Έθου σκότος, και εγένετο νύξ. Εν αυτή διελεύσονται πάντα τα θηρία τού δρυμού.
• Σκύμνοι ωρυόμενοι τού αρπάσαι, και ζητήσαι παρά τω Θεώ βρώσιν αυτοίς.
• Ανέτειλεν ο ήλιος, και συνήχθησαν, και εις τας μάνδρας αυτών κοιτασθήσονται.
• Εξελεύσεται άνθρωπος επί το έργον αυτού, και επί τήν εργασίαν αυτού έως εσπέρας.
• Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε! Πάντα εν σοφία εποίησας! επληρώθη η γή τής κτίσεώς σου.
Εσύ Κύριε όρισες να έρχεται το σκοτάδι και να γίνεται νύχτα, που όσο κρατάει, τα άγρια θηρία τριγυρίζουν για αναζήτηση της τροφής τους.
Βγαίνουν με βρυχηθμούς τα μικρά των λιονταριών για να αρπάξουν τη λεία τους και ο βρυχηθμός τους είναι φωνή προς το Θεό για να τους δώσει τροφή. Ανατέλλει ο ήλιος και τα θηρία μαζεύονται στις φωλιές τους για να κοιμηθούν. Τότε βγαίνει κι ο άνθρωπος για τα έργα του και για τις ασχολίες του ως το βράδυ. Πόσο μεγάλα και λαμπρά είναι τα έργα σου, Κύριε!
1 σχόλιο:
«Αύτη η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος…» – ο Προοιμιακός Ψαλμός, =Ψαλμός 103
• Ευλόγει η ψυχή μου, τόν Κύριον! Κύριε ο Θεός μου εμεγαλύνθης σφοδρα.
• Εξομολόγησιν και μεγαλοπρέπειαν ενεδύσω, αναβαλλόμενος φώς ως ιμάτιον.
• Εκτείνων τον ουρανόν ωσεί δέρριν, ο στεγάζων εν ύδασιν τα υπερώα αυτού.
• Ο τιθείς νέφη τήν επίβασιν αυτού, ο περιπατών επί πτερύγων ανέμων.
• Ο ποιών τούς Αγγέλους αυτού πνεύματα, και τούς λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα.
• Ο θεμελιών τήν γήν επί τήν ασφάλειαν αυτής, ου κλιθήσεται εις τόν αιώνα τού αιώνος.
• Άβυσσος ως ιμάτιον το περιβόλαιον αυτού, επί των ορέων στήσονται ύδατα.
• Από επιτιμήσεώς σου φεύξονται, από φωνής βροντής σου δειλιάσουσιν.
• Αναβαίνουσιν όρη, και καταβαίνουσι πεδία εις τόπον, όν εθεμελίωσας αυτά.
• Όριον έθου, ό ου παρελεύσονται, ουδέ επιστρέψουσι καλύψαι την γήν.
• Ο εξαποστέλλων πηγάς εν φάραγξιν, ανάμεσον των ορέων διελεύσονται ύδατα.
• ποτιούσι πάντα τα θηρία τού αγρού, προσδέξονται όναγροι εις δίψαν αυτών.
• Επ’ αυτά τα πετεινά τού ουρανού κατασκηνώσει, εκ μέσου των πετρών δώσουσι φωνήν.
• Ποτίζων όρη εκ των υπερώων αυτού, από καρπού των έργων σου χορτασθήσεται η γή.
• Ο εξανατέλλων χόρτον τοις κτήνεσι, και χλόην τή δουλεία των ανθρώπων.
• Τού εξαγαγείν άρτον εκ τής γής και οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου.
• Τού ιλαρύναι πρόσωπον εν ελαίω• και άρτος καρδίαν ανθρώπου στηρίζει.
• Χορτασθήσεται τα ξύλα τού πεδίου, αι κέδροι τού Λιβάνου, άς εφύτευσας.
• Εκεί στρουθία εννοσσεύσουσι, τού ερωδιού η κατοικία ηγείται αυτών.
• Όρη τα υψηλά ταις ελάφοις, πέτρα καταφυγή τοις λαγωοίς.
• Εποίησε σελήνην εις καιρούς. Ο ήλιος έγνω τήν δύσιν αυτού.
• Έθου σκότος, και εγένετο νύξ. Εν αυτή διελεύσονται πάντα τα θηρία τού δρυμού.
• Σκύμνοι ωρυόμενοι τού αρπάσαι, και ζητήσαι παρά τω Θεώ βρώσιν αυτοίς.
• Ανέτειλεν ο ήλιος, και συνήχθησαν, και εις τας μάνδρας αυτών κοιτασθήσονται.
• Εξελεύσεται άνθρωπος επί το έργον αυτού, και επί τήν εργασίαν αυτού έως εσπέρας.
• Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε! Πάντα εν σοφία εποίησας! επληρώθη η γή τής κτίσεώς σου.
• Αύτη η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωροςε εκεί ερπετά ών ουκ έστιν αριθμός, ζώα μικρά μετά μεγάλων.
• Εκεί πλοία διαπορεύονται, δράκων ούτος, όν έπλασας εμπαίζειν αυτή.
• Πάντα πρός σέ προσδοκώσι, δούναι τήν τροφήν αυτών εις εύκαιρον, δόντος σου αυτοίς συλλέξουσιν.
• Ανοίξαντός σου τήν χείρα, τα σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος. Αποστρέψαντος δέ σου το πρόσωπον, ταραχθήσονται.
• Αντανελείς το πνεύμα αυτών, και εκλείψουσι, και εις τόν χούν αυτών επιστρέψουσιν.
• Εξαποστελείς το πνεύμα σου, και κτισθήσονται, και ανακαινιείς το πρόσωπον τής γής.
• Ήτω η δόξα Κυρίου εις τούς αιώνας. Ευφρανθήσεται Κύριος επί τοις έργοις αυτού.
• Ο επιβλέπων επί τήν γήν, και ποιών αυτήν τρέμειν, ο απτόμενος των ορέων, και καπνίζονται.
• Άσω τω Κυρίω εν τή ζωή μου, ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω.
• Ηδυνθείη αυτώ η διαλογή μου, εγώ δέ ευφρανθήσομαι επί τω Κυρίω.
• Εκλείποιεν αμαρτωλοί από τής γής, και άνομοι, ώστε μη υπάρχειν αυτούς. Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον.
Ως εμεγαλύνθη τα έργα Σου, Κύριε! πάντα εν σοφία εποίησας.
ΑΜΗΝ
Δημοσίευση σχολίου