Εκινούσε η συνοδεία από τη Μητρόπολη. Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια κι ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον Δεσπότη, ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμανδρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες και κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γρήγορα τη λειτουργία και πηγαίνανε οι παπάδες στη Μητρόπολη για να γίνει η γιορτή πιο επίσημη. Οι ψαλτάδες ήτανε κι εκείνοι κάμποσοι κι οι πιο καλλίφωνοι, και ψέλνανε με μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ελληνικά. Από πίσω ακολουθούσε λαός πολύς.
Σαν φτάνανε στ’ Αγγελή τον Γιαλό, όπως λέγανε κείνη την ακρογιαλιά, ο Δεσπότης με τους παπάδες ανεβαίνανε σε μια μεγάλη σανιδωτή εξέδρα εμορφοσκαρωμένη, για να κάνουνε τον Αγιασμό.
Ο κόσμος έπιανε την ακρογιαλιά κι ανέβαινε ο καθένας όπου έβρισκε, για να μπορεί να βλέπει. Τα σπίτια που ήτανε γύρο, γεμίζανε κόσμο. Οι γυναίκες θυμιάζανε από τα παραθύρια.
Από το μέρος της θάλασσας ήτανε μαζεμένα ίσαμε εκατό καΐκια και βάρκες αμέτρητες, με τις πλώρες γυρισμένες κατά το μέρος που στεκόταν ο Δεσπότης. Έτσι που ήτανε παρατεταγμένα τα καΐκια, μοιάζανε σαν αρμάδα που θα κάνει πόλεμο. Πιο ανοιχτά, κατά το πέλαγο, έβλεπες φουνταρισμένα τα μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο κι εκείνα. Άλλα πάλι είχανε περιζωσμένες τις βάρκες που βρισκόντανε γιαλό κι ήτανε κι αυτά γεμάτα κόσμο, προπάντων θαλασσινοί και παιδομάνι.
Σ’ αυτά τα μέρη κάνει πολύ κρύο και τις πιο πολλές φορές οι αντένες των καραβιών ήτανε χιονισμένες, ένα θέαμα πολύ έμορφο. Απάνου στα ξάρτια και στις σκαλιέρες, στις γάμπιες και στα μπαστούνια των καραβιών ήτανε σκαλωμένοι πλήθος θαλασσινοί, μεγάλοι και μικροί. Η θάλασσα ήτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα. Κρούσταλλα κρεμόντανε από τα ξάρτια σε πολλά καΐκια. Κρύο τάρταρος.
[...]
Σαν σίμωνε λοιπόν η συνοδεία στη θάλασσα κι ακουγόταν από μακριά η ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος αλαλαγμός απάνω στις βάρκες. Οι βουτηχτάδες πετούσανε τις γούνες τους κι οι άλλοι τραβούσανε τα κουπιά, για να ‘ναι οι βάρκες τους κοντά στο μέρος που θα ‘πεφτε ο Σταυρός. Άλλοι φωνάζανε από τα ξάρτια, άλλοι μαλώνανε, άλλοι ανεβαίνανε στις κουπαστές για να δούνε.
Τέλος φτάνανε οι στρατιώτες και ταχτοποιούσανε τον κόσμο. Μπροστά πήγαινε ο αξιωματικός ο Τούρκος κι άνοιγε τον δρόμο να περάσει ο Δεσπότης, κι έλεγε: «Γιολ βέριν εφεντιά!» (Κάντε δρόμο στον αφέντη). Ο στρατός αραδιαζότανε σε παράταξη κι οι ψαλτάδες ψέλνανε πολλές φορές «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε». Στο τέλος το ‘ψελνε κι ο Δεσπότης κι έριχνε τον Σταυρό στη θάλασσα.
Αλαλαγμός σηκωνότανε μέσα στη θάλασσα. Οι βάρκες και τα καΐκια καργάρανε τα κουπιά και τρακάρανε το ‘να στ’ άλλο. Οι πλώρες χτυπούσανε η μία την άλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, απόχες μπερδευότανε μεταξύ τους. Οι βουτηχτάδες πέφτανε στο νερό κι η θάλασσα άφριζε σαν να παλεύανε σκυλόψαρα. Πολλοί απ’ αυτούς κάνανε ώρα πολλή ν’ ανεβούνε απάνω, παίρνανε μακροβούτι και ψάχνανε στον πάτο να βρούνε τον Σταυρό. Για μια στιγμή φανερωνότανε κανένα κεφάλι και βούλιαζε γρήγορα πριν να το δεις.
Άξαφνα βγήκε ένα κεφάλι με κόκκινα γένια κι ένα χέρι ξενέρισε και βαστούσε τον Σταυρό. Ήτανε ο παλαβο-Παρασκευάς. Με δυο τρεις χεροβολιές κολύμπησε κατά το μέρος του Δεσπότη και σκάλωσε στην αραξιά. Έκανε μετάνοια και φίλησε το χέρι του κι έδωσε τον Σταυρό. Ο Δεσπότης τον πήρε, τον ασπάστηκε και τον έβαλε στον ασημένιο δίσκο κι ύστερα έδωσε τον δίσκο στον Παρασκευά. Οι ψαλτάδες πιάσανε πάλι και ψέλνανε κι ο κόσμος αλάλαζε. Ύστερα η συνοδεία τράβηξε πάλι για την εκκλησία...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου