Τα χρόνια εκείνα, μετά τα δυσάρεστα γεγονότα των οσίων εγκλείστων σπηλαιωτών Ίσαακίου και Νικήτα, ήρθε στο μοναστήρι ένας νέος ασκητής, ό μακάριος Λαυρέντιος. Είχε κι αυτός τον πόθο, σαν γενναίος στρατιώτης του Χρίστου, ν' άσκηθή καί να πολεμήση τον άνθρωποκτόνο εχθρό σαν έγκλειστος, εφαρμόζοντας πιστά σ' όλη του τη ζωή την παραγγελία του Κυρίου: «συ δε όταν προσεύχη, είσελθε είς το ταμιεΐόν σου, καί κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τω πατρί σου τω εν τω κρύπτω, καί ό πατήρ σου ό βλέπων εν τω κρύπτω αποδώσει σοι εν τω φανερω».
Οί πατέρες όμως, έχοντας πρόσφατη την ανάμνηση των παθημάτων των μακαρίων Ίσαακίου καί Νικήτα, του είπαν τρομαγμένοι: - Αδελφέ, αν θέλης ν' άσκηθης έγκλειστος, μην το κάνης εδώ στη μονή μας, πού περισσότερο άπ' όλες πολεμείται από το δαίμονα της πλάνης. Ήδη πλανήθηκαν δυο αδελφοί μας, πού τόλμησαν ν' ανοίξουν προσωπικό πόλεμο μαζί του. Καί παρά λίγο θα χάνονταν για πάντα, αλλά ή φιλανθρωπία του Θεού καί οϊ προσευχές των αγίων τους γλύτωσαν. Γι'αυτό, αν επιμενης σ' αυτό τον τρόπο της ασκήσεως, πήγαινε κάπου άλλου. Εδώ κινδυνεύεις.
Τότε ό θεομακάριστος Λαυρέντιος έβαλε μετάνοια στους πατέρες, πήρε την ευχή τους καί πήγε στη μονή του αγίου μεγαλομάρτυρας Δημητρίου. Έκει άρχισε μιαν αυστηρή έγκλειστη ζωή. Με μοναδική φροντίδα τη σωτηρία της ψυχής του ό ιερός Λαυρέντιος επέβαλλε κάθε μέρα στον εαυτό του περισσότερους καί σκληρότερους κόπους. Νέκρωνε τα σαρκικά πάθη με την άσκηση της πείνας.
Έσφαζε τους εμπαθείς λογισμούς με το πνευματικό ξίφος της προσευχής. Έσβηνε τα πυρωμένα βέλη του πονηρού με ποταμούς δακρύων. Καί με τη χάρη του Θεού όχι μόνο απελευθερώθηκε από τους δαίμονες, αλλά καί έλαβε την εξουσία να θεραπεύη θαυματουργικά τους αρρώστους καί να έκδιώκη τα πονηρά πνεύματα.
Κάποτε έφεραν στον όσιο έναν άνθρωπο από το Κίεβο, πού βασανιζόταν από φοβερό καί ακατάβλητο δαιμόνιο. Ήταν τόσο ίσχυρό, ώστε ό δαιμονισμένος μπορούσε σε στιγμές κρίσεως να ξεριζώση καί να πετάξη μακριά ένα μεγάλο δέντρο, πράγμα ακατόρθωτο για δέκα ρωμαλέους άντρες.
Ό μακάριος Λαυρέντιος από ταπείνωση προφασίστηκε ότι δεν μπορούσε να βγάλη ένα τόσο ισχυρό δαιμόνιο. Για ν'άποκαλυφθη σε όλους ή δύναμη καί ή χάρη του Θεού, πού αναπαυόταν στην αγία μονή των Σπηλαίων, είπε να οδηγήσουν έκεί τό δαιμονισμένο. Εκείνος όμως, μόλις το άκουσε, άρχισε να φωνάζη έντρομος:
- Που με στέλνεις; Εγώ δεν τολμώ ούτε να πλησιάσω σ' αυτό το μοναστήρι! Βρίσκονται εκεί τριάντα άγιοι, πού μ' έχουν κατεξευτελίσει! Με τους άλλους κάνω πόλεμο, μ' αυτούς όχι! Μ' έχουν κάψει! Τους φοβάμαι! Μη!... Όχι!... Μη με στέλνης εκεί!
Πληροφορημένος όμως τώρα ό όσιος καί από τον ίδιο το δαίμονα νια την αρετή καί την πνευματική δύναμη των αδελφών των Σπηλαίων, έδωσε πιο επίμονα καί πιο αποφασιστικά την εντολή να τον οδηγήσουν έκεί.
Οί οικείοι του δαιμονισμένου ήξεραν ότι ποτέ δεν είχε πάει στα Σπήλαια καί όλοι οι μοναχοί του ήταν άγνωστοι. Καθώς πήγαιναν λοιπόν προς τη μονή τον ρωτούσαν;
- Ποιους μοναχούς φοβάσαι; Καθώς γνωρίζουμε, σήμερα στό μοναστήρι ζουν εκατόν ογδόντα καλόγεροι. Ποιοι είν' αυτοί οί τριάντα πού σ' έχουν «κάψει»;
Ό δαιμονισμένος τότε ανέφερε ένα-ένα τα ονόματα τριάντα αδελφών καί πρόσθεσε:
- Αυτοί οί τριάντα μπορούν να με διώξουν σαν σκόνη, ακόμη καί μ' ένα τους λόγο.
- Τότε να σε κλείσουμε στο σπήλαιο με τα λείψανα των πεθαμένων μοναχών, είπαν οί άλλοι.
Καί ό δαιμονισμένος, κατά παραχώρηση Θεού, αποκρίθηκε τούτα τα θαυμαστά:
- Καί νομίζετε δτι μπορώ να κάνω πόλεμο με τους νεκρούς;
Είναι κι αυτοί άπολέμητοι. Και έχουν μεγάλη παρρησία στο Θεό. Αδιάκοπα προσεύχονται για τους μοναχούς των Σπηλαίων και για τους ανθρώπους πού προστρέχουν σ' αυτούς. 'Αλλ' αν θέλετε να δήτε τη δύναμη μου, φέρτε με στο μοναστήρι. Γιατί εκτός από τους τριάντα πού σας κατονόμασα, με όλους τους άλλους μπορώ να παλέψω!
Καθώς όμως πλησίαζαν στη μονή, ό δαιμονισμένος έπεσε σε κρίση. Έμεινε για λίγη ώρα σαν εκστατικός καί κεραυνοχτυπημένος, χωρίς επικοινωνία με το περιβάλλον. Από το στόμα του έβγαιναν παράξενες καί ακατανόητες φράσεις, ένα συνονθύλευμα από εβραϊκές, λατινικές καί ελληνικές λέξεις. Καί μετά - ώ του θαύματος! - ακριβώς μπροστά στην πύλη του μοναστηρίου το ακάθαρτο πνεύμα τον άφησε κι έγινε καπνός. Ό ταλαιπωρημένος άνθρωπος συνήλθε κι έδειξε να εχη απαλλαγή οριστικά από τη δαιμονική τυραννία.
Δοξάζοντας το Θεό εκείνος καί οί συνοδοί του, μπήκαν στη μονή καί πήγαν στη μεγάλη εκκλησία της για να Τον ευχαριστήσουν.
Ό ηγούμενος πληροφορήθηκε το γεγονός καί ήρθε στο ναό με μερικούς αδελφούς. Ωστόσο ό θεραπευμένος άνθρωπος δεν γνώριζε ούτε τον ηγούμενο ούτε κάποιον άλλον από τους τριάντα μοναχούς, πού τα ονόματα τους είχε αναφέρει στη διάρκεια της δαιμονοπληξίας του.
- Ποιος σ' έκανε καλά; Καί πώς; τον ρώτησαν μ' ενδιαφέρον.
Κι εκείνος, δείχνοντας τη θαυματουργή εικόνα της Ύπεραγίας Θεοτόκου, είπε:
Κι εκείνος, δείχνοντας τη θαυματουργή εικόνα της Ύπεραγίας Θεοτόκου, είπε:
- Στήν είσοδο της μονής μας προϋπάντησαν οί τριάντα άγιοι πατέρες μ' αυτή την εικόνα. Μόλις την άντίκρυσα θεραπεύτηκα.
Τα ονόματα των τριάντα εκείνων πατέρων τα θυμόταν όλα. Κανέναν όμως δεν μπορούσε ν' αναγνώριση, γιατί δεν τους είχε δει ποτέ.
Όλοι τότε, μοναχοί καί λαϊκοί, ύμνησαν τον Κύριο καί την πανάχραντη Μητέρα Του, πού με την αγία βούληση Τους, είχαν ευλογήσει τη μονή των Σπηλαίων καί χαριτώσει τους μοναχούς της, επειδή πρόσφεραν ολόκληρο τον εαυτό τους «θυσίαν δεκτήν, εύάρεστον τω Θεώ».
Ό όσιος Λαυρέντιος, άφοϋ «έποίησε καρπόν πολύν» στη μονή του αγίου Δημητρίου καί άφησε πολλούς μιμητές της ίσάγγελης πολιτείας του, ήρθε στην Πετσέρσκαγια. Εδώ συνέχισε τη θεοφιλή πολιτεία του για αρκετά χρόνια, και αναδείχθηκε ισάξιος των προηγουμένων αγίων ασκητών. Κατόπιν παρέδωσε τη μακαριά ψυχή του στον Κύριο καί εισήλθε «δια της στενής πύλης» στην αιώνια ζωή.
Το τίμιο σώμα του τοποθετήθηκε από τους πατέρες στο σπήλαιο των κεκοιμημένων αδελφών, Οπου μέχρι σήμερα αναπαύεται άφθορο καί δοξασμένο από το μισθαποδότη Θεό.
«Πατερικόν των Σπηλαίων του Κιέβου»εκδ.Παρακλήτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου