Ἕνα συνεχῶς ἀναδυόμενο ἐρώτημα
Αὐτό ὀφείλεται κυρίως στό ὅτι ὁ πολιτισμός μας, ὁ λεγόμενος «δυτικός πολιτισμός», πού κυριαρχεῖ στό μεγαλύτερο μέρος τοῦ κόσμου καί πηγάζει ἀπό τίς ἀρχές τῆς Ἀναγέννησης καί τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἔστρεψε τήν προσοχή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό «ἐπέκεινα» (τό πέρα ἀπό τίς αἰσθήσεις μας) στό «ἐνθάδε» (στό ὁρατό, στό ἄμεσα ἀντιληπτό, στό πλησίον μας) ἤ ἀπέρριψε ἐντελῶς τήν ὕπαρξη τοῦ «ἐπέκεινα», ἐντός τοῦ ὁποίου νοεῖται ὁ Θεός, ἡ μετά θάνατον ζωή καί, γενικά, ἡ ἀόρατη δημιουργία τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι στή Δύση (κυρίως στήν Εὐρώπη) εἶναι σχετικά ὑψηλά τά ποσοστά τῶν ἀθέων, τῶν ἀθρήσκων, τῶν θρησκευτικά ἀδιαφόρων, τῶν ἀρνητῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ, τῶν ἐκκοσμικευμένων. Κατά μιά ἀφελή ἄποψη, ὁ «πεφωτισμένος» ἄνθρωπος τῆς Νεοτερικῆς ἤ Μετανεοτερικῆς ἐποχῆς μας, μέ τή θεοποιημένη λογική καί τό ἀλαζονικό φρόνημα, ἀρνεῖται νά δεχθεῖ ὅτι μπορεῖ νά ὑπάρχουν πραγματικότητες πού δέν εἶναι ἀντιληπτές ἀπό τίς αἰσθήσεις μας καί, φυσικά, δυσκολεύεται πολύ νά πιστέψει στή συνέχιση τῆς ζωῆς μετά τόν θάνατο, κατάστασης πού θεωρεῖται «ὑπέρ λόγον» καί «ὑπέρ αἴσθησιν».
Οἱ συνθῆκες αὐτές ἐπηρεάζουν, βέβαια, καί τήν ἑλληνική πραγματικότητα, τῆς ὁποίας οἱ ρίζες εἶναι ἀλλοῦ: στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Ἔτσι, σέ σχετικά πρόσφατη δημοσκόπηση, πού ἔγινε ἀπό τό World Values Survey μεταξύ τῶν ἐτῶν 2017-2021, τό ποσοστό τῶν Ἑλλήνων, πού πιστεύει στή μετά θάνατον ζωή, ἀνέρχεται στό 47,7% (https://newpost.gr/eidiseis/pagkosmia-dimoskopisi-oi-ellines-pisteyoyn-ston-theo-stin-kolasi-kai-stin-meta-thanaton-zoi/). Τό ποσοστό αὐτό εἶναι ἀρκετά ὑψηλό, μέ δεδομένο ὅτι ἐπί σειρά δεκαετιῶν ὁ λαός μας ὑφίσταται πολύπλευρη καί συστηματική προπαγάνδα νά προσαρμοστεῖ στόν δυτικό πολιτισμό καί στόν δυτικό τρόπο ζωῆς, καί ἀρκετά χαμηλό, μέ δεδομένο ὅτι ἡ συντριπτική πλειονότητα τῶν Ἑλλήνων εἶναι (τυπικά τουλάχιστον) Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Ἄν, σύμφωνα μέ στατιστικά τῆς ἠλεκτρονικῆς ἐγκυκλοπαίδειας «Βικιπαίδεια» τοῦ ἔτους 2017 (https://el.wikipedia.org/wiki/Θρησκεία_στην_Ελλάδα), τό ποσοστό τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων ἀνέρχεται στό 90%, τότε ἕνα ποσοστό Ὀρθοδόξων, περίπου 42%, διαφοροποιεῖται ἀπό τήν ἐπίσημη πίστη του σ’ ἕνα βασικό σημεῖο της, στήν ἀντίληψη γιά τή μετά θάνατον ζωή.
Βέβαια, ὁ ἄνθρωπος στήν ἱστορική του πορεία ἐπεχείρησε πολλές φορές νά ἀπαντήσει σ’ αὐτό τό ἐρώτημα, εἴτε μέσῳ τῆς φιλοσοφίας, εἴτε μέσῳ τῆς ἐπιστήμης, εἴτε μέσῳ τῶν διαφόρων θρησκειῶν. Στήν προσπάθειά του αὐτή ἐπεστράτευσε λογικά ἐπιχειρήματα γιά νά ἀποδείξει εἴτε τήν ὕπαρξη, εἴτε τήν ἀνυπαρξία τῆς μετά θάνατον ζωῆς. Ὅμως, τέτοια ἐπιχειρήματα δέν μπορεῖ νά ἰσχύουν, ἀφοῦ πρόκειται γιά κάτι πού βρίσκεται ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς λογικῆς καί τῆς ἐπιστήμης. Ἡ φιλοσοφία μόνο ὑποθέσεις μπορεῖ νά κάνει καί οἱ θρησκεῖες μόνο ἀβάσιμες ὑποσχέσεις προσφέρουν στόν ἄνθρωπο.
Ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει ἄλλη ἄποψη γιά τό θέμα, πού θεμελιώνεται σέ ἕνα ἱστορικό γεγονός, στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, καί προσεγγίζεται, βέβαια, μέσῳ τῆς πίστεως. Ὅπως κάθε Ὀρθόδοξη ἀλήθεια, ἡ πίστη στή μετά θάνατον ζωή πηγάζει ἀπό τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι δέ φυσικό ὁ πιστός τῆς Ἐκκλησίας νά θεωρεῖ τίς ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου ἐγκυρότερες καί βεβαιότερες ἀπό τίς ἀλήθειες τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς. Ὅταν, μάλιστα, πρόκειται γιά ὅσα βρίσκονται ἔξω ἀπό τό πεδίο τῆς λογικῆς καί τῆς ἐπιστήμης (ὅπως τά περί Θεοῦ, τά περί ἀοράτου κόσμου κ.λπ.) τότε θεωρεῖ τά «ἐπιχειρήματα» καί τά «συμπεράσματα» τοῦ ἀνθρώπινου λόγου ἐντελῶς ἀνυπόστατα: «λογισμοί γάρ θνητῶν δειλοί, καί ἐπισφαλεῖς αἱ ἐπίνοιαι ἡμῶν»! (Σοφ. Σολ. 9,14).
Τό θέμα μας εἶναι, βέβαια, τεράστιο καί μόνο κάποιες πλευρές του μποροῦμε νά θίξουμε στόν περιορισμένο χῶρο τοῦ ἐντύπου μας. Ἄς δοῦμε κάποιες ἀπό αὐτές.
Χριστιανικές καί παραχριστιανικές ὁμάδες
Γενικά, ἡ πίστη στή μετά θάνατον ζωή εἶναι θεμελιώδης διδασκαλία ὅλων τῶν χριστιανικῶν δογμάτων, παρά τίς ἐπί μέρους διαφοροποιήσεις τους. Ὡστόσο, ὑπάρχουν ὁμάδες πού ἐμφανίζονται ὡς χριστιανικές, ἀλλά δέν δέχονται θεμελειώδεις χριστιανικές ἀλήθειες, ὅπως ἡ παραπάνω. Αὐτές δέν θεωροῦνται «χριστιανικές», ἀλλά «παραχριστιανικές» (ψευδοχριστιανικές - μοιάζουν μέ χριστιανικές). Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ἡ περίπτωση τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ». Σέ ἀντίθεση μέ τή σαφή μαρτυρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τή διαχρονική πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὀργάνωση τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ» ἀπορρίπτει τήν πίστη στή μετά θάνατον ζωή, μέ ἀφετηρία τήν πεπλανημένη ἀντίληψή της γιά τήν ψυχή.
Κατά τήν ὀργάνωση, ἡ ψυχή δέν διακρίνεται ἀπό τό σῶμα, ἀλλά ταυτίζεται μέ τόν ὅλο ἄνθρωπο. Δέν εἶναι τό «πνευματικό μέρος» τοῦ ἀτόμου, ἀλλά τό ἴδιο τό φυσικό ἄτομο. Ἡ ἀνθρώπινη ψυχή δέν διαφέρει ἀπό αὐτή τῶν ζώων. Κατά συνέπεια, εἶναι θνητή, πεθαίνει μαζί μέ τό σῶμα. «Ὁ ἰσχυρισμός τῶν θρησκευομένων ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ψυχή ἀθάνατη, καί ἑπομένως διαφέρει ἀπό τό κτῆνος δέν εἶναι Γραφικός. Ἡ Γραφή δείχνει ὅτι καί ὁ ἄνθρωπος καί τό κτῆνος εἶναι ψυχές». «Τό ὅτι τάχα ἡ ψυχή ζεῖ μετά τόν θάνατο εἶναι ἕνα ψέμα πού τό εἶπε ὁ Διάβολος», ἀφοῦ «δέν ὑπάρχει τίποτα πού νά ἐπιζῆ μετά τόν θάνατο τοῦ ἀνθρώπου», διαβάζουμε σέ κείμενα τῆς ὀργάνωσης. Ὅμως, «πῶς ἀναπτύχθηκε ἡ δοξασία γιά τήν ἔμφυτη ἀθανασία τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν; Ἀπό ποῖον προῆλθε; ... Καταφανῶς δέν προῆλθε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή», ἀλλά «τό δόγμα τῆς ἀθανασίας τοῦ ἀνθρώπου ... ἀποτελεῖ πρωτεῦον χαρακτηριστικό ὅλων τῶν εἰδωλολατρικῶν θρησκειῶν. Ὁ ψευδοδιδάσκαλος ἦταν ὁ Σατανᾶς». «Σέ ἀντίθεση μέ τήν Ἑλληνική Φιλοσοφία, οἱ Γραφές δείχνουν καθαρά ὅτι ἡ ψυχή δέν εἶναι αὐτό πού ἔχει τό ἄτομο, ἀλλά αὐτό πού εἶναι».
Βέβαια, οἱ «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ» πιστεύουν στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ὁ ἄνθρωπος πεθαίνει, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι κάποτε θά ἀναστηθεῖ. Στό μεσοδιάστημα καί μέχρι τότε τελεῖ σέ πλήρη ἀνυπαρξία καί διατηρεῖται πιθανόν μόνο στή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ἡ διδασκαλία τῆς ὀργάνωσης γιά τήν ἀνάσταση δέν εἶναι σαφής. Ἰσχυρίζεται ὅτι αὐτή θά γίνει σταδιακά καί ὅτι οἱ 144.000 «ἐκλεκτοί» τήν ζοῦν ἤδη! Αὐτοί «ἀνασταίνονται ἀμέσως μόλις πεθάνουν». «Ὅταν τελειώνει ἡ ἐπίγεια ζωή των, μεταλλάσσονται διά μιᾶς σέ οὐράνια πνευματική ζωή»! Τί σημαίνει, ὅμως, «οὐράνια πνευματική ζωή»; Εἶναι ζωή μέ σῶμα ἤ χωρίς σῶμα; Ἄν εἶναι μέ σῶμα, ποῦ βρίσκονται τώρα τά σώματα τῶν «ἀναστημένων»; Ἄν εἶναι χωρίς σῶμα, δέν ἰσχύει ἀκριβῶς τό ὅτι ἡ ψυχή ζεῖ μετά τόν θάνατο, «ἕνα ψέμα πού τό εἶπε ὁ Διάβολος»; Πῶς συμβιβάζονται αὐτά μέ τή βασική ἀντίληψη τῆς ὀργάνωσης ὅτι «δέν ὑπάρχει τίποτα πού νά ἐπιζῆ μετά τόν θάνατο»; Ἐπιπλέον, πῶς ἐξηγοῦνται οἱ πάμπολλες μαρτυρίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς γιά τή συνέχιση τῆς ζωῆς τῆς ψυχῆς; Ἐδῶ ἡ ὀργάνωση ἐπιστρατεύει τή γνωστή μέθοδο τῆς παρερμηνείας. Ἔτσι, μέ πρωτοφανῆ τρόπο παρερμηνεύει τή βιβλική ἔκφραση «ἐν τοῖς μνημείοις», ὡς ἀναφερόμενη στή «μνήμη» τοῦ Θεοῦ: «Ἀνάμεσα στό θάνατο καί στήν Ἀνάσταση ὑπάρχει ἕνα χάσμα, τό ἄτομο τό πολύ ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει στή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἰησοῦς εἶχε διδάξει: “Μή θαυμάζετε τοῦτο διότι ἔρχεται ὥρα καθ’ ἧν πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις θέλουσι ἀκούσει τήν φωνήν αὐτοῦ, εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δέ πράξαντες τά φαῦλα εἰς ἀνάστασιν κρίσεως” ... Ἡ ἔκφραση “ἐν τοῖς μνημείοις” δείχνει ὅτι οἱ νεκροί αὐτοί διατηροῦνται στή “μνήμη” τοῦ Θεοῦ»!
Ὁ χῶρος δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά ἐπεκταθοῦμε σέ λεπτομέρειες τῆς διδασκαλίας τῆς ὀργάνωσης γιά τήν ἀνάσταση, οὔτε σέ διδασκαλίες χριστιανικῶν ὁμάδων πού ἀποδέχονται μέν τή μετά θάνατον ζωή, ἀλλά μέ πεπλανημένες ἐπιμέρους ἀντιλήψεις, οὔτε στήν ἀντίληψη τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν γιά τή μετενσάρωση, μέ τή ὁποία θά ἀσχοληθοῦμε σέ ἄλλη περίπτωση. Ἄς δοῦμε μιά ἄλλη χαρακτηριστική πλάνη τῆς ἐποχῆς μας.
Οἱ λεγόμενες «ἐπιθανάτιες» ἤ «μεταθανάτιες ἐμπειρίες»
Τό ζήτημα τῆς μετά θάνατον ζωῆς ἐπανέρχεται κατά καιρούς στό προσκήνιο, μέ ἀφορμή τίς λεγόμενες «ἐπιθανάτιες» ἤ «μεταθανάτιες ἐμπειρίες». Ὑπάρχουν σαφεῖς μαρτυρίες ἀνθρώπων, πού ἰσχυρίζονται ὅτι εἶχαν τέτοιες ἐμπειρίες: πέθαναν (μετά ἀπό κάποιο ἀτύχημα ἤ ἀσθένεια), βγῆκαν ἀπό τό σῶμα τους, εἶδαν κάποια πράγματα καί ἐπανῆλθαν στή ζωή. Κάποιοι ἐρευνητές συγκέντρωσαν τέτοιες ἐμπειρίες καί τίς ἀνέλυσαν, καταλήγοντας σέ συγκεκριμένα συμπεράσματα. Ἀπό Ὀρθόδοξη ἄποψη, κάτι ἀντίστοιχο ἔκανε ὁ μακαριστός π. Σεραφείμ Ρόουζ, Ὀρθόδοξος Ἱερομόναχος στήν Ἀμερική, ὁ ὁποῖος κατέγραψε τά δικά του πορίσματα στό ὡραιότατο, ἐμπεριστατωμένο καί τεκμηριωμένο βιβλίο μέ τίτλο «Ἡ ψυχή μετά τόν θάνατο. Οἱ μεταθανάτιες ἐμπειρίες στό φῶς τῆς Ὀρθόδοξης διδασκαλίας» (μεταφρασμένο καί στά ἑλληνικά ἀπό τίς ἐκδόσεις Μυριόβιβλος).
Ὁ π. Σεραφείμ ἔκανε κάτι ἁπλό: συνέκρινε τίς ἐμπειρίες αὐτές, προερχόμενες σχεδόν ἀποκλειστικά ἀπό ἑτεροδόξους, ἀλλοθρήσκους καί ἀπίστους, μέ ἀντίστοιχες, πού καταγράφονται σέ γνήσιες Ὀρθόδοξες πηγές, ὅπως ἡ Ἁγία Γραφή, τά ἔργα τῶν Πατέρων, οἱ βίοι τῶν Ἁγίων, τά ἀσκητικά κείμενα, ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας κ.ἄ. Ὄντως, στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση τό θέμα δέν εἶναι νέο ἤ ἄγνωστο. Ὑπάρχουν πλούσιες σχετικές μαρτυρίες στά κείμενά της, παλαιότερες καί πρόσφατες, πού γιά μᾶς λειτουργοῦν καί ὡς κριτήρια αὐθεντικότητας, ὅπως ὑπάρχουν καταγεγραμμένες καί πάμπολλες περιπτώσεις δαιμονικῆς πλάνης. Ὁ π. Σεραφείμ συνέκρινε, ἐπίσης, τίς σύγχρονες «μεταθανάτιες ἐμπειρίες» μέ τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία περί ψυχῆς, περί θανάτου, περί μετά θάνατον ζωῆς, περί Παραδείσου καί Κολάσεως, περί δαιμόνων, περί τελωνισμοῦ τῶν ψυχῶν, περί φαινομένων πλάνης, περί κρίσεως κ.λπ., καί διαπίστωσε ὅτι οἱ ἐμπειρίες αὐτές μοιάζουν μέ τίς δαιμονικές τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης, δηλαδή εἶναι περιπτώσεις δαιμονικῆς πλάνης! Φυσικά, τό θέμα τῶν «μεταθανάτιων ἐμπειριῶν» δέν μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ μέ τήν ἁπλοϊκή ἀντίληψη ὅτι ἀποτελοῦν παραισθήσεις μιᾶς ὁριακῆς κατάστασης τοῦ ἀνθρώπου.
Εἰδικότερα, οἱ ἐμπειρίες αὐτές ἔχουν κοινά στοιχεῖα, ὅπως: α) Ἡ ἐξωσωματική ἐμπειρία. Ὅσοι τίς ἔζησαν, ἰσχυρίζονται ὅτι, χωρίς κἄν νά τό ἀντιληφθοῦν, βρέθηκαν ἐξω ἀπό τό σῶμα τους, διατηρῶντας πλήρως τή συνείδησή τους. Συνήθως, ἔβλεπαν ἀπέναντί τους τό σῶμα καί τίς προσπάθειες ἄλλων νά τό ἐπαναφέρουν στή ζωή, παρατηροῦσαν καί ἀντιλαμβάνονταν τά πάντα γύρω τους, ἀλλά δέν μποροῦσαν νά ἐπικοινωνήσουν μέ τό περιβάλλον μέσω τῆς ὁμιλίας ἤ τῆς ἀφῆς.
Οἱ συνθῆκες αὐτές ἐπηρεάζουν, βέβαια, καί τήν ἑλληνική πραγματικότητα, τῆς ὁποίας οἱ ρίζες εἶναι ἀλλοῦ: στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Ἔτσι, σέ σχετικά πρόσφατη δημοσκόπηση, πού ἔγινε ἀπό τό World Values Survey μεταξύ τῶν ἐτῶν 2017-2021, τό ποσοστό τῶν Ἑλλήνων, πού πιστεύει στή μετά θάνατον ζωή, ἀνέρχεται στό 47,7% (https://newpost.gr/eidiseis/pagkosmia-dimoskopisi-oi-ellines-pisteyoyn-ston-theo-stin-kolasi-kai-stin-meta-thanaton-zoi/). Τό ποσοστό αὐτό εἶναι ἀρκετά ὑψηλό, μέ δεδομένο ὅτι ἐπί σειρά δεκαετιῶν ὁ λαός μας ὑφίσταται πολύπλευρη καί συστηματική προπαγάνδα νά προσαρμοστεῖ στόν δυτικό πολιτισμό καί στόν δυτικό τρόπο ζωῆς, καί ἀρκετά χαμηλό, μέ δεδομένο ὅτι ἡ συντριπτική πλειονότητα τῶν Ἑλλήνων εἶναι (τυπικά τουλάχιστον) Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Ἄν, σύμφωνα μέ στατιστικά τῆς ἠλεκτρονικῆς ἐγκυκλοπαίδειας «Βικιπαίδεια» τοῦ ἔτους 2017 (https://el.wikipedia.org/wiki/Θρησκεία_στην_Ελλάδα), τό ποσοστό τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων ἀνέρχεται στό 90%, τότε ἕνα ποσοστό Ὀρθοδόξων, περίπου 42%, διαφοροποιεῖται ἀπό τήν ἐπίσημη πίστη του σ’ ἕνα βασικό σημεῖο της, στήν ἀντίληψη γιά τή μετά θάνατον ζωή.
Βέβαια, ὁ ἄνθρωπος στήν ἱστορική του πορεία ἐπεχείρησε πολλές φορές νά ἀπαντήσει σ’ αὐτό τό ἐρώτημα, εἴτε μέσῳ τῆς φιλοσοφίας, εἴτε μέσῳ τῆς ἐπιστήμης, εἴτε μέσῳ τῶν διαφόρων θρησκειῶν. Στήν προσπάθειά του αὐτή ἐπεστράτευσε λογικά ἐπιχειρήματα γιά νά ἀποδείξει εἴτε τήν ὕπαρξη, εἴτε τήν ἀνυπαρξία τῆς μετά θάνατον ζωῆς. Ὅμως, τέτοια ἐπιχειρήματα δέν μπορεῖ νά ἰσχύουν, ἀφοῦ πρόκειται γιά κάτι πού βρίσκεται ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς λογικῆς καί τῆς ἐπιστήμης. Ἡ φιλοσοφία μόνο ὑποθέσεις μπορεῖ νά κάνει καί οἱ θρησκεῖες μόνο ἀβάσιμες ὑποσχέσεις προσφέρουν στόν ἄνθρωπο.
Ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει ἄλλη ἄποψη γιά τό θέμα, πού θεμελιώνεται σέ ἕνα ἱστορικό γεγονός, στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, καί προσεγγίζεται, βέβαια, μέσῳ τῆς πίστεως. Ὅπως κάθε Ὀρθόδοξη ἀλήθεια, ἡ πίστη στή μετά θάνατον ζωή πηγάζει ἀπό τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι δέ φυσικό ὁ πιστός τῆς Ἐκκλησίας νά θεωρεῖ τίς ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου ἐγκυρότερες καί βεβαιότερες ἀπό τίς ἀλήθειες τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς. Ὅταν, μάλιστα, πρόκειται γιά ὅσα βρίσκονται ἔξω ἀπό τό πεδίο τῆς λογικῆς καί τῆς ἐπιστήμης (ὅπως τά περί Θεοῦ, τά περί ἀοράτου κόσμου κ.λπ.) τότε θεωρεῖ τά «ἐπιχειρήματα» καί τά «συμπεράσματα» τοῦ ἀνθρώπινου λόγου ἐντελῶς ἀνυπόστατα: «λογισμοί γάρ θνητῶν δειλοί, καί ἐπισφαλεῖς αἱ ἐπίνοιαι ἡμῶν»! (Σοφ. Σολ. 9,14).
Τό θέμα μας εἶναι, βέβαια, τεράστιο καί μόνο κάποιες πλευρές του μποροῦμε νά θίξουμε στόν περιορισμένο χῶρο τοῦ ἐντύπου μας. Ἄς δοῦμε κάποιες ἀπό αὐτές.
Χριστιανικές καί παραχριστιανικές ὁμάδες
Γενικά, ἡ πίστη στή μετά θάνατον ζωή εἶναι θεμελιώδης διδασκαλία ὅλων τῶν χριστιανικῶν δογμάτων, παρά τίς ἐπί μέρους διαφοροποιήσεις τους. Ὡστόσο, ὑπάρχουν ὁμάδες πού ἐμφανίζονται ὡς χριστιανικές, ἀλλά δέν δέχονται θεμελειώδεις χριστιανικές ἀλήθειες, ὅπως ἡ παραπάνω. Αὐτές δέν θεωροῦνται «χριστιανικές», ἀλλά «παραχριστιανικές» (ψευδοχριστιανικές - μοιάζουν μέ χριστιανικές). Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ἡ περίπτωση τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ». Σέ ἀντίθεση μέ τή σαφή μαρτυρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τή διαχρονική πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὀργάνωση τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ» ἀπορρίπτει τήν πίστη στή μετά θάνατον ζωή, μέ ἀφετηρία τήν πεπλανημένη ἀντίληψή της γιά τήν ψυχή.
Κατά τήν ὀργάνωση, ἡ ψυχή δέν διακρίνεται ἀπό τό σῶμα, ἀλλά ταυτίζεται μέ τόν ὅλο ἄνθρωπο. Δέν εἶναι τό «πνευματικό μέρος» τοῦ ἀτόμου, ἀλλά τό ἴδιο τό φυσικό ἄτομο. Ἡ ἀνθρώπινη ψυχή δέν διαφέρει ἀπό αὐτή τῶν ζώων. Κατά συνέπεια, εἶναι θνητή, πεθαίνει μαζί μέ τό σῶμα. «Ὁ ἰσχυρισμός τῶν θρησκευομένων ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ψυχή ἀθάνατη, καί ἑπομένως διαφέρει ἀπό τό κτῆνος δέν εἶναι Γραφικός. Ἡ Γραφή δείχνει ὅτι καί ὁ ἄνθρωπος καί τό κτῆνος εἶναι ψυχές». «Τό ὅτι τάχα ἡ ψυχή ζεῖ μετά τόν θάνατο εἶναι ἕνα ψέμα πού τό εἶπε ὁ Διάβολος», ἀφοῦ «δέν ὑπάρχει τίποτα πού νά ἐπιζῆ μετά τόν θάνατο τοῦ ἀνθρώπου», διαβάζουμε σέ κείμενα τῆς ὀργάνωσης. Ὅμως, «πῶς ἀναπτύχθηκε ἡ δοξασία γιά τήν ἔμφυτη ἀθανασία τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν; Ἀπό ποῖον προῆλθε; ... Καταφανῶς δέν προῆλθε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή», ἀλλά «τό δόγμα τῆς ἀθανασίας τοῦ ἀνθρώπου ... ἀποτελεῖ πρωτεῦον χαρακτηριστικό ὅλων τῶν εἰδωλολατρικῶν θρησκειῶν. Ὁ ψευδοδιδάσκαλος ἦταν ὁ Σατανᾶς». «Σέ ἀντίθεση μέ τήν Ἑλληνική Φιλοσοφία, οἱ Γραφές δείχνουν καθαρά ὅτι ἡ ψυχή δέν εἶναι αὐτό πού ἔχει τό ἄτομο, ἀλλά αὐτό πού εἶναι».
Βέβαια, οἱ «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ» πιστεύουν στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ὁ ἄνθρωπος πεθαίνει, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι κάποτε θά ἀναστηθεῖ. Στό μεσοδιάστημα καί μέχρι τότε τελεῖ σέ πλήρη ἀνυπαρξία καί διατηρεῖται πιθανόν μόνο στή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ἡ διδασκαλία τῆς ὀργάνωσης γιά τήν ἀνάσταση δέν εἶναι σαφής. Ἰσχυρίζεται ὅτι αὐτή θά γίνει σταδιακά καί ὅτι οἱ 144.000 «ἐκλεκτοί» τήν ζοῦν ἤδη! Αὐτοί «ἀνασταίνονται ἀμέσως μόλις πεθάνουν». «Ὅταν τελειώνει ἡ ἐπίγεια ζωή των, μεταλλάσσονται διά μιᾶς σέ οὐράνια πνευματική ζωή»! Τί σημαίνει, ὅμως, «οὐράνια πνευματική ζωή»; Εἶναι ζωή μέ σῶμα ἤ χωρίς σῶμα; Ἄν εἶναι μέ σῶμα, ποῦ βρίσκονται τώρα τά σώματα τῶν «ἀναστημένων»; Ἄν εἶναι χωρίς σῶμα, δέν ἰσχύει ἀκριβῶς τό ὅτι ἡ ψυχή ζεῖ μετά τόν θάνατο, «ἕνα ψέμα πού τό εἶπε ὁ Διάβολος»; Πῶς συμβιβάζονται αὐτά μέ τή βασική ἀντίληψη τῆς ὀργάνωσης ὅτι «δέν ὑπάρχει τίποτα πού νά ἐπιζῆ μετά τόν θάνατο»; Ἐπιπλέον, πῶς ἐξηγοῦνται οἱ πάμπολλες μαρτυρίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς γιά τή συνέχιση τῆς ζωῆς τῆς ψυχῆς; Ἐδῶ ἡ ὀργάνωση ἐπιστρατεύει τή γνωστή μέθοδο τῆς παρερμηνείας. Ἔτσι, μέ πρωτοφανῆ τρόπο παρερμηνεύει τή βιβλική ἔκφραση «ἐν τοῖς μνημείοις», ὡς ἀναφερόμενη στή «μνήμη» τοῦ Θεοῦ: «Ἀνάμεσα στό θάνατο καί στήν Ἀνάσταση ὑπάρχει ἕνα χάσμα, τό ἄτομο τό πολύ ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει στή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἰησοῦς εἶχε διδάξει: “Μή θαυμάζετε τοῦτο διότι ἔρχεται ὥρα καθ’ ἧν πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις θέλουσι ἀκούσει τήν φωνήν αὐτοῦ, εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δέ πράξαντες τά φαῦλα εἰς ἀνάστασιν κρίσεως” ... Ἡ ἔκφραση “ἐν τοῖς μνημείοις” δείχνει ὅτι οἱ νεκροί αὐτοί διατηροῦνται στή “μνήμη” τοῦ Θεοῦ»!
Ὁ χῶρος δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά ἐπεκταθοῦμε σέ λεπτομέρειες τῆς διδασκαλίας τῆς ὀργάνωσης γιά τήν ἀνάσταση, οὔτε σέ διδασκαλίες χριστιανικῶν ὁμάδων πού ἀποδέχονται μέν τή μετά θάνατον ζωή, ἀλλά μέ πεπλανημένες ἐπιμέρους ἀντιλήψεις, οὔτε στήν ἀντίληψη τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν γιά τή μετενσάρωση, μέ τή ὁποία θά ἀσχοληθοῦμε σέ ἄλλη περίπτωση. Ἄς δοῦμε μιά ἄλλη χαρακτηριστική πλάνη τῆς ἐποχῆς μας.
Οἱ λεγόμενες «ἐπιθανάτιες» ἤ «μεταθανάτιες ἐμπειρίες»
Τό ζήτημα τῆς μετά θάνατον ζωῆς ἐπανέρχεται κατά καιρούς στό προσκήνιο, μέ ἀφορμή τίς λεγόμενες «ἐπιθανάτιες» ἤ «μεταθανάτιες ἐμπειρίες». Ὑπάρχουν σαφεῖς μαρτυρίες ἀνθρώπων, πού ἰσχυρίζονται ὅτι εἶχαν τέτοιες ἐμπειρίες: πέθαναν (μετά ἀπό κάποιο ἀτύχημα ἤ ἀσθένεια), βγῆκαν ἀπό τό σῶμα τους, εἶδαν κάποια πράγματα καί ἐπανῆλθαν στή ζωή. Κάποιοι ἐρευνητές συγκέντρωσαν τέτοιες ἐμπειρίες καί τίς ἀνέλυσαν, καταλήγοντας σέ συγκεκριμένα συμπεράσματα. Ἀπό Ὀρθόδοξη ἄποψη, κάτι ἀντίστοιχο ἔκανε ὁ μακαριστός π. Σεραφείμ Ρόουζ, Ὀρθόδοξος Ἱερομόναχος στήν Ἀμερική, ὁ ὁποῖος κατέγραψε τά δικά του πορίσματα στό ὡραιότατο, ἐμπεριστατωμένο καί τεκμηριωμένο βιβλίο μέ τίτλο «Ἡ ψυχή μετά τόν θάνατο. Οἱ μεταθανάτιες ἐμπειρίες στό φῶς τῆς Ὀρθόδοξης διδασκαλίας» (μεταφρασμένο καί στά ἑλληνικά ἀπό τίς ἐκδόσεις Μυριόβιβλος).
Τό φῶς ἀπό τό σκοτεινό τοῦνελ.
Κοινός τόπος τῶν λεγόμενων «μεταθανάτιων ἐμπειριῶν» τῆς ἐποχῆς μας
Ὁ π. Σεραφείμ ἔκανε κάτι ἁπλό: συνέκρινε τίς ἐμπειρίες αὐτές, προερχόμενες σχεδόν ἀποκλειστικά ἀπό ἑτεροδόξους, ἀλλοθρήσκους καί ἀπίστους, μέ ἀντίστοιχες, πού καταγράφονται σέ γνήσιες Ὀρθόδοξες πηγές, ὅπως ἡ Ἁγία Γραφή, τά ἔργα τῶν Πατέρων, οἱ βίοι τῶν Ἁγίων, τά ἀσκητικά κείμενα, ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας κ.ἄ. Ὄντως, στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση τό θέμα δέν εἶναι νέο ἤ ἄγνωστο. Ὑπάρχουν πλούσιες σχετικές μαρτυρίες στά κείμενά της, παλαιότερες καί πρόσφατες, πού γιά μᾶς λειτουργοῦν καί ὡς κριτήρια αὐθεντικότητας, ὅπως ὑπάρχουν καταγεγραμμένες καί πάμπολλες περιπτώσεις δαιμονικῆς πλάνης. Ὁ π. Σεραφείμ συνέκρινε, ἐπίσης, τίς σύγχρονες «μεταθανάτιες ἐμπειρίες» μέ τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία περί ψυχῆς, περί θανάτου, περί μετά θάνατον ζωῆς, περί Παραδείσου καί Κολάσεως, περί δαιμόνων, περί τελωνισμοῦ τῶν ψυχῶν, περί φαινομένων πλάνης, περί κρίσεως κ.λπ., καί διαπίστωσε ὅτι οἱ ἐμπειρίες αὐτές μοιάζουν μέ τίς δαιμονικές τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης, δηλαδή εἶναι περιπτώσεις δαιμονικῆς πλάνης! Φυσικά, τό θέμα τῶν «μεταθανάτιων ἐμπειριῶν» δέν μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ μέ τήν ἁπλοϊκή ἀντίληψη ὅτι ἀποτελοῦν παραισθήσεις μιᾶς ὁριακῆς κατάστασης τοῦ ἀνθρώπου.
Εἰδικότερα, οἱ ἐμπειρίες αὐτές ἔχουν κοινά στοιχεῖα, ὅπως: α) Ἡ ἐξωσωματική ἐμπειρία. Ὅσοι τίς ἔζησαν, ἰσχυρίζονται ὅτι, χωρίς κἄν νά τό ἀντιληφθοῦν, βρέθηκαν ἐξω ἀπό τό σῶμα τους, διατηρῶντας πλήρως τή συνείδησή τους. Συνήθως, ἔβλεπαν ἀπέναντί τους τό σῶμα καί τίς προσπάθειες ἄλλων νά τό ἐπαναφέρουν στή ζωή, παρατηροῦσαν καί ἀντιλαμβάνονταν τά πάντα γύρω τους, ἀλλά δέν μποροῦσαν νά ἐπικοινωνήσουν μέ τό περιβάλλον μέσω τῆς ὁμιλίας ἤ τῆς ἀφῆς.
Συχνά αἰσθάνονταν μιά λεπτή ζεστασιά ἤ γαλήνη, ἦταν σάν νά «πλέουν» ἤ νά «αἰωροῦνται» καί οἱ λειτουργίες τῆς σκέψης τους ἔγιναν πολύ πιό γρήγορες. β) Ἡ συνάντηση μέ ἄλλους. Μετά ἀπό μιά σύντομη αἴσθηση μοναξιᾶς, ἀναφέρονται σέ συναντήσεις μέ ἄλλα πρόσωπα, συνήθως νεκρῶν, οἰκείων, συγγενῶν ἤ γνωστῶν τους. γ) Ἡ «φωτεινή ὕπαρξη». Πρόκειται γιά τό πιό χαρακτηριστικό στοιχεῖο αὐτῶν τῶν ἐμπειριῶν, κατά τό ὁποῖο ἐμφανίζεται ἕνα φῶς (συνήθως ἀπό ἕνα σκοτεινό τοῦνελ), τοῦ ὁποίου ἡ λαμπρότητα συνεχῶς αὐξάνεται. Ὅλοι ἀναγνωρίζουν στό φῶς αὐτό μιά προσωπική ὕπαρξη, γεμάτη «θέρμη» καί «ἀγάπη», ἡ ὁποία ἀσκεῖ ἕλξη στόν ἄνθρωπο. Ἄλλοι τό ἀποκαλοῦν «Χριστό», ἄλλοι «ἄγγελο», ἄλλοι κάποιον «ὑπερκόσμιο ἐπισκέπτη» καί ἄλλοι κάποια ἄλλη «φωτεινή ὕπαρξη». Σχεδόν πάντα ἡ ὕπαρξη αὐτή ἀρχίζει νά ἐπικοινωνεῖ μέ τόν ἄνθρωπο, περισσότερο μέ ἕνα εἶδος «μεταβίβασης σκέψης» παρά μέ προφορικό λόγο, «λέγοντας» πάντα τό ἴδιο πρᾶγμα: «Εἶσαι προετοιμασμένος νά πεθάνεις;» ἤ «Τί μπορεῖς νά μοῦ δείξεις ἀπ’ ὅσα ἔκανες στή ζωή σου;»
Προφανῶς, οἱ ἐμπειρίες αὐτές ἔχουν κάποια κοινά στοιχεῖα μέ τίς ἀντίστοιχες, τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης, ἔχουν, ὅμως, καί μεγάλες διαφορές, ὅπως: α) Ἐμφανίζουν τόν θάνατο ὡς μία πολύ γαλήνια ἐμπειρία, ἀπαλλαγμένη ἀπό κάθε πόνο καί φόβο. Ὁ θάνατος δέν εἶναι τόσο μοναδική ἐμπειρία, ὅπως τόν περιγράφει ἡ χριστιανική διδασκαλία, ἀλλά μιά ἀνώδυνη μετάβαση σέ μιά «διευρυμένη κατάσταση συνείδησης». β) Δέν ὑπάρχει κρίση, οὔτε κόλαση, οὔτε δαίμονες, οὔτε τελωνισμός τῶν ψυχῶν. Ὑπάρχει μόνο «παράδεισος», χαρά καί εὐτυχία. Ὅλα καλά καί ὡραῖα! γ) Σκοπός τῆς ζωῆς δέν εἶναι ἡ αἰώνια σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά μιά ἀπεριόριστη διαδικασία «ἐξέλιξης» στήν «ἀγάπη», στήν «κατανόηση» καί στήν «αὐτοπραγμάτωση». Κατά συνέπεια, δέν ἔχουν κανένα σχεδόν νόημα ἡ πίστη, ἡ μετάνοια, ὁ πνευματικός ἀγῶνας, ἡ μετοχή στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅπως ἔχει διαπιστωθεῖ, τά παραπάνω χαρακτηριστικά καί πολλά ἄλλα εἶναι μέρος τῆς διδασκαλίας τοῦ Πνευματισμοῦ τοῦ 19ου αἰ. Οἱ σύγχρονες «μεταθανάτιες ἐμπειρίες» ἔχουν καταπληκτική ὁμοιότητα μέ τίς γνωστές «ἐξωσωματικές ἐμπειρίες» τοῦ ἀποκρυφιστικοῦ χώρου: εἶναι ἀκριβῶς τέτοιες «ἐξωσωματικές ἐμπειρίες», ἐμφανιζόμενες συνήθως μέ χριστιανικό ἐπικάλυμα. Τό φῶς πού βλέπουν ὅσοι τίς ζοῦν δέν εἶναι τό ἄκτιστο Φῶς τῆς θεότητος, ἀλλά τό δαιμονικό φῶς, πού βλέπουν ἀκόμη καί οἱ Ἅγιοι πρίν δοῦν τό θεῖο καί ἄκτιστο Φῶς, ἀλλά καί πολλοί ἄλλοι πού πλανήθηκαν καί ἐγλωβίστηκαν μέσα στό δαιμονικό αὐτό φῶς. Ἄλλωστε, εἶναι σαφής ἡ μαρτυρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὅτι «αὐτός ὁ Σατανᾶς μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός» (Β΄ Κορ. 11,14)!
Ὀρθόδοξη πίστη καί μετά θάνατον ζωή
Ἡ Ὀρθόδοξη ἄποψη γιά τή μετά θάνατον ζωή πρέπει νά κατανοηθεῖ στό εὐρύτερο πλαίσιο τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ μέ σῶμα καί ψυχή. Κάθε δημιούργημα, πού ἔχει ἀρχή, κατά φυσική ἀκολουθία, πρέπει νά ἔχει καί τέλος: «πᾶν τό ἀρξάμενον τελευτᾶ κατά φύσιν», κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός). Ὅμως, ὁ Θεός ἐπεμβαίνει σέ κάποια δημιουργήματά του (στά λογικά δημιουργήματα) καί δωρίζει σ’ αὐτά τήν ἀθανασία, ὡς πρόσθετη ἰδιότητα (χάρισμα - δωρεά). Αὐτό ἀκριβῶς συμβαίνει καί στήν περίπτωση τῆς ψυχῆς καί αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τῆς «κατά χάριν» ἀθανασίας. Ἡ ψυχή, λοιπόν, εἶναι «κατά φύσιν» θνητή καί «κατά χάριν» ἀθάνατη, ὅπως ἀκριβῶς οἱ Ἄγγελοι εἶναι «κατά φύσιν» θνητοί καί «κατά χάριν» ἀθάνατοι. Μέ αὐτή τήν ἔννοια, ἡ ψυχή ἔχει ἀρχή, δημιουργεῖται μαζί μέ τό σῶμα κάθε ἀνθρώπου, δέν προϋπάρχει τοῦ σώματος, ἀλλά, ἐνῶ τό σῶμα ἔχει ἀρχή καί τέλος, ἡ ψυχή ἔχει ἀρχή χωρίς τέλος.
Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν εἶχε ἁμαρτήσει στόν Παράδεισο, θά ἦταν ὁλόκληρος «κατά χάριν» ἀθάνατος, μαζί μέ τό σῶμα του. Ὁ θάνατος διέσπασε τόν «φυσικώτατο δεσμό» μεταξύ ψυχῆς καί σώματος καί ἐπέφερε τή διάλυση τοῦ σώματος καί τόν κατακερματισμό τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ θάνατος εἶναι κάτι κακό καί ὀδυνηρό («θρηνῶ καί ὀδύρωμαι, ὅταν ἐννοήσω τόν θάνατον», Νεκρώσιμη Ἀκολουθία). Δέν προέρχεται ἀπό τόν Θεό («ὁ Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησεν»!, Σοφ. Σολ. 1,13), ἀλλά ἀπό τήν ἁμαρτία («τά γάρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος», Ρωμ. 6,23) καί τόν διάβολο, «τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου» (Ἑβρ. 2,14). Ὁ Χριστός εἶναι μέν Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, κατέχοντας «τάς κλεῖς τοῦ θανάτου καί τοῦ ᾍδου» (Ἀποκ. 1,18), ἀλλ’ αὐτό δέν σημαίνει ὅτι θέλει ἤ προκαλεῖ τόν θάνατο: ἁπλῶς τόν ἀνέχεται καί τόν ἐπιτρέπει «κατά παραχώρησιν», δεδομένου μάλιστα ὅτι ὁ θάνατος δέν εἶναι «ὑπόστασις», ἀλλά «στέρησις», ἀπουσία ζωῆς, ὅπως ἀκριβῶς τό σκοτάδι δέν ὑπάρχει πραγματικά, ἀλλά εἶναι ἀπουσία φωτός.
Ὡστόσο, ἡ ψυχή συνεχίζει νά ἐπιζεῖ μετά τόν σωματικό θάνατο. Ἀπό τίς πάμπολλες μαρτυρίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀρκεῖ νά ἀναφέρουμε τή χαρακτηριστική παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου (Λουκ. 16, 19-31), παρά τίς ἀπεγνωσμένες προσπάθειες τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ νά τήν παρακάμψουν καί νά τήν παρερμηνεύσουν.
Προφανῶς, οἱ ἐμπειρίες αὐτές ἔχουν κάποια κοινά στοιχεῖα μέ τίς ἀντίστοιχες, τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης, ἔχουν, ὅμως, καί μεγάλες διαφορές, ὅπως: α) Ἐμφανίζουν τόν θάνατο ὡς μία πολύ γαλήνια ἐμπειρία, ἀπαλλαγμένη ἀπό κάθε πόνο καί φόβο. Ὁ θάνατος δέν εἶναι τόσο μοναδική ἐμπειρία, ὅπως τόν περιγράφει ἡ χριστιανική διδασκαλία, ἀλλά μιά ἀνώδυνη μετάβαση σέ μιά «διευρυμένη κατάσταση συνείδησης». β) Δέν ὑπάρχει κρίση, οὔτε κόλαση, οὔτε δαίμονες, οὔτε τελωνισμός τῶν ψυχῶν. Ὑπάρχει μόνο «παράδεισος», χαρά καί εὐτυχία. Ὅλα καλά καί ὡραῖα! γ) Σκοπός τῆς ζωῆς δέν εἶναι ἡ αἰώνια σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά μιά ἀπεριόριστη διαδικασία «ἐξέλιξης» στήν «ἀγάπη», στήν «κατανόηση» καί στήν «αὐτοπραγμάτωση». Κατά συνέπεια, δέν ἔχουν κανένα σχεδόν νόημα ἡ πίστη, ἡ μετάνοια, ὁ πνευματικός ἀγῶνας, ἡ μετοχή στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅπως ἔχει διαπιστωθεῖ, τά παραπάνω χαρακτηριστικά καί πολλά ἄλλα εἶναι μέρος τῆς διδασκαλίας τοῦ Πνευματισμοῦ τοῦ 19ου αἰ. Οἱ σύγχρονες «μεταθανάτιες ἐμπειρίες» ἔχουν καταπληκτική ὁμοιότητα μέ τίς γνωστές «ἐξωσωματικές ἐμπειρίες» τοῦ ἀποκρυφιστικοῦ χώρου: εἶναι ἀκριβῶς τέτοιες «ἐξωσωματικές ἐμπειρίες», ἐμφανιζόμενες συνήθως μέ χριστιανικό ἐπικάλυμα. Τό φῶς πού βλέπουν ὅσοι τίς ζοῦν δέν εἶναι τό ἄκτιστο Φῶς τῆς θεότητος, ἀλλά τό δαιμονικό φῶς, πού βλέπουν ἀκόμη καί οἱ Ἅγιοι πρίν δοῦν τό θεῖο καί ἄκτιστο Φῶς, ἀλλά καί πολλοί ἄλλοι πού πλανήθηκαν καί ἐγλωβίστηκαν μέσα στό δαιμονικό αὐτό φῶς. Ἄλλωστε, εἶναι σαφής ἡ μαρτυρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὅτι «αὐτός ὁ Σατανᾶς μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός» (Β΄ Κορ. 11,14)!
Ὀρθόδοξη πίστη καί μετά θάνατον ζωή
Ἡ Ὀρθόδοξη ἄποψη γιά τή μετά θάνατον ζωή πρέπει νά κατανοηθεῖ στό εὐρύτερο πλαίσιο τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ μέ σῶμα καί ψυχή. Κάθε δημιούργημα, πού ἔχει ἀρχή, κατά φυσική ἀκολουθία, πρέπει νά ἔχει καί τέλος: «πᾶν τό ἀρξάμενον τελευτᾶ κατά φύσιν», κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός). Ὅμως, ὁ Θεός ἐπεμβαίνει σέ κάποια δημιουργήματά του (στά λογικά δημιουργήματα) καί δωρίζει σ’ αὐτά τήν ἀθανασία, ὡς πρόσθετη ἰδιότητα (χάρισμα - δωρεά). Αὐτό ἀκριβῶς συμβαίνει καί στήν περίπτωση τῆς ψυχῆς καί αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τῆς «κατά χάριν» ἀθανασίας. Ἡ ψυχή, λοιπόν, εἶναι «κατά φύσιν» θνητή καί «κατά χάριν» ἀθάνατη, ὅπως ἀκριβῶς οἱ Ἄγγελοι εἶναι «κατά φύσιν» θνητοί καί «κατά χάριν» ἀθάνατοι. Μέ αὐτή τήν ἔννοια, ἡ ψυχή ἔχει ἀρχή, δημιουργεῖται μαζί μέ τό σῶμα κάθε ἀνθρώπου, δέν προϋπάρχει τοῦ σώματος, ἀλλά, ἐνῶ τό σῶμα ἔχει ἀρχή καί τέλος, ἡ ψυχή ἔχει ἀρχή χωρίς τέλος.
Ἡ ψυχή τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου,εἰνονιζόμενη ὡς «ἀρτιγέννητο βρέφος» στά χέρια τοῦ Κυρίου στή γνωστή παράσταση τῆς Κοιμήσεως
Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν εἶχε ἁμαρτήσει στόν Παράδεισο, θά ἦταν ὁλόκληρος «κατά χάριν» ἀθάνατος, μαζί μέ τό σῶμα του. Ὁ θάνατος διέσπασε τόν «φυσικώτατο δεσμό» μεταξύ ψυχῆς καί σώματος καί ἐπέφερε τή διάλυση τοῦ σώματος καί τόν κατακερματισμό τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ θάνατος εἶναι κάτι κακό καί ὀδυνηρό («θρηνῶ καί ὀδύρωμαι, ὅταν ἐννοήσω τόν θάνατον», Νεκρώσιμη Ἀκολουθία). Δέν προέρχεται ἀπό τόν Θεό («ὁ Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησεν»!, Σοφ. Σολ. 1,13), ἀλλά ἀπό τήν ἁμαρτία («τά γάρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος», Ρωμ. 6,23) καί τόν διάβολο, «τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου» (Ἑβρ. 2,14). Ὁ Χριστός εἶναι μέν Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, κατέχοντας «τάς κλεῖς τοῦ θανάτου καί τοῦ ᾍδου» (Ἀποκ. 1,18), ἀλλ’ αὐτό δέν σημαίνει ὅτι θέλει ἤ προκαλεῖ τόν θάνατο: ἁπλῶς τόν ἀνέχεται καί τόν ἐπιτρέπει «κατά παραχώρησιν», δεδομένου μάλιστα ὅτι ὁ θάνατος δέν εἶναι «ὑπόστασις», ἀλλά «στέρησις», ἀπουσία ζωῆς, ὅπως ἀκριβῶς τό σκοτάδι δέν ὑπάρχει πραγματικά, ἀλλά εἶναι ἀπουσία φωτός.
Ὡστόσο, ἡ ψυχή συνεχίζει νά ἐπιζεῖ μετά τόν σωματικό θάνατο. Ἀπό τίς πάμπολλες μαρτυρίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀρκεῖ νά ἀναφέρουμε τή χαρακτηριστική παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου (Λουκ. 16, 19-31), παρά τίς ἀπεγνωσμένες προσπάθειες τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ νά τήν παρακάμψουν καί νά τήν παρερμηνεύσουν.
Ἡ διδασκαλία της εἶναι σαφέστατη: ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς μετά τόν θάνατό του ὁδηγήθηκε στόν «τόπο τῆς βασάνου» καί ὁ Λάζαρος στούς «κόλπους τοῦ Ἀβραάμ». Ἐπίσης, εἶναι γνωστή ἡ μαρτυρία τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, κατά τήν ὁποία ὁ Κύριος κήρυξε στίς ψυχές τῶν κεκοιμημένων τό Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας: «θανατωθείς μέν σαρκί ... τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι πορευθείς ἐκήρυξεν» (Α΄ Πετρ. 3, 18-19).
Αὐτά σημαίνουν, ὅτι ἡ ψυχή ἀμέσως μετά τόν θάνατο ὑφίσταται μιά πρώτη κρίση, κατά τήν πίστη καί τά ἔργα ἑκάστου: «ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν, μετά δέ τοῦτο κρίσις» (Ἑβρ. 9,27). Ἡ κρίση αὐτή γίνεται κυρίως μέ τόν «τελωνισμό τῶν ψυχῶν» καί δέν εἶναι ἡ ἔσχατη Κρίση τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως, στά θέματα αὐτά θά ἀναφερθοῦμε στό ἑπόμενο τεῦχος τοῦ ἐντύπου μας, ἀφοῦ ἐδῶ θέμα μας εἶναι κυρίως ἡ ὕπαρξη τῆς μετά θάνατον ζωῆς.
Τά παραπάνω ἰσχύουν τώρα, δηλαδή μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Προηγουμένως, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, δίκαιοι καί ἁμαρτωλοί, τελοῦσαν σέ κατάσταση αἰχμαλωσίας τοῦ διαβόλου καί οἱ πῦλες τοῦ Παραδείσου ἦταν σφραγισμένες (Γεν. 3,24). Ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο γιά νά καταργήσει τόν θάνατο καί νά μᾶς ἀπελευθερώσει ἀπό τή δαιμονική αἰχμαλωσία. Ἡ κατ’ ἐξοχήν πράξη, μέ τήν ὁποία τό ἔκανε, ἦταν ἡ Ἀνάσταση. Ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, «θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος», ἡ δέ Ἀνάστασή Του ἄνοιξε τί πῦλες τοῦ Παραδείσου γιά τούς Δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί γιά ὅλους: «Πάσχα τό πύλας ἡμῖν τοῦ Παραδείσου ἀνοῖξαν» (Ἀκολουθία Πάσχα)! Ἡ ἀνάσταση τοῦ σώματος, ὡς καρπός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀναμενόμενο γεγονός, πού θά συμβεῖ πρίν τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, ἡ δέ ἀνάσταση τῆς ψυχῆς καί ἡ ἐμπειρία τοῦ Παραδείσου συμβαίνουν ἤδη, γιά ὅσους θέλουν νά ἔχουν κοινωνία μέ τόν Ἀναστάντα Χριστό. Αὐτοί ἀπαλλάσσονται ἀπό τόν «πνευματικό θάνατο», πού εἶναι ἡ ἁπλή ἐπιβίωση τῆς ψυχῆς, χωρίς μετοχή στή Δόξα τοῦ Χριστοῦ, καί ζοῦν ἀπό τήν παροῦσα ζωή τήν κατάσταση τοῦ Παραδείσου. Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ μεγαλύτερη διαφορά τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀπό τίς θρησκεῖες: Οἱ θρησκεῖες λένε, ἀγωνίσου τώρα γιά νά ἀπολαύσεις κάποια ἀγαθά ὅταν πεθάνεις, ἡ δέ Ἐκκλησία λέει, ἄν δέν ζήσεις ἀπό τώρα τή χαρά τοῦ Παραδείσου, δέν θά τήν ζήσεις οὔτε ὅταν πεθάνεις!
Τά παραπάνω ἰσχύουν τώρα, δηλαδή μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Προηγουμένως, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, δίκαιοι καί ἁμαρτωλοί, τελοῦσαν σέ κατάσταση αἰχμαλωσίας τοῦ διαβόλου καί οἱ πῦλες τοῦ Παραδείσου ἦταν σφραγισμένες (Γεν. 3,24). Ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο γιά νά καταργήσει τόν θάνατο καί νά μᾶς ἀπελευθερώσει ἀπό τή δαιμονική αἰχμαλωσία. Ἡ κατ’ ἐξοχήν πράξη, μέ τήν ὁποία τό ἔκανε, ἦταν ἡ Ἀνάσταση. Ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, «θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος», ἡ δέ Ἀνάστασή Του ἄνοιξε τί πῦλες τοῦ Παραδείσου γιά τούς Δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί γιά ὅλους: «Πάσχα τό πύλας ἡμῖν τοῦ Παραδείσου ἀνοῖξαν» (Ἀκολουθία Πάσχα)! Ἡ ἀνάσταση τοῦ σώματος, ὡς καρπός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀναμενόμενο γεγονός, πού θά συμβεῖ πρίν τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, ἡ δέ ἀνάσταση τῆς ψυχῆς καί ἡ ἐμπειρία τοῦ Παραδείσου συμβαίνουν ἤδη, γιά ὅσους θέλουν νά ἔχουν κοινωνία μέ τόν Ἀναστάντα Χριστό. Αὐτοί ἀπαλλάσσονται ἀπό τόν «πνευματικό θάνατο», πού εἶναι ἡ ἁπλή ἐπιβίωση τῆς ψυχῆς, χωρίς μετοχή στή Δόξα τοῦ Χριστοῦ, καί ζοῦν ἀπό τήν παροῦσα ζωή τήν κατάσταση τοῦ Παραδείσου. Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ μεγαλύτερη διαφορά τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀπό τίς θρησκεῖες: Οἱ θρησκεῖες λένε, ἀγωνίσου τώρα γιά νά ἀπολαύσεις κάποια ἀγαθά ὅταν πεθάνεις, ἡ δέ Ἐκκλησία λέει, ἄν δέν ζήσεις ἀπό τώρα τή χαρά τοῦ Παραδείσου, δέν θά τήν ζήσεις οὔτε ὅταν πεθάνεις!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου