σου, κουράστηκα....
Ο Βυζαντινός Νόμος δεν προέβλεπε συνήθως ποινή μακρόχρονης φυλάκισης. Οι ποινές ήταν σωματικές. Ξυλοδαρμοί και βασανιστήρια ήταν συνήθη, ακόμα και στην εξέταση μαρτύρων. Οι ποινές εφαρμόζονταν δημόσια και αυτό γίνονταν για παραδειγματισμό. Δεν ξέρουμε πόσο παραδειγματίστηκαν από όλα αυτά οι πρόγονοί μας, αλλά σίγουρα εντυπωσιάστηκαν, και μια σειρά ζωντανές ακόμα εκφράσεις παραμένουν στο λαϊκό λεξιλόγιο.
Το πρόσωπό του κατάδικου αλείβονταν με στάχτες, καρβουνίλα ή κόκκινο χρώμα. (Από το “μουτζούρωμα” του κατάδικου προέκυψε και η λεγόμενη “μούτζα”)
Ο κατηγορούμενος που αθωώνονταν “ΕΒΓΑΙΝΕ ΑΣΠΡΟΠΡΟΣΩΠΟΣ” από το δικαστήριο.
Σημαντικό μέρος της ποινής ήταν η διαπόμπευση, όπου ο ένοχος οδηγούνταν σε δημόσιο χλευασμό. Μπροστά στο συγκεντρωμένο πλήθος, τον περιέφεραν καθισμένο ανάποδα σε γάιδαρο ή ακόμα και σε καμήλα. Ο κόσμος τον ειρωνεύονταν, του πέταγαν διάφορα αντικείμενα, του κρέμαγαν και κουδούνια. Από εκεί η έκφραση: “ΤΟΥ ΚΡΕΜΑΣΑΝ ΤΑ ΚΟΥΔΟΥΝΙΑ”.
Συχνά χτυπούσε η καμπάνα για να συγκεντρωθεί ο κόσμος και να δει την ποινή, και από εκεί βγήκε η έκφραση “μου έριξε καμπάνα”. (υπέστην ποινή) Υπήρχε και λαϊκή συμμετοχή στην ποινή, με κόσμο να ακολουθεί και να κακομεταχειρίζεται, να ειρωνεύεται, να εκτοξεύει αντικείμενα σκουπίδια, στάχτες, βρωμιές διάφορες κλπ. στον κατάδικο. Η όλη τιμωρία έπαιρνε την μορφή μιας πομπής. Έτσι βγήκε η έκφραση “Είδα τις πομπές σου” και επί γυναικών: “πομπεμένη”
Η όλη σκηνή αποκαλούνταν από τους συγγραφείς “Άτιμος θρίαμβος” γιατί έμοιαζε με παρωδία Ρωμαϊκού θριάμβου. Για το ίδιο συμβάν υπήρχε και ο όρος “θεατρίζομαι” (στις επιστολές του Παύλου για τα μαρτύρια των Χριστιανών) Συνεπώς η έκφραση “Γίναμε θέατρο” δεν προέρχεται από τις θεατρικές παραστάσεις αλλά από την Βυζαντινή Δικαιοσύνη.
Συχνά κούρευαν τον κατάδικο (τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες διατηρούσαν μακριά κόμη και το κόψιμό της ήταν ταπεινωτικό) Ταπεινωτικό επίσης ήταν και το κόψιμο της γενειάδας. Η σημερινή έκφραση “ΕΙΜΑΙ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ” (Από το “κουρά”, κούρεμα) προήλθε από το κούρεμα του κατάδικου, το οποίο συνεπάγονταν ταλαιπωρία και εξάντληση από τα υπόλοιπα μαρτύρια που υποβάλλονταν.
Μια άλλη ποινή ήταν το κόψιμο της μύτης ή το τρύπημά της. Έτσι βγήκε η έκφραση “ΘΑ ΜΟΥ ΤΡΥΠΗΣΕΙΣ ΤΗΝ ΜΥΤΗ”
Διαπόμπευση γίνονταν και στον στρατό για παράβαση καθήκοντος ή δειλία κ.οκ., σαν κατάλοιπο της παλιάς Ρωμαϊκής ποινής του “αποδεκατισμού” Η διαπόμπευση δεν περιορίζονταν μόνο στους εγκληματίες ή/και τους φτωχούς. Αντίθετα, σε περίπτωση πολιτικών αναταραχών και εξεγέρσεων, διαπομπεύονταν στελέχη της φατρίας που ηττήθηκε, και κύρια ο αρχηγός της, που υποβάλλονταν σε δημόσια βασανιστήρια. Επίσης διαπομπεύονταν και παραβατικοί ιερείς και μοναχοί ακόμα και Επίσκοποι.
Ιδιαίτερη περίπτωση διαπόμπευσης ήταν όταν το θύμα δεν μπορούσε να βρεθεί, οπότε διαπόμπευαν κάποιον που του έμοιαζε ή ήταν ντυμένος σαν κι αυτόν για να εκδηλώσουν την αντιπάθειά τους.
Η διαπόμπευση έφτανε μέχρι και τους νεκρούς, αν το πρόσωπο ήταν μισητό. Ξέρουμε πως έτσι διαπομπεύτηκε η σορός του Αυτοκράτορα Μαυρικίου.
2) Άλαλα τα χείλη των ασεβών, το επίθετο: "Κονοφάος"
Θα ήθελε ώρες για να απαριθμήσουμε τις λαϊκές εκφράσεις που προήλθαν από τα εκκλησιαστικά κείμενα, την Βίβλο και τους Ύμνους της Λειτουργίας. “Η ζωή εν τάφω”, “μνήσθητί μου Κύριε”, “Τα καλά και συμφέροντα”.
Η έκφραση “Άλαλα τα χείλη των ασεβών” προέρχεται από έναν στίχο της Παράκλησης της Θεοτόκου, το “Μεγαλυνάριον” που αρχίζει με το γνωστο “Άξιον εστιν ως αληθώς, μακαρίζειν σε την Θεοτόκον” Ο στίχος είναι ο “Άλαλα τα χείλη των ασεβών, των μη προσκυνούντων, την Εικόνα σου την σεπτήν, την ιστορηθείσαν, υπό του Αποστόλου, Λουκά ιερωτάτου, την Οδηγήτριαν.” (Δηλαδή: “Ας μείνουν σιωπηλά τα χείλια των ασεβών που δεν προσκυνούν την σεβαστή εικόνα σου, την Οδηγήτρια, που την ζωγράφισε (Ιστόρησε ήταν η έκφραση της εποχής που σήμαινε “ζωγράφισε”) ο Απόστολος Λουκάς ο ιερώτατος.”
“Οδηγήτρια” αποκαλούμε μια εικόνα της βρεφοκρατούσας Παναγίας με τον Χριστό κατενώπιον. Την χρησιμοποιούσαν σαν έμβλημα σε πομπές, λιτανείες, ακόμα και στον πόλεμο.
Ο Ύμνος αυτός προς την Θεοτόκο έχει ανάλογο, και ίσως και ως πηγή έμπνευσης τους Ψαλμούς του Δαυίδ: “ἄλαλα γενηθήτω τὰ χείλη τὰ δόλια” (Ψαλμός 31) Είναι δημοφιλής γιατί δεν ψάλλεται μόνο στην εκκλησία, αλλά και από τους πιστούς κατ΄οίκον.
Από τον ύμνο αυτό μαθαίνουμε, και γενικότερα από την Παράδοση, πως ο Ευαγγελιστής Λουκάς, εκτός από συγγραφέας του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου και των Πράξεων των Αποστόλων, ήταν και ζωγράφος και εικόνισε την Θεοτόκο. Συχνά εικονίζεται ο Λουκάς, αντί να γράφει το Ευαγγέλιο, να αγιογραφεί.
Πολλές παλιές εικόνες φέρονται από την παράδοση να είναι ζωγραφισμένες από τον Ευαγγελιστή. Γνωστότερες είναι η Παναγία η Μεγαλοσπηλαιώτισσα, στο Μέγα Σπήλαιο στα Καλάβρυτα, η Ποντιακή Παναγία Σουμελά και η Κυπριακή Παναγία του Κύκκου. Βρίσκονται, βέβαια, σε κατάσταση μεγάλης φθοράς. Λέγεται πως όλες οι άλλες εικόνες που αναφέρονται ως φιλοτεχνημένες από τον Ευαγγελιστή είναι αντίγραφα αυτών των τριών.
Για να επιστρέψουμε στον ύμνο του Παρακλητικού Κανόνα, είναι εμφανές πως στρέφεται κατά των Εικονομάχων. Θεωρείται ως “Πoιήμα Θεoστηρίκτoυ μoναχoύ ή του Θεoφάνoυς” . Και οι δύο ήταν άγιοι “Ομολογητές” όπως τους λένε, που υπεράσπισαν δηλαδή τις Εικόνες κατά των Εικονομάχων. Οι Εικονομάχοι Αυτοκράτορες επί έναν αιώνα σχεδόν (726-842) προσπαθούσαν να απαγορεύσουν την λατρεία των εικόνων ως ειδωλολατρική. Το ζήτημα των εικόνων έλυσε η 7η (Ζ’) Οικουμενική Σύνοδος, που τις αποκατάστησε. Ο εν λόγω ύμνος χρησιμοποιεί την ίδια ορολογία με το κείμενο της απόφασης της Συνόδου, που αποκαλεί τις εικόνες “σεπτές” και όχι “ιερές” όπως τις αποκαλούμε σήμερα.
Ο απλός λαός ποτέ δεν αποδέχτηκε την μεταρρύθμιση των Εικονομάχων, και υπέστη πολλά μαρτύρια σεβόμενος τις εικόνες. Υπήρξε και εξέγερση των “Θεμάτων” (διοικητικών περιοχών) της “Ελλάδος” που έκαναν ναυτική εκστρατεία κατά της Κωνσταντινούπολης με στόχο να αποκατασταθούν οι Εικόνες, την οποία κατανίκησε ο Εικονομάχος Αυτοκράτορας Λέων ο Γ’, χρησιμοποιώντας, ίσως για πρώτη φορά, το περίφημο “Υγρόν Πυρ”. Η λαϊκη παράδοση θυμάται αυτούς τους “ασεβείς” Εικονομάχους του ύμνου με το επίθετο “Κονοφάος” που σημαίνει “Εικονοφάγος”.
3) Δεν περνάει η μπογιά σου
Οι Βυζαντινές γυναίκες μπορεί να ντύνονταν σεμνότερα από σήμερα, αλλά πάντα προσπαθούσαν να είναι εντυπωσιακές. Με πολύτιμα καταστόλιστα φορέματα, αλλά και με την εντυπωσιακή δημόσια εμφάνισή τους με συνοδεία από υπηρέτριες, μεταφερόμενες σε φορείο ή έφιππες. Ορισμένες Κωνσταντινοπολίτισσες αρχόντισσες μετακινούνταν ακόμα και με πλοίο από το ένα μέρος της Πόλης στο άλλο όπου αυτό ήταν δυνατό. Γνωρίζουμε βέβαια πόσες γυναίκες έγιναν Αυτοκράτειρες και κυβέρνησαν μόνες τους, αλλά και πόση επιρροή είχαν στον Αυτοκράτορα σύζυγό τους. Η υψηλή θέση της γυναίκας φαίνεται ακόμα και στις αναπαραστάσεις των δωρητών στις εκκλησίες, όπου η σύζυγος παριστάνεται ισότιμα με τον σύζυγο. Η μόρφωση αυτών των γυναικών ήταν σημαντική. Γνωρίζουμε τα γραπτά της Άννας Κομνηνής η οποία ισχυρίζεται, καθόλου αβάσιμα. ότι ήταν γνώστης όλης της “Τετρακτύος” δηλαδή του συνόλου των Επιστημών. Αλλά και οι φτωχές γυναίκες ήταν δραστήριες επαγγελματικά, σαν βιοτέχνες, πωλήτριες, και καταστηματάρχες.
Πρότυπο της γυναικείας ομορφιάς στο Βυζάντιο ήταν τα ξανθά μαλλιά και το λευκό χρώμα της επιδερμίδας. Προσπαθούσαν να ξανθίνουν τα μαλλιά τους με διάφορα παρασκευάσματα, αλλά φυσικά υπήρχε και η λύση της προσθήκης πλεξούδων ή της περούκας. Έβαφαν το πρόσωπο με λευκή πούδρα που ονόμαζαν ψιμμύθιον και παρασκευάζονταν από λεπτό αλεύρι ρυζιού ή κιμωλία κ. ά. . Ο όρος έχει επιζήσει στην Βυζαντινή αγιογραφία όπου οι τελευταίες λεπτές φωτεινές πινελιές ονομάζονται “Ψιμμυθιές”.
Επίσης, κοκκίνιζαν τα μάγουλα με ερυθρό χρώμα που παρασκευάζονταν από διάφορα βότανα. Φυσικά έβαφαν και τα χείλη. Αν και τα ξανθά μαλλιά ήταν στην μόδα, τα φρύδια έπρεπε, σύμφωνα με την ίδια μόδα, να είναι μαύρα, οπότε τα έβαφαν έντονα, με διάφορα είδη μελανιού ή καπνιάς. Καμιά φορά τα ξύριζαν και τα έβαφαν από πάνω. Υπήρχαν φυσικά και προϊόντα για καθαρισμό και λείανση του δέρματος. Για όλα αυτά υπήρχαν περίπλοκες συνταγές που θα ήταν δύσκολο να ανασυστήσουμε σήμερα.
Οι Βυζαντινές γυναίκες βάφονταν έντονα λοιπόν, και αυτό επέσυρε συχνά την μήνι των Πατέρων. Από τα κείμενά τους μαθαίνουμε πως και πόσο βάφονταν οι γυναίκες. Επίσης, μας πληροφορούν και διάφοροι στίχοι των Δημοτικών τραγουδιών “Βάζει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθι και του κοράκου το φτερό βάζει καμαροφρύδι” που υπονοούν έντονο βάψιμο.
Τα αρώματα τα εμπορεύονταν η Συντεχνία των Μυρεψών, οι οποίοι όμως ταυτόχρονα πούλαγαν και μαγειρικά καρυκεύματα όπως το πιπέρι, ενω το σαπούνι το εμπορεύονταν άλλη Συντεχνία, οι Σαπωνοπράται. Στην Κωνσταντινούπολη πουλούσαν τα αρώματα και τα καλλυντικά από την Στήλη του Μιλίου ως την Χαλκή Πύλη, ώστε οι μυρωδιές να αναδύονται προς την κατεύθυνση τόσο της Εικόνας του Κυρίου που ήταν εκεί αλλά μέχρι και το Μέγα Παλάτιον!
Πολλές γυναίκες καταγίνονταν επίσης με την παρασκευή αρωμάτων και καλλυντικών, οι πλούσιες για τον εαυτό τους, και οι φτωχές για βιοπορισμό. Η αυτοκράτειρα Ζωή, που κατάφερνε με τα καλλυντικά που χρησιμοποιούσε να διατηρείται νεα ακόμα και στα 60 της είχε μέσα στο παλάτι δικό της εργαστήριο αρωμάτων και καλλυντικών, όπου εργάζονταν ειδικευμένες θεραπαινίδες με μυστικές και απόκρυφες συνταγές. Καλλυντικά όμως με απλά “φυσικά προϊόντα” όπως συμβαίνει και σήμερα, παρασκεύαζαν και απλές γυναίκες και συχνά τα δικά τους ήταν καλύτερα από τα επίσημα.
Ετσι γίνονταν αγώνας για “να περάσει η μπογιά της καθεμιάς”, αλλά υπήρχε και άλλη έννοια στην έκφραση αυτή. Γιατί, όσα καλλυντικά και να χρησιμοποιούσε μια γυναίκα, έρχονταν μια στιγμή που το γήρας υπερίσχυε, οπότε “έπαυε να περνάει η μπογιά της”
4) Στα κρύα του λουτρού.
Λόγω έλλειψης τρεχούμενου νερού, αλλά και λόγω της δυσκολίας να ζεσταθεί μεγάλη ποσότητα στο μεσαιωνικό σπίτι, τα δημόσια λουτρά ήταν απαραίτητα για την διατήρηση της δημόσιας υγείας. Έτσι αρχής γενομένης από τους Ρωμαίους, και κληρονομημένο από τους Βυζαντινούς, το λουτρό, δηλαδή ένα κτίριο αφιερωμένο στον καθαρισμό του σώματος ήταν απαραίτητο συμπλήρωμα κάθε πόλης. Το ονόμαζαν επίσης “Βαλανείο”, “Θερμό”, ή και “Θέρμες”. Την εποχή που στην Δύση οι άνθρωποι σπάνια πλένονταν, στο Βυζάντιο υπήρχαν άνθρωποι που πήγαιναν στο λουτρό δυο φορές τη μέρα. Ρώτησαν κάποτε τον Πατριάρχη Σισσίνιο τον Α΄, γιατί πηγαίνει δυο φορές τη μέρα στο Λουτρό και απάντησε: “Επειδή δεν προφταίνω να πάω τρεις”.
Το λουτρό, που σήμερα το ονομάζουμε “Χαμάμ” το κληρονόμησαν από τους Βυζαντινούς οι Άραβες και οι Τούρκοι.
Τα ρωμαϊκά και βυζαντινά λουτρά ήταν απαραίτητο στοιχείο της καθημερινής ζωής. Οι Αυτοκράτορες πάντα φρόντιζαν να χτίζουν μεγάλα λουτρά ή να συντηρούν τα υπάρχοντα. Τέτοια δημόσια λουτρά ήταν αριστουργήματα αρχιτεκτονικής με πολυτελή κατασκευή και υπέροχη διακόσμηση.
Η αρχαία Ρώμη ήταν γεμάτη από τέτοια λουτρά.Αυτά του Διοκλητιανού έχουν μετατραπεί σε εκκλησία, την Santa Maria degli Angeli και μάλιστα με παρέμβαση του Μιχαήλ Άγγελου. Δυστυχώς δεν έχει επιβιώσει κάποιο αντίστοιχο Βυζαντινό μεγάλο λουτρό στην Κωνσταντινούπολη. Μαρτυρούνται όμως τέτοια κτίσματα εκεί με χωρητικότητα δυο χιλιάδων ατόμων, ενώ αναφέρονται οχτώ δημόσια λουτρά και 150 ιδιωτικά. Στην Αλεξάνδρεια, όταν την κατέκτησαν οι Άραβες, βρήκαν 4.000 λουτρά! Λουτρά υπήρχαν και στα Μοναστήρια, και πολλά από αυτά εκλήφθηκαν μεταγενέστερα ως εκκλησίες, (το έχει αποδείξει ο Ορλάνδος) γιατί επί Τουρκοκρατίας τα ήθη και οι συνήθειες σχετικά με το λουτρό άλλαξαν. Τα λουτρά είχαν μεγάλη ομοιότητα με την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική και ήταν κτίρια μεγαλοπρεπή, τουλάχιστον τα δημόσια. Διέθεταν τρούλο, ή ακόμα και πολλούς τρούλους όχι μόνο για φωτισμό αλλά και για απομάκρυνση των υδρατμών και αερισμό.
Ο Βυζαντινός Νόμος δεν προέβλεπε συνήθως ποινή μακρόχρονης φυλάκισης. Οι ποινές ήταν σωματικές. Ξυλοδαρμοί και βασανιστήρια ήταν συνήθη, ακόμα και στην εξέταση μαρτύρων. Οι ποινές εφαρμόζονταν δημόσια και αυτό γίνονταν για παραδειγματισμό. Δεν ξέρουμε πόσο παραδειγματίστηκαν από όλα αυτά οι πρόγονοί μας, αλλά σίγουρα εντυπωσιάστηκαν, και μια σειρά ζωντανές ακόμα εκφράσεις παραμένουν στο λαϊκό λεξιλόγιο.
Το πρόσωπό του κατάδικου αλείβονταν με στάχτες, καρβουνίλα ή κόκκινο χρώμα. (Από το “μουτζούρωμα” του κατάδικου προέκυψε και η λεγόμενη “μούτζα”)
Ο κατηγορούμενος που αθωώνονταν “ΕΒΓΑΙΝΕ ΑΣΠΡΟΠΡΟΣΩΠΟΣ” από το δικαστήριο.
Η όλη σκηνή αποκαλούνταν από τους συγγραφείς “Άτιμος θρίαμβος” γιατί έμοιαζε με παρωδία Ρωμαϊκού θριάμβου. Για το ίδιο συμβάν υπήρχε και ο όρος “θεατρίζομαι” (στις επιστολές του Παύλου για τα μαρτύρια των Χριστιανών) Συνεπώς η έκφραση “Γίναμε θέατρο” δεν προέρχεται από τις θεατρικές παραστάσεις αλλά από την Βυζαντινή Δικαιοσύνη.
Ιδιαίτερη περίπτωση διαπόμπευσης ήταν όταν το θύμα δεν μπορούσε να βρεθεί, οπότε διαπόμπευαν κάποιον που του έμοιαζε ή ήταν ντυμένος σαν κι αυτόν για να εκδηλώσουν την αντιπάθειά τους.
Η διαπόμπευση έφτανε μέχρι και τους νεκρούς, αν το πρόσωπο ήταν μισητό. Ξέρουμε πως έτσι διαπομπεύτηκε η σορός του Αυτοκράτορα Μαυρικίου.
Θα ήθελε ώρες για να απαριθμήσουμε τις λαϊκές εκφράσεις που προήλθαν από τα εκκλησιαστικά κείμενα, την Βίβλο και τους Ύμνους της Λειτουργίας. “Η ζωή εν τάφω”, “μνήσθητί μου Κύριε”, “Τα καλά και συμφέροντα”.
Από τον ύμνο αυτό μαθαίνουμε, και γενικότερα από την Παράδοση, πως ο Ευαγγελιστής Λουκάς, εκτός από συγγραφέας του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου και των Πράξεων των Αποστόλων, ήταν και ζωγράφος και εικόνισε την Θεοτόκο. Συχνά εικονίζεται ο Λουκάς, αντί να γράφει το Ευαγγέλιο, να αγιογραφεί.
Για να επιστρέψουμε στον ύμνο του Παρακλητικού Κανόνα, είναι εμφανές πως στρέφεται κατά των Εικονομάχων. Θεωρείται ως “Πoιήμα Θεoστηρίκτoυ μoναχoύ ή του Θεoφάνoυς” . Και οι δύο ήταν άγιοι “Ομολογητές” όπως τους λένε, που υπεράσπισαν δηλαδή τις Εικόνες κατά των Εικονομάχων. Οι Εικονομάχοι Αυτοκράτορες επί έναν αιώνα σχεδόν (726-842) προσπαθούσαν να απαγορεύσουν την λατρεία των εικόνων ως ειδωλολατρική. Το ζήτημα των εικόνων έλυσε η 7η (Ζ’) Οικουμενική Σύνοδος, που τις αποκατάστησε. Ο εν λόγω ύμνος χρησιμοποιεί την ίδια ορολογία με το κείμενο της απόφασης της Συνόδου, που αποκαλεί τις εικόνες “σεπτές” και όχι “ιερές” όπως τις αποκαλούμε σήμερα.
Οι Βυζαντινές γυναίκες μπορεί να ντύνονταν σεμνότερα από σήμερα, αλλά πάντα προσπαθούσαν να είναι εντυπωσιακές. Με πολύτιμα καταστόλιστα φορέματα, αλλά και με την εντυπωσιακή δημόσια εμφάνισή τους με συνοδεία από υπηρέτριες, μεταφερόμενες σε φορείο ή έφιππες. Ορισμένες Κωνσταντινοπολίτισσες αρχόντισσες μετακινούνταν ακόμα και με πλοίο από το ένα μέρος της Πόλης στο άλλο όπου αυτό ήταν δυνατό. Γνωρίζουμε βέβαια πόσες γυναίκες έγιναν Αυτοκράτειρες και κυβέρνησαν μόνες τους, αλλά και πόση επιρροή είχαν στον Αυτοκράτορα σύζυγό τους. Η υψηλή θέση της γυναίκας φαίνεται ακόμα και στις αναπαραστάσεις των δωρητών στις εκκλησίες, όπου η σύζυγος παριστάνεται ισότιμα με τον σύζυγο. Η μόρφωση αυτών των γυναικών ήταν σημαντική. Γνωρίζουμε τα γραπτά της Άννας Κομνηνής η οποία ισχυρίζεται, καθόλου αβάσιμα. ότι ήταν γνώστης όλης της “Τετρακτύος” δηλαδή του συνόλου των Επιστημών. Αλλά και οι φτωχές γυναίκες ήταν δραστήριες επαγγελματικά, σαν βιοτέχνες, πωλήτριες, και καταστηματάρχες.
Πρότυπο της γυναικείας ομορφιάς στο Βυζάντιο ήταν τα ξανθά μαλλιά και το λευκό χρώμα της επιδερμίδας. Προσπαθούσαν να ξανθίνουν τα μαλλιά τους με διάφορα παρασκευάσματα, αλλά φυσικά υπήρχε και η λύση της προσθήκης πλεξούδων ή της περούκας. Έβαφαν το πρόσωπο με λευκή πούδρα που ονόμαζαν ψιμμύθιον και παρασκευάζονταν από λεπτό αλεύρι ρυζιού ή κιμωλία κ. ά. . Ο όρος έχει επιζήσει στην Βυζαντινή αγιογραφία όπου οι τελευταίες λεπτές φωτεινές πινελιές ονομάζονται “Ψιμμυθιές”.
Επίσης, κοκκίνιζαν τα μάγουλα με ερυθρό χρώμα που παρασκευάζονταν από διάφορα βότανα. Φυσικά έβαφαν και τα χείλη. Αν και τα ξανθά μαλλιά ήταν στην μόδα, τα φρύδια έπρεπε, σύμφωνα με την ίδια μόδα, να είναι μαύρα, οπότε τα έβαφαν έντονα, με διάφορα είδη μελανιού ή καπνιάς. Καμιά φορά τα ξύριζαν και τα έβαφαν από πάνω. Υπήρχαν φυσικά και προϊόντα για καθαρισμό και λείανση του δέρματος. Για όλα αυτά υπήρχαν περίπλοκες συνταγές που θα ήταν δύσκολο να ανασυστήσουμε σήμερα.
Τα αρώματα τα εμπορεύονταν η Συντεχνία των Μυρεψών, οι οποίοι όμως ταυτόχρονα πούλαγαν και μαγειρικά καρυκεύματα όπως το πιπέρι, ενω το σαπούνι το εμπορεύονταν άλλη Συντεχνία, οι Σαπωνοπράται. Στην Κωνσταντινούπολη πουλούσαν τα αρώματα και τα καλλυντικά από την Στήλη του Μιλίου ως την Χαλκή Πύλη, ώστε οι μυρωδιές να αναδύονται προς την κατεύθυνση τόσο της Εικόνας του Κυρίου που ήταν εκεί αλλά μέχρι και το Μέγα Παλάτιον!
Πολλές γυναίκες καταγίνονταν επίσης με την παρασκευή αρωμάτων και καλλυντικών, οι πλούσιες για τον εαυτό τους, και οι φτωχές για βιοπορισμό. Η αυτοκράτειρα Ζωή, που κατάφερνε με τα καλλυντικά που χρησιμοποιούσε να διατηρείται νεα ακόμα και στα 60 της είχε μέσα στο παλάτι δικό της εργαστήριο αρωμάτων και καλλυντικών, όπου εργάζονταν ειδικευμένες θεραπαινίδες με μυστικές και απόκρυφες συνταγές. Καλλυντικά όμως με απλά “φυσικά προϊόντα” όπως συμβαίνει και σήμερα, παρασκεύαζαν και απλές γυναίκες και συχνά τα δικά τους ήταν καλύτερα από τα επίσημα.
Ετσι γίνονταν αγώνας για “να περάσει η μπογιά της καθεμιάς”, αλλά υπήρχε και άλλη έννοια στην έκφραση αυτή. Γιατί, όσα καλλυντικά και να χρησιμοποιούσε μια γυναίκα, έρχονταν μια στιγμή που το γήρας υπερίσχυε, οπότε “έπαυε να περνάει η μπογιά της”
Λόγω έλλειψης τρεχούμενου νερού, αλλά και λόγω της δυσκολίας να ζεσταθεί μεγάλη ποσότητα στο μεσαιωνικό σπίτι, τα δημόσια λουτρά ήταν απαραίτητα για την διατήρηση της δημόσιας υγείας. Έτσι αρχής γενομένης από τους Ρωμαίους, και κληρονομημένο από τους Βυζαντινούς, το λουτρό, δηλαδή ένα κτίριο αφιερωμένο στον καθαρισμό του σώματος ήταν απαραίτητο συμπλήρωμα κάθε πόλης. Το ονόμαζαν επίσης “Βαλανείο”, “Θερμό”, ή και “Θέρμες”. Την εποχή που στην Δύση οι άνθρωποι σπάνια πλένονταν, στο Βυζάντιο υπήρχαν άνθρωποι που πήγαιναν στο λουτρό δυο φορές τη μέρα. Ρώτησαν κάποτε τον Πατριάρχη Σισσίνιο τον Α΄, γιατί πηγαίνει δυο φορές τη μέρα στο Λουτρό και απάντησε: “Επειδή δεν προφταίνω να πάω τρεις”.
Το λουτρό στην Θεσσαλονίκη. Η ομοιότητα με την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική είναι εμφανής. |
Τα λουτρά -ή βαλανεία- παρείχαν όχι μόνο ζεστό νερό, αλλά και θερμαινόμενους χώρους όπου γίνονταν εφίδρωση. Η θέρμανση επιτυγχνάνονταν με διπλό πάτωμα όπου από κάτω άναβαν φωτιά. Η ζέστη μεταφέρονταν είτε μέσω του πατώματος ή ακόμα και με σωλήνες. Ιδιαίτερη περίπτωση ήταν τα λουτρά όπου το ζεστό νερό ανάβλυζε από κάποια θερμή πηγή. Συνήθως χωρίζονταν σε τρία μέρη, το κρύο, το χλιαρό και το ζεστό (frigidarium, trepidarium και caldarium τα έλεγαν οι Ρωμαίοι.)
Υπήρχαν αντρικά και γυναικεία λουτρά, ή, σε άλλα, ορισμένες μέρες η είσοδος επιτρέπονταν μόνο στο ένα φύλο. Μαρτυρίες για πραγματικά μικτά λουτρά σπανίζουν. Οι πλούσιοι Βυζαντινοί, με την ιδιαίτερη αίσθηση της μεγαλοπρέπειας που τους διέκρινε, έκαναν την εμφάνισή τους στο λουτρό δημόσιο θέαμα, συνοδευόμενοι από πολυάριθμους υπηρέτες σε μεγαλοπρεπή πομπή.
Καμιά φορά όμως τους περίμενε η έκπληξη: Τα λουτρά όπως είπαμε είχαν και κρύο τμήμα όπου έκανες ψυχρό καταιωνισμό (ντους) η και μπάνιο σε πισίνα, αν ήταν μεγάλα. Η εναλλαγή ζεστού και κρύου ήταν βασική συνταγή της ορθής χρήσης του λουτρού. Αν όμως η θέρμανση του ζεστού μέρους αποτύγχανε, για οποιονδήποτε λόγο, τότε “Έμενες στα κρύα του λουτρού”
Υπήρχαν αντρικά και γυναικεία λουτρά, ή, σε άλλα, ορισμένες μέρες η είσοδος επιτρέπονταν μόνο στο ένα φύλο. Μαρτυρίες για πραγματικά μικτά λουτρά σπανίζουν. Οι πλούσιοι Βυζαντινοί, με την ιδιαίτερη αίσθηση της μεγαλοπρέπειας που τους διέκρινε, έκαναν την εμφάνισή τους στο λουτρό δημόσιο θέαμα, συνοδευόμενοι από πολυάριθμους υπηρέτες σε μεγαλοπρεπή πομπή.
Καμιά φορά όμως τους περίμενε η έκπληξη: Τα λουτρά όπως είπαμε είχαν και κρύο τμήμα όπου έκανες ψυχρό καταιωνισμό (ντους) η και μπάνιο σε πισίνα, αν ήταν μεγάλα. Η εναλλαγή ζεστού και κρύου ήταν βασική συνταγή της ορθής χρήσης του λουτρού. Αν όμως η θέρμανση του ζεστού μέρους αποτύγχανε, για οποιονδήποτε λόγο, τότε “Έμενες στα κρύα του λουτρού”
5) Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του
Έκφραση της Ενετοκρατίας. Οι Βυζαντινοί, κατά την μαρτυρία του Προκοπίου, στα πολεμικά πλοία, τα λεγόμενα “Δρόμωνες”, χρησιμοποιούσαν ελεύθερους κωπηλάτες και μάλιστα Κων/λίτες γιατί ήταν έμπειροι λόγω του Κερατίου και του Βοσπόρου που διέσχιζαν συνέχεια. Οι Βενετσιάνοι όμως χρησιμοποιούσαν για κωπηλάτες σκλάβους, κατάδικους και αιχμαλώτους. Αλλά και τα πλοία που λέγονταν “Κάτεργα” στο Βυζάντιο ήταν αρχικά “πλοία για κάθε δουλειά” (έργο) (Κάθε +έργον) πολεμικά, εμπορικά, μεταφορικά. Συχνά σε αυτά πήγαιναν σαν κωπηλάτες άνθρωποι που υπέκειντο σε αγγαρεία ή τιμωρία για κάποιο παράπτωμα.
Οι Έλληνες της Ενετοκρατίας ονόμασαν επίσης “κάτεργα” τις Ενετικές Γαλέρες όπου οι συνθήκες ήταν πολύ χειρότερες. Θα μιλήσουμε σε λίγο γι αυτές. Τελικά όμως, όταν αργότερα, καταργήθηκε οριστικά η κωπηλασία στα πλοία, πολλές παροπλισμένες γαλέρες έγιναν πλωτές φυλακές. Πολύ σύντομα λοιπόν, και φτάνοντας στις μέρες μας, “Κάτεργο” λέγονταν κάθε φυλακή καταναγκαστικής εργασίας και ο τρόφιμός της, ο “κατεργάρης” κατέληξε να σημαίνει “παράνομος” “απατεώνας” “κολπατζής”. Στα Γαλλικά επίσης, σήμερα “galère”, “Γαλέρα” σημαίνει φυλακή, βαριά δουλειά, αγγαρεία.
Στις Ενετικές γαλέρες από τον 15ο ως τον 17ο αιώνα, κωπηλατούσαν αιχμάλωτοι και κατάδικοι, αν και μαρτυρείται πως ανάμεσά τους υπήρχαν και ελεύθερα, εξαθλιωμένα άτομα που δεν είχαν άλλο βιοπορισμό. Η ίδια κατάσταση επικρατούσε και στα Τουρκικά ή Βορειοαφρικανικά πλοία. Όλα αυτά ήταν πολεμικά. Τα εμπορικά πλοία πήγαιναν με πανί και δεν είχαν κωπηλάτες. Το πολεμικό πλοίο όμως, ήθελε απόλυτο έλεγχο της πλεύσης του στην ναυμαχία, και χρειάζονταν κωπηλάτες, τουλάχιστον μέχρι την εποχή που εξελίχθηκε περισσότερο ο σχεδιασμός των πλοίων γύρω στον 17ο αιώνα.
Πολλοί από τους αιχμάλωτους κωπηλάτες απελευθερώνονταν με λύτρα από τους συγγενείς τους. Υπήρχε οργανωμένο σύστημα εξαγοράς αιχμαλώτων από τους πειρατές ή τους εχθρούς που τους είχαν πιάσει.
Σκλάβοι κωπηλάτες δεν υπήρχαν μόνο στις Ενετικές γαλέρες, αλλά και στα πειρατικά πλοία. Η ζωή τους και στα δύο είδη πλοίων ήταν δύσκολη. Έτρωγαν ελάχιστα, αλυσοδένονταν και μαστιγώνονταν. Η γαλέρα όμως ήταν πλοίο εξελιγμένο, απόγονος του περίφημου βυζαντινού “Δρόμωνα” με πολύ κατάλληλα τριγωνικά πανιά που “έπιαναν τον άνεμο” και έτσι οι κωπηλάτες είχαν κάποιες στιγμές ξεκούρασης. Επίσης παρέμεναν άπραγοι κατά τις χειμερινές κακοκαιρίες.
Η κωπηλασία όμως ήταν απαραίτητη, το ελάχιστο, στην προσέγγιση στα λιμάνια και τις ναυμαχίες, όσο ενοϊκός να ήταν ο άνεμος. Και επειδή κάθονταν σε έναν πάγκο για να κωπηλατήσουν, όταν το πλοίο τους χρειάζονταν, το πρόσταγμα: “Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του” ήταν φυσικό, όπως και η μεταγενέστερη έννοιά του “δεν χωράνε πια αστεία” “τελείωσε η αργία” “δεν μπορείς να υποκριθείς άλλο” κλπ.
Οι παραπάνω έννοιες της φράσης τονίζονται και από όσα θα πούμε στην συνέχεια: Οι κωπηλάτες σκλαβοι των Ενετών, αν και γενικά ζούσαν φριχτά, όταν το πλοίο έπιανε λιμάνι απελάμβαναν σχετική ελευθερία. Με βάση τις μαρτυρίες, αυτό δεν ίσχυε πάντα και σε όλες τις περιπτώσεις, γιατί δεν επικρατούσαν σε όλα τα πλοία οι ίδιες συνθήκες και κανόνες.
Οι παραπάνω έννοιες της φράσης τονίζονται και από όσα θα πούμε στην συνέχεια: Οι κωπηλάτες σκλαβοι των Ενετών, αν και γενικά ζούσαν φριχτά, όταν το πλοίο έπιανε λιμάνι απελάμβαναν σχετική ελευθερία. Με βάση τις μαρτυρίες, αυτό δεν ίσχυε πάντα και σε όλες τις περιπτώσεις, γιατί δεν επικρατούσαν σε όλα τα πλοία οι ίδιες συνθήκες και κανόνες.
Αν κάποιος από αυτούς επιχειρούσε να δραπετεύσει, την ώρα της προσωρινής του ελευθερίας, όλη η πόλη θεωρούταν υπεύθυνη από το Ενετικό ή το πειρατικό πλοίο, και κανείς δεν ήθελε να αντιμετωπίσει την οργή τους. Έτσι η δραπέτευση ήταν πολύ δύσκολη, ακόμα και με χαλαρή επιτήρηση. Προσωρινά ελεύθεροι λοιπόν από τα καθήκοντά τους, όμως, είχαν δικαίωμα να περιπλανιώνται στο λιμάνι, και μερικοί έκαναν μέχρι και ένα υποτυπώδες εμποριο. Κανείς δεν ξέρει, ας πούμε, που έβρισκαν κρασί, το οποίο έκρυβαν κάτω από τους πάγκους τους και το πουλούσαν στους επιβάτες. Άλλοι είχαν μάθει να πλέκουν και πουλούσαν τα εργόχειρά τους για να κερδίσουν λίγα χρήματα ώστε να βελτιώσουν τις συνθήκες της ζωής τους.
Οταν όμως το πλοίο σάλπαρε από το λιμάνι, κάθε “κατεργάρης” έπρεπε να εγκαταλείψει τις ...επιχειρήσεις του, και να γυρίσει στον “πάγκο του” όπου κάθονταν για να κωπηλατήσει. Δηλαδή, οι διακοπές, το ...εμπόριο, η ...βιοτεχνία, και η “εύκολη ζωή”, τελείωναν....
Οταν όμως το πλοίο σάλπαρε από το λιμάνι, κάθε “κατεργάρης” έπρεπε να εγκαταλείψει τις ...επιχειρήσεις του, και να γυρίσει στον “πάγκο του” όπου κάθονταν για να κωπηλατήσει. Δηλαδή, οι διακοπές, το ...εμπόριο, η ...βιοτεχνία, και η “εύκολη ζωή”, τελείωναν....
Θα τα βγάλω όλα στη φόρα.
Η Κωνσταντινούπολη και οι άλλες πόλεις του Βυζαντίου ήταν χτισμένες με το Ρωμαϊκό σύστημα, που άλλωστε δεν διέφερε και πολύ από το ελληνικό. Κεντρικό μέρος της πόλης ήταν η Αγορά, το Forum στα Λατινικά. Εκεί γίνονταν το εμπόριο και οι συναντήσεις, οι πομπές και οι εκδηλώσεις. καθώς και οι συζητήσεις. Τα Μεσαιωνικά Ελληνικά είχαν υιοθετήσει πολλές Λατινικές λέξεις λόγω Ρωμαϊκής Κατοχής, τις οποίες σήμερα η γλώσσα έχει αποβάλει ή αλλάξει. Μια από αυτές ήταν ο “Φόρος” όπως αναφέρουν οι Βυζαντινοί συγγραφείς την Αγορά, δηλαδή το Forum. Η αρχική έκφραση ήταν λοιπόν “θα τα βγάλω όλα στον Φόρο” δηλαδή θα τα πω όλα δημόσια, θα σε ρεζιλέψω κατ΄επέκτασιν.
Μη μου μπαίνεις, του μπήκα, μου μπήκε κλπ.
Προέρχεται από τους αθλητικούς αγώνες πάλης αλλά και από τις κονταρομαχίες. Αυτά τα αγωνίσματα διεξάγονταν σε αυστηρά καθορισμένο χώρο -όπως και σήμερα η Πάλη ή η Πυγμαχία κλπ) και όποιος τον εγκατέλειπε έχανε τον αγώνα. Αντίθετα, η είσοδος ενός αγωνιστή σε αυτόν τον χώρο (Η έμβασις, το μπάσιμο) ήταν ουσιαστικά μια πρόκληση στον αντίπαλο. Η έκφραση απαντάται και σε πολεμικές αφηγήσεις και σε δημοτικά τραγούδια (“Στο έμπα χίλιους έκοψε”) και σημαίνει επιτίθεμαι ορμητικά.
Κάτι τσιμπήσαμε σήμερα
Πιάσε ένα …(πχ κρασί)
Προέρχεται από την εποχή που έτρωγαν με τα χέρια και τότε οι εκφράσεις ήταν κυριολεκτικές. Το φαγητό το τσίμπαγαν ή/και το έπιαναν. Και στα αρχαία συμπόσια οι συνδαιτημόνες έτρωγαν με τα χέρια. Απαραίτητη λοιπόν ήταν και η παρουσία ενός σκλάβου με ένα σκεύος με νερό και πετσέτες για να απαλλάσσονται τα χέρια από τα λίπη και τις σάλτσες.
Τράβα με κι ας κλαίω.
Υπήρχε σε πολλά μέρη το γαμήλιο έθιμο ο γαμπρός να απαγάγει δήθεν την νύφη, ενώ ο γάμος ήταν συμφωνημένος.
Το έθιμο, και η πραγματική αρπαγή γυναικών κατάγονται από πολύ παλιά και αναφέρονται σε Μύθους και τα Ομηρικά Έπη. Στην Ελληνική μυθολογία οι αρπαγές γυναικών ήταν κοινός τόπος. Ιω, Ελένη, Μήδεια. Μάλιστα ο Ηρόδοτος αποδίδει σε αυτές τις αρπαγές την έχθρα Ελλάδας Ασίας.
Δεν έχει τσίπα, είναι ξετσίπωτη, την κουκουλώθηκε.
Στην Ελλάδα ανέκαθεν οι γυναίκες έβγαιναν δημόσια με καλυμμένα μαλλιά και συχνά και με σκεπασμένο πρόσωπο. Ο Πλούταρχος λέει πως οι γυναίκες της Θήβας εμφάνιζαν μόνο τα ...μάτια τους, και ξέρουμε πως με τον ίδιο τρόπο ντύνονταν και οι γυναίκες των Μεγάρων, εις μνήμην μιας Θηβαίας βασίλισσας που είχαν παλιά. Το να εμφανίζεται μια γυναίκα με το κεφάλι ακάλυπτο σήμαινε πως είναι χαμηλής ηθικής. Το ύφασμα που καλύπτονταν ήταν αρκετά λεπτό, και ονομάζοταν, “τσίπα” και όποια δεν την φορούσε, ήταν “ξετσίπωτη”, δηλαδή ανήθικη. Επειδή η νύφη πήγαινε καλυμμένη στην εκκλησία, δηλαδή κουκουλωμένη, (Ακόμα και σήμερα φοράνε βέλο οι νύφες) βγήκε η έκφραση “Την κουκουλώθηκε”.
Φίλησε κατουρημένες ποδιές Τα μακριά φορέματα των Βυζαντινών αρχόντων είχαν στο κάτω μέρος τους μια διακοσμημένη ζώνη που ονομάζονταν ποδέα, κοινώς ποδιά, επειδή ακουμπούσε στα πόδια. Ήταν έθιμο, όταν ένας άνθρωπος του λαού συναντούσε έναν άρχοντα, και ειδικά όταν του ζητούσε κάτι, να του φίλαγε την ποδέα, την άκρη του ρούχου του. Και αφού ο άρχοντας ουρούσε όρθιος, όπως κάθε άλλος, είναι φυσικό, αυτή η άκρη να ήταν λίγο - πολύ μουσκεμένη με ούρα. Έτσι η έκφραση σήμαινε πως κάποιος ταπεινώθηκε για να καταφέρει κάτι, ή για να κερδίσει την εύνοια κάποιου, αν και η λέξη ποδιά σήμερα άλλαξε έννοια.
Φίλησε κατουρημένες ποδιές Τα μακριά φορέματα των Βυζαντινών αρχόντων είχαν στο κάτω μέρος τους μια διακοσμημένη ζώνη που ονομάζονταν ποδέα, κοινώς ποδιά, επειδή ακουμπούσε στα πόδια. Ήταν έθιμο, όταν ένας άνθρωπος του λαού συναντούσε έναν άρχοντα, και ειδικά όταν του ζητούσε κάτι, να του φίλαγε την ποδέα, την άκρη του ρούχου του. Και αφού ο άρχοντας ουρούσε όρθιος, όπως κάθε άλλος, είναι φυσικό, αυτή η άκρη να ήταν λίγο - πολύ μουσκεμένη με ούρα. Έτσι η έκφραση σήμαινε πως κάποιος ταπεινώθηκε για να καταφέρει κάτι, ή για να κερδίσει την εύνοια κάποιου, αν και η λέξη ποδιά σήμερα άλλαξε έννοια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου