Γνωρίστηκαν κι ερωτεύτηκαν στην πόλη μου με το βλέμμα, στην κοινή αυλή όπου έβλεπαν τα χαμοκαμαράκια τους· κάθε οικογένεια είχε από ένα για σπίτι.
Ο παππούς της εξομολογήθηκε τον έρωτά του με ένα σημείωμα κάτω από μια πέτρα.
Παντρεύτηκαν.Η ζωή τους ήταν δουλειά, δουλειά και δουλειά.
Χτίσαν σπιτάκι, με πλυσταριό και αυλή με λουλούδια, έκαναν παιδιά πολλά.
Σαν πρόσφυγες ένιωσαν στο πετσί τους και το ρατσισμό των Ελλαδιτών. Κι ας μην “έδιναν δικαίωμα” που λέμε.
Μα δε μίλησαν ποτέ γι αυτά. Λέξη. Μιλούσαν ελάχιστα έτσι κι αλλιώς.
Ούτε για τη χαμένη πατρίδα μιλούσαν.
Καμιά φορά μόνο έλεγαν, μέσα σε μιαν άλλη φράση, τη λέξη: “Εκεί”.
Γίνεται μια δισύλλαβη αόριστη λεξούλα να κουβαλάει τόσον πόνο; Γίνεται.
Η αξιοπρέπεια συχνά ζυμώνεται με σιωπή, αντοχή, και μια γλυκιά σοφία. Τα βράδια, μετά τη δουλειά της ημέρας η γιαγιά έπαιρνε το πλεχτό της κι έβγαινε να καθίσει με τις γειτόνισσες στο πεζοδρόμιο μπροστά απ’ τις αυλίτσες τους.
Έλεγαν καμιά κουβεντούλα για την ημέρα τους.
Μόλις όμως ακουγόταν κάποιο κουτσομπολιό, η γιαγιά η Βασιλεία έλεγε: “Συγγνώμη έχω να μαγειρέψω”, ή όποια άλλη δουλειά σκαρφιζόταν, κι έφευγε.
Αυτό το μάθημα της το χρωστάω.
Έρχονταν στο σπίτι μας θυμάμαι, τα μεσημέρια της Κυριακής, για φαγητό. Η καλύτερή μας.
Η γιαγιά με κάτασπρα μαλλάκια κότσο και την καλή της ρομπίτσα, ο παππούς μ ένα λεβέντικο γιλέκο κι ένα ρολόι με αλυσίδα κρεμασμένο, που του είχε χαρίσει η μάνα μου και πολύ το καμάρωνε.
Κάθονταν στον καναπέ -αργούσε ακόμα η ώρα του τραπεζιού- και μου έλεγαν: “Θα μας βάλεις εκείνη την πλάκα;” Η πλάκα ήταν ένας δίσκος βινυλίου με μικρασιάτικα τραγούδια. Τον άκουγαν σιωπηλοί, πιασμένοι χέρι χέρι. Ολόκληρο. Κάθε φορά.
Ο μεγάλος γιός της γιαγιάς μου, ο θείος μου, έφυγε ξαφνικά ένα καλοκαίρι.
Εκεί που ήμασταν όλοι μαζεμένοι στο σπιτάκι των παππούδων, ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο.
Κάποιος το σήκωσε και είπε μόνο: “Ο Κώστας;”.
Έψαξαν τη γιαγιά μέσα στο χαμό, για τόσο λίγο. Πού ήταν; Έτρεξαν προς το αυτοκίνητο, έγιναν αστραπή κι έφτασαν εκεί σε ελάχιστα λεπτά.
Όταν έφτασαν, την βρήκαν εκεί, ακίνητη, πεσμένη πάνω στον Κώστα της.
Ανεξήγητο πώς, τα πονεμένα ποδαράκια είχαν σπάσει το φράγμα του ήχου. Αλήθεια. Την σήκωσαν, όταν τον πήραν.
Ο παππούς ήταν ήδη άρρωστος, στο κρεβάτι. Δεν του το είπαν. Όλοι υποκρίνονταν ότι όλα ήταν όπως πάντα.
Μόνο που η γιαγιά χανόταν για λίγο, μυστήριο που πήγαινε.
Έπειτα από λίγο ανακάλυψα ότι ανέβαινε στο πλυσταριό, έκλαιγε, σκούπιζε τα δάκρυα και κατέβαινε χαμογελαστή να φροντίσει τον Αλέκο της.
Τόσα πολλά, τόσες εικόνες, μα φτάνουν αυτά. Νομίζω απλά ήθελα να γράψω για κάτι όμορφο. Ανθρώπινο.
............
Σας αντιγράφω και δυο στιχάκια που έχω γράψει για κείνους:
Κόρη, αδερφή, γυναίκα,
έπειτα μάνα
και γιαγιά...
Μικρά λευκά χεράκια, απλή και καθαρή καρδιά
Γαρυφαλάκια η ανάσα σου,
βαμβάκι τα μαλλιά.
Για Εκεί..
Για Τότε τα χείλη σφραγισμένα
Κάτι ταξίδια σιωπηλά μονάχα
κάνατε πιασμένοι χέρι χέρι
ο Αλέκος σου κι εσύ.
Πίσω από μια κιτρινισμένη φωτογραφία
η λέξη σου ακόμα με βουρκώνει
"Προσφυγούλα"
(για τη γιαγιά μου)
..........
"Εκεί" λέγανε
οι πρόσφυγες παππούδες.
Δυο συλλαβές μονάχα
και μετά σιωπή.
Καθώς το βλέμμα χανόταν
σ' αγαπημένους τόπους
μέσα τους, εκεί βαθιά.
"Εκεί" και σήμερα
βαθιά μου αν ψηλαφήσω
ουλή μνήμης προγονικής
που δακρύζει ακόμη...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου