Η σαρκοφάγος του Αγ.Ιωάννη του Χρυσοστόμου στα Κόμανα
...Ο άγιος Ιωάννης, βαθιά θλιμμένος για τον άδικο διωγμό του, αλλά με γαλήνη ψυχής στην ταραχή αυτή, αφέθηκε στα χέρια των εχθρών του, δοξολογώντας το Θεό. Στη Νίκαια της Βιθυνίας παρέμεινε λίγες μέρες. Από εκεί οδηγήθηκε με πολλές ταλαιπωρίες προς την Αρμενία. Εκεί ταλαιπωρήθηκε και στερήθηκε τα πάντα. Δεν υπήρχαν τρόφιμα, δεν είχε καμιά ευκολία, γιατρός δεν βρισκόταν εκεί, το κλίμα ήταν κακό και βαρύ. Ο Ιωάννης αρρώστησε επικίνδυνα δυο φορές. Κοντά στ’ άλλα οι Ίσαυροι έκαναν επιδρομές στην Αρμενία, το χειμώνα του 406 μ.Χ. ο Χρυσόστομος μεταφέρθηκε στο οχυρό της Αραβισσού, την άνοιξη τον γύρισαν πίσω στον Κουκουσό. Στην εξορία του μελετά, προσεύχεται, γράφει επιστολές να ενθαρρύνει τους φίλους του που καταδιώκονταν. Σώζονται πολλές επιστολές του από αυτή την εποχή. Οι πιστοί έρχονται συχνά στον Ιωάννη, να τον δουν, να δείξουν την αφοσίωσή τους, να ευλογηθούν από αυτόν, από τη Βασιλεύουσα, από τις επαρχίες, όλη η Αντιόχεια έρχεται στην Αρμενία.
Η κίνηση αυτή ενοχλεί τους εχθρούς του Χρυσοστόμου. Αποφασίζουν και προκαλούν διαταγή να μεταφερθεί ο εξόριστος πιο μακριά, στην Πιτυούντα, «τόπον πανέρημον», στη θάλασσα του Πόντου. Ο Ιωάννης είναι κουρασμένος και άρρωστος. Είναι στην ηλικία των πενήντα δύο ετών μα η τόσο καταπονημένη ζωή του τον δείχνει γέροντα πολύ. Το «αραχνώδες σωμάτιόν» του φανερώνει τα όρια της αντοχής του εξαντλημένα. Δοξάζει όμως τον Θεό και προχωρεί.
Τρεις μήνες οδοιπορεί μ’ αφάνταστο κόπο. Οι στρατιώτες που τον οδηγούν βιάζονται κι αδιαφορούν που ο Ιωάννης δεν αντέχει, ομολογούν πως έχουν εντολές, ότι αν πεθάνει αυτοί θα προαχθούν. Βρέχει και τρέχουν τα νερά πάνω στο σώμα του αγίου, ύστερα ο ήλιος καίει το γυμνό κεφάλι του.
Ο τάφος του Αγ.Βασιλίσκου στα Κόμανα
Στα Κόμανα του Πόντου, κοντά στον τάφο του αγίου Βασιλίσκου, που ήταν επίσκοπος στα Κόμανα κι είχε μαρτυρήσει στο διωγμό του Μαξιμιανού, βλέπει τη νύχτα τον Βασιλίσκο να του λέει: «Θάρρος, αδελφέ Ιωάννη, γιατί αύριο θα είμαστε μαζί».
Ο ναός του Αγ.Βασιλίσκου στα Κόμανα
Ο Ιωάννης πίστεψε στο μήνυμα αυτό και παρακαλούσε τους στρατιώτες την άλλη μέρα να μη φύγουν από κει. Αυτοί τον παίρνουν και προχωρούν. Μα σε λίγες ώρες γύρισαν γιατί η κατάστασή του ήταν βαριά. Εκεί, κοντά στον τάφο του αγίου Βασιλίσκου, κοινώνησε για τελευταία φορά τα άχραντα Μυστήρια, προσευχήθηκε, είπε για τελευταία φορά το «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν, Αμήν» και παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Χριστού. Ήταν 14 Σεπτεμβρίου του 407 μ.Χ.. Πέθανε στα Κόμανα του Πόντου, στο δρόμο της εξορίας του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου