Ο π. Σοφιανός ἔζησε ἀπό τό 1850 ἕως τό 1915 στόν συνοικισμό Βαρτάντων τῆς περιοχῆς Ἀργυρουπόλεως (πόλη τοῦ νομοῦ Τραπεζούντας καί ἕδρα τῆς ἐπαρχίας Χαλδίας, ἡ ὁποία Τουρκιστί ὀνομάζεται Κιμισχανᾶ ἤ Γκιουμούς χανέ καί εἶναι στόν νότιο Πόντο).
Γεννήθηκε καί ἀνατράφηκε μέσα σέ ἱερατική οἰκογένεια, τῆς ὁποίας τό γενεαλογικό δέντρο ἀπό πατέρα ἀριθμοῦσε πρός τά πίσω 16 γενιές ἱερέων, μέ τόν ἴδιο νά ἀποτελῆ τόν 17ο. Οἱ χρόνοι ἦταν δύσκολοι γιά τήν ἐπιβίωση τῶν χριστιανῶν ἀνάμεσα σέ μουσουλμανικό στοιχεῖο, πού ἦταν μέν σέ γειτονικά χωριά, ἀλλά περιέβαλλε τήν χριστιανική κοινότητα. Ὑπῆρχαν περιπτώσεις ἀπό μικροαφορμές νά ἐπιτίθενται οἱ Τοῦρκοι στούς Χριστιανούς, νά ἁρπάζουν τά περιουσιακά τους στοιχεῖα καί νά τούς ἀφήνουν μέσα στήν φτώχεια.Γιά τήν ἀνασυγκρότηση τῆς ἐνορίας, ὕστερα ἀπό ληστρικές ἐπιθέσεις τῶν Τούρκων, ὁ π. Σοφιανός ἐργαζόταν γιά νά τονώση τό ἠθικό τῶν ἀνθρώπων βοηθούμενος ἀπό τήν νύφη του Σοφία, σύζυγο τοῦ γυιοῦ του Μιχαήλ. Ἐκτός ἀπό τόν γυιό του Μιχαήλ εἶχε ἀκόμα τρεῖς θυγατέρες. Ὁ ἴδιος ἦταν πολύ ἐργατικός, χωρίς νά παραμελῆ τά ἱερατικά του καθήκοντα. Γι᾿ αὐτόν προεῖχε πρῶτα ἡ ὑπηρεσία στήν Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Θεοδώρων καί ἔπειτα, κατά τόν ἐλεύθερο χρόνο του, ἐργαζόταν στά κτήματα, τήν κτηνοτροφία καί τήν μελισσοκομία.
Οἱ ἀγαθοεργίες αὐτές τοῦ π. Σοφιανοῦ μᾶς ὑπενθυμίζουν τόν ἅγιο Νικόλαο Ἐπίσκοπο Μύρων, ὅταν βοηθοῦσε τούς πιστούς. Ἔτσι φαίνεται ἡ καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν τῆς ἐλεημοσύνης καί τῆς ἀγάπης, μέ τέτοιο τρόπο ὥστε νά μήν προσβάλλεται ἡ ἀξιοπρέπεια τοῦ ἄλλου, πού δέχεται τήν βοήθεια, ἀλλά καί νά ἀποφεύγη τόν ἔπαινο τῶν εὐεργετημένων.
Γιά τήν εἰρήνη καί τήν ἀσφάλεια τοῦ χωριοῦ καί τῶν ἐνοριτῶν του ἔκανε προσευχές καί ἀγρυπνίες καί ὁ Θεός φύλαξε, ὥστε ποτέ οἱ Τοῦρκοι νά μήν βιοπραγήσουν στό χωριό τους.
Ἔλεγαν οἱ Τοῦρκοι χωροφύλακες (τσανταρμάδες) στόν π. Σοφιανό: «Παπᾶ ἐφέντη, ἐρχόμαστε νύχτα νά ληστέψωμε τό χωριό σας καί δέν μᾶς ἀφήνουν νά περάσωμε δύο καβαλλάρηδες λευκοφορεμένοι˙ μᾶς κυνηγοῦν. Ποιοί εἶναι αὐτοί;». Προφανῶς θά ἦταν οἱ Ἅγιοι Θεόδωροι, οἱ προστάτες τοῦ χωριοῦ, στά ὀνόματα τῶν ὁποίων ἦταν ἀφιερωμένος ὁ Ναός τοῦ χωριοῦ Βαρτάντων.
Κάποια φορά ὁ βοσκός τοῦ χωριοῦ πῆγε στόν π. Σοφιανό τήν ὥρα πού ὄργωνε τό χωράφι του καί διαμαρτυρήθηκε, λέγοντάς του:
«Ἐσύ, παπᾶ μου, ἔχεις καί καλλιεργεῖς, ἐνῶ ἐγώ δέν ἔχω τίποτα».
Τότε ὁ π. Σοφιανός εἶπε στήν νύφη του νά ξεζέψη τά ζῶα ἀπό τόν ζυγό καί ἔδωσε τό χωράφι στόν βοσκό νά μήν διαμαρτύρεται, ἀλλά νά καλλιεργῆ αὐτός τό χωράφι. Ὁ βοσκός καλλιέργησε τό χωράφι γιά δύο χρονιές κι ὕστερα τό ἄφησε. Ὁ π. Σοφιανός τότε ἐπανέλαβε τήν καλλιέργεια τοῦ ἀγροῦ.
Τότε ὁ βοσκός παρουσιάστηκε καί διαμαρτυρήθηκε ἔντονα γιά τήν ἐνέργεια αὐτή τοῦ ἱερέα, ὁ ὁποῖος ὑποχωρητικός καί συγκαταβατικός τοῦ ἔδωσε πάλι τό χωράφι μέ τήν σύσταση νά τό καλλιεργῆ. Ὅταν τρύγησε τά μελίσσια, ἔδωσε στήν νύφη του Σοφία ἕνα δοχεῖο μέλι νά τό πάη στό σπίτι τοῦ βοσκοῦ. Ἡ νύφη του διαμαρτυρήθηκε:
«Αὐτός μᾶς συμπεριφέρεται τόσο ἄγρια καί νά τοῦ πάω καί μέλι;».
Στήν ἐπιμονή τοῦ ἱερέα ὡστόσο ἔκανε ὑπακοή ἡ Σοφία καί πῆγε τό μέλι στόν δύστροπο βοσκό, ὁ ὁποῖος κατάλαβε τό λάθος του καί ζήτησε ἀργότερα συγγνώμη γιά τήν συμπεριφορά του.
Ὁ π. Σοφιανός ἐπισκεπτόταν τίς οἰκογένειες, ἰδιαιτέρως τήν πρώτη μέρα κάθε μῆνα γιά νά τούς ἁγιάση μέ τόν καθιερωμένο ἁγιασμό, πού ἔκανε κάθε ἀρχή μηνός. Κατά τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων ἐπισκέπτονταν τά σπίτια γιά νά φωτίση καί τούς ἀνθρώπους. Οἱ ἄνθρωποι ἐκ παραδόσεως ἔριχναν κάποια μεταλλικά νομίσματα στό χάλκινο ἀγγεῖο (παρχάτσι), τό ὁποῖο εἶχε ἁγιασμό καί τό χρησιμοποιοῦσε ὁ ἱερέας στίς ἐπισκέψεις τῶν σπιτιῶν.
Ὅταν ἐπισκέπτωνταν κάποιο σπίτι φτωχικό ἤ χήρας, ἔβγαζε τά νομίσματα καί τά ἄφηνε ἐκεῖ ὡς εὐλογία.
Τήν ἐποχή ἐκεῖνοι οἱ ἱερεῖς ἦταν λίγοι˙ ἔτσι καλοῦσαν τόν π. Σοφιανό νά ἐπισκεφθῆ τά γύρω χωριά τους γιά νά βαφτίση τά παιδιά πού ἔρχονταν στήν ζωή, καί νά κάνη καί εὐχέλαια, ἁγιασμούς κ.τ.λ. ἔχοντας μαζί του λείψανα ἁγίων.
Ἡ κοινωνική εὐαισθησία τοῦ π. Σοφιανοῦ τόν ὤθησε νά κατασκευάση ἕνα νερόμυλο, ἀπ᾿ τόν ὁποῖο δέν εἰσέπραττε ἁλεστικά ἀπό ἀνθρώπους, πού δυσκολεύονταν νά ἀντιμετωπίσουν τίς καθημερινές ἀνάγκες τους. Ἡ καλωσύνη του ἦταν πολλές φορές συγκινητική.
Κάποια φορά πού ἔμεινε στό ἁλῶνι γιά νά τό φυλάη, πῆγε νύχτα μία γυναῖκα γιά νά κλέψη σιτάρι. Ὁ π. Σοφιανός ὄχι μόνο δέν τήν παρατήρησε γιά τήν πράξη τῆς κλοπῆς, ἀλλά ἀντίθετα τήν βοήθησε νά φορτωθῆ τό τσουβάλι στούς ὤμους της. Ἐπίσης ἔδινε εὐλογία ἀπό τά ζῶα πού διατηροῦσε, γαλακτοκομικά προϊόντα σέ χῆρες καί οἰκογένειες μέ μικρά παιδιά. Ἡ νύφη του Σοφία διατηροῦσε ἕνα μικρό παντοπωλεῖο γιά τά ἀπαραίτητα καθημερινῆς χρήσης, π.χ. ἁλάτι, ζάχαρη, ἐλιές, λάδι, σαπούνια, ὑφάσματα, κλωστές, βελόνες καί ὅ,τι ἄλλο ἦταν ἄμεσα ἀπαραίτητο. Γιά τίς ὑπόλοιπες ἀγορές τους πή- γαιναν στήν κωμόπολη Ἄρδασσα.
Κάποια συγχωριανή τῆς γιαγιᾶς Σοφίας νύφης τοῦ π. Σοφιανοῦ, ἀπό τό χωριό Βαρτάντων, σέ συζήτηση γιά τόν π. Σοφιανό, ἡ κυρία Παρθένα διηγή- θηκε ἕνα ἱστορικό γεγονός γιά τόν π. Σοφιανό. Στό χωριό κατέβαινε συχνά μία ἀρκούδα καί προξενοῦσε μεγάλες ζημιές στίς ἀγροτικές τους καλλιέργειες καί προξενοῦσε φόβο σέ ὅλους τούς κατοίκους. Τότε ἀποφάσισαν τά παλληκάρια τοῦ χωριοῦ νά στήσουν καρτέρι στήν ἀρκούδα καί νά τήν σκοτώσουν. Ἔτσι καί ἔγινε. Ὁ Τσορανίδης καί οἱ ἄλλοι ἔφτασαν στήν φωλιά τῆς ἀρκούδας. Ὁ Τσορανίδης ἔβαλε φωτιά ἔξω ἀπό τήν σπηλιά – φωλιά τῆς ἀρκούδας γιά νά ἀναγκαστῆ ἡ ἀρκούδα νά βγῆ ἀπό τήν φωλιά της. Ὅταν ὅμως βγῆκε ἡ ἀρκούδα, τῆς ἐπιτέθηκε ὁ Τσορανίδης μέ ἕνα μαχαίρι καί τήν τραυμάτισε θανάσιμα. Αὐτή ὅμως πρόλαβε καί τοῦ ἔβγαλε τό ἕνα του μάτι, ἐνῶ οἱ ἄλλοι σκόρπισαν ἔντρομοι.
Κατόπιν τοῦ γεγονότος τῆς φυγῆς τῶν ὑπολοίπων, ὁ Τσορανίδης τούς ἔψαχνε γιά νά λογαριαστῆ μαζί τους. Αὐτοί ἀπό τόν φόβο τους βγῆκαν στό βουνό καί κατέβαιναν ἀργά τήν νύχτα στό χωριό γιά νά προμηθευτοῦν τροφές γιά τήν συντήρησή τους. Αὐτό διήρκησε ἀρκετές ἡμέρες, μέχρι πού οἱ γονεῖς καί οἱ γυναῖκες τους πῆγαν ἀγανακτισμένοι στόν π. Σοφιανό καί τοῦ παραπονέθηκαν γιά τήν κατάστασή τους καί τήν ἀπειλή τοῦ φόνου πού βίωναν οἱ δικοί τους ἀπό τόν Τσορανίδη. Τότε ὁ π. Σοφιανός μέ τήν φώτιση πού εἶχε ἀπό τόν Θεό, πῆγε καί βρῆκε τόν Τσορανίδη καί τοῦ εἶπε:
«Θέλω νά σοῦ ζητήσω μία χάρη καί θέλω νά μοῦ ὑποσχεθῆς στόν λόγο τῆς τιμῆς σου ὅτι θά μοῦ τήν κάνης, ὅποια καί νά εἶναι αὐτή».
Αὐτός ὅμως ζητοῦσε νά μάθη ποιά θά εἶναι αὐτή ἡ χάρη πρίν τήν κάνη. Ὁ π. Σοφιανός ἐπέμενε νά τοῦ ὑποσχεθῆ πρῶτα ὅτι θά ὑποσχεθῆ νά τοῦ κάνη τήν χάρη καί μετά θά τοῦ πῆ τό ζητούμενο. Ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στήν ἁγιότητα τοῦ π. Σοφιανοῦ, ὁ Τσορανίδης ὑποχώρησε καί εἶπε ὅτι θά τηρήση τήν ὑπόσχεσή του. Τότε ὁ π. Σοφιανός τοῦ εἶπε νά συγχωρήση αὐτούς πού ἤθελε νά ἐκδικηθῆ καί ἔτσι ἔληξε ἀναίμακτα τό θέμα πού εἶχε δημιουργηθῆ μεταξύ τοῦ ἐξαγριωμένου Τσορανίδη καί τῶν λιπόψυχων συγχωριανῶν του. Ὁ Τσορανίδης ἄν καί λυπήθηκε, ὡστόσο κράτησε τήν ὑπόσχεσή του, ἀπό σεβασμό πρός τόν π. Σοφιανό.
Κάποτε ἦρθαν στόν π. Σοφιανό τρία ἀδέλφια πού τούς εἶχε βαφτίσει ὁ ἴδιος, ἦταν ἀνάδοχός τους καί τοῦ εἶπαν ὅτι ὁ ἱερέας – πατέρας του πού ὑπηρετοῦσε στό χωριό τους ἄφησε κληρονομιά γιά τόν π. Σοφιανό –σπίτι καί χωράφια– καί τόν παρακα- λοῦσαν νά φροντίση γιά τήν περιουσία πού τοῦ ἄφησε ὁ πατέρας του. Ὁ π. Σοφιανός τούς ζήτησε νά ἀφήσουν ἕνα μεγάλο μέρος ἀπό τήν περιουσία στήν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ καί τά ὑπόλοιπα νά τά μοιραστοῦν μεταξύ τους.
Ὁ π. Σοφιανός εἶχε λείψανα Ἁγίων καί μέ αὐτά ἔκανε παρακλήσεις στόν Θεό γιά νά βρέξη. Τηροῦσε ὅλες τίς νηστεῖες καί τίς ἀργίες καί ἐργαζόταν κανονικά τίς ὑπόλοιπες ἡμέρες.
Ἦταν εὐχάριστος καί καλωσυνᾶτος ἄνθρωπος. Σέ συζητήσεις, σέ τυχόν συστάσεις ἤ παρατηρήσεις πού ἔκανε, δεχόταν καί τίς ἀντιδράσεις χωρίς κακία ἤ παρεξήγηση.
Ἀπό τήν γιαγιά μας Σοφία, νύφη τοῦ ἀείμνηστου π. Σοφιανοῦ, ἀκούσαμε τό παρακάτω συμβάν:
Κάποια φορά ὁ π. Σοφιανός κουρασμένος καθώς ἦταν ἀπό τίς ἐργασίες στό χωράφι ἀποκοιμήθηκε˙ καί ὅταν ξύπνησε αἰσθάνθηκε ὅτι κάτι ὑπῆρχε ἀνάμεσα στά πόδια του καί τήν κοιλιά του. Τότε ξεκούμπωσε τό παντελόνι του καί εἶδε ἕνα φίδι μεγάλο. Τοῦ λέει ἀτάραχος: «Εὐλογημένο, φύγε ἀπό ἐδῶ», καί ἐκεῖνο σάν νά ἦταν λογικό ὄν ἀπομακρύνθηκε, χωρίς νά τόν τσιμπήση καί ὁ πατήρ δέν τό κυνήγησε γιά νά τό σκοτώση.
Ἡ γιαγιά μας Σοφία ἦταν ἀγράμματη. Ὡστόσο εἶχε πολλά ἀκούσματα ἀπό τόν πεθερό της π. Σοφιανό, ὁ ὁποῖος τόν ἐλεύθερο χρόνο του τῆς διάβαζε βίους Ἁγίων καί ἄλλα χριστιανικά βιβλία. Ὁ π. Σοφιανός ἔλεγε ὅτι καί στήν θάλασσα κοντά νά καθήσης, ὅσο νερό σέ ἀναλογεῖ νά πάρης, τό παραπανίσιο εἶναι περιττός κόπος. Σέ ὅλες τίς πράξεις τῆς ζωῆς του τηροῦσε τό «πᾶν μέτρον ἄριστον». Ἦταν νηστευτής καί ἐγκρατής, μάλιστα καί τά ἐγγόνια του τά νήστευε μετά τόν ἀπογαλακτισμό τους.
Ἔλεγε ἐπίσης:
«Ἀπό αὐτά πού δίνεις, δέν λιγοστεύουν, γιατί ὁ Θεός τά περισσεύει πολλαπλά».
«Αὐτό πού δίνεις νά μήν τό πῆς, γιά νά λάβης μισθό ἀπό τόν Θεό».
«Ὅποιος θέλει τό κακό σου σέ κάνει καί γελᾶς, ἐνῶ ὅποιος θέλει τό καλό σου σέ κάνει καί κλαῖς».
Στίς χῆρες πού μεγάλωναν ὀρφανά ὁ π. Σοφιανός ἔλεγε, νά μήν στενοχωριοῦνται πού δέν μποροῦν νά κάνουν ἐλεημοσύνες, γιατί γι᾿ αὐτές τό μεγάλωμα τῶν ὀρφανῶν ἦταν σάν νά χτίζης Ἐκκλησία.
Πολύ καιρό πρίν τήν κοίμησή του, ὁ π. Σοφιανός ἔλεγε στήν νύφη του Σοφία, νά μήν ξεχάση μετά ἀπό τρία χρόνια ἀπό τήν κοίμησή του νά κάνη ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του.
Ἀφοῦ ἐκοιμήθη εἰρηνικά ὁ π. Σοφιανός τό ἔτος 1915, τό σῶμα του ἔμεινε στήν γῆ θαμμένο ἐπί ἑπτά ἔτη. Ὁ λόγος ἦταν διότι στόν Πόντο τότε ὑπῆρχαν δυσκολίες, ἄλλοι ἔφευγαν καί δέν εὕρισκαν εὔκολα ἱερέα γιά νά κάνη τήν ἀνακομιδή. Ὁ γυιός του Μιχάλης εἶχε πεθάνει καί ὁ π. Σοφιανός συχνά ἐμφανιζόταν στόν ὕπνο τῆς γιαγιᾶς Σοφίας καί τῆς ἔλεγε:
«Αὐτό πού σοῦ εἶπα δέν τό ἔκανες», καί ἐννοοῦσε τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του. Τῆς ἔλεγε:
«Ἐσεῖς θά φύγετε, θά πᾶτε στήν Ἑλλάδα καί ἐμένα θά μέ ἀφήσετε ἐδῶ;».
Ὁ π. Σοφιανός γνώριζε ἀπό ἐκεῖ ψηλά τόν ξερριζωμό τῶν Ποντίων καί δέν ἤθελε νά μείνουν ἐκεῖ τά λείψανά του. Καί ἐνῶ ἡ γιαγιά Σοφία ἔβλεπε ὅλο καί πιό συχνά στόν ὕπνο της τόν π. Σοφιανό, συγχωριανοί πιστοί γέροντες ἔβλεπαν συχνά ἕνα φῶς, κάτι σάν ἕνα μικρό φωτεινό ἄστρο πά- νω ἀπό τόν τάφο του. Ὁ κόσμος ἀναστατώθηκε καί ἀνησυχοῦσε γιά τό τί ἄραγε σήμαινε ἡ ἐμφάνιση τοῦ φωτός. Κι αὐτό στάθηκε ἐπί πλέον ἀφορμή γι᾿ αὐτήν νά ἐντείνη τίς προσπάθειές της νά βρῆ ἱερέα καί νά κάνη τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του.
Κατά τήν ἀνασκαφή τοῦ τάφου οἱ παρόντες ἀνέπνεαν μία εὐχάριστη εὐωδία, ἡ ὁποία γινόταν ὅλο καί πιό ἔντονη ὅσο πλησίαζαν πρός τό σημεῖο πού βρέθηκε τό δεξί του χέρι ἀναλλοίωτο πού κρατοῦσε τόν Σταυρό. Οἱ παρευρισκόμενοι στήν ἀνασκαφή, ἀνέπνευσαν τήν εὐωδία καί εἶδαν τό δεξί χέρι ἄφθορο, γι᾿ αὐτό ἔλεγαν ὅτι σίγουρα ἁγίασε. Ἡ γιαγιά τά ἔφερε στήν Ἑλλάδα ὡς ἀνεκτίμητο θησαυρό. Τά λείψανα τοῦ π. Σοφιανοῦ ἦταν καί εἶναι ὅ,τι πολυτιμώτερο ἔχομε στήν οἰκογένειά μας. Σήμερα βρίσκονται στό πατρικό μας, ὅπου ὁ ἀδελφός μου Χρῆστος τά φυλάγει σέ λειψανοθήκη τοποθετημένη στό εἰκονοστάσιο καί ἀνάβει τήν κανδήλα συνεχῶς.
Τήν εὐχή του νά ἔχωμε. Ἀμήν.
Ἀσκητές μέσα στόν κόσμο Γ’
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου