Μια σπανέ τους τηλεφωνικούς θαλάμους, μια σπάνε το ένα, μια το άλλο. Καί τί δεν κάνουν αυτοί οι νεαροί βάνδαλοι της εποχής μας. Κακόμοιρα παιδιά! Είναι πού δεν ξέρουν να κάνουν τίποτε καλύτερο Ίσως. Δεν ξέρουν να διασκεδάζουν παρά σπάζοντας τα πράγματα. Πολύ λυπηρό αυτό, πολύ λυπηρό’’!
Από εκείνη την εποχή ή βία καί ή καταστροφή, έκτος από μέσο διεκδικήσεως κάποιων -κάποτε δικαίων-αιτημάτων, έγινε μέσο διασκεδάσεως καί ψυχαγωγίας.
Ό ανερμάτιστος νεαρός, πού κάνει βίον άνεόρταοτον, διότι δεν έχει νόημα βιοτής καί εορτής, μουτζουρώνει τοίχους, οδικές πινακίδες, αγάλματα, εικονίσματα όχι για λόγους ιδεολογίας, όπως τον δίδαξαν να δικαιολογείται αλλά «για την πλάκα του».
Το τί σημαίνει αυτή ή έκφραση, «σπάω πλάκα» ή «κάνω πλάκα» είναι άδηλον. Στή συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, σημαίνει την ταφόπλακα της νεανικής ευαισθη¬σίας, ευγενείας καί λεβεντιάς. Είναι θλιβερό την ώρα πού ή νεότητα ανοίγει τα πέταλα της σαν ανοιξιάτικο λουλούδι, τοϋτα τα παιδιά να μαραίνονται μέσα στην ψυχική βρομιά καί να έχουν σαν λεκτικό έμβλημα τη βρισιά. Τί είδους νέοι είναι αυτοί πού για να συνεννοηθούν εκφράζονται «βριμηδόν», μουγκρίζοντας δηλαδή, γιατί τους λείπει ό λεπτός, ό κομψός, ό γλυκός λόγος; Ακόμη καί ό ερωτικός τους λόγος παραπέμπει σε «κυνός ύλακή».Έχεν θελκτικότητα γαβγιστική.
Θεωρώ δυστυχισμένη τούτη τη νεότητα γιατί δεν γεύτηκε ωραία μουσική, ωραίο λόγο, ωραίο στίχο. Επί 35 χρόνια με τη συμβία μου σε όλο το διάστημα των αγίων ήμερων πού πέρασαν κάνουμε κάθαρση ψυχής, εντρυφώντας επί ένα μήνα στον ανεπανάληπτο Παπαδιαμάντη. Φέτος για πολλοστή φορά ξαναδιάβασα το -κατ' έμέ- αριστούργημα του Σκιαθίτη συγγραφέα, τον «Ξεπεσμένο δερβίση», ένα ποίημα γραμμένο σε πεζό λόγο. Ό δερβίσης, διωγμένος από το καφενείο, το έναντι του σταθμού του Θησείου, καταφεύγει στο «σκάμμα» πού μόλις είχε αρχίσει για να συνδεθεί σιδηροδρομικώς ή "Ομόνοια με το Θησείο. Κι εκεί μέσα στο χειμωνιάτικο κρύο αρχίζει για παρηγοριά να παίζει το «νάϊ», το μουσικό όργανο του. Διαβάστε καί απολαύστε:
«Κάτω εις το βάθος, εις τον λάκκον, εις το βάραθρον, ως κελάρυσμα ρύακος εις το ρεϋμα, φωνή εκ βαθέων άναβαίνουσα ως μύρον, ως άχνη, ως ατμός, θρήνος, πάθος, μελωδία, ανερχομένη έπίπτίλωναΰρας νυκτερινής, αΐρομένη μετάρσιος, πραεία, μειλίχια, άδολος ψίθυρος, Αινεία (γλυκόφωνη), άναρριχομένη εις τάς ριπάς, χορδίζουσα τους αέρας, χαιρετίζουσα το αχανές, Ίκετεύουσα το άπειρον, παιδική, άκακος, έλισσομένη, φωνή παρθένου μοιρολογούσης, μινύρισμα (=άσμα με σιγανή παραπονετική φωνή) πτηνού χειμαζόμενου, λαχταροΰντος την έπάνοδον του έαρος».
Απ' αυτό το θεσπέσιο κείμενο, τί μπορεί να καταλάβει το σημερινό παιδί; Το θύμα μιας παιδείας πού θυμίζει τον Χασεκή, καί πού οί εκάστοτε «σύμβουλοι» τοϋ\της υπουργού αυτού του αμαρτωλού υπουργείου θυμίζουν τους «τζελάτηδες» (=δήμιοι αποκεφαλιστές) του Χασεκή; Τί το ελληνικό έμεινε ως λόγος, ως μουσική μέσα σε τούτες τίς νεανικές ψυχές, πού καίνε σημαίες, πού βάζουν φωτιές στο Μνημείο του Άγνωστου καί της Βουλής; «Τίνος είναι τα παιδιά;», όπως έλεγε ένα μετακατοχικό άσμάτιο; Είναι παιδιά μιας παιδείας πού δεν έχει ελληνικό χαρακτήρα.
Περνώντας από ένα νεανικό «ξενυχτάδικο» άκουσα, για να το πω παπαδιαμαντικά, ή γύρω περιοχή «να άντηχή διακεκομμένως από την δάνειον ίαχήν της λαίλαπος».Όταν τα παιδιά ανατρέφονται πνευματικά καί αισθητικά με τους καρπούς της θύελλας, είναι φυσικό να γίνουν παιδιά της καταιγίδας. Το παιδί, για να γίνει παιδί πρέπει να περάσει από την πόρτα της στοργής. Άλλ' ή παιδοκολακεία δεν είναι στοργή. Είναι έγκλημα κατά της νεανικής ψυχής.
Σαράντη Ι.Καργάκου-''ΕΣΤΊΑ''22-1-2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου