Αὐτὸ ἔγινε ἐπειδὴ ὁ ἀρχισυνάγωγος, κάτω ἀπὸ τὴ φαινομενική του θεοσέβεια, ἔκρυβε τὸν φθόνο του γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν προσπάθειά του νὰ βρεῖ κάποια ἀφορμὴ νὰ τὸν κατηγορήσει καὶ νὰ τὸν παρουσιάσει στὰ μάτια τοῦ λαοῦ ἀναξιόπιστο διδάσκαλο, ἁμαρτωλὸ καὶ παραβάτη τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐνῶ ὁ Χριστὸς ἀντιμετώπιζε γενικὰ μὲ μεγάλη ἐπιείκεια καὶ εὐσπλαχνία κάθε ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο, στὴν περίπτωση τῆς ὑποκρισίας δείχνεται ἰδιαίτερα αὐστηρός. Ὁ λόγος του γίνεται πραγματικὸ μαστίγιο γιὰ τοὺς ὑποκριτές.
Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ ἀπεχθάνεται εὐθέως τὴν προσποίηση, τὴν ἀνειλικρίνεια, τὸ ψεῦδος. Δὲν ἔχει πρόβλημα νὰ συγχωρήσει τὰ χειρότερα ἁμαρτήματα, ἀρκεῖ νὰ τὰ συναισθάνεται καὶ νὰ τὰ ὁμολογεῖ ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλὰ γίνεται ἄτεγκτος καὶ ἀδυσώπητος μπροστὰ στὸν ὑποκριτή, ποὺ ἄλλο εἶναι μέσα του καὶ ἄλλο δείχνει πρὸς τὰ ἔξω. Δὲν ἀνέχεται ἐπ’ οὐδενὶ τὸ προσωπεῖο τῆς διπλοπροσωπίας, σκίζει μὲ βδελυγμία τὴ μάσκα τῆς ὑποκρισίας. Ἀγκαλιάζει τὸν ἁμαρτωλὸ ποὺ μετανοεῖ, ἀλλὰ δὲν ἔχει καμμία θέση κοντά του ὁ ὑποκριτής, ὁ ψεύτικος ἄνθρωπος.
Ἰδιαίτερα ὑποκριτὲς ὑπῆρξαν οἱ Φαρισαῖοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔκτοτε ὁ ὅρος φαρισαϊσμὸς ταυτίζεται μὲ τὴν ὑποκρισία. Ὁ Χριστὸς χρησιμοποίησε ἐξαιρετικὰ σκληρὴ γλώσσα γι’ αὐτούς. Τοὺς μίλησε κυριολεκτικὰ ἔξω ἀπὸ τὰ δόντια, ἐξαπολύοντας τρομερὰ «οὐαὶ» ἐναντίον τους. Τοὺς παρομοίασε μὲ τάφους κεκονιαμένους, οἱ ὁποῖοι «ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι», ἀπὸ μέσα ὅμως εἶναι γεμάτοι μὲ νεκρὰ ὀστᾶ καὶ κάθε ἀκαθαρσία. Τοὺς ὀνόμασε φίδια, «γεννήματα ἐχιδνῶν». Ὁ ὑποκριτὴς εἶναι πράγματι ἀπεχθὴς ἄνθρωπος. Κανένας δὲν τὸν συμπαθεῖ. Λέει χαρακτηριστικὰ ὁ ἅγιος Παΐσιος: «Ἕνας ἀλήτης εἶναι καλύτερος ἀπὸ ἕναν ὑποκριτὴ Χριστιανό».
Ἀργὰ ἢ γρήγορα ὁ Θεὸς θὰ φανερώσει τὸ πραγματικὸ πρόσωπο τοῦ ὑποκριτῆ. Ἀναφέρεται στὸ Γεροντικὸ μὲ τὶς θαυμάσιες ἱστορίες ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ἀσκητῶν, ὅτι ἕνας μοναχὸς ἀπὸ τὴ Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα νὰ μπορεῖ νὰ δίνει στὸν κάθε φτωχό, ποὺ ἐρχόταν γιὰ βοήθεια, ἀκριβῶς ὅσα εἶχε ἀνάγκη. Μιὰ φορὰ πῆγε γιὰ βοήθεια μιὰ γυναίκα ποὺ φοροῦσε παλιόρουχα. Βλέποντάς την φτωχειά, ἅπλωσε τὸ χέρι του νὰ πιάσει πολλὰ χρήματα, ἀλλὰ αὐτὸ μαζεύτηκε καὶ ἔπιασε λίγα μόνο κέρματα. Μετὰ ἦρθε γιὰ βοήθεια μιὰ καλοντυμένη καὶ αὐτὸς ἔβαλε τὸ χέρι του γιὰ νὰ πιάσει λίγα. Ἀλλὰ τὸ χέρι του ἁπλώθηκε ἀνεξήγητα καὶ ἔπιασε πολλὰ λεφτά. Τὸ γεγονὸς τὸν ἔβαλε σὲ ἀπορία, ὁπότε ρωτώντας μετὰ γι’ αὐτές, ἔμαθε ὅτι ἡ καλοντυμένη ἦταν ἀρχόντισσα ποὺ ξέπεσε σὲ φτώχεια καὶ φοροῦσε τὰ λίγα καλὰ ροῦχα ποὺ τῆς εἶχαν ἀπομείνει. Ἡ ἄλλη ὅμως φοροῦσε παλιά, ὄχι τόσο ἀπὸ ἀνάγκη, ἀλλὰ ὑποκρινόμενη τὴ φτωχειά, γιὰ νὰ παίρνει πιὸ πολλά. Μὰ ὁ Θεὸς δὲν γελιέται.
Ἂς βγάλουμε τὶς μάσκες μας λοιπόν.
Προτιμότερος μπροστά του ἕνας εἰλικρινὴς ἁμαρτωλός, παρὰ ἕνας ὑποκριτὴς ἄγγελος!
π. Δημητρίου Μπόκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου