Κάποτε ήταν καλεσμένος στο Άγιον Όρος, στην πανήγυρη της Φιλοθέου. Του φόρεσαν τον μανδύα και τον ανέβασαν στον θρόνο. Πήγαιναν οι Πατέρες να πάρουν ευχή και ο Δεσπότης εστέκετο αλύγιστος με το κεφάλι ψηλά, ούτε τους κοίταζε. Τον είδε ο παπα-Στέφανος (Ρήνος) και διερωτήθηκε:
«Τόσο πολύ καμαρώνει ο Δεσπότης που του φόρεσαν μανδύα; Αποκλείεται, κάτι συμβαίνει». Τον ρώτησε αν είναι καλά και απάντησε:
– Στέφανέ μου, πνίγομαι, πνίγομαι. Αυτό το σαμάρι που με φόρεσαν δεν μπορώ να το σηκώσω, είναι βαρύ.
– Σεβασμιώτατε, μήπως το πατάτε;
– Δεν ξέρω.
Πράγματι το πατούσε και όταν τακτοποιήθηκε, πήρε την συνηθισμένη του ταπεινή στάση με το κεφάλι σκυφτό.
– Στέφανέ μου, πνίγομαι, πνίγομαι. Αυτό το σαμάρι που με φόρεσαν δεν μπορώ να το σηκώσω, είναι βαρύ.
– Σεβασμιώτατε, μήπως το πατάτε;
– Δεν ξέρω.
Πράγματι το πατούσε και όταν τακτοποιήθηκε, πήρε την συνηθισμένη του ταπεινή στάση με το κεφάλι σκυφτό.
“Ιματισμόν και χρυσίον” δεν επεθύμησε ποτέ του. Φορούσε φανέλλες που είχε από στρατιώτης, και παντελόνια έγχρωμα τριμμένα. Τα πουκάμισά του ξεφτισμένα. Τρυπούσαν τα ρούχα του, τα μπάλωναν και τα φορούσε. Του έδιναν καινούργια ρούχα, ράσα, υφάσματα, αλλά τα χάριζε σε άλλους και αυτός έμενε με τα παλαιά πάντα.
Είχε και μία τσαντούλα από ιεροκήρυκας. Ήταν ξύλινη, κόπηκε το χερούλι της και χάλασε η κλειδαριά της. Την έκλεινε με μία παραμάνα και την κουβαλούσε στην μασχάλη του. Του αγόραζαν καινούργιες, τις έπαιρνε, τους ευχαριστούσε και τις έδινε σε φτωχούς. Έτσι έμενε ο ίδιος απλός, ταπεινός, φτωχός Επίσκοπος, μη αλλοιούμενος από τις τιμές και ανώτερος χρημάτων και κτημάτων.
Είχε μία μίτρα, την πιο φθηνή που υπήρχε και την φορούσε μόνο Χριστούγεννα, Πάσχα και τον Δεκαπενταύγουστο. Τα άμφιά του ήταν κυρίως «ευλογίες» από κοιμηθέντες ιεράρχες. Η αρχιερατική του στολή δεν ήταν ενιαία, αλλά άλλου χρώματος το κάθε μέρος της στολής.
«Τι να τα κάνω τα πολυτελή άμφια; Να μαλώνουν ποιος θα τα πάρη όταν πεθάνω;», είπε σε γνωστό του.
Δεν άφηνε να του ψάλλουν την φήμη του στην Λειτουργία. Προλάβαινε, έβγαινε στην Ωραία Πύλη και έλεγε:
«Τον Απόστολο, τον Απόστολο».
Ήταν Επίσκοπος χωρίς «φήμη», αλλά φημισμένος για την αρετή του, χωρίς αυτοκίνητο και χωρίς τα διακριτικά του αξιώματός του αλλά διακεκριμένος για την αρετή του…
Κάποια χρονιά που έκανε την Αποκαθήλωση στο χωριό Δρυοβουνο στην ύπαιθρο πάνω σε ένα λόφο, όταν πήγε να μιλήσει, του πρότεινε ένας ιερέας να του βάλλει μια “ψείρα ” (ένα μικροφωνακι), για να ακούγεται. Ο Δεσπότης παραξενευτηκε και είπε στον ιερέα:” Δεν είσαι στα καλά σου “. Μετά το κήρυγμα λέει στον παπά- Στέφανο:” Αυτός ο παπάς είναι τρελλός. Πήγα να μιλήσω και ήρθε να μου βάλλει μια ψείρα “. Όταν του εξήγησαν , παραδέχθηκε ότι δεν ξέρει από τέτοια πράγματα. Ήταν απλός, άκακος και απονηρευτος, χωρίς φθόνο και ζήλο για τα χαρίσματα των άλλων …
Από το βιβλίο: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τ. Β’, Άγιον Όρος 2012, σελ. 319
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου