Καὶ μιὰ ἄλλη ἐπίσης χορεία πνευματικῶν Προπατόρων, ὅλοι οἱ δίκαιοι «ἀπὸ Ἀδὰμ ἄχρι καὶ Ἰωσὴφ τοῦ μνήστορος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου», προοδοποίησαν τὴν κάθοδο τοῦ Θεοῦ, στήνοντας καὶ κρατώντας ὄρθια τὴν πνευματικὴ γέφυρα μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς.
Ὅμως μιὰ θαυμάσια παραβολὴ δείχνει ὅτι Θεὸς κάλεσε καὶ ἄλλους πολλοὺς νὰ σχετισθοῦν μαζί του. «Ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς». Αὐτοὶ ὅμως, προφασιζόμενοι διάφορα, ἀδιαφόρησαν. Ὁ Θεὸς στὴ συνέχεια κάλεσε στὸ τραπέζι του καὶ ἄλλους, «πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς» ἀπὸ τὶς πλατεῖες καὶ τοὺς δρόμους τῆς πόλης, ἀλλὰ καὶ πλάνητες καὶ ἀστέγους ἀπὸ παραέξω, ἀπ’ τὰ σοκάκια καὶ τοὺς φράχτες τῶν ἀγρῶν (Κυριακὴ ΙΑ΄ Λουκᾶ).
Ἡ παραβολὴ δὲν ἔχει μόνο συμβολικό, ἀλλὰ καὶ προφητικὸ χαρακτήρα. Δείχνει τὴν ἀνέλιξη τοῦ σωστικοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ, τῆς θείας Οἰκονομίας. Ὁ Θεὸς ἐπιλέγει ἀρχικὰ καὶ καλεῖ κοντά του ὄχι ὅλο τὸν κόσμο, ἀλλὰ «πολλούς». Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ πολλοί; Ἕνας λαός. Οἱ Ἑβραῖοι.
Ὅμως οἱ Ἑβραῖοι καὶ κυρίως οἱ ἄρχοντές τους δὲν ἔδειξαν ποτὲ ἰδιαίτερο ζῆλο γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐπικεντρώθηκαν περισσότερο στὴν ἐπιδίωξη μιᾶς μελλοντικῆς κυρίαρχης ἐγκόσμιας βασιλείας. Δὲν μπόρεσαν ποτὲ νὰ ἀπαρνηθοῦν τὸ ὅραμα ἀναβίωσης τοῦ ἔνδοξου δαυϊτικοῦ παρελθόντος τους. Δὲν κατάφεραν νὰ συμφιλιωθοῦν μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἐκλεκτὸς ἀπεσταλμένος, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ προσδοκώμενος Μεσσίας, ὥστε νὰ τοῦ παραδώσουν τὰ ἡνία τοῦ ἔθνους καὶ νὰ παραμερίσουν οἱ ἴδιοι.
Ὁ Χριστὸς «εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον». Ἦλθε πρῶτα στοὺς δικούς του (στοὺς Ἰουδαίους), ἀλλὰ ὁ δικοί του δὲν τὸν δέχτηκαν (Ἰω. 1, 11).
Ἔτσι ὁ Θεὸς ἀφήνει τὴν ὑπερφίαλη ἡγεσία τοῦ Ἰσραὴλ καὶ καλεῖ τοὺς παρακατιανοὺς Ἰουδαίους. Πτωχούς, χωλούς, τυφλοὺς ἀπὸ «τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως». Αὐτοὶ δέχονται τὸ μήνυμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς μὲ ἀπέστειλε, λέει ὁ Χριστός, νὰ φέρω εὐαγγέλιο, καλὴ ἀγγελία, στοὺς πτωχούς. Νὰ τοὺς φέρω τὴν εἴδηση ὅτι τὸ μέλλον εἶναι εὐοίωνο γι’ αὐτούς. «Μακάριοι οἱ πτωχοί, (δι)ὅτι ἡμετέρα ἐστὶν ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 6, 20).
Ἀλλὰ δὲν ἀρκέστηκε μόνο σ’ αὐτοὺς ὁ Θεός. Ὅσοι καὶ νὰ πᾶνε κοντά του, «ἔτι τόπος ἐστί». Τοὺς χωράει ὅλους ὁ Παράδεισος!
Καὶ ἐξαποστέλλει ξανὰ τοὺς ὑπηρέτες του, ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους, στὰ πέρατα τῆς γῆς νὰ συνάξουν τοὺς περιπλανώμενους σὲ «ὁδοὺς καὶ φραγμούς». Φεύγει ἀπὸ τὸν «ἐκλεκτό» του λαὸ καὶ καλεῖ τὰ ἔθνη, τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ μέχρι τότε ἦταν «οὐ λαός», δὲν ἦταν λαός του, ἀλλὰ γύριζαν ἀνέστιοι καὶ ἄστεγοι στὶς ἐρημιὲς τοῦ κόσμου. «Καλέσω μου τὰ ἔθνη, κἀκεῖνά με δοξάσουσι», λέει ὁ Χριστὸς στοὺς ἀχάριστους Ἰουδαίους γεμάτος πίκρα, ὅταν ἐκεῖνοι, παρὰ τὶς εὐεργεσίες του, τὸν ἀπορρίπτουν.
Τὰ μακρὰν τοῦ Θεοῦ ἔθνη θὰ γίνουν στὸ ἑξῆς ὁ νέος Ἰσραήλ, ὁ νέος ἐκλεκτὸς λαός, ποὺ «ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν» ἔρχονται νὰ ἀνακλιθοῦν στὸ τραπέζι τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 8, 11).
Καὶ κάπως ἔτσι, «τὴν ξηρανθεῖσαν συκῆν» (τὴν ἑβραϊκὴ Συναγωγὴ) «διὰ τὴν ἀκαρπίαν» διαδέχεται «ὡσεὶ ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ» ἡ Ἐκκλησία, τὸ ἀληθινὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ (Ψαλμ. 51, 10).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου