Μὲ πόσην ὁρµὴν µπήγουν τὰ χείλη τους εἰς τὴν θηλήν;
Μὲ τόσον µεγάλην προθυµίαν ἂς προσερχώµεθα καὶ ἐµεῖς
εἰς τὴν τράπεζαν αὐτὴν καὶ εἰς τὴν θηλὴν τοῦ πνευµατικοῦ ποτηρίου
ἢ µᾶλλον, µὲ πολὺ πιὸ µεγάλην προθυµίαν ἂς ἑλκύσωµεν, ὡσὰν θηλάζοντα νήπια,
τὴν χάριν τοῦ Πνεύµατος.
Καὶ µία δι’ ἡµᾶς ἂς ὑπάρχῃ θλῖψις,τὸ νὰ µὴ µετέχωµεν εἰς τὴν τροφὴν αὐτήν.
Δὲν εἶναι ἔργα ἀνθρωπίνης δυνάµεως ὅσα προτίθενται.
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔκαµεν αὐτὰ τότε εἰς ἐκεῖνο τὸ Δεῖπνον,αὐτὸς τελεῖ καὶ τώρα τὰ µυστήρια αὐτά.
Ἐµεῖς ἐπέχοµεν θέσιν ὑπηρετῶν ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ τὰ ἁγιάζει καὶ τὰ µεταβάλλει εἶναι Αὐτός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου