Ο 90-χρονος Βασίλης Φαρασόπουλος, ένα από τα εννέα παιδιά του πατρός Γαβριήλ από τη Θράκη, αφηγείται συγκινητικά περιστατικά ανθρωπιάς κατά την περίοδο των εορτών και του πολέμου στο φτωχό χωριό Ασκητές, έτσι όπως του τα εξιστόρησε ο κληρικός πατέρας του.
«Στο Ιάσιο στην αρχή, αλλά και στο μικρό χωριό Ασκητές στη Θράκη, τριάντα χιλιόμετρα από τη Θάλασσα, κατοικούν από το 1931 ο πατέρας μου παπα-Γαβριήλ, με τα πρώτα παιδιά του και τη μητέρα μου Σοφία. Εκεί λοιπόν εξελίσσεται όλη η ιστορία. Τον Οκτώβριο του 1940 ο παπα-Γαβριήλ βγήκε έξω στην αυλή και είδε τον χωροφύλακα του χωριού, ο οποίος του φώναξε ότι έχει δυσάρεστα νέα, πως κηρύχθηκε πόλεμος με την Ιταλία και να πάει να χτυπήσει την καμπάνα να μαζευτεί ο κόσμος. Πήγε λοιπόν ο παπάς και χτύπησε την καμπάνα και σιγά σιγά οι κάτοικοι του Ιάσιου ακούγοντάς την άρχισαν να συγκεντρώνονται στην πλατεία. Έμαθαν τα μαντάτα και εν συνεχεία πήγαν όλοι μουδιασμένοι στα σπίτια τους. Οι άντρες ετοιμάστηκαν, ύστερα μαζεύτηκαν όλοι στον δρόμο και έκαναν μια ομάδα μεγάλη και ξεκίνησαν να πάνε στις μονάδες που τους καλούσε η επιστράτευση.» Η αρχική αμηχανία μετατράπηκε σύντομα σε αγωνιστικό ενθουσιασμό και οι στρατιώτες κατευθύνθηκαν στα πεδία των μαχών και στα βουνά της Αλβανίας. Τα πρώτα Χριστούγεννα του πολέμου όλοι έδειξαν την ανθρωπιά τους, στέλνοντας ένα δείγμα πως ο Χριστός δεν ήρθε άδικα σε αυτό τον κόσμο. Ο κ. Φαρασόπουλος θυμάται τον πατέρα του να εξιστορεί σαν σε παραμύθι:
«Θυμάμαι να μας λέει συγκινημένος ότι οι περισσότερες οικογένειες έδιναν υφαντές πολύχρωμες κουβέρτες που τις είχαν για τα προικιά των κοριτσιών τους, και ολοκάθαρα αμεταχείριστα χειροποίητα πράγματα που τα έδιναν με την καρδιά τους, επιμένοντας μάλιστα να τα πάρουν»
«Ο Δεκέμβρης εκείνος είχε πολλές ανάγκες σε ρούχα ζεστά και σκεπάσματα για τους στρατιώτες μας στα βουνά της Αλβανίας. Συνέχεια έρχονταν έγγραφα που ζητούσαν να μαζευτούν μάλλινες κάλτσες, φανέλες, γάντια, εσώρουχα, πουλόβερ, κασκόλ και άλλα υφαντά. Σε αυτή την προσπάθεια μια επιτροπή της Εκκλησίας με επικεφαλής τον ιερέα πατέρα μου έβγαινε με το κάρο και γύριζαν στα σπίτια και μάζευαν ό,τι μπορούσε να δώσει ο κάθε νοικοκύρης. Ο παπα-Γαβριήλ περιέγραφε πολλά χρόνια αργότερα σ’ εμάς τα παιδιά του: “Θυμάμαι ακόμη και συγκινούμαι που οι περισσότερες οικογένειες μας έδιναν υφαντές πολύχρωμες κουβέρτες μάλλινες που τις είχαν για τις προίκες των κοριτσιών τους. Κατακάθαρα, λαμπερά και αμεταχείριστα πράγματα, που ήταν χειροποίητα και φτιαγμένα με κόπο. Εγώ τα έβλεπα όλα αυτά και στενοχωριόμουν που τα έπαιρνα, αλλά μας τα έδιναν με την καρδιά τους και επέμεναν να τα πάρουμε.
– Πάρτε τα. Εμείς θα κάνουμε άλλα. Φτάνει τα παιδιά μας να ζεσταθούν και τα επόμενα Χριστούγεννα να κάνουμε όλοι μαζί τη γιορτή.
Έδιναν ακόμα και οι μουσουλμάνοι του τόπου μας πράγματα. Οι Τούρκοι δεν είχαν υφαντά κιλίμια και κουβέρτες. Μας έδιναν αμεταχείριστα αφράτα παπλώματα από τις προίκες τους. Ήξερα πως όλα αυτά θα πήγαιναν μέσα στη λάσπη, αλλά δεν μπορούσα να αρνηθώ. Αυτά τα προικιά τα έφερναν οι ίδιες οι χανούμισσες και τα φόρτωναν στο κάρο. Όλα αυτά τα φορτώσαμε στα κάρα και τα στείλαμε στην Κομοτηνή. Προπαραμονές των Χριστουγέννων είχα μια ιδέα και είπα στους βοσκούς και τσοπάνηδες που είχαν κοπάδια, όποιος θέλει να δώσει για τον στρατό από ένα στέρφο πρόβατο. Δεν αρνήθηκε κανείς. Όλοι έδωσαν από ένα παχύ ζωντανό. Μάζεψα τριάντα εφτά πρόβατα για τους αγωνιστές της Αλβανίας και τα προώθησαν στην Κομοτηνή, να φάνε οι στρατιώτες, να παρηγορηθούν και να πουν το “Ωσαννά”.» Εν τω μεταξύ στο χωριό μέσα στη φτώχεια του πολέμου, την παραμονή της γεννήσεως του Χριστού τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα, όπως και την περίοδο της ειρήνης και μάζευαν καλούδια να χορτάσουν την πείνα τους, γιατί η ζωή είναι δυνατή και ο άνθρωπος έχει μάθει να επιβιώνει με τα έθιμα και τις συνήθειες, κυρίως όμως με τη Θεία λειτουργία στον ναό.
Ο Βασίλης Φαρασόπουλος συνεχίζει:
«Την παραμονή των Χριστουγέννων έσφαζαν όσοι είχαν ένα γουρούνι και τακτοποιούσαν τα κρεατικά. Ένα μέρος από το λίπος το έβραζαν και το χρησιμοποιούσαν σαν βούτυρο τον χειμώνα, άλλο το έκαναν παστό και άλλο λουκάνικα. Οι έχοντες μοίραζαν και στους μη έχοντες. Οι χωρικοί έδιναν στον πατέρα Γαβριήλ, που είχε εννιά παιδιά να θρέψει, κομμάτια από το χοιρινό που είχαν μαγειρέψει για τη γιορτή, ή κομμάτι από τις πίτες που είχαν ψήσει, ή ένα μεγάλο κουλούρι. Εκείνα τα χρόνια γύρω από το Ιάσιο υπήρχαν πολλά χριστιανικά χωριά με λιγότερους κατοίκους και χωρίς παπά και από τα γειτονικά χωριά έρχονταν οι απλοϊκοί αγρότες και εκκλησιάζονταν για τα Χριστούγεννα και του Αγίου Βασιλείου, όπως και των Θεοφανίων. Έρχονταν με τα πόδια ή με τα κάρα, κι ερχόταν τόσος κόσμος που δεν χωρούσε μέσα στην εκκλησία και μέσα στον χειμώνα έμεναν έξω στο κρύο, στο προαύλιο της εκκλησίας και τα κάρα ήταν αραγμένα στη σειρά σε όλο το μήκος. Για να έρθουν τα κάρα αυτά περνούσαν και από ποτάμια και από λάσπες. Όταν τα ποτάμια κατέβαζαν νερό, όσοι έρχονταν στην εκκλησία το βράδυ της Γεννήσεως, έβγαζαν τα παπούτσια τους, περνούσαν ξυπόλητοι το ρεύμα του νερού και μετά τα ξαναφορούσαν με πόδια ξυλιασμένα. Οι περισσότεροι, νέοι, γέροι, κορίτσια, αγόρια και μικρά παιδιά περίμεναν στην όχθη να περάσει ένα κάρο, για να ανέβουν επάνω, να τους πάει το κάρο στον ναό.» Εν τω μεταξύ, η εμπιστοσύνη στον ιερέα του χωριού ήταν αδιαμφισβήτητη και οι αρχές του τόπου έβρισκαν στο πρόσωπο του πατρός Γαβριήλ, τον άνθρωπο που με διάκριση και τίμια θα μοίραζε από τις ελάχιστες δραχμές τού σχεδόν άδειου ταμείου του κράτους, που προορίζονταν για τους εξαθλιωμένους πολίτες του. Ο κ. Φαρασόπουλος θα πει:
«Mια μέρα ήρθε ένας κρατικός υπάλληλος και έδωσε στον πατέρα μου 80.000 δραχμές, με εμπιστοσύνη να τα μοιράσει στις οικογένειες των στρατευμένων, που είχαν μεγάλη ανάγκη. Με ευθύνη τα μοίρασε όπως έπρεπε και εν συνεχεία με δική του πρωτοβουλία απευθύνθηκε στους χωριανούς που είχαν απομείνει:
- Αδελφοί, οι άνθρωποί μας έφυγαν, τα αγόρια στέκουν στον σταύλο μας και δεν δουλεύουν, τα χωράφια μας μένουν χέρσα, για να έχουμε του χρόνου να φάμε πρέπει όλοι να πάρουμε στην ευθύνη μας τα χωράφια όχι μόνο τα δικά του ο καθένας αλλά και του γείτονα, του αδελφού, του κουμπάρου. Τι λέτε;
- Ναι.
Κανένας δεν έφερε αντίρρηση.
- Εσύ θα αναλάβεις το χωράφι του τάδε, εσύ του αδελφού σου…
Έτσι μοίρασε όλα τα χωράφια σε όλους τους χωριανούς, χωρίς να παραπονεθεί κανένας. Ο ίδιος έσπειρε σε είκοσι μέρες σαράντα στρέμματα του γείτονα κι όλοι έμειναν ευχαριστημένοι.»
«Είχαν σκοπό να με μαχαιρώσουν. Δεν μου επέτρεπαν να λειτουργήσω. Κυνηγούσαν όλους τους παπάδες. Με συμπόνεσε γιατί είχα πολλά παιδιά»
Ο καιρός κυλούσε, το κρύο ανυπόφορο στα χωριά της Θράκης. Ο κόσμος φτωχοποιούνταν, ο πόλεμος συνέχιζε και η πείνα θέριευε. Οι Γερμανοί πράττοντας το κακό στην ανθρωπότητα εξασφάλιζαν συμμάχους κατά τόπους, οι οποίοι ουσιαστικά αρκούνταν υπηρετικά στην αμφίβολη εύνοια των Ναζί και στ’ απομεινάρια των ξεκληρισμένων χωρών. Στη Θράκη τον ρόλο των γυπών έπαιξαν τότε οι Βούλγαροι. O πατήρ Γαβριήλ περιγράφει με το στόμα του γιου του Βασίλη:
«Επιζήσαμε πελεκώντας πέτρες στο βουνό, φτιάχνοντας χειρόμυλους τους οποίους ανταλλάσσαμε με στάρι και φασόλια» «Στα 1941, όταν μας χτύπησε η Γερμανία καταλάβαμε πως στα μέρη μας θα έρθουν οι Βούλγαροι που ήταν σύμμαχοι με τους Γερμανούς. Πραγματικά ήρθε στην περιοχή ένα τάγμα Βούλγαροι στρατιώτες και έποικοι Βούλγαροι πολίτες που τους έστειλε το κράτος να ζήσουνε εδώ στη Θράκη. Ήταν φανατικοί εναντίον μας. Τότε έμενα στο Ιάσιο με τα εφτά παιδιά μου. Οι ιερείς της εποχής δεν ήταν μισθωτοί. Την αμοιβή τους την έδινε το χωριό σε είδος, καλαμπόκι, στάρι, κριθάρι, σπάνια λίγα χρήματα. Δικό μου χωράφι δεν είχα. Πήρα τον γιο μου τον Γιώργη και πήγα μ΄ ένα γαϊδούρι στα Αρριανά, για να θεωρήσει την άδεια ο πρόεδρος της κοινότητας, να πάρω φαγητό για τα παιδιά μου. Εκεί μου είχαν στήσει παγίδα. Έφτασα στο χωριό και κάθισα μ’ έναν φίλο στον καφενέ να περιμένω τον πρόεδρο.
«Την παραμονή των Χριστουγέννων έσφαζαν όσοι είχαν ένα γουρούνι και τακτοποιούσαν τα κρεατικά. Ένα μέρος από το λίπος το έβραζαν και το χρησιμοποιούσαν σαν βούτυρο τον χειμώνα, άλλο το έκαναν παστό και άλλο λουκάνικα. Οι έχοντες μοίραζαν και στους μη έχοντες. Οι χωρικοί έδιναν στον πατέρα Γαβριήλ, που είχε εννιά παιδιά να θρέψει, κομμάτια από το χοιρινό που είχαν μαγειρέψει για τη γιορτή, ή κομμάτι από τις πίτες που είχαν ψήσει, ή ένα μεγάλο κουλούρι. Εκείνα τα χρόνια γύρω από το Ιάσιο υπήρχαν πολλά χριστιανικά χωριά με λιγότερους κατοίκους και χωρίς παπά και από τα γειτονικά χωριά έρχονταν οι απλοϊκοί αγρότες και εκκλησιάζονταν για τα Χριστούγεννα και του Αγίου Βασιλείου, όπως και των Θεοφανίων. Έρχονταν με τα πόδια ή με τα κάρα, κι ερχόταν τόσος κόσμος που δεν χωρούσε μέσα στην εκκλησία και μέσα στον χειμώνα έμεναν έξω στο κρύο, στο προαύλιο της εκκλησίας και τα κάρα ήταν αραγμένα στη σειρά σε όλο το μήκος. Για να έρθουν τα κάρα αυτά περνούσαν και από ποτάμια και από λάσπες. Όταν τα ποτάμια κατέβαζαν νερό, όσοι έρχονταν στην εκκλησία το βράδυ της Γεννήσεως, έβγαζαν τα παπούτσια τους, περνούσαν ξυπόλητοι το ρεύμα του νερού και μετά τα ξαναφορούσαν με πόδια ξυλιασμένα. Οι περισσότεροι, νέοι, γέροι, κορίτσια, αγόρια και μικρά παιδιά περίμεναν στην όχθη να περάσει ένα κάρο, για να ανέβουν επάνω, να τους πάει το κάρο στον ναό.» Εν τω μεταξύ, η εμπιστοσύνη στον ιερέα του χωριού ήταν αδιαμφισβήτητη και οι αρχές του τόπου έβρισκαν στο πρόσωπο του πατρός Γαβριήλ, τον άνθρωπο που με διάκριση και τίμια θα μοίραζε από τις ελάχιστες δραχμές τού σχεδόν άδειου ταμείου του κράτους, που προορίζονταν για τους εξαθλιωμένους πολίτες του. Ο κ. Φαρασόπουλος θα πει:
«Mια μέρα ήρθε ένας κρατικός υπάλληλος και έδωσε στον πατέρα μου 80.000 δραχμές, με εμπιστοσύνη να τα μοιράσει στις οικογένειες των στρατευμένων, που είχαν μεγάλη ανάγκη. Με ευθύνη τα μοίρασε όπως έπρεπε και εν συνεχεία με δική του πρωτοβουλία απευθύνθηκε στους χωριανούς που είχαν απομείνει:
- Αδελφοί, οι άνθρωποί μας έφυγαν, τα αγόρια στέκουν στον σταύλο μας και δεν δουλεύουν, τα χωράφια μας μένουν χέρσα, για να έχουμε του χρόνου να φάμε πρέπει όλοι να πάρουμε στην ευθύνη μας τα χωράφια όχι μόνο τα δικά του ο καθένας αλλά και του γείτονα, του αδελφού, του κουμπάρου. Τι λέτε;
- Ναι.
Κανένας δεν έφερε αντίρρηση.
- Εσύ θα αναλάβεις το χωράφι του τάδε, εσύ του αδελφού σου…
Έτσι μοίρασε όλα τα χωράφια σε όλους τους χωριανούς, χωρίς να παραπονεθεί κανένας. Ο ίδιος έσπειρε σε είκοσι μέρες σαράντα στρέμματα του γείτονα κι όλοι έμειναν ευχαριστημένοι.»
«Είχαν σκοπό να με μαχαιρώσουν. Δεν μου επέτρεπαν να λειτουργήσω. Κυνηγούσαν όλους τους παπάδες. Με συμπόνεσε γιατί είχα πολλά παιδιά»
Ο καιρός κυλούσε, το κρύο ανυπόφορο στα χωριά της Θράκης. Ο κόσμος φτωχοποιούνταν, ο πόλεμος συνέχιζε και η πείνα θέριευε. Οι Γερμανοί πράττοντας το κακό στην ανθρωπότητα εξασφάλιζαν συμμάχους κατά τόπους, οι οποίοι ουσιαστικά αρκούνταν υπηρετικά στην αμφίβολη εύνοια των Ναζί και στ’ απομεινάρια των ξεκληρισμένων χωρών. Στη Θράκη τον ρόλο των γυπών έπαιξαν τότε οι Βούλγαροι. O πατήρ Γαβριήλ περιγράφει με το στόμα του γιου του Βασίλη:
«Επιζήσαμε πελεκώντας πέτρες στο βουνό, φτιάχνοντας χειρόμυλους τους οποίους ανταλλάσσαμε με στάρι και φασόλια» «Στα 1941, όταν μας χτύπησε η Γερμανία καταλάβαμε πως στα μέρη μας θα έρθουν οι Βούλγαροι που ήταν σύμμαχοι με τους Γερμανούς. Πραγματικά ήρθε στην περιοχή ένα τάγμα Βούλγαροι στρατιώτες και έποικοι Βούλγαροι πολίτες που τους έστειλε το κράτος να ζήσουνε εδώ στη Θράκη. Ήταν φανατικοί εναντίον μας. Τότε έμενα στο Ιάσιο με τα εφτά παιδιά μου. Οι ιερείς της εποχής δεν ήταν μισθωτοί. Την αμοιβή τους την έδινε το χωριό σε είδος, καλαμπόκι, στάρι, κριθάρι, σπάνια λίγα χρήματα. Δικό μου χωράφι δεν είχα. Πήρα τον γιο μου τον Γιώργη και πήγα μ΄ ένα γαϊδούρι στα Αρριανά, για να θεωρήσει την άδεια ο πρόεδρος της κοινότητας, να πάρω φαγητό για τα παιδιά μου. Εκεί μου είχαν στήσει παγίδα. Έφτασα στο χωριό και κάθισα μ’ έναν φίλο στον καφενέ να περιμένω τον πρόεδρο.
Τότε ένας μουσουλμάνος χωροφύλακας με κίνδυνο της ζωής του, έπιασε φοβισμένος τον φίλο μου και του είπε να φύγουμε στα γρήγορα γιατί είχαν σκοπό να με μαχαιρώσουν. Με συμπόνεσε γιατί είχα πολλά παιδιά. Φύγαμε τρέχοντας για τους Ασκητές με το γαϊδούρι και γλύτωσα. Όμως κι εκεί οι Βούλγαροι μ’ έκαναν αργό και δεν μου επέτρεπαν να λειτουργήσω. Κυνηγούσαν όλους τους παπάδες. Δυστύχησα κι εγώ και τα παιδιά μου. Επιζήσαμε πελεκώντας πέτρες στο βουνό φτιάχνοντας χειρόμυλους. Τους ανταλλάσσαμε με σιτάρι και φασόλια.»
Η καταδίκη του δις εις θάνατον, οι φυλακές του Χάσκοβο και η απελευθέρωση
Την άνοιξη του 1944, οι Βούλγαροι ξεκινούν ανακρίσεις και βασανιστήρια στους κατοίκους των χωριών γύρω από το Ιάσιο για να μαρτυρήσουν αν υπήρχαν αντάρτες και ποιος τους βοηθούσε. Αθώοι κι ένοχοι αυτής της κατηγορίας οδηγούνταν στα κρατητήρια.
«Κάποτε πήραν τον πατέρα μου από τους Ασκητές και τον πήγαν στην ασφάλεια της Κομοτηνής. Εκεί πέρασε πολλά βασανιστήρια. Δικάστηκε δις σε θάνατο, και τον μετέφεραν στις φυλακές του Χάσκοβο στη Βουλγαρία. Δεν γόγγυξε και πάντα έβλεπε τη βοήθεια του Θεού σε όλα και δεν πίστεψε πως δεν θα ξαναέβλεπε την οικογένειά του. Πράγματι τον Σεπτέμβριο του 1944 μπήκαν τα Ρωσικά στρατεύματα στη Βουλγαρία και άρχισαν οι φυλακές να αδειάζουν, να ελευθερώνονται όλοι οι φυλακισμένοι. Άνοιξαν και οι φυλακές του Χάσκοβο. Έτσι ελευθερώθηκε με τους υπόλοιπους κρατούμενους και ο παπα-Γαβριήλ κι επέστρεψε στο αγαπημένο του χωριό, στη γυναίκα του και τα παιδιά του.»
Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, 23.12.2020
δείτε εκπομπή της Πειραϊκής εκκλησίας: https://youtu.be/fubpedxRx90
1 σχόλιο:
Χρόνια πολλά , με υγεία και ευτυχία! Ναι, με υγεία και ευτυχία , γιατί όπως οικονόμησε τους ανθρώπους εκείνου του καιρού ο Θεός , έτσι και τώρα θα οικονομήσει για τους πιστούς του!
Δημοσίευση σχολίου