Η λ. ‘ eclesia ’ με τη σημ. «ναός» αντικατέστησε σταδιακά τη λατ. λ. “basilica ” ( = η “βασιλική ” ο γνωστός τύπος χριστιανικού ναού, πβ. ‘ βασιλική μετά τρούλου’), η οποία ως τότε δήλωνε στοά στο forum στη Ρώμη, στη ρωμαϊκή αγορά, ή σπουδαίο δημόσιο κτήριο για δικαστηριακή χρήση ή εμπορικές δραστηριοτήτες, και, εν συνεχεία, ιδίως μετά την κατασκευή της Βασιλικής που έχτισε στο α’ μισό του 4ου αι. στην Ιερουσαλήμ ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μέγας –πρόκειται για τον σημερινό ναό του Παναγίου Τάφου-, απέκτησε βαθμηδόν τη σημ. «οίκος λατρείας, ναός», καθώς ως τύπος οικοδομήματος απετέλεσε το αρχιτεκτονικό πρότυπο κατασκευής των χριστιανικών ναών.
Στην ελληνόφωνη Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ήδη από τον 4ο αι., μαρτυρείται, παράλληλα προς τη λ. ‘ εκκλησία ’ αλλά λιγότερο συχνά από αυτή, η χρήση της λ. “κυριακόν ” με τη σημ. «λατρευτικός χώρος, ναός», από το “κυριακόν δώμα ” ή “κυριακός οίκος / τόπος ”, δηλ. ο οίκος του Κυρίου. Η λ. αυτή πέρασε στους Γότθους και στους Σλάβους (πιθ. στους Σλάβους μέσω των Γότθων) δίνοντας τους παλαιότερους γερμ. τύπους ‘ kirihha, kiricha, kirika ’ κ.ά., από τους οποίους προέρχεται το σημερινό γερμ. “Kirche ”, αλλά και το αγγλ. “church ” και τα σλαβικά “tserkov, ” “tsrkva ” κ.ά.
Έτσι, για τη σημ. «χριστιανικός ναός», στις ρομανικές γλώσσες έχουμε λέξεις προερχόμενες από τη λ. ‘ εκκλησία ’, ενώ στις γερμανικές και σλαβικές από τη λ. ‘ κυριακόν ’.
Από Γ. Μπαμπινιώτη, Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου