Λίγο πριν την μετακίνηση σε άλλο τομέα του μετώπου, μιλάει με μια ντόπια γυναίκα που μπαλώνει τα ασπρόρουχά του. Τα παιδιά της τα έχουν στρατολογήσει οι Βούλγαροι και η Άντσω μονολογεί, συγκινημένη για το φευγιό αυτού του νεαρού Έλληνα που της θυμίζει τα παιδιά της:
«Γιατί, μαθές, αυτό το κακό; Κάθεσαι στην ειρήνη σου και τρως το βλογημένο ψωμί, σύμφωνα με το θέλημα του Χριστού. Και μια μέρα σου χτυπά την πόρτα το κακό. Είναι, Θε μου, αμαρτίες δικές μας που δεν ξέρουμε, είναι αμαρτίες των γονιώ μας που ξεπλερώνουμε; Ας είσαι δοξασμένος, Γκόσποντ, και τι μπορούμε να ξέρουμε από τις βουλές Σου εμείς τα σκουλήκια; Ποια θάναι η μέρα, λέλεμ, που θάρθουν τα παληκάρια μου, γερά κι όμορφα σαν που τάδωσα; Πότε θάρθουν πάλι, να ξαναγελάσει τ' αχείλι μου το φαρμακωμένο; Ωχχ! Ο ξένος μας φεύγει πάλι στον πόλεμο. Ζάβαλη άσκερ! Να πάει, Θε μου, στην καλή τη στράτα και να γυρίσει στο σπίτι του σαν θα περάσει η οργή Σου πάνω από τον κόσμο Σου τον αμαρτωλό. Να γυρίσει με τ' αδέρφι του και να τα καλοδεχτεί η μάνα τους σαν τα χελιδόνια. Σαν που θα καλοδεχτώ και γω τ' αγόρια μου, τον Πέτκο και το Γιοβάν. Ας ήταν, λέλεμ, τούτη την ώρα να τα νιάζεται μια άλλη μάνα τα δυο μου, σαν που νιάζομαι γω τον ξένο στρατιώτη που μας φεύγει σαν το χελιδόνι πρωί πρωί».
(Η ζωή εν τάφω, σ. 291, Βιβλιοπωλείον Εστίας, Έκδοση 1956)
Υ.Γ. Και ποια παράξενη μοίρα... Στο Κότσανι συγκεντρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1918, μετά την βουλγαρική συνθηκολόγηση, όλη η Μεραρχία Αρχιπελάγους. Ίσως κι ο Μυριβήλης, ποιος ξέρει...