Στο Ισραήλ ασχολούνταν κυρίως με γεωργικές εργασίες, με την κτηνοτροφία και όσοι κατοικούσαν στα παράλια, με την αλιεία. Οι ώρες εργασίας δεν ήσαν συγκεκριμένες και καθορισμένες και συχνά οι ανάγκες επέβαλαν συνεχή και σκληρή εργασία, καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας και πολλές φορές και την νύχτα. Χαρακτηριστική είναι στην προκειμένη περίπτωση η απάντηση του Πέτρου στον Ιησού όταν αυτός τους παρακινεί να ρίξουν τα δίχτυα τους για να πιάσουν ψάρια: «Διδάσκαλε, όλη τη νύχτα κοπιάσαμε χωρίς να πιάσουμε τίποτα…» Λουκάς 5:5. Οι ποιμένες λόγω του καύσωνα που επικρατούσε την ημέρα, περιόδευαν τα ποίμνιά τους στους τόπους βοσκής τις βραδινές ώρες όταν πια είχε δροσίσει...
Το 24ωρο το διαιρούσαν σε δύο 12ωρα, το νυκτερινό και το ημερήσιο: «Αποκρίθηκε ο Ιησούς, δεν είναι δώδεκα οι ώρες της ημέρας; …» Ιωάννης 11:9. Κάθε ένα από τα δύο 12ωρα, τα χώριζαν σε 4 τρίωρα. Τα νυκτερινά τρίωρα στη ρωμαϊκή στρατιωτική ορολογία ονομάζονταν «φυλακές της νύχτας», γιατί κατά τη διάρκεια αυτών των «φυλακών», εκτελούσαν οι Ρωμαίοι στρατιώτες την υπηρεσία της φρουράς. Η διαίρεση αυτή επεκτάθηκε και στη καθημερινή ζωή των απλών πολιτών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ορολογίας αυτής, είναι η ευαγγελική διήγηση του θαύματος του Ιησού που περπατάει πάνω στη φουρτουνιασμένη θάλασσα: «Κατά τη τέταρτη φυλακή της νύχτας, έρχεται προς αυτούς περπατώντας πάνω στη θάλασσα …» Μάρκος 6:48. Για καλύτερη κατανόηση της διαίρεσης των ωρών της νύχτας και την σημερινή αντιστοιχία τους δημοσιεύουμε τον παρακάτω πίνακα, που περιλαμβάνει την ρωμαϊκή στρατιωτική ονομασία, την καθημερινή λαϊκή ονομασία και την σημερινή αντιστοιχία:
Ρωμ. στρ. ονομασία | Καθημ. λαϊκή ονομασία | Σημερ. Ώρες |
1η φυλακή της νύκτας | Οψέ ή οψία | 6 – 9 μ.μ. |
2η φυλακή της νύκτας | Μεσονύκτιο | 9 – 12 μ.μ. |
3η φυλακή της νύκτας | Αλεκτροφωνία ή επιφώσκουσα | 12 – 3 π.μ. |
4η φυλακή της νύκτας | πρωΐα | 3 – 6 π.μ. |
Αντιπροσωπευτικό δείγμα από τα Ευαγγέλια που κάνει μνεία σε όλα τα τρίωρα του νυκτερινού 12ωρου, βάσει της καθημερινής λαϊκής ονομασίας είναι αυτό από το Ευαγγέλιο του Μάρκου, και είναι το σημείο εκείνο, στο οποίο ο Χριστός αναφέρεται στην δεύτερη ένδοξο επάνοδό του και στην ανάγκη εγρήγορσης από τον πιστό, αφού μπορεί να συμβεί οποιαδήποτε στιγμή και ώρα: «Αγρυπνείτε. Διότι δεν γνωρίζετε πότε ο κύριος του σπιτιού έρχεται, οψέ ή μεσονυκτίου, ή αλεκτοροφωνίας ή πρωί, μήπως έλθει ξαφνικά και σας βρει να κοιμάστε» Μάρκος 13:35 - 36.
Τώρα όσον αφορά τα τρίωρα του ημερήσιου 12ωρου αυτά εσημαίνοντο ως εξής:
Πρώτη ώρα | 6 – 9 π.μ. |
Δεύτερη ώρα | 9 – 12 π.μ. |
Έκτη ώρα | 12 – 3 μ.μ. |
Ενάτη ώρα | 3 – 6 μ.μ. |
Μνεία σε δύο τρίωρα του ημερήσιου 12ωρου κάνει ο ευαγγελιστής Ματθαίος στη διήγηση της σταύρωσης του Ιησού, όταν το σκοτάδι αρχίζει – αν και ήταν μέρα – να καλύπτει τη γη: «Από την έκτη ώρα έγινε σκοτάδι σε όλη τη γη μέχρι της ενάτης ώρας» Ματθαίος 27:45.
Οι κάτοικοι της Παλαιστίνης ζούσαν σε σπίτια απλά τα οποία ήταν κατασκευασμένα είτε από πλίνθους «άψητους», δηλαδή από λάσπη, τους οποίους απλώς είχαν αφήσει στον ήλιο να ξεραθούν, είτε από ξύλινες πήχες τις οποίες μάλιστα πολλές φορές δεν είχαν στερεώσει και καλά. Τα σπίτια των λαϊκών τάξεων ήταν μονώροφα και χαμηλά, γι’ αυτό και οι κλέφτες εύκολα μπορούσαν να τα διαρρήξουν. Αποτελούνταν συνήθως από ένα μεγάλο χώρο με παράθυρα μικρά, υπήρχαν όμως και κάποια σπίτια που είχαν περισσότερα δωμάτια, τα οποία όμως σε κάθε περίπτωση ήταν μικρά. Η σκεπή στηρίζονταν πάνω σε σταυρωτά ξύλινα δοκάρια. Πάνω τους έβαζαν κλαδιά και καλαμιές, που τα σκέπαζαν με παχύ στρώμα λάσπης. Γι’ αυτό το λόγο οι φίλοι του παραλυτικού μπόρεσαν εύκολα να αφαιρέσουν μέρος της στέγης και να κατεβάσουν με σκοινιά το κρεβάτι του πάνω στο οποίο κείτονταν, ώστε να τον φέρουν μπροστά στον Ιησού, ο οποίος όπως γνωρίζουμε θαυμάζοντας την πίστη τους τον θεράπευσε: «Αλλά επειδή δεν εύρισκαν κανένα τρόπο να τον φέρουν μέσα εξαιτίας του πλήθους ανέβηκαν στη στέγη και τον κατέβασαν ανάμεσα από τα κεραμίδια, μαζί με το μικρό του κρεβάτι, στο μέσον εμπρός στον Ιησού» Λουκάς 5:19.
Υπήρχε και σκάλα στο πίσω μέρος του σπιτιού για να μπορούν να ανεβαίνουν στη στέγη. Οι ευπορότερες όμως τάξεις κατοικούσαν σε διώροφα και τριώροφα σπίτια, τα οποία επίσης μπορούσαν να διαθέτουν ανώγεια ή υπερώα (σοφίτες). Σε ένα τέτοιο ανώγι συγκεντρώθηκε ο Χριστός με τους μαθητές του για να τελέσει το Μυστικό Δείπνο: «Και αυτός θα σας δείξει ένα μεγάλο ανώγι στρωμένο, έτοιμο, εκεί ετοιμάστε μας» Μάρκος 14:15. Τα κρεβάτια, τα οποία ονομάζονταν «κράββατοι», στα οποία πάνω τους κοιμόνταν, ήταν τελείως απλά και είχαν την δυνατότητα να τα μεταφέρουν εύκολα. Αυτό το βλέπουμε στη θεραπεία του παραλυτικού από το Χριστό στη δεξαμενή της Βηθεσδά, όταν τον προστάζει να σηκωθεί να πάρει το κρεβάτι του και να περπατήσει: «Ο Ιησούς του λέει, σήκω επάνω, σήκωσε το κρεβάτι σου και περπάτησε» Ιωάννης 5:8.
Τα σπίτια τους τα φώτιζαν – δεν είχαν άλλωστε την σημερινή δική μας πολυτέλεια του ηλεκτρικού ρεύματος – με λυχνάρια στα οποία καίγονταν λάδι. Για τυχόν πορείες που ήταν αναγκασμένοι να κάνουν την νύχτα, εκτός από τα λυχνάρια, χρησιμοποιούσαν φανούς και λαμπάδες. Φανούς και λαμπάδες χρησιμοποιεί ο Ιούδας και η φρουρά που τον συνοδεύει, όταν πάει να επιτελέσει την ατιμωτική πράξη της προδοσίας του δασκάλου του: «Πήρε λοιπόν ο Ιούδας φρουρά και υπηρέτες από τους αρχιερείς και Φαρισαίους και ήλθε εκεί με φανούς και λαμπάδες και όπλα» Ιωάννης 18:3.
Η ενδυμασία τους ήταν απλή και ανάλογη με την οικονομική ισχύ του καθένα. Πάντως η πιο συνήθης ενδυμασία τους ήταν η εξής: Ως κατάσαρκο ένδυμα φορούσαν τον χιτώνα, πάνω από τον οποίο έβαζαν το ιμάτιο, το οποίο ήταν ένα ευρύχωρο και επίμηκες ένδυμα.
Στους «Μακαρισμούς» ο Χριστός αναφέρεται στα δύο αυτά ενδύματα: «Και εκείνον που θέλει να σε πάει στο δικαστήριο και να πάρει τον χιτώνα σου άφησε του και το ιμάτιο» Ματθαίος 5:40. Και ολοκλήρωναν την ενδυμασία τους φορώντας και το τελευταίο ένδυμα που ονομάζονταν επενδύτης ή χλαμύδα. Οι στρατιώτες που βασάνισαν τον Χριστό λίγο πριν τον σταυρώσουν εκτός από το ακάνθινο στεφάνι που του φόρεσαν στο κεφάλι, τον έντυσαν και με χλαμύδα: «Και αφού τον έγδυσαν του φόρεσαν μία κόκκινη χλαμύδα …» Ματθαίος 27:28. Την ονομασία επενδύτη για το ίδιο ένδυμα τη βρίσκουμε στη τόσο συγκινητική σκηνή του Πέτρου, που βουτάει στη θάλασσα – είχε βλέπετε προηγηθεί η άρνηση του Κυρίου εκ μέρους του – από τη βάρκα που ψάρευε με τους άλλους μαθητές, για να πάει να συναντήσει στη στεριά τον αναστημένο Κύριο που τους περίμενε: «Όταν άκουσε ο Σίμων Πέτρος ότι είναι ο Κύριος, ζώστηκε τον επενδύτη, γιατί ήταν γυμνός και ρίχτηκε στη θάλασσα» Ιωάννης 21:7. Όταν ταξίδευαν και επειδή δεν γνώριζαν τις καιρικές συνθήκες που θα συναντούσαν, προμηθεύονταν «για καλό και για κακό» και ένα επιπλέον ένδυμα που ήταν ένα είδος σάκου τον φελόνην ή φαινόλη για την προστασία από τη βροχή και τη σκόνη. Ένα είδος δηλαδή σημερινού αδιάβροχου. Το «αδιάβροχο» αυτό που είχε ξεχάσει στη Τροία ζητάει ο απόστολος Παύλος από τον Τιμόθεο να του το φέρει, όταν θα πάει προς συνάντησή του: «Τον φελόνην, τον οποίο άφησα στη Τρωάδα, πλησίον του Κάρπου, όταν έλθεις φέρε τον μαζί με τα βιβλία, προ παντός τις μεμβράνες» 2 Τιμόθεον 4:13. Φαινόλη ή φελόνην καλούσαν επίσης και ένα είδος σάκου από περγαμηνή ή δέρμα, μέσα στο οποίο κατά τα ταξίδια τους τοποθετούσαν τα βιβλία τους.
Τα παπούτσια που φορούσαν ήταν και αυτά απλά. Ήταν τα γνωστά σαντάλια, τα οποία ήταν πέλματα τα οποία συγκρατούνταν από την κνήμη με λουριά. Τα σαντάλια του παραγγέλνει ο άγγελος στον Πέτρο να φορέσει, όταν τον ελευθερώνει από την φυλακή που τον είχε κλείσει ο βασιλιάς Ηρώδης Αγρίππας Α΄: «Και άγγελος του είπε: Ζώσου και φόρεσε τα σαντάλια σου» Πράξεις των Αποστόλων 12:8. Αξίζει να επισημάνουμε στο σημείο αυτό και το εξής γεγονός. Παπούτσια φορούσαν μόνο οι ελεύθεροι άνθρωποι. Οι δούλοι εκτός των τόσο άλλων βασάνων που υπέφεραν, ήταν αναγκασμένοι να κυκλοφορούν ανυπόδητοι. Είναι χαρακτηριστική η εντολή που δίνει ο πατέρας στους δούλους, όταν ο άσωτος γιος επιστρέφει στην πατρική εστία: «Αλλά ο πατέρας είπε στους δούλους του “Βγάλτε την στολή τη πρώτη και ντύστε τον και δώστε του δακτυλίδι για το δάκτυλό του και υποδήματα για τα πόδια του”» Λουκάς 15:22.
Άραγε το γυναικείο ντύσιμο ήταν ίδιο με το αντρικό; Είναι δύσκολο να το πούμε, επειδή οι λέξεις ιμάτιο και χιτώνας εφαρμόζονται τόσο στο γυναικείο όσο και στο αντρικό ντύσιμο. Πρέπει όμως να ήταν διαφορετικό επειδή ο Νόμος της Παλαιάς Διαθήκης απαγόρευε ρητά στους άντρες να φορούν γυναικεία ρούχα και στις γυναίκες αντρικά και αφού σύμφωνα με τη προφορική παράδοση το Ταλμούδ, όποιος το έκανε γινόταν ύποπτος για ομοφυλοφιλία: «Η γυναίκα δεν πρέπει να φοράει τα ρούχα του άντρα, ούτε ο άντρας τα ρούχα της γυναίκας. Όποιος κάνει αυτά τα πράγματα, τον αποστρέφεται ο Κύριος, ο Θεός σας» Δευτερονόμιο 22,5. Πιθανόν, εκείνο που ξεχώριζε τα γυναικεία ενδύματα να ήταν η ποιότητα των υφασμάτων, που θα ήταν πιο φίνα και πιο φαρδύ το σχήμα τους. Πρέπει επίσης η ελληνιστική μόδα να είχε σίγουρα ασκήσει και αυτή επιρροή στο ντύσιμο των γυναικών, με την υιοθέτηση της πτυχωτής χωρίς μανίκια εσθήτας, που ήταν τόσο της μόδας στην Αλεξάνδρεια και το ιμάτιο που το τύλιγαν με πολλή χάρη γύρω από το σώμα τους και που την μία άκρη του την έφερναν στο κεφάλι. Μάλιστα οι πλουσιότερες Ιουδαίες διατηρούσαν ιματιοθήκες με ποικιλία ενδυμάτων όπως τουλάχιστον μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ο Ιάκωβος ο αδελφόθεος στην Καθολική επιστολή του, όπου προαναγγέλλει την τιμωρία των πλουσίων: «Ο πλούτος σας έχει σαπίσει και τα ενδύματά σας είναι φαγωμένα από τον σκόρο» Ιακώβου 5:2. Φορούσαν επίσης και πολλά κοσμήματα, όχι μόνο οι γυναίκες αλλά και οι άντρες, από χρυσό και ασήμι. Ο Απόστολος Παύλος συστήνει στις καλές Χριστιανές να φυλάγονται από τα χρυσά κοσμήματα, τα μαργαριτάρια, τα πολύτιμα πετράδια: «Επίσης και οι γυναίκες, να στολίζουν τον εαυτό τους με σεμνή ενδυμασία, με αιδώ και σωφροσύνη, όχι με πλέξιμο μαλλιών ή με χρυσά κοσμήματα ή μαργαριτάρια ή πολυτελή φορέματα, αλλά με εκείνο που αρμόζει σε γυναίκες που ομολογούν θεοσέβεια, δηλαδή με έργα καλά» 1 Τιμόθεον 2:9 –10.
Στην Παλαιστίνη στους χρόνους του Χριστού οι Ιουδαίοι στις συναλλαγές τους χρησιμοποιούσαν δεκάδες λογής νομίσματα, επειδή μετά την επιστροφή τους από την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας, δεν είχαν ποτέ πάψει, εκτός από ένα μικρό διάστημα την εποχή των Μακκαβαίων, να ζουν κάτω από ξένη κατοχή. Έτσι ελληνιστικά, ρωμαϊκά και άλλου είδους νομίσματα χρησιμοποιούνταν στις καθημερινές συναλλαγές, για τα οποία κάποια από αυτά κάνει μνεία η Καινή Διαθήκη. Το πιο γνωστό και διαδεδομένο νόμισμα όχι μόνο στην Ιουδαία αλλά και σε όλες τις χώρες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν το αργυρό αυτοκρατορικό δηνάριο, γνωστό και ως κήνσος. Οι Ρωμαίοι μάλιστα απαιτούσαν από τους Ιουδαίους ο άμεσος φόρος, ο «κεφαλικός», να πληρώνεται με ρωμαϊκά νομίσματα που είχαν πάνω την εικόνα του εκάστοτε αυτοκράτορα «Καίσαρα» της Ρώμης.
Γι’ αυτό ο Χριστός ζητάει από τους Φαρισαίους και τους Ηρωδιανούς να του δείξουν ένα δηνάριο, όταν τον ρώτησαν αν πρέπει να πληρώνουν ή όχι, φόρο στον Καίσαρα: «Επειδή ο Ιησούς κατάλαβε την πονηριά τους, τους είπε “γιατί με πειράζετε υποκριτές; Δείξτε μου το νόμισμα του κήνσου”. Αυτοί δε, του έφεραν ένα δηνάριο. Και τους λέει “τίνος είναι η εικόνα αυτή και η επιγραφή;” Αυτοί του λένε ”του Καίσαρα“. Τότε τους λέει “Δώστε λοιπόν στον Καίσαρα όσα οφείλονται στον Καίσαρα και στο Θεό όσα οφείλονται στον Θεό”». Ματθαίος 22:18 – 21. Άλλα ρωμαϊκά νομίσματα ήταν το ασσάριο, ένα χάλκινο νόμισμα μικρής αγοραστικής αξίας, που σύμφωνα με τα λόγια του Χριστού (Ματθαίος 10:29) μπορούσες να αγοράσεις μόνο δύο σπουργίτια. Ο κοδράντης ήταν μικρότερης αξίας ακόμα και από το ασσάριο περίπου στο ¼ από αυτό και το οποίο έπρεπε να το αποδώσεις ακόμα και αυτό για να ελευθερωθείς, αν βρισκόσουν φυλακισμένος, όπως επισημαίνει ο Ιησούς (Ματθαίος 5:26) στην «επί του όρους ομιλία» του. Εκτός από τα ρωμαϊκά νομίσματα χρησιμοποιούσαν και αρκετά ελληνικά. Κατά πρώτον η δραχμή, για την οποία είπε ο Χριστός (Λουκάς 15:8 – 10), την παραβολή της «χαμένης δραχμής», που όταν την βρίσκει η γυναίκα που την έχασε καλεί τις γειτόνισσες να το γιορτάσουν. Άλλο ελληνικό νόμισμα ήταν το δίδραχμο, το οποίο πλήρωναν οι Ιουδαίοι ως φόρο για την συντήρηση του Ναού των Ιεροσολύμων: «Όταν έφτασαν στην Καπερναούμ, ήλθαν στον Πέτρο εκείνοι που εισέπρατταν τα δίδραχμα, και είπαν, “ο διδάσκαλός σου δεν πληρώνει τα δίδραχμα;”» Ματθαίος 17:24 – 25. Το τετράδραχμο, ήταν και αυτό ελληνικό νόμισμα το οποίο κατόπιν υπόδειξης του Ιησού, το βρίσκει ο Πέτρος με θαυμαστό τρόπο: «Αλλά για να μην τους σκανδαλίσουμε, πήγαινε στη θάλασσα, ρίξε το αγκίστρι και πάρε το πρώτο ψάρι, που θ’ ανεβεί. Άνοιξε το στόμα του και θα βρεις ένα στατήρα (τετράδραχμο) …» Ματθαίος 17:27. Ο στατήρας ή τετράδραχμο ήταν το αρχαίο εβραϊκό σέκελ (ελληνιστί σίκλος ή αργύριο). Η ρίζα της λέξης σέκελ θυμίζει μέτρημα ή ζύγισμα γιατί η παλιά συνήθεια στο Ισραήλ ήταν αντί να μετρούν τα νομίσματα να τα ζυγίζουν για να διαπιστώσουν αν είναι γνήσιο ή όχι.
Τριάντα τέτοια αργύρια πήρε ο Ιούδας για να προδώσει τον Χριστό. Ελληνικό, αλλά και φοινικικό ήταν το νόμισμα της μνα που ισούνταν με 100 δραχμές. Η περίφημη παραβολή των 10 μνων που δίνει κάποιος αφέντης στους δούλους του (Λουκάς 19:11 – 27), είναι μια κλασική απεικόνιση της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου. Ως φοινικικό νόμισμα η μνα, είχε υιοθετηθεί σ’ ολόκληρη τη μεσογειακή Ανατολή. Το τάλαντο ήταν ένα ακόμα ελληνικό νόμισμα μεγάλης αξίας το οποίο ισούνταν με 60 μνες. Με μία ακόμη παραβολή του (Ματθαίος 25:14 – 30), την παραβολή των ταλάντων παραπλήσια με αυτή των μνων, ο Ιησούς υπονοεί την ένδοξη Δευτέρα Παρουσία του. Βεβαίως πρέπει να ληφθεί υπόψη πως τα περισσότερα από αυτά νομίσματα, ιδίως τα ακριβά, δεν ήταν σε καθημερινή χρήση, όπως και σε μας σήμερα κάθε άλλο, παρά κυκλοφορούν στις ημερήσιες συναλλαγές μας τα χαρτονομίσματα των 500€ ή των 200€, ακόμα – ακόμα και αυτά των 100€. Οι Ρωμαίοι είχαν επιτρέψει στους Ιουδαίους να κόβουν στα εργαστήριά τους, αλλά μόνο για μέσα στα όρια της Παλαιστίνης ένα μικρό νόμισμα από ορείχαλκο, το λεπτό, αυτό που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες στο παζάρι. Δυο τέτοια λεπτά είχε ρίξει η χήρα στο θησαυροφυλάκιο του Ναού ως δωρεά, πράξη που τόσο επαινέθηκε από το Χριστό και έμεινε στην Ιστορία ως το «δίλεπτο της χήρας». Ο Ναός είχε το δικό του νόμισμα τον «σίκλο τον άγιο». Επειδή το θεωρούσαν ως «μόλυνση» αν έμπαιναν στο ταμείο του Ναού ειδωλολατρικά νομίσματα με παραστάσεις θεών ή ηγεμόνων. Οι αργυραμοιβοί, τους οποίους εκδίωξε ο Χριστός με το μαστίγιο (Ιωάννης 2:14 – 16) και ανέτρεψε τους πάγκους τους, αυτή την δουλειά έκαναν. Άλλαζαν δηλαδή τα κυκλοφορούντα κρατικά νομίσματα με «σίκλους άγιους».
Οι Ιουδαίοι λόγω της συντηρητικότητας που τους διέκρινε, και της στενής τους σχέσης με την θρησκεία και στην παραμικρή εκδήλωση της ζωής τους, δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με την ψυχαγωγία. Κάποιοι όμως από αυτούς και ιδιαίτερα στην περιοχή της Γαλιλαίας που αφθονούσε το ειδωλολατρικό στοιχείο, είναι πιθανόν να παρακολουθούσαν κάποιες παραστάσεις κυρίως κωμικές στα θέατρα ή στα στάδια όπου διεξάγονταν αγωνίσματα δρόμου, πάλης, κ.λ.π.
Για τις καθημερινές τους ανάγκες χρησιμοποιούσαν την ελληνική ή εβραϊκή γραφή επί το ακριβέστερο μια διάλεκτο της αραμαϊκής και έγραφαν πάνω σε όστρακα, πλάκες και τα κείμενα που ήταν μεγάλα π.χ. επιστολές σε πάπυρο ή περγαμηνή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Γ. Γαλίτη: Ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης
2. Ντανιέλ Ροπς: Η καθημερινή ζωή στη Παλαιστίνη στους χρόνους του Ιησού
3. Σχολικό εγχειρίδιο Θρησκευτικών της Β΄Τάξης Γυμνασίου 2001 και 2007
4. Αγία Γραφή της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας, παράρτημα μέτρα, σταθμά, νομίσματα
5. Καινή Διαθήκη, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου