ήλοις προσηλώθη ήτοι: με καρφιά καρφώθηκε (ήλος = καρφί, προσηλώνω = καρφώνω (σήμερα μόνο μεταφορική χρήση, π.χ. προσήλωση στα μαθήματα)
τον τύπον των ήλων ήτοι: το αποτύπωμα των καρφιών
και ο εωρακώς μεμαρτύρηκε ήτοι: και αυτός που τα είδε σαν αυτόπτης έδωσε μαρτυρία (περί των συμβάντων). Μτχ. παρακ. του οράω, ορώ)
ο δε παράνομος Ιούδας ουκ εβουλήθη συνιέναι ήτοι ο παράνομος Ιούδας δεν θέλησε να εννοήσει, να συνετισθεί (σύνειμι κυριολ. συμβαδίζω, συν+εἶμι, όχι ειμί, πρβλ ιόντα της Χημείας)
τοῖς ἥλοις προσπήγνυται καὶ τὴν πλευρὰν κεντᾶται καὶ τῷ σπόγγω προσψαύεται ὁ μάννα ἐπομβρήσας ήτοι: καρφώνεται (πήγνυμι έδωσε το σημερινό πήζω και το μπήγω με την πρόθεση εν) με καρφιά και κεντάται στην πλευρά και με τον σπόγγο αγγίζεται, (ψαύω) αυτός που έβρεξε (πρβλ. όμβρος) στην έρημο το μάννα
εἷς των υπηρετών παρεστηκώς ήτοι: ένας από τους υπηρέτες που βρισκόταν εκεί. (παρ-ίστημι, μέση φ. παρά+ίσταμαι, πρβλ, παριστάμενος)
σήμερον ο Ιούδας καταλιμπάνει τον Διδάσκαλον ήτοι εγκαταλείπει (κατά+λιμπάνω)
τον Κύριον τον διατεμόντα την θάλασσαν ράβδω ήτοι που έκοψε (διατέμνω) τη θάλασσα με ένα ραβδί (υπονοεί την Ερυθρά Θ.)
του πληγαίς μαστίξαντος υπέρ αυτών την Αίγυπτον ήτοι: που για χατίρι τους έστειλε μάστιγες στην Αίγυπτο
φωτός αϊδίου ήτοι: αιωνίου (ἀἰϝίδιος, από αεί και παραγωγική κατάληξη –ίδιος)
«Ἀληθῶς καὶ σὺ ἐξ αὐτῶν εἶ, καὶ γὰρ ἡ λαλιά σου δῆλόν σε ποιεῖ» ήτοι: «Ασφαλώς κι εσύ είσαι ένας από αυτούς, γιατί το φανερώνει η λαλιά σου (ο τρόπος που μιλάς). Δήλον = φανερόν από εδώ και το όνομα της Δήλου.
και (ο Ιούδας) απελθών απήγξατο ήτοι αφού έφυγε κρεμάστηκε. Είναι το γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής μέσου αορίστου του ρ. απάγχω -ομαι ήτοι στραγγαλίζω, απαγχονίζω (σε αυτό εξελίχθηκε στα μέσα χρόνια)
και έτυπτον αυτού την κεφαλήν ήτοι κτυπούσαν
τρυχόμενη μεθ’ ετέρων γυναικών ηκολούθη Μαρία ήτοι εξαντλημένη, βασανιζόμενη (τρύχος είναι το κουρέλι)
ώρυξεν αυτώ φρέαρ συντετριμμένον ήτοι άνοιξαν για τους ίδιους πηγάδι με πεσμένα τοιχώματα, κατεστραμμένο (ειρωνεία, που δεν δίνει νερό, άρα άχρηστο)
έλαβον το σώμα και έδησαν αυτό εν οθονίοις μετά των αρωμάτων ήτοι ήτοι έδεσαν το σώμα με υφάσματα, επιδέσμους μαζί με αρώματα (Το ρήμα είναι δέω, = δένω, διαφ. από δέω = χρειάζομαι (όπως στο "Οὐ πολλοῦ δέω χάριν ἔχειν, ὦ βουλή, τῷ κατηγόρῳ"). Οθόνια είναι λινά υφάσματα, επίδεσμοι. Είναι υποκ. του "οθόνη".
πού το κάλλος έδυ της μορφής σου; Ήτοι που έδυσε (βασίλεψε) η ομορφιά της μορφής σου;
Τον εκ σου γεννηθέντα δυσώπησον Θεοτόκε Δυσωπέω σημαίνει κάνω κάποιον να ντραπεί (κυριολεκτικά: να κατεβάσει τη ματιά του), άρα τον εξαναγκάζω. Την εποχή αυτή όμως έχει εξελιχθεί σε «παρακάλεσε» με εξήγηση σαν αντίθετο του "αδυσώπητος"
Για την πολύ ενδιαφέρουσα εννοιολογική εξέλιξη δείτε εδώ το τουϊτ από τον καθ. Μπαμπινιώτη: (https://twitter.com/lexicon_gr/status/1330878836708438016...)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου