«Ένα απέραντο "Εθνικό Νεκροταφείο", που κρύβει στα σπλάχνα του τα κορμιά χιλιάδων παλληκαριών, είναι ο τόπος μας.
Και πάνω στα κορμιά αυτά στήθηκαν τα θεμέλια αυτής της πόλης.
Και το σιτάρι που φτιάχνει το ψωμί μας θεριεύει και μεστώνει ρουφώντας από τη γη αίμα αντί για νερό.
Κάθε λόφος γύρω μας κι ένας "κρανίου τόπος".
Κάθε χωράφι κι ένας «αγρός αίματος» για να χρησιμοποιήσω τους χαρακτηρισμούς του Ευαγγελίου που τόσο ταιριάζουν στην περίπτωση.
Τα πρώτα χρόνια, τ' αλέτρια που όργωναν τη γη, έφερναν στην επιφάνεια λευκά κόκκαλα, "κόκκαλα Ελλήνων ιερά", αντάμα με σκουριασμένες ξιφολόγχες και δερμάτινες παλάσκες περασμένες σε ζωστήρες που έζωναν, κάποτε, λυγερά σώματα παλληκαριών.
Κι όλοι μας, λίγο-πολύ, έχουμε να θυμόμαστε πως κάποτε, σκάβοντας τις αυλές των σπιτιών μας είχαμε βρει σκουριασμένα όπλα κι ανθρώπινα κόκκαλα.
Σαν στοιχειωμένος έμοιαζε το τόπος μας και τα παιδιά φοβόταν να βγούν το βράδυ από τα σπίτια τους.
Θυμάμαι τους πρώτους περιπάτους που κάναμε με το νηπιαγωγείο, εκεί κοντά στους πρόποδες του Άη-Γιώργη.
Η δασκάλα μας έλεγε ότι οι παπαρούνες στον τόπο μας είναι πιο κόκκινες από αλλού "γιατί παίρνουν το χρώμα τους από το αίμα των σκοτωμένων παλληκαριών".
Κι εμείς διστάζουμε να τις κόψουμε, από φόβο, μήπως και ματώσουμε τα χέρια μας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου