Αἴτει Χριστόν, Παΐσιε θεοφόρε, εἰρήνην ἡμῖν δοῦναι καὶ σωτηρίαν
Γράφει ὁ Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ, Πρωτοσύγκελλος Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου
Σήμερα, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἐπισκόπου μου, Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου, ἐκπληρώνω τὴν ἀπὸ παλαιὰ ἐπιθυμία μου ἀλλὰ καὶ τὴν ὑπόσχεσή μου σὲ διάφορους ἐν Χριστῷ ἀδελφοὺς καὶ πνευματικά μου τέκνα, ἀλλὰ καί, κατ᾽ ἐλάχιστο, τὴν μεγάλη μου ὀφειλὴ στὸν ἅγιο Γέροντα Παΐσιο, τὸν γνήσιο τοῦτο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ καὶ μεσίτη καὶ ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς τὸν Κύριο, νὰ κοινοποιήσω τὰ ὅσα ἐφεξῆς ἀναφέρω.
Τὰ ἐδῶ γραφόμενα ἀποτελοῦν τὶς μέχρι καὶ σήμερα ἔντονα ζῶσες ἀναμνήσεις τῶν συναντήσεών μου μὲ τὸν ὅσιο Γέροντα Παΐσιο, ποὺ ἀξιώθηκα νὰ ἔχω ὡς φοιτητὴς στὴν Ἀθῆνα, κατὰ τὴν περίοδο 1981-1985. Κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο ἐπισκέφθηκα, θυμᾶμαι, δέκα συνολικὰ φορὲς τὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ εἶχα τὴν εὐλογία καὶ κατὰ τὶς δέκα νὰ συναντήσω τὸν Γέροντα καὶ νὰ συνομιλήσω μαζί του.
Ἐδῶ, ἐξομολογητικῶς καὶ χαριέντως, νὰ ἀναφέρω ὅτι εἶχα γράψει ἕνα ἁπλὸ ἀπολυτίκιο πρὸς τὸν ὅσιο Ἀρσένιο τὸν Καππαδόκη, τὸ ὁποῖο, κάθε φορὰ ποὺ βάδιζα πρὸς τὴν... Παναγούδα ἐπανελάμβανα, ἐπικαλούμενος τὴν μεσιτεία τοῦ ὁσίου, νὰ φωτίσει τὸν Γέροντα νὰ μοῦ ἀνοίξει. Καί, οὐδέποτε διήμαρτον τῆς ἐλπίδος! Τὰ πλεῖστα λοιπὸν τῶν γραφομένων μου ἀποτελοῦν ἐνθυμήσεις, κράτησα ὅμως καὶ σημειώσεις, μάλιστα μετὰ ἀπὸ κάποια ἐκτενὴ συνάντηση μαζί του τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1984. Θὰ προσπαθήσω νὰ ἀποδώσω τοὺς θεόσοφους λόγους τοῦ Γέροντος ὅπως ἐλέχθησαν, ἐπικαλούμενος τὶς θεοπρόσδεκτες εὐχές του.
* * *
Ἡ πρώτη ἐπίσκεψη στὸν Γέροντα πραγματοποιήθηκε τὴ Μεγάλη Τρίτη τοῦ 1981. Ἦταν τότε καὶ ἡ πρώτη μετάβασή μου στὸν ἁγιώνυμο Ἄθωνα μὲ μικρὴ ὁμάδα συμφοιτητῶν μου, γιὰ νὰ περάσουμε ἐκεῖ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ τὴν Ἀνάσταση. Θυμᾶμαι πὼς μαζί μου ἦταν καὶ οἱ Νεόφυτος Τσάππας (σήμ. ἀρχιμ. Νήφων Βατοπεδινός), Γεώργιος Χριστοδούλου (σήμ. ἀρχιμανδρίτης καὶ ἀρχιγραμματέας τῆς Σύνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου), Χρῆστος Παπαβασιλείου ἀπὸ τὸν Ἅγιο Σέργιο Ἀμμοχώστου (θεολόγος). Οἱ ἴδιοι ἦταν παρόντες καὶ στὴν ἐφεξῆς δεύτερη συνάντησἠ μου μὲ τὸν Γέροντα (Νοέμβριος 1981).
Φθάνοντας ἔξω ἀπὸ τὸ περιφραγμένο κελλὶ τοῦ Γέροντος, συναντήσαμε ἀπρόσμενα γνωστὸ θεολόγο ἀπὸ τὴν Κύπρο, ποὺ περίμενε πρὶν ἀπὸ μᾶς.
«Τί γίνεται, Χ., πῶς βρίσκεσαι ἐδῶ;», ἐρωτήσαμε.
«Μὲ ἔστειλε ὁ Πνευματικός μου, π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, νὰ συζητήσω μὲ τὸν Γέροντα κάτι σοβαρό, ποὺ μὲ ἀπασχολεῖ», μᾶς ἀπάντησε.
Μετὰ ἀπὸ λίγο, μᾶς ἄνοιξε ὁ Γέροντας.
Εἶχα τόσα ἀκούσει στὴν Κύπρο γι᾽ αὐτόν, πού, νὰ εἰπῶ τὴν ἀλήθεια, μὲ διακατεῖχε καὶ κάποιος φόβος, ὅτι δηλαδὴ θὰ συναντούσαμε ἕνα αὐστηρό, διορατικὸ Γέροντα, ποὺ θὰ ἀποκάλυπτε εὐθέως τὴ ζωή μας κ.λπ.! Ἔτσι, μᾶς ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση ἡ ἁπλότητα, ἡ προσήνεια, τὸ πηγαῖο χιοῦμορ, ἡ μεγάλη ὀξύνεια, ἡ ἐτοιμότητα λόγου, ἡ εὐφυΐα καὶ οἱ εὐφυολογίες τοῦ Γέροντος. Μά, προπάντων, ἡ μεγάλη του πηγαία καὶ ἔκδηλη ἀγάπη καὶ ἀγαπητικὴ προσέγγιση τοῦ ἄλλου. Πράγματα, τὰ ὁποῖα ἀσφαλῶς βιώναμε σὲ κάθε εὐλογημένη συνάντηση μαζί του.
Δὲν εἶχε τότε ἄλλους, θυμᾶμαι, καὶ ὁ Γέροντας στὴν ἀρχὴ «περίλαβε» τὸν θεολόγο, ποὺ προαναφέραμε! Πρὶν δηλ. ἀρχίσουμε νὰ τοῦ ὁμιλοῦμε, ἀπευθύνθηκε αὐστηρὰ σ᾽ αὐτὸν καί, ναὶ μὲ ἀγάπη, ἀλλὰ τοῦ ἔκανε παρατηρήσεις (σημειῶστε, τὸν γνώριζε ἀπὸ χρόνια, ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, καὶ τὸν ἀγαποῦσε).
«Τί εἶναι αὐτὰ τὰ πράγματα, βρὲ Χ.;», τοῦ εἶπε. «Τί εἶναι αὐτὲς οἱ ταμπέλλες, ποὺ ἀκούω ὅτι βάζεις γιὰ μένα ἐκεῖ κάτω στὴν Κύπρο καὶ μὲ διαφημίζεις»;
Αὐτὰ εἶπε ὁ Γέροντας, διότι πράγματι ὁ Χ. διηγεῖτο ἀρκετὰ στὴν Κύπρο περὶ τοῦ Γέροντος, ἀσφαλῶς γιὰ ψυχικὴ τῶν ἄλλων ὠφέλεια, ἀλλὰ μετὰ αὐξάνονταν οἱ ἐπισκέπτες τοῦ Γέροντος κι αὐτὸς τὰ πληροφορήθηκε προφανῶς ἀπὸ ἄλλους Κυπρίους, καὶ δὲν τὸν ἀνέπαυε τοῦτο. Κι ἀμέσως μᾶς εἶπε νὰ πᾶμε πιὸ πέρα, σὲ κάτι κούτσουρα στὴν ἄκρη τῆς αὐλῆς του, γιὰ νὰ μὴν ἀκοῦμε τί ἔλεγε στὸν Χ. Τὸ μόνο ποὺ βλέπαμε ἀπὸ ἐκεῖ ἦταν ὅτι τοῦ μιλοῦσε ἔντονα ὁ Γέροντας, ἀσφαλῶς γιὰ τὸ καλό του! Βεβαίως, θὰ μίλησαν καὶ γιὰ τὸ θέμα, γιὰ τὸ ὁποῖο εἶχε ἔρθει.
Κατόπιν, ἔφυγε ὁ Χ. καὶ μᾶς κάλεσε κοντὰ ὁ Γέροντας. Ἡ ἀτμόσφαιρα ἄλλαξε ἀμέσως!