Αποστολικό ανάγνωσμα Κυριακής Τελώνου και Φαρισαίου
Η ανάγκη για πνευματικούς πατέρες
Αυτό που απουσιάζει συχνά, αγαπητοί μου αδελφοί, όχι μόνο από τη ζωή της Εκκλησίας, αλλά και από τη ζωή της κοινωνίας και την προσωπική μας είναι το βίωμα και η ιδιότητα της πατρότητας.
Οι άνθρωποι δε νιώθουμε την ανάγκη ούτε να είμαστε να θέλουμε πατέρες. Η πατρότητα ταυτίζεται με τον αυταρχισμό και την διακυβέρνηση της ζωής μας από άλλους και την αποστέρηση της ελευθερίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι να στερούμαστε τόσο της πνευματικής συγγένειας, όσο και της αγάπης που η πατρότητα προσφέρει και να μένουμε όχι απλώς ακαθοδήγητοι στη ζωή μας, αλλά και αδύναμοι στο να επιδείξουμε την ταπεινότητα εκείνη που θα μας βοηθήσει να μάθουμε αληθινά σπουδάζοντας στον αληθινό πατέρα νοήματα και αξίες, που θα μας βοηθήσουν με τη σειρά μας όχι μόνο να προχωρήσουμε γόνιμα και δημιουργικά στη ζωή μας, σε όλες της τις εκφάνσεις, αλλά και να γίνουμε ικανοί «ετέρους διδάξαι».
Ο Απόστολος Παύλος, αναφερόμενος στον μαθητή του Τιμόθεο, περιγράφει τα χαρακτηριστικά εκείνα του πνευματικού πατέρα που τον καθιστούν άξιο της εμπιστοσύνης του πνευματικού υιού, αλλά και που τον κάνουν να ανταποκρίνεται στο κατεξοχήν πρότυπο πατρότητας που είναι ο Χριστός.
Ο Παύλος λοιπόν τονίζει ότι ο πνευματικός πατέρας διακρίνεται για την διδασκαλία που προσφέρει στα πνευματικά του παιδιά, τον τρόπο ζωής του, τον σκοπό της ύπαρξής του, γιατί δηλαδή ζει και πού οδηγεί τα παιδιά του, την πίστη του, την μακροθυμία και συγχωρητικότητα, την αγάπη, την υπομονή, το ότι διώκεται και παθαίνει για χάρη της πίστης την οποία βιώνει (και οι διωγμοί και τα παθήματα δεν είναι μόνο σωματικά, είναι και πνευματικά και έχουν να κάνουν με την περιθωριοποίηση που υφίσταται ο πνευματικός πατέρας από τους άλλους ανθρώπους, αλλά και τον εσωτερικό πόλεμο των λογισμών και των επιθέσεων του διαβόλου που εύκολα γεννά θλίψη και πόνο).
Όλα αυτά πηγάζουν από τη σχέση που έχει ο πνευματικός πατέρας με το Χριστό. Όπως τονίζει χαρακτηριστικά ο Παύλος «εκ πάντων με ερρύσατο ο Κύριος» (Β’ Τιμ. 3, 10-11). Δεν έχει την εντύπωση ότι κατάφερε να δείξει αυτά τα χαρακτηριστικά στη ζωή του, γιατί στον εαυτό του αναφέρεται όταν μιλά στον
Τιμόθεο, επειδή ο ίδιος από μόνος του ήταν ικανός, αλλά γιατί ο Κύριος τον βοήθησε να αντέξει και να βγάλει στην επιφάνεια όλα αυτά τα πνευματικά σημεία. Ο Παύλος θα ζητήσει από τον μαθητή του να διατηρήσει στη ζωή του ακέραιο το συνδυασμό των όσων έμαθε από τον ίδιο ως πατέρα και πνευματικό του διδάσκαλο, αλλά και να συνδυάσει ό,τι προστέθηκε σ’ αυτόν με τα ιερά γράμματα, τα οποία έμαθε από την παιδική του ηλικία, αλλά και με την πίστη «εν Χριστώ Ιησού», την οποία βίωσε στη ζωή του.
Τιμόθεο, επειδή ο ίδιος από μόνος του ήταν ικανός, αλλά γιατί ο Κύριος τον βοήθησε να αντέξει και να βγάλει στην επιφάνεια όλα αυτά τα πνευματικά σημεία. Ο Παύλος θα ζητήσει από τον μαθητή του να διατηρήσει στη ζωή του ακέραιο το συνδυασμό των όσων έμαθε από τον ίδιο ως πατέρα και πνευματικό του διδάσκαλο, αλλά και να συνδυάσει ό,τι προστέθηκε σ’ αυτόν με τα ιερά γράμματα, τα οποία έμαθε από την παιδική του ηλικία, αλλά και με την πίστη «εν Χριστώ Ιησού», την οποία βίωσε στη ζωή του.
Μας δίνει λοιπόν τη δυνατότητα ο Παύλος να δούμε τελικά τι σημαίνει πνευματικός πατέρας στη ζωή μας και να κρίνουμε αν όντως τον έχουμε ανάγκη για να τον αναζητήσουμε και να διδαχθούμε από αυτόν στη ζωή μας.
Ο πνευματικός πατέρας γνωρίζει τη διδασκαλία της πίστης και την προσφέρει αφειδώλευτα, κηρύττοντας όχι τον εαυτό του, αλλά το Χριστό. Και δεν μένει μόνο στα λόγια, αλλά προχωρά και στην υιοθέτηση και βίωση ενός τρόπου ζωής σύμφωνου με το Ευαγγέλιο και την Εκκλησία. Κοντά του δηλαδή κανείς μπορεί να βρει όχι μόνο την θεωρία, αλλά και την πράξη της εν Χριστώ ζωής. Αυτό δε σημαίνει ότι ο πνευματικός πατέρας είναι τέλειος και αψεγάδιαστος.
Ο Παύλος αναφέρει χαρακτηριστικά για τον εαυτό του ότι ήταν ο πρώτος των αμαρτωλών. Ο πνευματικός πατέρας αγωνίζεται, μετανοεί, προσπαθεί να είναι κοντά στο Θεό, χωρίς να δικαιολογεί τα πάθη του και τις πτώσεις του, αλλά και χωρίς να απολυτοποιεί τις αρετές του. Κι αυτό γιατί γνωρίζει ότι ο Χριστός είναι αυτός που τον στηρίζει στον αγώνα του και προς Εκείνον απευθύνεται. Επομένως, τα πνευματικά παιδιά καλούνται να λάβουν από τον πνευματικό πατέρα όχι το δικό του χαρακτήρα ή τις ιδέες του, αλλά τον τρόπο με τον οποίο θα οδηγηθούν στο Χριστό. Και όλα αυτά σε ένα πλαίσιο ελευθερίας και σεβασμού στην διαφορετικότητας του καθενός.
Ο πνευματικός πατέρας στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους επιδεικνύει αγάπη και μακροθυμία και υπομονή. Αυτό σημαίνει ότι δεν κατακρίνει τους άλλους, ούτε τους απορρίπτει ό,τι κι αν είναι, ό,τι κι αν κάνουν, ακόμη και στον ίδιο, αλλά ζει γι’ αυτούς, προσεύχεται γι’ αυτούς, τους αγαπά, μακροθυμεί στα λάθη τους, νικά ακόμη και την πίκρα που πιθανόν αυτοί να του προσφέρουν. Αυτό ισχύει και για την στάση των πνευματικών του παιδιών, εφόσον αυτά θέλουν να είναι και να λειτουργούν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Η πατρότητα λειτουργεί ευσπλαχνικά και όχι εγωκεντρικά και αυτοδικαιωτικά. Αυτό σημαίνει τελικά μία ταπεινότητα, η οποία καθιστά τον πνευματικό πατέρα δοχείο τη χάριτος του Θεού, κατά το πρότυπο του Χριστού.
Ο πνευματικός πατέρας είναι έτοιμος να κακοπάθει για την πίστη του στο Χριστό. Αυτό σημαίνει ότι σκοπός της ζωής του είναι η αλήθεια και όχι οι έπαινοι των ανθρώπων. Αν ο σκοπός του πνευματικού πατέρα είναι η ανθρωπαρέσκεια, τότε και ο ίδιος δημιουργεί οπαδούς του προσώπου του και όχι πιστούς της Εκκλησίας, αλλά και δεν μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους στην αλήθεια, αφού το μόνο που κάνει είναι να κολακεύει τις αδυναμίες τους και να τους διδάσκει έναν Χριστό, ο Οποίος δεν ζητά αυταπάρνηση και σταυρό, αλλά το βόλεμα των ανθρώπων. Η κακοπάθεια του πνευματικού πατέρα δεν έγκειται μόνο στους διωγμούς και τα παθήματα του σώματος ή στη θυσία και την μέριμνα για τα πνευματικά του παιδιά. Έγκειται και στην λύπη να βλέπει τους πονηρούς και γόητες ανθρώπους να προκόπτουν «επί το χείρον» και να μην μπορεί να κάμει τίποτε γι’ αυτό, παρά μόνο να δέχεται και να υπακούει στο θέλημα του Θεού, να υπερασπίζεται την αλήθεια, ακόμη και με προσωπικό κόστος.
Στη ζωή μας σήμερα δεν έχουμε τη διάθεση να μάθουμε, να σπουδάσουμε, να γευτούμε την αγάπη όχι με την έννοια του συμφέροντος, αλλά με την έννοια της κοινωνίας που θα μας βοηθήσει να έχουμε ως σκοπό της ζωής όχι την απόλαυση του άλλου, αλλά τη βοήθειά του να γίνουμε σοφότεροι τόσο κατά Θεόν όσο και κατά κόσμον.
Έχει εκλείψει σήμερα το πνεύμα της μαθητείας. Έχει εκλείψει η αίσθηση ότι η πίστη προϋποθέτει πνευματικό αγώνα και εκεί έχουμε ανάγκη από έναν αληθινό βοηθό, που θα αγωνίζεται να ζήσει τα όσα ο Χριστός ζητά από τον άνθρωπο. Έχει ψυγεί η αγάπη, που μας κάνει να θέλουμε να λειτουργήσουμε στην κατεύθυνση του σταυρού και της θυσίας και έχει πρυτανεύσει η λογική του βολέματος, του δικαιώματος, ης κυριαρχίας του εγώ. Το εγώ όμως αληθινά καταξιώνεται μέσα από την γνήσια κοινωνία με το συνάνθρωπο, όπου ο άνθρωπος καλείται να έχει και να μπορεί να προσφέρει. Και χρειάζεται τέτοια πρότυπα να έχουμε στη ζωή μας, όχι μόνο την εκκλησιαστική, αλλά και την πολιτική και την κοινωνική, που να μπορούμε να τα εμπιστευθούμε και να λάβουμε από αυτά τη στήριξη και την πρόταση της οδού που θα οδηγεί τόσο στην απόκτηση νοήματος για την προσωπική μας ζωή, όσο και για την συλλογική πορεία.
Καθώς ξεκινά το Τριώδιο και η Μεγάλη Τεσσαρακοστή ανοίγεται μπροστά μας, ας επαναβεβαιώσουμε ή ας εύρουμε σχέση με πνευματικούς μας πατέρες που θα διακρίνονται για τον αγώνα και την ελευθερία που εμπνέουν στα τέκνα τους, για την ταπεινότητα και την αγάπη και, κυρίως, για την διάθεση να προσφέρουν την αλήθεια. Για να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε γόνιμα όλες τις προκλήσεις και τις προσκλήσεις της Εκκλησίας μας, αλλά και να βοηθήσουμε στο να ανοιχτεί ένας νέος δρόμος και στη ζωή της κοινωνίας μας. Αμήν!
Από το γραπτό κήρυγμα της ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου