Όπως είναι γνωστό, με το υπ' αρ. 4337/13-11-1967 διάταγμα του προεδρείου της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας, η Αλβανία έγινε το πρώτο και μοναδικό κράτος στον κόσμο, πού συνταγματικά απαγόρευσε κάθε θρησκευτική έκφραση. Όπως παρατηρεί ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, «...οι περισσότεροι κληρικοί συνέχισαν τη ζωή τους ως εργάτες στους δρόμους, στους σταύλους, γενικά σε ταπεινωτικές εργασίες.
Ελάχιστοι ιερείς συνέχισαν και κάτω από τις συνθήκες αυτές να λειτουργούν. Αρκετοί αντιστάθηκαν και πλήρωσαν την πιστότητα τους, με φυλακή και εξορία και πέθαναν χωρίς να ανακαλυφθούν ποτέ τα ίχνη τους. Μερικοί έμειναν έγκλειστοι στο σπίτι τους για να μην ξυριστούν και βγάλουν τα ράσα..»
Όταν ο Μακαριώτατος Αναστάσιος επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αλβανία, το έτος 1991, υπήρχαν μόνον 15 ορθόδοξοι κληρικοί, πού απέμειναν από τους 347 ιερείς προ του διωγμού. Μεταξύ των ελαχίστων ιερέων πού επέζησαν κάτω από το αθεϊστικό καθεστώς ήταν και ο ηρωικός Παπα-Μιχάλης Ντάκος της Δερβιτσάνης πού εκοιμήθη εν Κυρίω την 9η Μαρτίου 1998.
Προικισμένος με καλή φωνή έγινε ένας πολύ καλός ιεροψάλτης. Στην εφημερίδα «Βορειοηπειρωτικός Αγών», Μαρτίου-Απριλίου 1998, ο πρόεδρος της Ενώσεως Δροπολιτών Βορείου Ηπείρου, Βασίλειος Διαμαντής, γράφει τα έξης χαρακτηριστικά:
«Θυμάμαι ακόμη πολύ έντονα τη Μεγάλη Παρασκευή του 1939, τη χρονιά πού οι Ιταλοί είχαν καταλάβει την Αλβανία και ο κόσμος ήταν τρομοκρατημένος για το τι θα ξημέρωνε αύριο. Ο τότε εικοσάχρονος Μίχο-Ντάκος έψαλλε στη γεμάτη από τον φοβισμένο κόσμο εκκλησία, πριν από την αποκαθήλωση του Χρίστου, το τροπάριο «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γήν κρεμάσας...» Σαν παιδί συνέδεσα τόσο άμεσα τις ώρες της κορύφωσης του θείου δράματος με τη μορφή του, και στην ψυχή μου χαράχτηκε τόσο έντονα η εικόνα του, ώστε η στεντορεία και αρμονική φωνή του αντηχεί ακόμη στ' αυτιά μου.»
Από το 1950 ως το 1953 φοίτησε στην ιερατική σχολή Αργυροκάστρου. Στη συνέχεια νυμφεύθηκε τη Βικτωρία, το γένος Μιχ. Γκούτζου. Καρπός του γάμου τους ήταν έξι παιδιά, τέσσερα αγόρια και δύο κορίτσια. Το 1952 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1954 πρεσβύτερος από τον Μητροπολίτη Αργυροκάστρου Δαμιανό. Ως διάκονος υπηρέτησε στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αργυροκάστρου και ως πρεσβύτερος τοποθετήθηκε στον ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Δερβιτσάνης, όπου ανέπτυξε μεγάλη θρησκευτική, εθνική και κοινωνική δράση. Στα δύσκολα χρόνια της κομμουνιστικής δικτατορίας του Εμβέρ Χότζα, του ζητήθηκε από τη φοβερή Σιγκουρίμι να γίνει καταδότης της Ασφάλειας.
Ο ηρωικός όμως Παπα-Μιχάλης απάντησε: «Αυτό πού μου ζητάτε δεν μπορώ να το κάνω, γιατί θα προδώσω τον όρκο πού έδωσα ως ιερωμένος, και θα παραβώ τους θείους κανόνες του μυστηρίου της εξομολογήσεως, αν προδώσω τα όσα οι χριστιανοί μου αποκαλύπτουν κατά την εξομολόγηση τους.» Αυτό στοίχισε πάρα πολύ στον Παπα-Μιχάλη και την οικογένεια του αφού το κομμουνιστικό καθεστώς ήταν πολύ σκληρό απέναντι τους»
Το 1967 όταν δια νόμου καταργήθηκε η εκκλησιαστική λατρεία, του ζητήθηκε να παραδώσει στα όργανα του κόμματος τα κλειδιά του ιερού Ναού της Δερβιτσάνης. Ο πάπα Μιχάλης Ντάκος αντιστάθηκε δυναμικά. Μη μπορώντας όμως να συνεχίσει την αντίσταση του, πριν τους παραδώσει τα κλειδιά, πήρε από την Εκκλησία το Ευαγγέλιο και το Άγιο Δισκοπότηρο, τα οποία διαφύλαξε στο σπίτι του. Δυστυχώς η ιστορική εκκλησία της Δερβιτσάνης, αφού λεηλατήθηκε, μετατράπηκε σε αποθήκη λιπασμάτων του γεωργικού συνεταιρισμού, και παρέμεινε σ' αύτήν την κατάσταση ως το 1990.
Το όνομα του Παπα-Μιχάλη συνδέθηκε με την ιστορική θεία Λειτουργία της 12-12-1990, γιορτής του Αγίου Σπυρίδωνος, λίγο πριν την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος. Όπως γράφει ο πρόεδρος της Ενώσεως Δροπολιτών Βασίλειος Διαμαντής, ο π. Μιχαήλ «... χωρίς ράσα και ιερά άμφια, πήρε το Ευαγγέλιο και το Άγιο Δισκοπότηρο πού είχε διαφυλάξει κρυμμένα και πήγε ψηλά στο βουνό, όπου βρίσκεται το ξωκκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής. Εκεί ενώπιον πολλών παράτολμων χριστιανών της Δερβιτσάνης κάνει την πρώτη μετά την κατάργηση της θρησκείας το 1967, Θεία Λειτουργία σε όλη την Αλβανία. Το γεγονός μεταδίδεται αστραπιαία από στόμα σε στόμα σε όλη τη Βόρειο Ήπειρο και οι χριστιανοί νιώθουν ψυχική αγαλλίαση και παίρνουν κουράγιο...»
Από την ήμερα εκείνη ο παπα-Μιχάλης λειτουργεί κανονικά στην εκκλησία της Δερβιτσάνης και γίνεται πολύτιμος συνεργάτης του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, ο όποιος τον όρισε Αρχιερατικό Επίτροπο της Μητροπόλεως Αργυροκάστρου. Από τη θέση αυτή πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες στον βορειοηπειρωτικό ελληνισμό. Επόπτευε 218 ενορίες με 20 ιερείς. Έτρεχε όπου τον καλούσαν για να αγιάσει και παρηγορήσει τους πιστούς, να τονώσει το εθνικό τους φρόνημα και να τους παρακαλέσει μετά δακρύων να μείνουν και να δημιουργήσουν στον τόπο τους. Ο π. Μιχαήλ με την αγία του ζωή και τη γενικότερη δραστηριότητα του έγινε το εθνικό και θρησκευτικό σύμβολο των Βορειοηπειρωτών.
Πλήρης ήμερων, αλλά και έργων αγαθών, εκοιμήθη εν Κυρίω, την Κυριακή 8-3-1998, λίγο πριν αρχίσει την κυριακάτικη Θεία Λειτουργία. Ο Αρχηγός της ζωής και του θανάτου, ο Τελειωτής Ιησούς τον πήρε στο επουράνιο θυσιαστήριο, για να μετάσχει με τους αγγέλους και τους άγιους της επουρανίου μυσταγωγίας.
Να πώς περιγράφει την τελευτή του π. Μιχαήλ ο Βασίλης Διαμαντής:
«... Η Κυριακή 8-3-1998 ήταν γραφτό να είναι η τελευταία της ζωής του π. Μιχαήλ Ντάκου. Το πρωί εκείνο, συνοδευόμενος από το συγχωριανό του καντηλανάφτη Κων. Σταμούλη, πήγε στην εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και εισήλθε στο ιερό για να προετοιμαστεί για την καθιερωμένη Θεία Λειτουργία. Μετά από λίγα λεπτά ο καντηλανάφτης τον ρώτησε αν ήταν ώρα να κτυπήσει την καμπάνα και σαν δεν πήρε απάντηση και στη δεύτερη ερώτηση του, μπήκε στο ιερό να δει τι συμβαίνει. Εκεί αντίκρισε τον παπά, σαν θεϊκό δράμα και σε στάση κατανυκτικής προσευχής να είναι πεσμένος επάνω στην Άγια Τράπεζα αγκαλιά με τον σταυρό του Εσταυρωμένου Χριστού...»
Στις επανειλημμένες επισκέψεις μου στην Αλβανία και στον βορειοηπειρωτικό χώρο μου δόθηκε η ευκαιρία να συνεργασθώ με τον π. Μιχαήλ. Ήταν για μένα μία ξεχωριστή εμπειρία. Στο πρόσωπο του διέκρινες τον σταυροαναστάσιμο χαρακτήρα της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας, την έκφραση της γνήσιας και βιωμένης απλοϊκής πίστεως, αλλά και τη γλυκιά ελπίδα ότι θα έλθει και για τη μαρτυρική Βόρειο Ήπειρο «η αυγή της μυστικής ημέρας.»
Ντυμένος με τα απλοϊκά και μπαλωμένα ιερά του άμφια, έβλεπες να ακτινοβολεί στο ασκητικό του πρόσωπο το μεγαλείο της αποστολικής απλότητας και η δόξα της εκκλησίας των κατακομβών. Η τέλεση της θείας λειτουργίας ήταν συγκλονιστική. Λειτουργούσε βιωματικά, με κατάνυξη και διαρκή πνευματική έγερση. Τα ροζιασμένα από τις σκληρές χειρωνακτικές εργασίες χέρια του κρατούσαν με ευλάβεια το άγιο ποτήριο γιο να μεταδώσουν τη Θεία κοινωνία στο διψασμένο από την πολυετή στέρηση της, βορειοηπειρωτικό λαό, εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον.
Ο παπα-Μιχάλης ήταν ένα φωτόμορφο τέκνο της Εκκλησίας πού είχε υποστεί «την καλήν αλλοίωσιν» όλα τα χρόνια πού η Εκκλησία στην Αλβανία ήταν σε κατάσταση σκληρού διωγμού. Ήταν μία μαρτυρία Ορθοδοξίας και Ελληνισμού. Ένας γνήσιος εκφραστής της αγωνίας, των πόθων και των ελπίδων του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού. Ας έχουμε την ευχή του.
Ελάχιστοι ιερείς συνέχισαν και κάτω από τις συνθήκες αυτές να λειτουργούν. Αρκετοί αντιστάθηκαν και πλήρωσαν την πιστότητα τους, με φυλακή και εξορία και πέθαναν χωρίς να ανακαλυφθούν ποτέ τα ίχνη τους. Μερικοί έμειναν έγκλειστοι στο σπίτι τους για να μην ξυριστούν και βγάλουν τα ράσα..»
Όταν ο Μακαριώτατος Αναστάσιος επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αλβανία, το έτος 1991, υπήρχαν μόνον 15 ορθόδοξοι κληρικοί, πού απέμειναν από τους 347 ιερείς προ του διωγμού. Μεταξύ των ελαχίστων ιερέων πού επέζησαν κάτω από το αθεϊστικό καθεστώς ήταν και ο ηρωικός Παπα-Μιχάλης Ντάκος της Δερβιτσάνης πού εκοιμήθη εν Κυρίω την 9η Μαρτίου 1998.
***
Ο παπα-Μιχάλης Ντάκος, γιος του Φίλιππα και της Γιαννούλας Ντάκου γεννήθηκε το 1918 στη Δερβιτσάνη, το μεγαλύτερο σε πληθυσμό και ελληνική ομοιογένεια κεφαλοχώρι της Βορείου Ηπείρου. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στο δημοτικό σχολείο της γενέτειρας του. Στη συνέχεια ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του, πού ήταν κτίστης. Παράλληλα επειδή ο πατέρας του ήταν και νεωκόρος του ναού του χωρίου, ζούσε από κοντά τη ζωή της Εκκλησίας, υπηρετώντας αρχικά ως ιεροψάλτης.Προικισμένος με καλή φωνή έγινε ένας πολύ καλός ιεροψάλτης. Στην εφημερίδα «Βορειοηπειρωτικός Αγών», Μαρτίου-Απριλίου 1998, ο πρόεδρος της Ενώσεως Δροπολιτών Βορείου Ηπείρου, Βασίλειος Διαμαντής, γράφει τα έξης χαρακτηριστικά:
«Θυμάμαι ακόμη πολύ έντονα τη Μεγάλη Παρασκευή του 1939, τη χρονιά πού οι Ιταλοί είχαν καταλάβει την Αλβανία και ο κόσμος ήταν τρομοκρατημένος για το τι θα ξημέρωνε αύριο. Ο τότε εικοσάχρονος Μίχο-Ντάκος έψαλλε στη γεμάτη από τον φοβισμένο κόσμο εκκλησία, πριν από την αποκαθήλωση του Χρίστου, το τροπάριο «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γήν κρεμάσας...» Σαν παιδί συνέδεσα τόσο άμεσα τις ώρες της κορύφωσης του θείου δράματος με τη μορφή του, και στην ψυχή μου χαράχτηκε τόσο έντονα η εικόνα του, ώστε η στεντορεία και αρμονική φωνή του αντηχεί ακόμη στ' αυτιά μου.»
Από το 1950 ως το 1953 φοίτησε στην ιερατική σχολή Αργυροκάστρου. Στη συνέχεια νυμφεύθηκε τη Βικτωρία, το γένος Μιχ. Γκούτζου. Καρπός του γάμου τους ήταν έξι παιδιά, τέσσερα αγόρια και δύο κορίτσια. Το 1952 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1954 πρεσβύτερος από τον Μητροπολίτη Αργυροκάστρου Δαμιανό. Ως διάκονος υπηρέτησε στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αργυροκάστρου και ως πρεσβύτερος τοποθετήθηκε στον ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Δερβιτσάνης, όπου ανέπτυξε μεγάλη θρησκευτική, εθνική και κοινωνική δράση. Στα δύσκολα χρόνια της κομμουνιστικής δικτατορίας του Εμβέρ Χότζα, του ζητήθηκε από τη φοβερή Σιγκουρίμι να γίνει καταδότης της Ασφάλειας.
Ο ηρωικός όμως Παπα-Μιχάλης απάντησε: «Αυτό πού μου ζητάτε δεν μπορώ να το κάνω, γιατί θα προδώσω τον όρκο πού έδωσα ως ιερωμένος, και θα παραβώ τους θείους κανόνες του μυστηρίου της εξομολογήσεως, αν προδώσω τα όσα οι χριστιανοί μου αποκαλύπτουν κατά την εξομολόγηση τους.» Αυτό στοίχισε πάρα πολύ στον Παπα-Μιχάλη και την οικογένεια του αφού το κομμουνιστικό καθεστώς ήταν πολύ σκληρό απέναντι τους»
Το 1967 όταν δια νόμου καταργήθηκε η εκκλησιαστική λατρεία, του ζητήθηκε να παραδώσει στα όργανα του κόμματος τα κλειδιά του ιερού Ναού της Δερβιτσάνης. Ο πάπα Μιχάλης Ντάκος αντιστάθηκε δυναμικά. Μη μπορώντας όμως να συνεχίσει την αντίσταση του, πριν τους παραδώσει τα κλειδιά, πήρε από την Εκκλησία το Ευαγγέλιο και το Άγιο Δισκοπότηρο, τα οποία διαφύλαξε στο σπίτι του. Δυστυχώς η ιστορική εκκλησία της Δερβιτσάνης, αφού λεηλατήθηκε, μετατράπηκε σε αποθήκη λιπασμάτων του γεωργικού συνεταιρισμού, και παρέμεινε σ' αύτήν την κατάσταση ως το 1990.
Πλήρης ήμερων, αλλά και έργων αγαθών, εκοιμήθη εν Κυρίω, την Κυριακή 8-3-1998, λίγο πριν αρχίσει την κυριακάτικη Θεία Λειτουργία. Ο Αρχηγός της ζωής και του θανάτου, ο Τελειωτής Ιησούς τον πήρε στο επουράνιο θυσιαστήριο, για να μετάσχει με τους αγγέλους και τους άγιους της επουρανίου μυσταγωγίας.
Να πώς περιγράφει την τελευτή του π. Μιχαήλ ο Βασίλης Διαμαντής:
«... Η Κυριακή 8-3-1998 ήταν γραφτό να είναι η τελευταία της ζωής του π. Μιχαήλ Ντάκου. Το πρωί εκείνο, συνοδευόμενος από το συγχωριανό του καντηλανάφτη Κων. Σταμούλη, πήγε στην εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και εισήλθε στο ιερό για να προετοιμαστεί για την καθιερωμένη Θεία Λειτουργία. Μετά από λίγα λεπτά ο καντηλανάφτης τον ρώτησε αν ήταν ώρα να κτυπήσει την καμπάνα και σαν δεν πήρε απάντηση και στη δεύτερη ερώτηση του, μπήκε στο ιερό να δει τι συμβαίνει. Εκεί αντίκρισε τον παπά, σαν θεϊκό δράμα και σε στάση κατανυκτικής προσευχής να είναι πεσμένος επάνω στην Άγια Τράπεζα αγκαλιά με τον σταυρό του Εσταυρωμένου Χριστού...»
***
Η κηδεία του παπα-Μιχάλη έγινε την Τετάρτη 11 Μαρτίου στη Δερβιτσάνη μέσα σε κλίμα βαθύτατης συγκίνησης. Της νεκρώσιμου ακολουθίας προέστη ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, ο όποιος στον επικήδειο λόγο του εξήρε την προσωπικότητα και το πλούσιο εκκλησιαστικό έργο του μεταστάντος. Με θερμά επίσης λόγια αποχαιρέτισαν τον αείμνηστο παπα-Μιχάλη, ο πρόξενος της Ελλάδας στο Αργυρόκαστρο κ. Κώστας Κακούσης, ο Βαγγ. Ντούλες εκ μέρους της ΟΜΟΝΟΙΑΣ, και ο Μιχ. Νάσιος εκ μέρους των συγχωριανών του.Στις επανειλημμένες επισκέψεις μου στην Αλβανία και στον βορειοηπειρωτικό χώρο μου δόθηκε η ευκαιρία να συνεργασθώ με τον π. Μιχαήλ. Ήταν για μένα μία ξεχωριστή εμπειρία. Στο πρόσωπο του διέκρινες τον σταυροαναστάσιμο χαρακτήρα της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας, την έκφραση της γνήσιας και βιωμένης απλοϊκής πίστεως, αλλά και τη γλυκιά ελπίδα ότι θα έλθει και για τη μαρτυρική Βόρειο Ήπειρο «η αυγή της μυστικής ημέρας.»
Ντυμένος με τα απλοϊκά και μπαλωμένα ιερά του άμφια, έβλεπες να ακτινοβολεί στο ασκητικό του πρόσωπο το μεγαλείο της αποστολικής απλότητας και η δόξα της εκκλησίας των κατακομβών. Η τέλεση της θείας λειτουργίας ήταν συγκλονιστική. Λειτουργούσε βιωματικά, με κατάνυξη και διαρκή πνευματική έγερση. Τα ροζιασμένα από τις σκληρές χειρωνακτικές εργασίες χέρια του κρατούσαν με ευλάβεια το άγιο ποτήριο γιο να μεταδώσουν τη Θεία κοινωνία στο διψασμένο από την πολυετή στέρηση της, βορειοηπειρωτικό λαό, εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον.
Ο παπα-Μιχάλης ήταν ένα φωτόμορφο τέκνο της Εκκλησίας πού είχε υποστεί «την καλήν αλλοίωσιν» όλα τα χρόνια πού η Εκκλησία στην Αλβανία ήταν σε κατάσταση σκληρού διωγμού. Ήταν μία μαρτυρία Ορθοδοξίας και Ελληνισμού. Ένας γνήσιος εκφραστής της αγωνίας, των πόθων και των ελπίδων του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού. Ας έχουμε την ευχή του.
του Μιχαήλ Γ. Τρίτου Καθηγητού Α.Π.Θ.
από το «Βορειοηπειρωτικόν Βήμα», αρ. φύλ. 13(93),
Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2010
1 σχόλιο:
Εξαιρετικό αυτό το Αφιέρωμα σε Αυτόν τον Βοριοηπειρώτη Παπά.
Δημοσίευση σχολίου