Ο καλλιτέχνης στοχεύοντας ένα όσο το δυνατόν πληρέστερο σχολιασμό του θέματος, αποδίδει με επιτυχία το δραματικό ύφος της σύνθεσης που αποτελείται από πλήθος προσώπων σε κίνηση εντός ενός αρχιτεκτονικού περιβάλλοντος με ενδιαφέροντα στοιχεία, κυρίως μη υπαρκτά.
Η σκηνή του θανάτου, όπου αιμόφυρτος ο κυβερνήτης παραδίδει το πνεύμα εμπρός από τον ναό του Αγίου Σπυρίδωνος στο Ναύπλιο (Κυριακή, 27 Σεπτεμβρίου 1831), συνοδεύεται από την φυγή των δολοφόνων, Κωνσταντίνου και Γεωργίου Μαυρομιχάλη και την καταδίωξή τους καθώς και από τον αιφνιδιασμό, την οδύνη όσων παρακολουθούν παραπλεύρως ή στο βάθος το συμβάν.
Αποδίδεται η έκπληξη, η αγωνία, η θλίψη, ο θυμός των προσώπων, επιφανών και μη. Η σχεδόν σκηνογραφική, συνοπτική απόδοση των στοιχείων στο βάθος αλλά και του ουρανού που προμηνύει καταιγίδα, επάνω από την απεχθή δολοφονία, ενισχύουν την δραματική φόρτιση και μας μεταφέρουν νοητά σε μια φανταστική σκηνή θεατρικού έργου. Λόγια και μη στοιχεία συναντώνται στην τέχνη του Κερκυραίου δημιουργού, οι τρόποι διαμορφώνονται από τις επιδράσεις της παιδείας του στην Ιταλία αλλά και την σχέση του με την τοπική λαϊκή ζωγραφική.
Βρισκόμαστε εμπρός από μία απόπειρα «ειδησιογραφικής» καταγραφής στην ζωγραφική, με εξαιρετικά στοιχεία αναπαράστασης. Η απεικόνιση της δολοφονίας αρκετά μετά την διενέργειά της, μας μεταφέρει τους απόηχους του ισχυρότατου πλήγματος για όλο τον ελληνισμό αλλά και την μεγάλη οδύνη της κερκυραϊκής επτανησιακής κοινωνίας.
Μαρία Μελέντη
Ιστορικός Τέχνης
Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια δεν ανήκει στο ρεπερτόριο καλλιτεχνών με σταθερά φιλελληνικά αισθήματα. Ο πίνακας του Διονυσίου Τσόκου φιλοτεχνήθηκε μετά από ειδική παραγγελία ενός ιδιώτη, θαυμαστή του Καποδίστρια.
Ο Τσόκος δεν επέλεξε να απεικονίσει τη δραματική στιγμή της επίθεσης, αλλά λίγο αργότερα, τη στιγμή του βωβού πόνου των ατόμων που ήταν μάρτυρες, την απόγνωσή τους για το γεγονός ότι οι ελπίδες που έτρεφαν από το 1829 με τον Καποδίστρια για μια ανεξάρτητη Ελλάδα, κατέρρευσαν μεμιάς με τη δολοφονία του.
Με την απεικόνιση της σκηνής που εκτυλίχθηκε αμέσως μετά τη δολοφονία, ο ζωγράφος χρησιμοποίησε ως βάση τις αναφορές που έκαναν οι αυτόπτες μάρτυρες, τις οποίες εμβάθυνε με την προσωπική του αντίληψη του χώρου. Είναι φανερό ότι προσπάθησε να προσαρμόσει την ζωγραφική του στα δυτικά-ιταλικά πρότυπα. Μάλιστα, σε μερικές μορφές διακρίνεται η επιρροή του δασκάλου του, LudovicoLipparini. Η χρωματικότητα θυμίζει την βενετσιάνικη πολυχρωμία που ο ίδιος ο Τσόκος είχε μελετήσει εντατικά.
Στο δεξί άκρο του πίνακα, κάτω από την καμάρα της πύλης, ο Τσόκος έχει απεικονίσει τον εαυτό του. Μπροστά του στέκεται η Μαντώ Μαυρογένους, ηρωίδα της εξέγερσης της Μυκόνου και στενή συνεργάτιδα του Καποδίστρια, στηριζόμενη σε ένα άτομο που τη συνοδεύει. Την παραγγελία για τη δημιουργία του πίνακα είχε δώσει ο Άγγελος Γιαννικέσης από τη Ζάκυνθο, ο οποίοςσυγκαταλεγόταν στα πιο διακεκριμένα μέλη της ελληνικής κοινότητας εκεί. Ο ίδιος είχε υποστηρίξει τον Διονύσιο Τσόκο κατά την διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων στην Accademia της Βενετίας.
Το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο διαθέτει μερικές προπαρασκευαστικές μελέτες του πίνακα και το Μουσείο Μπενάκη έχει επίσης ένα ελαιογραφικό προσχέδιο.
Μαριλένα Ζ. Κασιμάτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου