Η προχωρημένη ηλικία τού θεοδόχου Συμεών δηλώνεται με διάφορους τρόπους στον Όρθρο της μεγάλης εορτής της Υπαπαντής του Κυρίου.
Έτσι, χαρακτηρίζεται ως "πρέσβυς", "πρεσβύτης", τα χέρια του ως "γηραλέα" ("γηραλέαι νῦν ἐναγκαλίζονται χεῖρες τὸν μόνον φιλάνθρωπον") και "χαλαρά" [λόγω γήρατος] ("χεῖρες Συμεών τῷ γήρᾳ ἀνειμέναι"), οι δε κνήμες του "παρειμέναι" ( = "υπερβολικά χαλαρωμένες", σχεδόν "παραλυμένες"!).
Το "κάμνω" είχε πολλές σημασίες στην αρχαιότητα. Μπορούσε να σημαίνει "κατασκευάζω", "εργάζομαι" (από εκεί και η σημερινή σημασία τού "κάνω"), αλλά πολύ συνηθισμένη ήταν και η σημασία "κοπιάζω", "κουράζομαι" (κοντά στη σημασία που έχει σήμερα η σύνθετη λέξη "αποκάμ(ν)ω" = "έχω κουραστεί υπερβολικά", "δεν αντέχω άλλο από την κούραση"), ακόμα και "υποφέρω", "πάσχω". Η μετοχή, μάλιστα, "κεκμηκώς" (την οποία βρίσκουμε ήδη στον Όμηρο να σημαίνει "κατακουρασμένος") μπορούσε επίσης να σημαίνει και τον νεκρό (!).
Στο ίδιο σημασιολογικό πεδίο κινείται και η λέξη "κάματος" ( = "κούραση", "κόπος"), με γνωστή σήμερα τη σύνθετη λέξη "(το) μεροκάματο".
Σχετικά με το ρήμα "κάμνω", αξίζει να υπενθυμίσουμε τη γνωστή και πολύ συνηθισμένη στις εκκλησιαστικές ακολουθίες μετοχή "κάμνοντες" ("Ὑπέρ [...] νοσούντων, καμνόντων, αἰχμαλώτων..."), όπου ως "κάμνοντες" νοούνται όσοι εργάζονται σε υπερβολικά κοπιώδεις, εξοντωτικές δουλειές (π.χ. σε μεταλλεία, λατομεία κ.λπ.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου