Από άρθρο του Φώτη Κόντογλου στη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ στις 15 Οκτωβρίου 1951
Μητρόπολη της νέας θρησκείας καταστάθηκε η Κωνσταντινούπολη που έγινε παραμυθένια πολιτεία. Τη λέγανε «βασιλεύουσαν Πόλιν» άλλα και άλλα πολλά ονόματα είχε η θαυμαστή αυτή πολιτεία. Όλος ο κόσμος γύριζε γύρω από την Κωνσταντινούπολη, όλοι οι άνθρωποι ονειρευόντανε να πάνε στην Πόλη. Τα πλούτη της ήτανε παραμυθένια, το ραχάτι και η καλοπέραση βρισκόντανε πλάγι στα μοναστήρια και στα ασκηταριά. Ο κόσμος περνούσε καλά, φτήνεια μεγάλη σε όλα τα πράγματα. Ό,τι να ζητούσες το ‘βρισκες και το ‘βρισκες κανωμένο τέλεια.
Σε κάθε άλλη πολιτεία είτε έθνος, από όσα πράγματα γίνουνται με το χέρι του ανθρώπου άλλα είναι έμορφα κι άλλα άτεχνα. Στο Βυζάντιο όλα ήτανε κανωμένα με λεπτή καλαισθησία και με σιγουριά, ακόμη και τα πιο τιποτένια πράγματα. Αυτή η σιγουριά έβγαινε από το θρησκευτικό ορθόδοξο πνεύμα που τα έντυνε όλα με μια στολή αφθαρσίας. Γι αυτό δεν αλλάζανε εύκολα και γρήγορα αλλά αργά και συλλογισμένα. Από αυτό παίρνουνε αφορμή κάποιοι κουφιοκέφαλοι και λένε πως τα Βυζάντιο καρφώθηκε ακίνητο και πως δεν προόδεψε τάχα, εννοώντας πως είναι πρόοδος η μόδα και κάθε ανοησία.
Βέβαια το Βυζάντιο δεν άλλαζε όψη κάθε τόσο σαν τον σημερινό χαμαιλέοντα, που τον λένε μοντέρνο πολιτισμό και γι αυτό πρέπει να το κατηγοράνε, όπως θα κατηγορούσε κανείς κάποιον που έχει δυνατόν χαρακτήρα και δε γυρίζει από εδώ και από κει σαν ανεμόμυλος. Για πολλούς το να ‘ναι κανένας σοβαρός και τίμιος είναι ενοχλητικό. Κατά την ιδέα τους πρέπει να γίνεται κάπου κάπου άτιμος και ανόητος για ποικιλία.
Το Βυζάντιο είχε χαρακτήρα βαθύν και σοβαρόν κι όποιος έχει χαρακτήρα τέτοιον αυτός το καταλαβαίνει. Τέλος.
Οι Φράγκοι τη ζηλεύανε κι αυτοί τη Κωνσταντινούπολη. Μα κρύβανε κι εκείνοι το θαυμασμό τους και κάνανε πως την καταφρονούσανε. Οι σταυροφόροι πέσανε μέσα σαν εκείνους τους χοίρους, που μπαίνουνε σε μια χρυσοστολισμένη εκκλησιά και δεν αφήσανε τίποτα που να μην το τσαλαπατήσουνε. Γιατί δε νιώθανε ολότελα από τέχνη και από γράμματα, μονάχα όσα ήτανε για το στομάχι και για την τσέπη, εκείνα τα κατακλέψανε. Και μ’ όλα ταύτα ολοένα κατηγορούσανε τους Γραικούς, αυτοί που τους γδύσανε και φαινόντανε μπροστά τους σα διακοναρέοι μπροστά σε άρχοντες.
Ένας τέτοιος γρουσούζης ζωχαδιακός πήγε στη Πόλη βασιλεύοντας ο Νικηφόρος Φωκάς. Τον λέγανε Λιουπράνδο κι ήτανε επίσκοπος της Κρεμόνας. Στην Πόλη τον έστειλε ο αυτοκράτορας Όθωνας ο Α΄ που είχε στο μάτι τις βυζαντινές επαρχίες της Ιταλίας και της Σικελίας κι επειδή δεν μπορούσε να τις πάρει σκέφτηκε να ζητήσει για τον γιο του την εγγονή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου. Πριν να κάνει αυτό το σχέδιο πήγε και πολιόρκησε το Μπάρι, μα επειδή δεν κατάφερε να το πάρει, γιατί οι Βυζαντινοί πολεμήσανε γενναία έστειλε αυτόν τον Λιουπράνδο να πάγει στην Πόλη να κάνει το συμπεθεριό με σκοπό να πάρει για προικιά όσα δεν μπόρεσε ένα πάρει με το σπαθί του.
Στη Πόλη είχε πάει λοιπόν κι άλλη φορά ο Λιουπράνδος, τούτη τη φορά όμως κατάλαβε πως δε θα τον χωνεύανε από τις μηχανορραφίες που είχε κάνει και επειδή βασιλιάς δεν ήτανε πια ο καλοκάγαθος Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος αλλά ένας σκληρός πολεμιστής ο Νικηφόρος Φωκάς, που δε χάριζε κάστανα κι ούτε καταλάβαινε από αλεπουδοευγένειες. Απ έξω φορούσε χρυσά άρματα και από μέσα κατακρέατα φορούσε ένα ράσο από γιδότριχα και δεν κοιμότανε στο χρυσό βασιλικό κρεβάτι αλλά πάνω σε μια προβιά από τίγρη, σε μια γωνιά τυλιγμένος στην παλιοκάπα του. Πολύ λίγον καιρό εζούσε κάτω από σκέπη. Μόλις έπιασε να φεύγει από το πρόσωπό του η μαυρίλα του ήλιου μέσα στο παλάτι τον σκότωσε ένας άλλος σκληρός στρατιώτης, ο Αρμένης Γιάννη Τσιμισκής, που πηδούσε έξη άλογα αραδιασμένα και γίνηκε αυτός βασιλιάς. Ο Λιουπράνδος λοιπόν δεν εβρήκε αυτό που ήλπιζε κι ολοένα γκρίνιαζε κι έβριζε τους Γραικούς. Ο κακόμοιρος ήτανε κοντά στα άλλα και άρρωστος από το στομάχι του.
Το Βυζάντιο είχε χαρακτήρα βαθύν και σοβαρόν κι όποιος έχει χαρακτήρα τέτοιον αυτός το καταλαβαίνει. Τέλος.
Οι Φράγκοι τη ζηλεύανε κι αυτοί τη Κωνσταντινούπολη. Μα κρύβανε κι εκείνοι το θαυμασμό τους και κάνανε πως την καταφρονούσανε. Οι σταυροφόροι πέσανε μέσα σαν εκείνους τους χοίρους, που μπαίνουνε σε μια χρυσοστολισμένη εκκλησιά και δεν αφήσανε τίποτα που να μην το τσαλαπατήσουνε. Γιατί δε νιώθανε ολότελα από τέχνη και από γράμματα, μονάχα όσα ήτανε για το στομάχι και για την τσέπη, εκείνα τα κατακλέψανε. Και μ’ όλα ταύτα ολοένα κατηγορούσανε τους Γραικούς, αυτοί που τους γδύσανε και φαινόντανε μπροστά τους σα διακοναρέοι μπροστά σε άρχοντες.
Ένας τέτοιος γρουσούζης ζωχαδιακός πήγε στη Πόλη βασιλεύοντας ο Νικηφόρος Φωκάς. Τον λέγανε Λιουπράνδο κι ήτανε επίσκοπος της Κρεμόνας. Στην Πόλη τον έστειλε ο αυτοκράτορας Όθωνας ο Α΄ που είχε στο μάτι τις βυζαντινές επαρχίες της Ιταλίας και της Σικελίας κι επειδή δεν μπορούσε να τις πάρει σκέφτηκε να ζητήσει για τον γιο του την εγγονή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου. Πριν να κάνει αυτό το σχέδιο πήγε και πολιόρκησε το Μπάρι, μα επειδή δεν κατάφερε να το πάρει, γιατί οι Βυζαντινοί πολεμήσανε γενναία έστειλε αυτόν τον Λιουπράνδο να πάγει στην Πόλη να κάνει το συμπεθεριό με σκοπό να πάρει για προικιά όσα δεν μπόρεσε ένα πάρει με το σπαθί του.
Στη Πόλη είχε πάει λοιπόν κι άλλη φορά ο Λιουπράνδος, τούτη τη φορά όμως κατάλαβε πως δε θα τον χωνεύανε από τις μηχανορραφίες που είχε κάνει και επειδή βασιλιάς δεν ήτανε πια ο καλοκάγαθος Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος αλλά ένας σκληρός πολεμιστής ο Νικηφόρος Φωκάς, που δε χάριζε κάστανα κι ούτε καταλάβαινε από αλεπουδοευγένειες. Απ έξω φορούσε χρυσά άρματα και από μέσα κατακρέατα φορούσε ένα ράσο από γιδότριχα και δεν κοιμότανε στο χρυσό βασιλικό κρεβάτι αλλά πάνω σε μια προβιά από τίγρη, σε μια γωνιά τυλιγμένος στην παλιοκάπα του. Πολύ λίγον καιρό εζούσε κάτω από σκέπη. Μόλις έπιασε να φεύγει από το πρόσωπό του η μαυρίλα του ήλιου μέσα στο παλάτι τον σκότωσε ένας άλλος σκληρός στρατιώτης, ο Αρμένης Γιάννη Τσιμισκής, που πηδούσε έξη άλογα αραδιασμένα και γίνηκε αυτός βασιλιάς. Ο Λιουπράνδος λοιπόν δεν εβρήκε αυτό που ήλπιζε κι ολοένα γκρίνιαζε κι έβριζε τους Γραικούς. Ο κακόμοιρος ήτανε κοντά στα άλλα και άρρωστος από το στομάχι του.
Γράφει λοιπόν στα αφεντικά του στον Όθωνα και στη γυναίκα του Αδελαίδα:
«Με κλείσανε σε ένα παλάτι αληθινά πολύ μεγάλο πλην εκεί μέσα έκανε ένα κρύο και μια ζέστη ανυπόφορη. Ήτανε και τόσο μακριά από το βασιλικό παλάτι, που λαχάνιαζα ως να πάγω εκεί πέρα. Στις 7 Ιουνίου με μπάσανε σε μια μεγάλη αίθουσα που τη λένε αίθουσα του στέμματος. Εκεί καθότανε ο Νικηφόρος, ένας άνθρωπος που έμοιαζε με κοντοπίθαρο, με μια χοντρή κεφάλα με κάτι μικρά μάτια σαν ασπάλακας, με γένεια πυκνά και σταχτιά σαν το αλατοπίπερο, άσκημος και μακρολαίμης. Τα μαλλιά του τον δείχνανε ίδιο αγριογούρουνο, το χρώμα του προσώπου του τον κάνει να μοιάζει σαν Αιθίοπας. Να μη σου τύχει να τον δεις τα μεσάνυχτα. Βάλε κοντά σε αυτά μια κοιλιά πρησμένη, κάτι μεριά πολύ μακριά ανάλογα με το μπόι του, κάτι άντζες (γάμπες) κοντές, κάτι φτέρνες και κάτι ποδάρια ακανόνιστα. Η κουβέντα του ήτανε απότομη και η ματιά του σαν της πονηρής αλεπούς. Ήτανε ένας Οδυσσέας γεμάτος πονηριές. Εσείς αφεντάδες μου, μου φανήκατε πάντα έμορφοι, μα τώρα πόσο πιο όμορφοι μου φαινόσαστε. Πάντα μεγαλόπρεποι μα τώρα πόσο πιο μεγαλόπρεποι. Πάντα δυνατοί μα τώρα πόσο πιο δυνατοί. Κι έτσι τραβά ή δοξολογία
«Με κλείσανε σε ένα παλάτι αληθινά πολύ μεγάλο πλην εκεί μέσα έκανε ένα κρύο και μια ζέστη ανυπόφορη. Ήτανε και τόσο μακριά από το βασιλικό παλάτι, που λαχάνιαζα ως να πάγω εκεί πέρα. Στις 7 Ιουνίου με μπάσανε σε μια μεγάλη αίθουσα που τη λένε αίθουσα του στέμματος. Εκεί καθότανε ο Νικηφόρος, ένας άνθρωπος που έμοιαζε με κοντοπίθαρο, με μια χοντρή κεφάλα με κάτι μικρά μάτια σαν ασπάλακας, με γένεια πυκνά και σταχτιά σαν το αλατοπίπερο, άσκημος και μακρολαίμης. Τα μαλλιά του τον δείχνανε ίδιο αγριογούρουνο, το χρώμα του προσώπου του τον κάνει να μοιάζει σαν Αιθίοπας. Να μη σου τύχει να τον δεις τα μεσάνυχτα. Βάλε κοντά σε αυτά μια κοιλιά πρησμένη, κάτι μεριά πολύ μακριά ανάλογα με το μπόι του, κάτι άντζες (γάμπες) κοντές, κάτι φτέρνες και κάτι ποδάρια ακανόνιστα. Η κουβέντα του ήτανε απότομη και η ματιά του σαν της πονηρής αλεπούς. Ήτανε ένας Οδυσσέας γεμάτος πονηριές. Εσείς αφεντάδες μου, μου φανήκατε πάντα έμορφοι, μα τώρα πόσο πιο όμορφοι μου φαινόσαστε. Πάντα μεγαλόπρεποι μα τώρα πόσο πιο μεγαλόπρεποι. Πάντα δυνατοί μα τώρα πόσο πιο δυνατοί. Κι έτσι τραβά ή δοξολογία
Άλλοι του καιρού εκείνου παριστάνουνε το Φωκά πως ήτανε μεν άσκημος, αλλά πολύ επιβλητικός. Οι στρατιώτες τον θαυμάζανε και τον αγαπούσανε. Είχε γίνει μαύρος σαν Αράπης από τις μακρινές ερημιές που ‘χε περάσει σε είκοσι πολέμους, που ‘χε κάνει και ήτανε νικητής.
Και λέγει παρακάτω ο Λιουπράνδος …
«Σαν φάνηκε ο Νικηφόρος καβάλα στο άλογο, ίδιος με ένα έκτρωμα γαντζωμένο, οι ψαλτάδες ψέλνανε δυνατά « Να τ’ άστρο της αυγής ο ήλιος που βγαίνει από την Ανατολή. Ο θάνατος των Σαρακηνών. Του Νικηφόρου Φωκά του αυτοκράτορα πολλά τα έτη».
«Σαν φάνηκε ο Νικηφόρος καβάλα στο άλογο, ίδιος με ένα έκτρωμα γαντζωμένο, οι ψαλτάδες ψέλνανε δυνατά « Να τ’ άστρο της αυγής ο ήλιος που βγαίνει από την Ανατολή. Ο θάνατος των Σαρακηνών. Του Νικηφόρου Φωκά του αυτοκράτορα πολλά τα έτη».
Πόσο πιο καλά θα λέγανε : «Κούτσουρο καρβουνιασμένο, γερο ξεκουτιασμένε, άσχημε, παραλυμένε, μαλλιαρέ αγριάνθρωπε, βουνίσιε και χοντρομαθημένε Καππαδόκη».
Την ίδια μέρα ο βασιλιάς τον προσκάλεσε στο γιορταστικό τραπέζι που θα γινότανε στο Τρίκλινο, με τα δεκαεννιά τραπέζια που τρώγανε ξαπλωμένοι στα μεντέρια. Τα μαχαιροπήρουνα, τα πιάτα. Τα ποτήρια ήτανε όλα από καθαρό χρυσάφι. Τα πιο έμορφα οπωρικά σερβιριζόντανε μέσα σε κούπες χρυσές απάνω σε κάτι σκαλιστά αμαξάκια. Όση ώρα τρώγανε τραγουδούσανε τα παιδιά του παλατιού. Μα ο φράγκος δεσπότης ήτανε νευριασμένος κι όλο χολή έσταζε από το στόμα του. Ο βασιλιάς τον πήρε κοντά του κι άρχισε να του μιλά για στρατιωτικά ζητήματα και τον ρώτησε πειραχτικά γιατί οι στρατιώτες του Όθωνα δε μπορέσανε να πάρουνε το Μπάρι, μια μικρή πολιτεία.
«Θέλησα να του δώσω την απόκριση, μα μου ‘κανε νόημα να σωπάσω, είπε να σηκώσουνε το τραπέζι και σε μένα να πάγω στο καταραμένο σπίτι μου».
Σε κάποια άλλη γιορτή ο Λιουπράνδος ήτανε πάλι νευριασμένος και κακόκεφος κατά τα συνηθισμένα και καθότανε μουρμουρίζοντας, γιατί δεν τον βάλανε στη πρωτοκαθεδρία.
Σε κάποια άλλη γιορτή ο Λιουπράνδος ήτανε πάλι νευριασμένος και κακόκεφος κατά τα συνηθισμένα και καθότανε μουρμουρίζοντας, γιατί δεν τον βάλανε στη πρωτοκαθεδρία.
«Ωστόσο» λέγει «ο άγριος βασιλιάς θέλησε να με βγάλει από τη στενοχώρια μου στέλνοντάς μου ένα αρχοντικό δώρο. Μου ‘στειλε από τα καλύτερα φαγητά του κι ένα πιάτο αρνίσιο κρέας, πολύ νόστιμο, από το ίδιο που ‘χε φάγει κι εκείνος, μαγειρεμένο με εξαίσια τέχνη και με πολύ πιπέρι, με σκόρδο και με κρεμμύδι και με μια σάλτσα από ψάρι. Μ’ όλο που δεν ήβρε τίποτε σωστό ως που έφυγε από την Πόλη λέγει πως οι Γραικοί ζούσανε πολύ πλουσιοπάροχα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου