‘’Ὅταν ἤμουν στή Μονή Μαχαιρᾶ ἡγούμενος, ἦρθε ἕνας ἄνθρωπος ἀπό μία παραλιακή πόλη τῆς Κύπρου. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἤθελε νά μέ συναντήσει γιά νά ἐξομολογηθεῖ. Ἤθελε νά ἔρθει εἰδικά σέ μένα, καί θά σᾶς πῶ τόν λόγο. Ἦρθε λοιπόν καί μοῦ διηγήθηκε ἕνα θαυμαστό γεγονός.
Αὐτός ἦταν ἕνας πολύ ζωηρός ἄνθρωπος, νέος στήν ἡλικία 37-38 χρόνων, ὄχι ἄθεος ἀλλά ἀδιάφορος. Ἦταν καί λίγο εἴρωνας καί εἰρωνευόταν τούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας. Εἶχε μία γειτόνισσα, ἡ ὁποία δέν ξέρω πῶς, ἄκουγε κάποιες ὁμιλίες μου καί τοῦ ἔλεγε συνέχεια «ὁ π. Ἀθανάσιος εἶπε ἔτσι κι ἔτσι» καί τήν κοροΐδευε. Ἀθανασία τήν ἔλεγε. «Ἐσεῖς οἱ Ἀθανασίες ὅλο ἀπ’ αὐτά λέτε», τῆς ἔλεγε. Ἀναφερόμενος σέ μένα βέβαια.
Μία φορά τοῦ πῆρε ἕνα ἀπ’ αὐτά τά μπρελόκ, πού βάζουμε τά κλειδιά πάνω. Γέλασε μόλις τό ἔπιασε, γιατί εἶχε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας πάνω.
Τῆς λέει: «Ὁ Ἀθανάσιος σοῦ τό ἔδωσε αὐτό;»
Τοῦ λέει: «πάρ’ το καί βάλε τά κλειδιά σου».
Πράγματι, ἐκείνη τή μέρα εἶχε σπάσει τό δικό του καί τό πῆρε καί ἔβαλε τά κλειδιά του πάνω. Ἦταν ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας μπροστά καί πίσω ἔγραφε «φύλαξόν με ὑπό τήν σκέπη σου». Δέν ἔδωσε καμμιά σημασία, τό ἔβαλε στήν τσέπη τοῦ παντελονιοῦ του, ἀλλά τοῦ κόλλησε μέσ᾽ στόν νοῦ αὐτή ἡ φράση «φύλαξόν με ὑπό τήν σκέπη σου».
Τό ἀπόγευμα πῆγε ψάρεμα μαζί μέ ἕνα φίλο του καί τό παιδί του. Ἀνοίχθηκαν στή θάλασσα κι ἐκεῖ ἄρχισε ἡ περιπέτεια. Ἦταν Μάρτιος μήνας, καλός καιρός, ἀλλά δυστυχῶς ἐνῶ βρίσκονταν ἀνοικτά στή θάλασσα, κατάλαβαν ὅτι ἡ βάρκα εἶχε μία ρωγμή καί ἔβαζε νερά. Κι ἀποφάσισαν νά γυρίσουν πίσω. Πῆγαν νά τραβήξουν τό σχοινί νά ξεκινήσει ἡ μηχανή, ἀλλά δέν δούλευε. Λέει, τότε, νά πάρουμε τηλέφωνο νά ᾽ρθοῦν νά μᾶς βοηθήσουν. Πάει νά πάρει τό τηλέφωνό του, τοῦ γλιστράει καί πέφτει στή θάλασσα. Καταλαβαίνετε τόν πανικό πού ἔπαθε ὁ ἄνθρωπος. Ἔπεσε τό τηλέφωνό του στή θάλασσα, ἄρχισε νά σκοτεινιάζει, ἡ βάρκα γέμισε νερά κι ἄρχισε νά βουλιάζει. Μήν τά πολυλογοῦμε, μία φρικιαστική κατάσταση.
Ἄρχισαν νά παλεύουν μέσα στή θάλασσα, στά κύματα, καί νά εἶναι μόνοι τους μέσ᾽ στό σκοτάδι τῆς θάλασσας, στά παγωμένα νερά. Δυστυχῶς, πνίγηκε ὁ σύντροφός του, καί στή συνέχεια καί τό παιδάκι του. Αὐτός πάλευε μόνος του κρατώντας τό παιδί του στά χέρια του, τουλάχιστον νά τό βγάλει ἔξω. Δέν μποροῦσε νά κάνει ὅμως τίποτα. Συνεχῶς ἐρχόταν μέσα στόν νοῦ του, στήν καρδιά του, αὐτή ἡ προσευχή: «φύλαξόν με ὑπό τήν σκέπη σου».
Λεγόταν συνέχεια μέσα του καί εἶδε τότε ἕνα φῶς στή θάλασσα, πού τόν ἔπιασε ἀπό τό χέρι καί τόν τραβοῦσε μέχρι πού τόν ἔβγαλε σιγά σιγά πρός τά ἔξω. Πέρασαν σχεδόν ἔτσι ὅλη τή νύχτα. Τό πρωί, γύρω στίς πέντε, μία βάρκα τούς ἐντόπισε. Πῆρε αὐτόν, μάζεψε καί τό λείψανο τοῦ κεκοιμημένου συντρόφου καί τοῦ παιδιοῦ του καί τούς ἔβγαλαν ἔξω.
Ἦρθε μετά προσκύνησε τήν Παναγία στόν Μαχαιρᾶ καί μοῦ εἶπε μέ δάκρυα τό γεγονός αὐτό τῆς προστασίας τῆς Παναγίας μας, πού ἦταν μαζί του ὅλη τή νύχτα, καί τήν ἐπικαλεῖτο καί ἔλεγε, «φύλαξόν με ὑπό τήν σκέπη σου». Αὐτά πού ἐμεῖς τά θεωροῦμε πολύ μηδαμινά πράγματα, εἶναι ὅμως σημαντικά γιά τόν Θεό πού θέλει νά σώσει τόν ἄνθρωπο’’.
Πηγή: περιοδικό «Παράκληση», Ἱ. Μητροπόλεως Λεμεσοῦ, Τεῦχος 105.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου