Στήν Κωνσταντινούπολη ζοῦσε ἕνας γέροντας μέ τό ὄνομα Νικόλαος. Ἦταν μόνος μέ τήν γυναῖκα του, διότι δέν εἶχαν ἀποκτήσει παιδιά.
Αὐτοί σέ ὅλη τήν ζωή τους, τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Νικολάου, ἐπήγαιναν ἀπό τό πρωΐ στήν ἐκκλησία, ἔκαναν ἐλεημοσύνες, συμμετεῖχαν στίς ἀκολουθίες, ἔφτιαχναν κεριά, θυμίαμα, πρόσφορα. Ἔκαναν ὅ,τι ἠμποροῦσαν.
Καί τώρα πού ἦταν γεροντάκια καί πτωχοί συνέχιζαν τό ἴδιο τυπικό τους. Ἐρχόταν κάθε χρόνο ἡ γιορτή τοῦ ἁγίου Νικολάου κι αὐτοί δέν εἶχαν μέ τί νά κάνουν τήν γιορτή τους, ὅταν ἐγύριζαν ἀπό τήν ἐκκλησία στό σπίτι, δηλαδή δέν εἶχαν νά στρώσουν τραπέζι γιά τούς πτωχούς νά εὐχαριστήσουν καί ἐκεῖνοι τόν Θεό.
Ἔτσι ἔλεγε ἡ γιαγιά στόν παπποῦ:
-Ἔε, Νικόλαε, τί νά κάνουμε τώρα ἐμεῖς πού εἴμεθα πτωχοί καί γεροντάκια; Ἰδού, ἔρχεται ἡ ἡμέρα τῆς γιορτῆς τοῦ ἁγίου Νικολάου καί δέν ἔχουμε τίποτε: οὔτε χρήματα, οὔτε τρόφιμα.
-Τί νά κάνουμε ἐμεῖς γιά νά γιορτάσουμε κι αὐτό τόν χρόνο τόν ἅγιο Νικόλαο; Μπορεῖ τόν ἑπόμενο χρόνο νά μήν εἴμαστε, διότι ἰδού πλησιάζουμε στόν θάνατο.
Καί ἠσθάνοντο καί οἱ δυό τους ἄσχημα, διότι δέν εἶχαν χρήματα.
Τότε ἡ γιαγιά ἄνοιξε ἕνα μπαοῦλο, ὅπου μέσα ὑπῆρχε ἕνα χαλί ἀπό τήν προῖκα της, τό ὁποῖον δέν τό ἐγνώριζε ὁ παπποῦς, διότι τό εἶχε κρύψει ἀπό τότε πού παντρεύθηκε. Ἦταν πάρα πολύ ὡραῖο. Τό κρατοῦσε ἐκεῖ μέ 2-3 ἄλλα ὑφάσματα γιά τόν ἐνταφιασμό της.
-Ἀπό ποῦ τό βρῆκες, γυναῖκα, αὐτό τό χαλί;
-Ἔε, τό διατηροῦσα ἀπό τότε πού ἤμουν νύμφη.
-Πήγαινε καί πώλησέ το. Μέ ὅσα θά πάρουμε, θά κάνουμε τήν γιορτή τοῦ ἁγίου Νικολάου.
-Μά, γερόντισσα, αὐτό εἶναι πολύ βαρύτιμο χαλί. Ἀλλά δέσε το σέ μία μαγκούρα καί πήγαινέ το, ὅπου μπορεῖς νά τό ἰδοῦν. Ἀλλά πόσο κοστίζει αὐτό τό χαλί;
-Ὅταν ἤμουν νέα, μοῦ ἔδιναν δέκα χρυσα φλωριά καί δέν τό πωλοῦσα. Ἀλλά τώρα, ἐάν μᾶς δώσουν ἀκόμη καί ἕνα θά τό δώσουμε. Μετά μέ τά χρήματα πού θά πάρουμε θά πᾶς ν᾿ἀγοράσης πρόσφορα, κρασί καί κεριά γιά τήν πανήγυρι τοῦ ἁγίου Νικολάου. Κατάλαβες; Ὅσα θά σοῦ δώσουν, θά τά πάρης. Νά μή τό φέρης πίσω, διότι δέν ξέρουμε τοῦ χρόνου θά ζοῦμε. Θέλω τοῦ ἁγίου Νικολάου νά κάνουμε κάτι, διότι πόσα θαύματα μᾶς ἔχει κάνει ὁ Ἅγιος Νικόλαος καί πόσο μᾶς ἐβοήθησε στήν ζωή μας!
Καί ἐπῆρε ὁ παπποῦς τό χαλί, τό ἐκρέμασε στήν μαγκούρα του καί ἐπῆγε στήν ἀγορά. Ἦταν ἐμποροπανήγυρις. Ἐπέρασε ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία τῆς ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου ἐκεῖ κοντά στεκόταν καί τό ἄγαλμα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καί κατόπιν ἔφθασε στήν ἀγορά. Ἐκεῖ ὁ ἕνας πωλοῦσε φασόλια, ὁ ἄλλος ἀλεύρι, ὁ ἄλλος βόδια, ὁ ἄλλος γουρούνια, ὁ ἄλλος ἄλογα, ὁ ἄλλος πρόβατα κλπ.
Ἦλθε ἕνας γέροντας μέ ἄσπρη γενειάδα, εὐλαβής σ᾿ αὐτόν πού εἶχε τό χαλί.
-Γιά πούλημα τό ἔχεις τό χαλί, κουμπάρε;
-Ναί, γιά πούλημα.
-Καί πόσο κοστίζει;
-Ἡ γυναῖκα μου, μοῦ εἶπε, ὅτι, ὅταν ἦταν νέα, αὐτό τό χαλί ἐκόστιζε 10 χρυσά φλωριά, ἀλλά μοῦ εἶπε νά τό δώσω εὐθυνότερα, διότι ἔχουμε μεγάλη ἀνάγκη. Ἔρχεται ἡ γιορτή τοῦ ἁγίου Νικολάου καί δέν ἔχουμε τίποτε.
-10 χρυσά φλωριά, εἶπες;
-Ναί.
Ὁ παπποῦς εἶδε τόν πελάτη του νά βγάζη γρήγορα 10 λίρες ἀπό τό κομπόδεμά του, τοῦ ἔδωσε τά χρήματα, ἐπῆρε τό χαλί καί ἔφυγε. Ὅταν εἶδε στά χέρια του 10 χρυσά φλωριά, εἶπε παραξενεμένος:
«Τί μεγάλη πίστη, πού ἔχει ἡ γερόντισσά μου! Κύτταξε, Κύριε, 10 χρυσά φλωριά στά χέρια μου!»
Από το βιβλίο: «Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά» – Γέροντος Κλεόπα Ἡλιέ
Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Αὐτοί σέ ὅλη τήν ζωή τους, τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Νικολάου, ἐπήγαιναν ἀπό τό πρωΐ στήν ἐκκλησία, ἔκαναν ἐλεημοσύνες, συμμετεῖχαν στίς ἀκολουθίες, ἔφτιαχναν κεριά, θυμίαμα, πρόσφορα. Ἔκαναν ὅ,τι ἠμποροῦσαν.
Καί τώρα πού ἦταν γεροντάκια καί πτωχοί συνέχιζαν τό ἴδιο τυπικό τους. Ἐρχόταν κάθε χρόνο ἡ γιορτή τοῦ ἁγίου Νικολάου κι αὐτοί δέν εἶχαν μέ τί νά κάνουν τήν γιορτή τους, ὅταν ἐγύριζαν ἀπό τήν ἐκκλησία στό σπίτι, δηλαδή δέν εἶχαν νά στρώσουν τραπέζι γιά τούς πτωχούς νά εὐχαριστήσουν καί ἐκεῖνοι τόν Θεό.
Ἔτσι ἔλεγε ἡ γιαγιά στόν παπποῦ:
-Ἔε, Νικόλαε, τί νά κάνουμε τώρα ἐμεῖς πού εἴμεθα πτωχοί καί γεροντάκια; Ἰδού, ἔρχεται ἡ ἡμέρα τῆς γιορτῆς τοῦ ἁγίου Νικολάου καί δέν ἔχουμε τίποτε: οὔτε χρήματα, οὔτε τρόφιμα.
-Τί νά κάνουμε ἐμεῖς γιά νά γιορτάσουμε κι αὐτό τόν χρόνο τόν ἅγιο Νικόλαο; Μπορεῖ τόν ἑπόμενο χρόνο νά μήν εἴμαστε, διότι ἰδού πλησιάζουμε στόν θάνατο.
Καί ἠσθάνοντο καί οἱ δυό τους ἄσχημα, διότι δέν εἶχαν χρήματα.
Τότε ἡ γιαγιά ἄνοιξε ἕνα μπαοῦλο, ὅπου μέσα ὑπῆρχε ἕνα χαλί ἀπό τήν προῖκα της, τό ὁποῖον δέν τό ἐγνώριζε ὁ παπποῦς, διότι τό εἶχε κρύψει ἀπό τότε πού παντρεύθηκε. Ἦταν πάρα πολύ ὡραῖο. Τό κρατοῦσε ἐκεῖ μέ 2-3 ἄλλα ὑφάσματα γιά τόν ἐνταφιασμό της.
-Ἀπό ποῦ τό βρῆκες, γυναῖκα, αὐτό τό χαλί;
-Ἔε, τό διατηροῦσα ἀπό τότε πού ἤμουν νύμφη.
-Πήγαινε καί πώλησέ το. Μέ ὅσα θά πάρουμε, θά κάνουμε τήν γιορτή τοῦ ἁγίου Νικολάου.
-Μά, γερόντισσα, αὐτό εἶναι πολύ βαρύτιμο χαλί. Ἀλλά δέσε το σέ μία μαγκούρα καί πήγαινέ το, ὅπου μπορεῖς νά τό ἰδοῦν. Ἀλλά πόσο κοστίζει αὐτό τό χαλί;
-Ὅταν ἤμουν νέα, μοῦ ἔδιναν δέκα χρυσα φλωριά καί δέν τό πωλοῦσα. Ἀλλά τώρα, ἐάν μᾶς δώσουν ἀκόμη καί ἕνα θά τό δώσουμε. Μετά μέ τά χρήματα πού θά πάρουμε θά πᾶς ν᾿ἀγοράσης πρόσφορα, κρασί καί κεριά γιά τήν πανήγυρι τοῦ ἁγίου Νικολάου. Κατάλαβες; Ὅσα θά σοῦ δώσουν, θά τά πάρης. Νά μή τό φέρης πίσω, διότι δέν ξέρουμε τοῦ χρόνου θά ζοῦμε. Θέλω τοῦ ἁγίου Νικολάου νά κάνουμε κάτι, διότι πόσα θαύματα μᾶς ἔχει κάνει ὁ Ἅγιος Νικόλαος καί πόσο μᾶς ἐβοήθησε στήν ζωή μας!
Καί ἐπῆρε ὁ παπποῦς τό χαλί, τό ἐκρέμασε στήν μαγκούρα του καί ἐπῆγε στήν ἀγορά. Ἦταν ἐμποροπανήγυρις. Ἐπέρασε ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία τῆς ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου ἐκεῖ κοντά στεκόταν καί τό ἄγαλμα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καί κατόπιν ἔφθασε στήν ἀγορά. Ἐκεῖ ὁ ἕνας πωλοῦσε φασόλια, ὁ ἄλλος ἀλεύρι, ὁ ἄλλος βόδια, ὁ ἄλλος γουρούνια, ὁ ἄλλος ἄλογα, ὁ ἄλλος πρόβατα κλπ.
Ἦλθε ἕνας γέροντας μέ ἄσπρη γενειάδα, εὐλαβής σ᾿ αὐτόν πού εἶχε τό χαλί.
-Γιά πούλημα τό ἔχεις τό χαλί, κουμπάρε;
-Ναί, γιά πούλημα.
-Καί πόσο κοστίζει;
-Ἡ γυναῖκα μου, μοῦ εἶπε, ὅτι, ὅταν ἦταν νέα, αὐτό τό χαλί ἐκόστιζε 10 χρυσά φλωριά, ἀλλά μοῦ εἶπε νά τό δώσω εὐθυνότερα, διότι ἔχουμε μεγάλη ἀνάγκη. Ἔρχεται ἡ γιορτή τοῦ ἁγίου Νικολάου καί δέν ἔχουμε τίποτε.
-10 χρυσά φλωριά, εἶπες;
-Ναί.
Ὁ παπποῦς εἶδε τόν πελάτη του νά βγάζη γρήγορα 10 λίρες ἀπό τό κομπόδεμά του, τοῦ ἔδωσε τά χρήματα, ἐπῆρε τό χαλί καί ἔφυγε. Ὅταν εἶδε στά χέρια του 10 χρυσά φλωριά, εἶπε παραξενεμένος:
«Τί μεγάλη πίστη, πού ἔχει ἡ γερόντισσά μου! Κύτταξε, Κύριε, 10 χρυσά φλωριά στά χέρια μου!»
Από το βιβλίο: «Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά» – Γέροντος Κλεόπα Ἡλιέ
Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου