Πρόκειται γιὰ μία μεγαλειώδη φράση, τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία παρέλαβε καὶ ἔθεσε στὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἑσπερινοῦ, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες ἀκολουθίες, ὅπως τὴν εὐχαριστία μετὰ τὴν μετάληψη τῶν Τιμίων Δώρων. Θὰ ἐπιχειρήσουμε μία μικρὴ ἑρμηνευτικὴ ἀνάλυση αὐτοῦ του λόγου.
Ὁ δίκαιος Συμεὼν ἦταν πληροφορημένος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὅτι θὰ δῇ ὁπωσδήποτε τὸν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο τοῦ Θεοῦ πρὶν πεθάνη, καὶ αὐτὸ πραγματοποιήθηκε, ἀφοῦ ἦταν «προφητικῇ χάριτι τετιμημένος» (ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας). Ὅταν εἶδε τὸν Χριστό, ζητᾶ λύση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, ὅποτε γίνεται ἀντιληπτὸ ὅτι οἱ ἅγιοι «δεσμὸν λογίζονται τὸ σῶμα» (Ἱερὸς Θεοφύλακτος), καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν φοβοῦνται τὸν θάνατο.
Τὸ «κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ» δηλώνει ὅτι ζητεῖ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, «διὰ τὸν χρησμὸν ὃν ἔλαβεν» καὶ μάλιστα αὐτὸ θεωρεῖ ἀνάπαυση, γιατὶ τὸ «ἐν εἰρήνῃ» ἰσοῦται μὲ τὸ «ἐν ἀναπαύσει» (Ἱερὸς Θεοφύλακτος). Ἡ ἀνάπαυση ἔχει σχέση καὶ μὲ τὴν εἰρήνη τῶν λογισμῶν, γιατὶ ὅσο περνοῦσαν οἱ ἡμέρες ὁ δίκαιος Συμεὼν τὸ ἀνέμενε «ἀεὶ φροντίζων πότε ἐλεύσεται» (Ἱερὸς Θεοφύλακτος). Καί, βέβαια, τὸ σωτήριο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση, τὴν ὁποία ἑτοίμαζε ὁ Θεὸς πρὸ πάντων τῶν αἰώνων. Πραγματικά, προετοιμαζόταν τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ «καὶ πρὸ αὐτῆς τῆς τοῦ κόσμου καταβολῆς» (ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἦταν καὶ εἶναι φῶς στὰ ἔθνη, ἐπειδὴ οἱ Ἐθνικοί, οἱ εἰδωλολάτρες ἦταν πεπλανημένοι, βρίσκονταν στὰ σκοτάδια καὶ εἶχαν πέσει στὰ χέρια τῶν δαιμόνων (ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας), ἀλλὰ καὶ δόξα τοῦ Ἰσραήλ, γιατὶ ὁ Χριστὸς ἀνέτειλε καὶ προῆλθε ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτες. Ὅσοι, λοιπόν, εἶναι εὐγνώμονες τὸ αἰσθάνονται αὐτό (Ἱερὸς Θεοφύλακτος).
Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ ἁγίου Συμεὼν εἶναι ἕνας ἐπινίκιος ὕμνος μετὰ τὴν ἀποκάλυψη σὲ αὐτὸν τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔβλεπαν τὰ ὀπίσθια του Θεοῦ, τὴν ἔλευσή Του, ποὺ θὰ γινόταν στὸ μέλλον, αὐτὸς τὴν βλέπει κατὰ πρόσωπον. Πραγματικά, ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὄχι τὸ αἰσθητὸ καὶ ἠθικό, ὄχι τὸ συμβολικό, ἀλλὰ τὸ πραγματικό, ποὺ ἐκδιώκει τὸ σκότος τῆς ἀγνοίας καὶ τοῦ νοῦ, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἡ δόξα ὄχι μόνο τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἀλλὰ ὁλόκληρης της ἀνθρώπινης φύσεως. Χωρὶς καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἄδοξη, ἀνείδεη, ἀόριστη καὶ ἀνώνυμη. Μὲ τὸν Χριστὸ ἀποκτᾶ «εἶδος καὶ ὅρο» (ἱερὸς Νικόλαος Καβάσιλας).
Τὸ ὅτι ὁ Συμεὼν μόλις εἶδε τὸν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο τοῦ Θεοῦ ζήτησε τὴν ἀπόλυση, τὸν θάνατο, ἑρμηνεύεται ἀπὸ τὴν μεγάλη χαρὰ γι᾿ αὐτὸ τὸ ὁποῖο στὴν συνέχεια ἔπρεπε νὰ ἐπιτελέσῃ. Ἤθελε νὰ πορευθῇ στὸν Ἅδη καὶ νὰ ἀναγγείλῃ τὴν χαρμόσυνη ἀγγελία ὅτι ἦλθε ὁ Μεσσίας, ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου, καὶ αὐτῶν τῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ βρίσκονταν στὸν Ἅδη. Μάλιστα, λέγει ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὅτι ὁ Συμεὼν βιαζόταν γιὰ νὰ μὴ προλάβουν νὰ ἀναγγείλουν τὸ γεγονὸς τὰ νήπια, τὰ ὁποῖα ἐπρόκειτο νὰ σφαγοῦν ἀπὸ τὸν Ἡρώδη. Καὶ αὐτὸ τὸ ζητεῖ, γιατὶ τὰ νήπια εἶναι γοργὰ καὶ εὐκίνητα, αὐτὸς δὲ «γέρων καὶ βραδὺς καὶ δυσκίνητος». Ὁ Χριστὸς ἱκανοποιεῖ τὸ αἴτημά του, γιατὶ, ὅπως λέγει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, φαίνεται σὰν νὰ τοῦ εἶπε νὰ πάῃ νὰ ἐμφανισθῇ φαιδροπρεπῶς στὸν Ἀδὰμ ποὺ ζοῦσε στὸν Ἅδη σκυθρωπῶς, καὶ νὰ ἀναγγείλῃ τὴν χαρὰ στὶς ὠδίνες τῆς Εὔας, λέγοντας: «ἥκει ἡ λύτρωσις, ἥκει ὁ ρύστης, ἥκει ἡ ἄφεσις, ἥκει ὁ ἐλευθερωτής. Μηκέτι θρηνεῖ, φύσις ἡ ἀνθρωπεία· ἥκει γὰρ ὁ ἀντιληψόμενος ὑμῶν, ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ».
Ἑπομένως, ὁ δίκαιος Συμεὼν εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ ἀνήγγειλε στοὺς δέσμιούς του Ἅδου, σὲ ὅλους τοὺς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ βρίσκονταν στὸν Ἅδη, ἐπειδὴ δὲν εἶχε καταργηθῇ ὀντολογικὰ ὁ θάνατος, ὅτι ἦλθε ὁ Χριστὸς τὸν ὁποῖο ἐκεῖνοι περίμεναν, καὶ ὅτι γρήγορα θὰ ἔλθη καὶ στὸν Ἅδη γιὰ νὰ τοὺς ἀπελευθερώσῃ.
Ὁ δίκαιος Συμεὼν ἦταν πληροφορημένος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὅτι θὰ δῇ ὁπωσδήποτε τὸν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο τοῦ Θεοῦ πρὶν πεθάνη, καὶ αὐτὸ πραγματοποιήθηκε, ἀφοῦ ἦταν «προφητικῇ χάριτι τετιμημένος» (ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας). Ὅταν εἶδε τὸν Χριστό, ζητᾶ λύση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, ὅποτε γίνεται ἀντιληπτὸ ὅτι οἱ ἅγιοι «δεσμὸν λογίζονται τὸ σῶμα» (Ἱερὸς Θεοφύλακτος), καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν φοβοῦνται τὸν θάνατο.
Τὸ «κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ» δηλώνει ὅτι ζητεῖ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, «διὰ τὸν χρησμὸν ὃν ἔλαβεν» καὶ μάλιστα αὐτὸ θεωρεῖ ἀνάπαυση, γιατὶ τὸ «ἐν εἰρήνῃ» ἰσοῦται μὲ τὸ «ἐν ἀναπαύσει» (Ἱερὸς Θεοφύλακτος). Ἡ ἀνάπαυση ἔχει σχέση καὶ μὲ τὴν εἰρήνη τῶν λογισμῶν, γιατὶ ὅσο περνοῦσαν οἱ ἡμέρες ὁ δίκαιος Συμεὼν τὸ ἀνέμενε «ἀεὶ φροντίζων πότε ἐλεύσεται» (Ἱερὸς Θεοφύλακτος). Καί, βέβαια, τὸ σωτήριο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση, τὴν ὁποία ἑτοίμαζε ὁ Θεὸς πρὸ πάντων τῶν αἰώνων. Πραγματικά, προετοιμαζόταν τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ «καὶ πρὸ αὐτῆς τῆς τοῦ κόσμου καταβολῆς» (ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἦταν καὶ εἶναι φῶς στὰ ἔθνη, ἐπειδὴ οἱ Ἐθνικοί, οἱ εἰδωλολάτρες ἦταν πεπλανημένοι, βρίσκονταν στὰ σκοτάδια καὶ εἶχαν πέσει στὰ χέρια τῶν δαιμόνων (ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας), ἀλλὰ καὶ δόξα τοῦ Ἰσραήλ, γιατὶ ὁ Χριστὸς ἀνέτειλε καὶ προῆλθε ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτες. Ὅσοι, λοιπόν, εἶναι εὐγνώμονες τὸ αἰσθάνονται αὐτό (Ἱερὸς Θεοφύλακτος).
Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ ἁγίου Συμεὼν εἶναι ἕνας ἐπινίκιος ὕμνος μετὰ τὴν ἀποκάλυψη σὲ αὐτὸν τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔβλεπαν τὰ ὀπίσθια του Θεοῦ, τὴν ἔλευσή Του, ποὺ θὰ γινόταν στὸ μέλλον, αὐτὸς τὴν βλέπει κατὰ πρόσωπον. Πραγματικά, ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὄχι τὸ αἰσθητὸ καὶ ἠθικό, ὄχι τὸ συμβολικό, ἀλλὰ τὸ πραγματικό, ποὺ ἐκδιώκει τὸ σκότος τῆς ἀγνοίας καὶ τοῦ νοῦ, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἡ δόξα ὄχι μόνο τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἀλλὰ ὁλόκληρης της ἀνθρώπινης φύσεως. Χωρὶς καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἄδοξη, ἀνείδεη, ἀόριστη καὶ ἀνώνυμη. Μὲ τὸν Χριστὸ ἀποκτᾶ «εἶδος καὶ ὅρο» (ἱερὸς Νικόλαος Καβάσιλας).
Τὸ ὅτι ὁ Συμεὼν μόλις εἶδε τὸν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο τοῦ Θεοῦ ζήτησε τὴν ἀπόλυση, τὸν θάνατο, ἑρμηνεύεται ἀπὸ τὴν μεγάλη χαρὰ γι᾿ αὐτὸ τὸ ὁποῖο στὴν συνέχεια ἔπρεπε νὰ ἐπιτελέσῃ. Ἤθελε νὰ πορευθῇ στὸν Ἅδη καὶ νὰ ἀναγγείλῃ τὴν χαρμόσυνη ἀγγελία ὅτι ἦλθε ὁ Μεσσίας, ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου, καὶ αὐτῶν τῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ βρίσκονταν στὸν Ἅδη. Μάλιστα, λέγει ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὅτι ὁ Συμεὼν βιαζόταν γιὰ νὰ μὴ προλάβουν νὰ ἀναγγείλουν τὸ γεγονὸς τὰ νήπια, τὰ ὁποῖα ἐπρόκειτο νὰ σφαγοῦν ἀπὸ τὸν Ἡρώδη. Καὶ αὐτὸ τὸ ζητεῖ, γιατὶ τὰ νήπια εἶναι γοργὰ καὶ εὐκίνητα, αὐτὸς δὲ «γέρων καὶ βραδὺς καὶ δυσκίνητος». Ὁ Χριστὸς ἱκανοποιεῖ τὸ αἴτημά του, γιατὶ, ὅπως λέγει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, φαίνεται σὰν νὰ τοῦ εἶπε νὰ πάῃ νὰ ἐμφανισθῇ φαιδροπρεπῶς στὸν Ἀδὰμ ποὺ ζοῦσε στὸν Ἅδη σκυθρωπῶς, καὶ νὰ ἀναγγείλῃ τὴν χαρὰ στὶς ὠδίνες τῆς Εὔας, λέγοντας: «ἥκει ἡ λύτρωσις, ἥκει ὁ ρύστης, ἥκει ἡ ἄφεσις, ἥκει ὁ ἐλευθερωτής. Μηκέτι θρηνεῖ, φύσις ἡ ἀνθρωπεία· ἥκει γὰρ ὁ ἀντιληψόμενος ὑμῶν, ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ».
Ἑπομένως, ὁ δίκαιος Συμεὼν εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ ἀνήγγειλε στοὺς δέσμιούς του Ἅδου, σὲ ὅλους τοὺς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ βρίσκονταν στὸν Ἅδη, ἐπειδὴ δὲν εἶχε καταργηθῇ ὀντολογικὰ ὁ θάνατος, ὅτι ἦλθε ὁ Χριστὸς τὸν ὁποῖο ἐκεῖνοι περίμεναν, καὶ ὅτι γρήγορα θὰ ἔλθη καὶ στὸν Ἅδη γιὰ νὰ τοὺς ἀπελευθερώσῃ.
Ιεροθέου μητρ.Ναυπάκτου,Εισαγωγή στην ορθόδοξη Χριστολογία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου