ΠΑΤΗΣΤΕ ΣΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΔΕΞΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΜΑΣ!

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

Γέροντας Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος(27.12.1930-10.11.1989).22 χρόνια από την κοίμησή του


Ο π. Επιφάνιος ήταν μια προφητική και πατερική παρουσία στην εποχή μας που είχε σαν αποστολή να διακρατήσει ζώσα τη συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας ότι πρέπει να αποβλέπει και να μιμείται τον της πίστεως Αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν, για να γίνει κοινωνός της Βασιλείας του Θεού.

Μια αποστολή που η εκπλήρωση της είχε σαν απαραίτητη προϋπόθεση τη συνεχή εν προσευχή επικοινωνία με την πηγή της Θείας Χάριτος, την Αγία Τριάδα για τη μέθεξη των υπερφυών χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, και την επίτευξη της καλής εν Χριστώ αλλοιώσεως.

Παράλληλα δηλαδή με την προσπάθεια μεθέξεως των διά μέσου των αιώνων καρπών του Αγίου Πνεύματος με τη μελέτη της Αγίας Γραφής και της πατερική ς θεολογίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση η επίτευξη της αδιαλείπτου προσευχής που αποτελεί την υψηλότερη από την μελέτη των Ιερών κειμένων έκφραση, απόδειξη και επισφράγιση της γνησιότητος της υψίστης αυτής αποστολής.

Γι’ αυτό και ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος προσδιορίζει την προσευχή «κατά μεν την αυτής ποιότητα συνουσίαν και ένωσιν του ανθρώπου και Θεού, κατά δε την ενέργειαν, κόσμου σύστασιν, Θεού καταλλαγήν, χαρισμάτων πρόξενον, νοός φωτισμόν, των μελλόντων αποκάλυψιν».


Είναι τοιαύτη η υπεροχή της υπερφυούς αυτής προσευχής έναντι της μελέτης των ιερών κειμένων, ώστε να καθίσταται αυτή περιττή, στην περίπτωση που ο πιστός διά της ασκήσεως και των εκ Θεού χαρισμάτων έφθανε με την προσευχή εις τοιαύτην καθαρότητα και αγνότητα που θα τον καθίστα άξιο να δεχθεί απ’ ευθείας την θεία έλλαμψη.


Ο ιερός Χρυσόστομος γράφει σχετικώς: «Έδει μεν ημάς μηδέ δείσθαι της από των γραμμάτων βοηθείας, αλλ’ ούτω βίον παρέχεσθαι καθαρόν ως του Πνεύματος την χάριν αντί βιβλίων γίνεσθαι ταις ημετέραις ψυχαίς καθάπερ ταύτα δια μέλανος, ούτω τας καρδίας τας ημετέρας διά πνεύματος εγγεγράφθαι».
Συμπληρώνει δε ο ιερός συγγραφεύς της Κλίμακος: «Διδάσκαλος έστιν, όντως ο νοεράν δέλτον γνώσεως δακτύλω Θεού, ήγουν ελλάμψεως εξ αυτού κομισάμενος και των λοιπών βιβλίων ανενδεής γενόμενος».


Με τον τρόπον αυτόν διά της ασκήσεως και της αδιαλείπτου προσευχής ο πιστός γίνεται απ’ ευθείας θεοδίδακτος, διότι έχει αυτόν τον Θεό «διδάσκαλον, τον διδάσκοντα άνθρωπον γνώσιν και διδόντα ευχήν τω ευχομένω».
Ο π. Επιφάνιος είχε πλήρη συνείδηση, ότι η αληθής προσευχή είναι η κορυφαία έκφραση της διά μέσου της ασκήσεως, εγκράτειας, ταπεινώσεως και αγάπης αναφοράς και ανατάσεως ολοκλήρου της υπάρξεως του προσευχομένου σε ύμνο, δοξολογία και ευχαριστία και σε αΐδιο πόθο κοινωνίας με το υπέρτατο εφετό των πιστών, την Αγία Τριάδα.


Είχε πλήρη συνείδηση, ότι η προσευχή αυτή που τελειούται στην Θεία Ευχαριστία αποτελεί το υπέρτατο προνόμιο που παρεχώρησε ο εν Τριάδι Θεός εις τον άνθρωπο και συγχρόνως το υπέρτατο κριτήριο της ουσιαστικής και αληθινής κοινωνίας με τον Θεό συμφώνως και με την διαπίστωση του Αγίου Νείλου του ασκητή: «Ει προσεύχη αληθώς θεολόγος ει και ει θεολόγος ει προσευχή αληθώς».

Και είναι γεγονός, ότι διά τον π. Επιφάνιο η προσευχή ήταν στάση και τρόπος ζωής- ήταν η ίδια η ζωή του. Μια ζωή που σε κάθε έκφανση και έκφραση της ήταν προσευχομένη διακονία για τη δόξα του Χριστού, την αγάπη για τους αδελφούς του και την προάσπιση της Ορθοδοξίας. Εκτός από τις ελάχιστες ώρες ύπνου (περίπου 2 – 4 το 24ωρο), ο υπόλοιπος χρόνος της ζωής του ήταν μια συνεχής προσφορά αγάπης και θυσίας, ένα συνεχές βίωμα όλων των αρετών, μια συνεχής δοξολογία με έργα και λόγια της Αγίας Τριάδος.

Ασθενικός το σώμα με σκόλοπα στην σάρκα, τηρούσε το εκκλησιαστικό τυπικό των Ιερών ακολουθιών με απόλυτη ακρίβεια, ακόμη και εάν ο συνεχής φόρτος



εργασίας και τα καθ’ ήμερα και νύκτα επείγοντα προβλήματα, όχι βεβαίως ιδικά του, αλλά των πνευματικών του τέκνων, τον ανάγκαζαν σε αναβολή και τέλεση των σχετικών ακολουθιών (Εσπερινός, Απόδειπνο κλπ.) έστω και στις 2 το πρωί.

Η προσευχή για τον π. Επιφάνιο ήταν πιο απαραίτητη από ότι η αναπνοή για το σώμα συμφώνως με την ρήση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου «Μνημονευτέον Θεού μάλλον ή αναπνευστέον».

Η μνήμη του Ιησού στον π. Επιφάνιο είχε ενωθεί με την πνοή του, όπως προτρέπει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Ιησού μνήμη ενωθήτω τη πνοή σου».

Η σκέψη του, η βούλησή του, οι πόθοι του ήταν συνεχώς στραμμένοι προς τον μοναδικό έρωτα της ζωής του, τον Νυμφίο Χριστό και την προς Αυτόν καθοδήγηση των πνευματικών του τέκνων.

Παρά την ασθένεια της σαρκός ο π. Επιφάνιος με αυστηρότατη άσκηση και νηστεία, είχε αποκοπεί πλήρως από τις κοσμικές επιθυμίες και είχε μεταφέρει όλη την αγάπη του και τους πόθους του στην ουράνιο Βασιλεία, δυνάμενος να επαναλάβει μετά του Παύλου: «εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι’ ου εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμω» (Γαλ. 6, 14).

Η ολοκληρωτική απάρνηση του κόσμου και η αδιάλειπτος προσευχή δι’ όλης αυτού της διακονίας, έργων και λόγων και εξ όλης αυτού της κεκαθαρμένης καρδίας προς τον Εσταυρωμένο Θεό της Αγάπης οδηγεί στη δυνατότητα να λεχθεί και διά τον μακαριστό Γέροντα π. Επιφάνιο, ό,τι διεκήρυξε διά τον εαυτό του Απ. Παύλος: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Δεδομένου, ότι προς πάντας τους αληθινούς πιστούς που τον αγαπούν και τηρούν με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος τις εντολές Του, υπεσχέθη ο Κύριος, ότι θα ζει μαζί με τον Ουράνιο Πατέρα εντός τους: «Εάν τις αγαπά με τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν».

Η υπερβάλλουσα πνευματικότητα του μακαριστού π. Επιφανίου, που συμπυκνούται στην αδιάλειπτη και νοερά προσευχή είχε διαδοθεί ευρέως, παρά την αφάνεια και το «λάθε βιώσας» που τόσο επεδίωκε, και εκτιμάτο όλως ιδιαιτέρως σε περιοχές που κατ’ εξοχήν διακρίνονται για την επίδοση τους στις πνευματικές αυτές ασκήσεις, όπως το Άγιον Όρος.


Το μέγεθος της εκτιμήσεως αυτής που έφθανε στα όρια της αναγνωρίσεως του ως αυθεντίας αποδεικνύεται από το έξης γεγονός. Πριν από αρκετά χρόνια του εζήτησε μία Αδελφή να την καθοδηγήσει εις την νοερά προσευχή.


-Εγώ της απάντησε είμαι μεν Ιερομόναχος αλλά ζω στον κόσμο. Μπορώ να σου υποδείξω μερικούς απλούς τεχνικούς τρόπους, αλλά καλά θα κάνεις να συμβουλευθείς κανένα Αγιορείτη Πατέρα, ο οποίος να ασκείται στην νοερά προσευχή. Και της υπέδειξε έναν ηγούμενο, ο οποίος την εποχή εκείνη ασκείτο μαζί με την συνοδεία του στην νοερά προσευχή.


Για να λάβει την όλως απροσδόκητη, απάντηση: Μα, Γέροντα, εκείνος με έστειλε σε σας!/gerontas.gr


*****



ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΟΦΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ Π. ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΕΡΙ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ


-Γέροντα, λένε μερικοί για την Παλαιά Διαθή­κη: «Δεν πρέπει να μελετούμε την ιστορία των Ε­βραίων».


-Δεν είναι ιστορία των Εβραίων. Είναι η προϊ­στορία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αυτό πρέ­πει να το καταλάβουν. Ο Αβραάμ, ο Ισαάκ και ο Ια­κώβ μπορεί να είναι κατά σάρκα πρόγονοι των Ισραη­λιτών, αλλά κατά πνεύμα είναι δικοί μας. Αυτό το λέ­γει ο Απόστολος Παύλος (Γαλ. γ' 7-9). Και ο Κύριος είπε στους Ιουδαίους: Μη νομίζετε, ότι με το να λέτε, Πατέρα έχουμε τον Αβραάμ, έχει κάποια αξία, αφού εσείς δεν πολιτεύεσθε, όπως ο Αβραάμ.

Ο Χριστιανικός λαός είναι ο κατά πνεύμα Ισ­ραήλ. Όποιος χριστιανός μιμείται την πίστη του Α­βραάμ, αυτός είναι παιδί του Αβραάμ. Και όχι οι Ε­βραίοι, οι οποίοι απεδοκίμασαν τον Μεσσία, στον οποίον ο Αβραάμ πίστευσε και τον προσδοκούσε. Ό­λοι οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης τον Μεσσία προσδοκούσαν και ο Ιακώβ και οι άλλοι Πατριάρ­χες. Και ο θεόπτης Μωΰσής, ο οποίος είπε: «Προφή­την εκ των αδελφών σου... αναστήσει σοι Κύριος ο Θεός σοι;»(Δευτρ. ιη' 15).

Είναι, λοιπόν, κατά πνεύμα, δικοί μας πρόγονοι οι άγιοι της Παλαιάς Διαθήκης. Η αντίληψη, ότι η Πα­λαιά Διαθήκη είναι η ιστορία του εβραϊκού λαού, ειναι στρεβλή. Η αλήθεια είναι, ότι πρόκειται για την προϊστορία του Χριστιανισμού. Είναι η προϊστορία του Ιδίου του Κυρίου μας.
Οι Ιουδαίοι τώρα είναι πλέον αντίχριστοι. Δεν εί­ναι περιούσιος λαός. Εξέπεσαν. Δεν το ψάλλουμε την Πεντηκοστή; «Ιουδαίοι... απιστία νοσήσαντες θεϊκής εξέπεσον χάριτος».



ΠΕΡΙ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ
Να έχουμε επίγνωση των μέτρων μας. Πολλοί το παθαίνουν αυτό. Βλέπουν σ' έναν ασκητή ότι έκανε κάποια πολύ βαρειά, πολύ αυστηρή άσκηση: «Να την κάνω, και εγώ». Μα είναι στα μέτρα σου αυτή η άσκηση; Η μήπως σε κλέψει ο διάβολος «εκ δεξιών»; Το συζήτησες με τον Πνευματικό σου, αν πρέπει να κάνεις αυτή την μεγάλη άσκηση; Υπάρχει κίνδυνος να πλανηθείς.
Μπορούμε; Είναι στα μέτρα μας αυτό που θέλουμε να κάνουμε;



ΠΕΡΙ ΠΛΟΥΤΟΥ
-Γέροντα, όταν λέμε πλούτο, τί εννοούμε;
-Όταν λέμε πλούτο, δεν εννοούμε τις κολοσ­σιαίες περιουσίες. Τόσος πλούτος δεν αποκτάται με έντιμο τρόπο. Κάποιος, όμως, από μία εργασία δική του, από μία μεγάλη βιοτεχνία, μπορεί ν' αποκτήσει μερικά υλικά αγαθά, περισσότερα από έναν μισθωτό. Αυτό ακριβώς το περισσότερο από το σύνηθες εισό­δημα είναι πλούτος. Οι πολύ μεγάλες, οι κολοσσιαίες περιουσίες, δεν αποκτώνται με έντιμους τρόπους....
-Τί γίνεται όμως όταν πρόκειται για κληρονομιά;
-Η κληρονομιά απλώς μεταθέτει το ζήτημα. Αντί να τ' αποκτήσει ο υιός, τ' απέκτησε ο πατέρας. Ο Μ. Βασίλειος λέει κάπου: «Ο πλούσιος είναι ή άδικος η αδίκου υιός». Ή ο ίδιος απέκτησε με αδικία αυτήν την μεγάλη περιουσία ή δεν είναι μεν αυτός άδικος, αλλά είναι αδίκου υιός, την απέκτησε ο πατέρας του με αδικία. Κολοσσιαίες περιουσίες με έντιμους τρό­πους δεν αποκτώνται, ας μη απατώμεθα.


ΥΠΕΡ ΚΑΜΝΟΝΤΩΝ
-Ποιους εννοεί η Εκκλησία όταν εύχεται «υπέρ καμνόντων»;
Το ρήμα «κάμνω», εξ ου και κάματος, σημαίνει κουράζομαι, υποφέρω. Απέκαμα, λέμε, αποκάμνω, δεν μπορώ, δεν αντέχω άλλο. Το ρήμα «κάμνω» σημαίνει κοπιάζω, και κοπιάζω πολύ. «Υπέρ καμνόντων», λοι­πόν, σημαίνει, ότι δεόμεθα υπέρ των ανθρώπων, που υποφέρουν. Όχι από βαρείες αρρώστιες, αφού προη­γουμένως λέγει: «νοσούντων». Ήταν η εποχή, που υ­πήρχαν άνθρωποι σε βαρείες δουλειές, σε μεταλλεία, λατομεία κ.λπ. Υπέρ αυτών, λοιπόν, εύχεται η Εκ­κλησία. Υπέρ των ανθρώπων, που κοπιάζουν υπερβο­λικά.


ΠΕΡΙ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Λένε μερικοί:
-Θρησκεύον ον ο Καζαντζάκης. Είχε πνευματικές ανησυχίες και αναζητήσεις!
Απάντησε ο π. Επιφάνιος και είπε:
-Και τί μ' αυτό; Πού κατέληξε; Ξέρετε τι ζήτησε ο ίδιος να γραφεί στον τάφο του; «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος». Και εγράφη βε­βαίως. Πηγαίνετε στα κοιμητήρια να διαβάσετε επι­γραφές πάνω στους τάφους πιστών ανθρώπων. «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών» η «Αναστήσονται οι νεκροί και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις» η «Χριστός εγήγερται εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων» και άλλα.

Γνωρίζετε ποιά ήταν η τελευταία λέξη του Καζα­ντζάκη; «Διψώ». Και έγραψε πολύ εύστοχα και ευφυώς ο π. Θεόκλητος ο Διονυσιάτης σ' ένα άρθρο του: «Άραγε πριν ακόμη βγη η ψυχή του να προγευόταν την βασανιστική φλόγα της καμίνου του πυρός του ε­ξώτερου σαν τον πλούσιο που ωδυνάτο εν τη φλογί ε­κείνη και ήθελε κάποιον να του αναψύξει την γλώσ­σα;».


Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΑΣ π. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ Ι. ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
Αρχιμ. Εφραίμ Χαλή, Θεολόγου
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"
Θεσσαλονίκη/impantokratoros.gr




ΤΟ ΟΣΙΑΚΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΣ

Η ασθένεια ήταν ισόβιος σύντροφος του π. Επιφανίου, συνυφαίνετο με την ίδια την ύπαρξή του, γι’ αυτό και συνήθιζε να λέει: «από τας απείρους ευεργεσίας του Θεού εις την ζωήν μου, τρεις διακρίνονται διά την σπουδαιότητα των. Η πρώτη είναι ότι εγεννήθην Ορθόδοξος, η δευτέρα, ότι ηξιώθην να Τον υπηρετήσω και η τρίτη είναι η ασθένειά μου».

Αντιμετώπισε ο π. Επιφάνιος την ασθένειά του, σε αντίθεση με τον τρόπο που ημείς οι συνήθεις πιστοί την αντιμετωπίζουμε, ως θείο δώρο.

Έχοντας και εις το σημείο αυτό υπόδειγμα τον μέγα Απόστολο των Εθνών Παύλο, πίστευε απόλυτα πόσο ευεργετικές για τη ζωή των πιστών είναι οι ασθένειες και οι δοκιμασίες, πόσο ωφελούν, ωριμάζουν και συμβάλλουν στην πνευματική τελείωση του πιστού, όταν βεβαίως αντιμετωπίζονται ορθά και σύμφωνα με την διδασκαλία του Χριστού.
Όπως χαρακτηριστικώς αναφέρεται στην πιο κρίσιμη φάση, της ασθενείας του, όταν πλησίαζε προς το τέλος ο βίος του και τον ρώτησαν: Τί γίνεσθε Γέροντα; απήντησε: γίνομαι (δηλαδή ωριμάζω).


Ο π. Επιφάνιος είχε πάντοτε υπ’ όψη του την απάντηση που έδωσε ο Κύριος στην παράκληση του Απ. Παύλου να τον απαλλάξει από τη αρρώστια, τον σκόλοπα από τον οποίο έπασχε «αρκεί σοι η χάρις μου, του απήντησε, η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται». Γι’ αυτό και ο Παύλος εκαυχάτο για τις ασθένειες του γιατί αυτές επέσυραν την χάρη του Θεού, λέγων: «ήδιστα ουν μάλλον καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου, ί ν α επισκηνώσει επ’ εμέ η δύναμις του Χριστού», για να καταλήξει με την συγκλονιστική και ανατρέπουσα οιανδήποτε φυσική τάξη και ακολουθία, διακήρυξη· «όταν γάρ ασθενώ, τότε δυνατός ειμί».


Και είναι θαυμαστό το γεγονός ότι η τελευταία, αυτή διακήρυξη, εύρε πλήρη εφαρμογή και στον μακαριστό π. Επιφάνιο δεδομένου, ότι μετά την δεύτερη εγχείρηση που υπέστη λόγω μεταστάσεως του καρκίνου του στομάχου ως διαπιστώθηκε και συνεπώς ο σωματικός του οργανισμός ευρίσκετο σε κατάσταση πλήρους αποδιοργανώσεως, ο π. Επιφάνιος ανέπτυξε εκπληκτική δραστηριότητα που κορυφώθηκε στον αγώνα κατά του νομικού τερατουργήματος 1701/87 το οποίο προσέβαλε ως γνωστό βαναύσως και αντισυνταγματικώς το αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας και λεηλατούσε την εκκλησιαστική περιουσία.


Δεν είναι υπερβολή εάν υποστηρίξουμε, ότι ο π. Επιφάνιος ήταν ο αφανής πρωταγωνιστής στην πολεμική κατά του ανωτέρω διαβόητου νόμου. Όχι μόνο στην κινητοποίηση των πιστών αλλά και στην συγγραφή περισπούδαστων μελετών περί εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας. Αρκεί να σημειωθεί, ότι το βαθυστόχαστο και βαρυσήμαντο Υπόμνημα το οποίο απέστειλε η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος προς τα μέλη της Βουλής των Ελλήνων, παροτρύνοντας αυτούς να συναισθανθούν τις ευθύνες τους και να καταψηφίσουν το διχαστικό και αντιεκκλησιαστικό αυτό Νομοσχέδιο, έχει, όπως φαίνεται από το ύφος του και την όλη δομή του, ως συντάκτη τον π. Επιφάνιο.


Οι περί του πόνου και του θανάτου, απόψεις του μακαριστού Γέροντα ανεπτύχθησαν εν εκτάσει σε δύο διάλογους διαρκείας περίπου δύο ωρών ο καθένας, όπως συνήθιζε να διεξάγει με εκατοντάδες πνευματικά του κυρίως παιδιά μετά τη Θεία Λειτουργία εις το Παρεκκλήσιο των Τριών Ιεραρχών, της οδού Μενάνδρου 4.


Και ασφαλώς δεν είναι απλή σύμπτωση το γεγονός ότι η τελευταία σύναξη στο Παρεκκλήσι αυτό στις 4-6-1989 ήταν ένα αληθινό υμνογράφημα για τον κατά Χριστό θάνατο.


Κατά την πεντάμηνη περίπου διάρκεια της βασανιστικής νόσου που οι οδύνες εγίνοντο ολονέν και εντονότερες ο μακαριστός Γέροντας επέδειξε υπομονή και καρτερικότητα θαυμαστή έχων συνεχώς την σκέψη του και τις ελπίδες του εις τον Εσταυρωμένο Θεό της Αγάπης, του οποίου επεκαλείτο συνεχώς το έλεος και παρεκάλει τους πολυάριθμους επισκέπτες του να προσεύχονται υπέρ αυτού επαναλαμβάνων ενίοτε το του ιερού Χρυσοστόμου Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν.


Το ψυχικό μεγαλείο του π. Επιφανίου κατά την τρομερά προ του τέλους δοκιμασία συμπυκνούται στην φράση που είπε λίγες μέρες προ της κοιμήσεως του: «Να ήξερες, Δημήτρη, πόσο λειαίνει τον ακατέργαστο Ε πιφάνιο αυτή η ταλαιπωρία»!


Εξόχως χαρακτηριστικός είναι και ο εξής διάλογος με ένα πνευματικό του τέκνο:
—Καλά Γέροντα, δεν φοβάστε τον θάνατο;
—Όχι καθόλου (μικρή παύση). Δεν τον φοβάμαι όχι βέβαια ένεκα των έργων μου, αλλά επειδή πιστεύω στο έλεος του Θεού.

Πόσο απέραντη ήταν η εμπιστοσύνη του π. Επιφανίου προς τον Δίκαιο Κριτή Ζώντων και Νεκρών, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστό, και η απόλυτη εσωτερική γαλήνη εμπρός στο μυστήριο του θανάτου αποκαλύπτεται και από το γεγονός, ότι λίγο προ της κοιμήσεώς του υπαγόρευε στο τέκνο του αυτό εντελώς απαθώς και αφόβως, τα της νεκρώσιμου ακολουθίας του, τα της ενδύσεώς του, τα των αγγελτηρίων της αποβιώσεως, τα της επιταφίου πλακός κλπ.

Ισχύει και για τον π. Επιφάνιο το λεχθέν «Τελειωθείς εν ολίγω επλήρωσε χρόνους μακρούς». Ο Καθηγούμενος της Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου π. Γεώργιος Καψάνης που τον επεσκέφθη λίγο πριν την κοίμησή του, είπε χαρακτηριστικά. «Ένα φωτεινό άστρο της Εκκλησίας δύει σ’ αυτό τον κόσμο, για ν’ ανατείλει λαμπρότερο στον άλλο».

Ο δε γνωστός χαρισματικός Γέροντας Πορφύριος, όταν τον ρώτησαν πριν από την εκδημία του π. Επιφανίου για την πορεία της υγείας του, απάντησε: «Αγίασε και φεύγει».

Ο μακαριστός π. Επιφάνιος, όταν παλαιότερα, τον ρωτούσα για την πορεία της υγείας του, συνήθιζε να μου απαντά, Δόξα τω Θεώ, εν κόπω και μόχθω. Για να προσθέσει, ότι ο Παύλος θα συνέχιζε «εν ψύχει και γυμνότητι» και τις τόσες άλλες δοκιμασίες που υπέστη για τον Χριστό. Ενώ εμείς και θέρμανση έχουμε και ρουχισμό και τόσες άλλες ανέσεις.

Ο π. Επιφάνιος, όπως είπαμε θαύμαζε όλως ιδιαιτέρως τον μέγα των Εθνών Απόστολο Παύλο και ασφαλώς συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων στους οποίους βρήκε την μεγαλύτερη ανταπόκριση η πρόσκλησή του: «Μιμηταί μου γίνεσθε καθώς καγώ Χρίστου».
Ακολούθησε με την Χάρη, του Θεού και με όλες τις δυνάμεις του επί τα ίχνη του Αποστόλου Παύλου έχοντας συνεχώς εστραμμένα τα βλέμματα του εις τον της πίστεως Αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν, δυνάμενος να επαναλάβει μετά του Παύλου: «Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμο τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα, λοιπόν απόκειται μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος, ον αποδώσει μοι ο Κύριος, εν εκείνη τη ήμερα, ο δίκαιος Κριτής, ου μόνον δε εμοί, αλλά και πάσι τοις ηγαπηκόσι την επιφάνειαν αυτού» (Β’ Τιμ. 4, 7 – 8).

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ενδιαφέρον. Πρόσωπο Πραγματικής Ταπεινοφροσύνης. Αθόρυβος Εργάτης του Ευαγγελίου.