Υπάρχει επίσης το ιερό ασκητήριο του Οσίου Γρηγορίου, καθώς και ο ναΐσκος του Γενεσίου της Θεοτόκου.Είναι η πλέον ήσυχη και πιο ελκυστική γωνιά του πέτρινου δάσους, όπου αισθάνεται κανείς το άρωμα της ασκητικής ζωής αφανών οσίων πατέρων έξι και πλέον αιώνων. Πλάι από την τιτανόβραχη πέτρα της Αϊάς, νοτιοδυτικά προς το Καστράκι, υψώνεται ο βράχος του Μπάντοβα, ο οποίος στην βορεινή του πλευρά φιλοξενεί το ιερό σπηλαιώδες ασκητήριο του Αγίου Νικολάου σε υψόμετρο 370 μ.
Το μονύδριο του Αγίου Νικολάου είναι παλαιότατα ιδρυμένο, πιθανώς στα μέσα του 14ου αιώνα. Το παλαιό προσωνύμιο είναι του Κοφινά.
Σε σωζόμενο σιγιλλιώδες γράμμα αδήλου επισκόπου Σταγών, του έτους 1387/8, για την κατοχή του κελλίου του επονομαζομένου ‘Πέτρα’, δηλούται ότι μαζί με τις άλλες εκκλησιαστικές και πολιτικές Αρχές των Σταγών παρευρισκόταν ο Νεόφυτος, ‘πρώτος’ της Σκήτης Σταγών, ο Μακάριος αρχιμανδρίτης της Σκήτης Σταγών (διάφορος από τον ιερομόναχο Μακάριο, ιδρυτή του σπηλαιώδους ναΐσκου ‘παρά την θέσιν Πηγάδιον’ και κατόπιν αρχιμανδρίτη και ‘πρώτο’ της Σκήτης Σταγών), καθώς και ένας εκπρόσωπος της μονής της επικεκλημένης των ‘Κοφινίων’.
Με το γράμμα αυτό ο επίσκοπος αναγνωρίζει την κυριότητα των πατέρων του Αγίου Νικολάου Κοφινά στο μετοχιακό κελλίο (=μονύδριο) του Αγίου Νικολάου της ‘Πέτρας’, στην περιοχή της Σκάλας, το οποίο «εξ οικείων πόνων και ιδρώτων και εξόδων έκτισαν» οι πατέρες του Αγίου Νικολάου του Κοφινά.
Ιστορική εξέλιξη του μονυδρίου
Στο ‘Χρονικό των Μετεώρων’ (γραμμένο γύρω στα 1529) γίνεται μνεία των αμπελώνων του Αγίου Νικολάου του Κοφινά. Στις αρχές του 17ου αιώνα το ως άνω μονύδριο ανήκει ως κελλίο στο Μεγάλο Μετέωρο. Στο προμνημονευθέν ‘Κατάστιχο δια την αποκοπήν των κελλιωτών’ το μονύδριο καταχωρίζεται δωδέκατο στην σειρά με τον τίτλο «ο άγιος Νικόλαος, ο Κοφινάς».
Στα μέσα του 19ου αιώνα το μοναστήρι είναι όρθιο, αλλά κλειστό. Ο Δανός περιηγητής J. L. Ussing στο βιβλίο του «Griechische Reisen und Studies (=Tαξίδια και έρευνες στην Ελλάδα) γράφει στα 1846: «Το ανέβασμα πάνω από τους κακοτράχαλους βράχους γίνεται με δυσκολία και σε λίγο βρίσκεσαι στην άλλη πλευρά του λίθινου όγκου. Στα αριστερά, στη μέση των βράχων, διακρίνεται ένα μεγάλο σπήλαιο το οποίο έχει μεταβληθεί σε κατοικία με τοίχους και σανίδες. Αυτό είναι η μονή του Αγίου Νικολάου. Όπως και όλες οι άλλες μονές, βρίσκεται τόσο ψηλά ώστε η πρώτη σκέψη που κάνεις είναι: πως τα κατάφεραν οι πρώτοι κάτοικοί του να ανεβούν έως εκεί; Ο πρώτος ίσως μπορούσε να βοηθήσει τους άλλους. Ποιός, όμως, βοήθησε τον πρώτο; Η μονή είναι προσιτή μόνο με μία ανεμόσκαλα, η οποία δεν είναι πλεγμένη με σχοινί, όπως θα περιμέναμε, αλλά είναι συρραμένη από μικρά κομμάτια δρύινου ξύλου. Η ανεμόσκαλα κρέμεται ακόμα στη θέση της, αλλά η μονή είναι εγκαταλειμμένη».
Από τα μέσα του 19ου αιώνα αναφέρεται ως μονή του ‘Αγίου Νικολάου Μπάντοβα’. Μπάντοβας η Μπάτοβας καλείται επίσης ο βράχος
Μία σημαντική ανακαίνιση έγινε στα 1876 από τον αγιοστεφανίτη μοναχό Ιγνάτιο, καθώς μας πληροφορεί παλαιά επιγραφή, η οποία χρησιμοποιεί το νέο προσωνύμιο: (Ανακενήσθη Η παρούσα Μονή / του Αγίου Νικολάου Μπάτοβου / Δια Συνδρομής Ιγνατίου Μο/ναχού όστις εχριμάτησεν / ποτέ καιρόν εις την Μονήν του / Αγίου Στεφάνου και ύστερον / ήλθεν ενταύθα 1876: Απριλιου / και Ευγενίας Μοναχής εν έτει 1893.
Στα 1882 ο προηγούμενος Πολύκαρπος Ραμμίδης στο βιβλίο του «Τα Μετέωρα» αναφέρει ότι «εις την μονήν του Αγίου Νικολάου (Μπάτοβα) σώζεται εις μοναχός Ιγνάτιος, όστις επιβλέπει και επιστατεί όπως τουλάχιστον απολαμβάνουσι της θείας ιερουργίας και αι λοιπαί».
Από την παραπάνω επιγραφή αξιόλογη είναι, επίσης, η πληροφορία για κτιτορική δραστηριότητα της μοναχής Ευγενίας, πρώτης γνωστής μοναχής των Μετεώρων και ανακαινίστριας στην ιερά μονή Αγίου Νικολάου Μπάντοβα, το όνομα της οποίας αναγράφεται στον τελευταίο στίχο μεταγενέστερης, μικρογράμματης γραφής: «Ευγενίας Μοναχής εν έτει 1893.
Η Γερόντισσα Ευγενία Μπαντέκα-Ψυρρα († 1917), ως μοναχή Ευγενία υπηρέτησε αρχικώς στην Παναγία Καλαμπάκας μένοντας στα έξω κελλιά και ύστερα στον άγιο Νικόλαο Μπάντοβα, κατόπιν επανειλημμένων προτροπών του αγίου.
Ο Ν. Βέης μαζί με τον ιερομόναχο Προκόπιο Γρηγοριάδη επισκέφθηκαν το «ευαγές αυτό καταγώγιον» στις 12 Οκτωβρίου του έτους 1908. Μας πληροφορεί ότι ήταν μετόχι του Βαρλαάμ (ήδη από το 1886 είχε γίνει συγχώνευση) και κατοικούσαν «οικτραί τινες μοναχαί». Εκτός της μοναχής Ευγενίας κατοικούσε και άλλη μία μοναχή με το όνομα Μαρία. Σημειώνει, επίσης, ότι οι τοιχογραφίες του ναού ανεκαινίσθησαν κατά τα έτη 1881 και 1882, ενώ στην κόγχη ενός κελλίου ευρισκόταν μία φορητή εικόνα του αγίου Νικολάου με την επιγραφή: «Χειρ Γεωργίου Ιωαννίτου 1785 Μαΐου 10».
Σε ευρετήριο των ΓΑΚ για τις διατηρούμενες μονές της Ελλάδος, το οποίο χρονολογείται λίγο μετά το 1881/2, δηλαδή μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελληνικό βασίλειο, αναφέρεται και η μονή αυτή ανάμεσα στις ζώσες μετεωρίτικες μονές με το προσηγορικό «Μπάντοβα». Αναγράφονταν συνολικά επτά μετεωρίτικες μονές, ήτοι: «Αγίου Στεφάνου, Αγίων Παντων Βαρλαάμ, Μεταμορφώσεως (Μεγάλου Μετεώρου), Αγίας Τριάδος, Μεταμορφώσεως Ρουσάνου, Αγίου Νικολάου Μπάντοβα, Αγίου Νικολάου (Αναπαυσά)».
Στους χρόνους της ιταλογερμανικής κατοχής, καθώς μας πληροφορεί ο Ν. Βέης, «η μικρά μονή του Αγίου Νικολάου Κοφινά εδηώθη υπό των Γερμανών· υπό τούτων αφηρέθη εκ της αυτής μονής και εικών».
Ο Φώτης Κοτοπούλης διευκρινίζει περισσότερο το γεγονός: «Το μοναστήρι αυτό είχε την ατυχία να βομβαρδιστή με πυροβόλο το 1943 από στρατιώτες Καυκασίους, οι οποίοι ως στρατός των Ρώσων είχαν αυτομολήσει εις τους Γερμανούς και κατ’ αυτόν τον τρόπο κατεκρήμνησαν και μέρος του τοίχου».
Μετά τον πόλεμο, το μονύδριο του Αγίου Νικολάου Μπάντοβα, καθώς γράφει στα 1961 ο Καλαμπακιώτης Αντώνης Παπαγεωργίου, «επεσκευάστηκε εσχάτως μερίμνη μιας εναρέτου γυναικός ονόματι Φανής Μπαντέκα η Παπαλαγάρα. Ο πατήρ της αείμνηστος Δημήτριος Μπαντέκας υπήρξε συνεργάτης του Παύλου Μελά με πολυσχιδή δράσιν».
Περιγραφή του σπηλαιώδους μονυδρίου στα 1950
Ο συγγραφέας Φώτης Κοτοπούλης μας περιγράφει την παλαιά διαμόρφωση του σπηλαιώδους μονυδρίου στα 1950: «Το μοναστήρι αυτό βρίσκεται σε μία σπηλιά κάπως ευρύχωρη και πάνω σ’ έναν βράχο, τον καλούμενο Μπάτοβα. Κείται προς τα ΝΑ του Καστρακίου, ΒΔ της Καλαμπάκας και ανάμεσα από τους βράχους Αγιάς, Πυραμίδας και Πυξάρι, Αρφαντογιάννη και Αμπάρια, χτισμένο σε ύψος 30 οργυές από το έδαφος.»
Ανεβαίνει κανείς πρώτα σε μια στενόμακρη μικρή σπηλιά, κι’ από κει με σκάλα, δια μέσου μιας τρύπας όχι και μεγάλης, ίσα να χωράει την διάβασι ανθρώπου πάνω σ’ άλλη μικρή σπηλιά και με σκάλα πάλι ξύλινη στην άνω σπηλιά όπου είναι ο εξώστης, η ανέμη και η στέρνα και προς το βάθος το πολύ μικρό και λαξευτό ναΰδριο. Η παραπάνω αναφερομένη τρύπα από την οποία διέρχεται ο επισκέπτης, αποτελεί τρόπον τινά την πόρτα η οποία κλείνει ερμητικά και φράσσει την άνοδο. Σχεδόν τετράγωνη και πάχους είκοσι εκατοστά του μέτρου, περιβάλλεται με μετάλλινο περίβλημα (λαμαρίνης) και είναι οπωσδήποτε βαρειά και φέρει εξέχοντα οδοντωτά καρφιά, μεγέθους μισού μικρού δακτύλου χεριού και προς το κάτω μέρος κατά το κλείσιμο για την καλύτερη προφύλαξι και εξασφάλισι ασφαλείας και ησυχίας των μοναζόντων από κακοποιούς».
Περιγραφή του ναΐσκου
Ανεβαίνοντας κανείς στην πολυδαίδαλη σπηλιά, στον πέμπτο όροφο συναντά τον εξαιρετικά καλλωπισθέντα ναΐσκο του Αγίου Νικολάου του θαυματουργού, ο οποίος και πάλιν εθαυματούργησε στον πεφιλημένο οίκο του. Ο σπηλαιώδης αυτός ναΐσκος ιστορήθηκε και καλλωπίστηκε μερίμνη του Γέροντος Χρυσοστόμου Τέτσιου. Διαθέτει τέμπλο καλλιτεχνημένο κατά το έτος 2000 δια χειρός του Καλαμπακιώτη Νικολάου Κύργια. Ωραία συρματερά ασημοκάνδηλα, δώρα Κυπρίων προσκυνητών, και λοιπά άγια σκεύη δίνουν μία αρχοντική αίσθηση στον ιερό αυτό χώρο.
Στο ιερό βήμα του λαξευτού αυτού ναΐσκου σώζονται παλαιές τοιχογραφίες του 18ου-19ου αιώνα. Οι τοιχογραφίες του ναού ανακαινίσθηκαν κατά τα έτη 1881 και 1882, καθώς μας πληροφορεί ο Ν. Βέης. Στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης ιστορείται η Παναγία δεομένη, ως «Πλατυτέ//ρα των Ουρανών», με τον Ιησού Χριστό, σε μετάλλιο, ευλογούντα έμπροσθέν της. Κάτωθεν στο κέντρο ο Μελισμός. Εκατέρωθεν ιστορούνται συλλειτουργούντες ιεράρχες. Αριστερά, από Β προς Ν, εικονίζεται ο άγιος «Γρηγόριος» ο Θεολόγος και ο άγιος «Ιω(άννης) ο Χρυ/σόστομος», δεξιά ο άγιος «Βασίλειος» και ο άγιος «Νικόλ/αος». Στην κόγχη της Προθέσεως η Άκρα Ταπείνωσις του Χριστού με την επιγραφή: η «Απο//καθήλωσις. Η Παναγία εικονίζεται δεξιά του Χριστού και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος αριστερά.
Η ιστόρηση του ναΐσκου συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε το 2001 με ωραίες επίθετες σε μουσαμά τοιχογραφίες δια χειρός Εμμανουήλ Ζαχαριουδάκη. Η επιγραφή της ιστορήσεως ευρίσκεται επάνω από την δυτική είσοδο του ναού και έχει ως εξής: «Ανηγέρθη μεν εκ βάθρων το ιερόν τούτο Μετόχιον της Ι. Μονής Αγ. Τριάδος αγ. Μετεώρων του αγ. Νικολάου Μπάντοβα / εν έτει ͵αϡϟθ [=1999]. Ιστορήθη δε ο πάνσεπτος ούτος ι. Ναός αρχιερατεύοντος του σεβασμιωτάτου κ. Σεραφείμ κ(αι) ηγουμενεύοντος του αρχιμ. Χρυσοστόμου / Τέτσιου Ηπειρώτου εν έτει ͵βα [=2001] δια χειρός Εμμανουήλ Ζαχαριουδάκη του Κρητός κ(αι) των συν αυτώ».Στο ιερό ασκητήριο εφησυχάζει για λίγες ημέρες κάθε εβδομάδα ο αρχιμανδρίτης και καθηγούμενος Χρυσόστομος λειτουργών στον ναό και εξομολογών τα πνευματικά του τέκνα. Η ερημική ζωή στα άγια Μετέωρα δεν έχασε ποτέ τους εραστές της!
(Απόσπασμα από το βιβλίο της μοναχής Θεοτέκνης, Άγια Μετέωρα-το πέτρινο δάσος της Ελλάδος, έκδ. Ι. Μ. Αγίου Στεφάνου)
Το μονύδριο του Αγίου Νικολάου είναι παλαιότατα ιδρυμένο, πιθανώς στα μέσα του 14ου αιώνα. Το παλαιό προσωνύμιο είναι του Κοφινά.
Σε σωζόμενο σιγιλλιώδες γράμμα αδήλου επισκόπου Σταγών, του έτους 1387/8, για την κατοχή του κελλίου του επονομαζομένου ‘Πέτρα’, δηλούται ότι μαζί με τις άλλες εκκλησιαστικές και πολιτικές Αρχές των Σταγών παρευρισκόταν ο Νεόφυτος, ‘πρώτος’ της Σκήτης Σταγών, ο Μακάριος αρχιμανδρίτης της Σκήτης Σταγών (διάφορος από τον ιερομόναχο Μακάριο, ιδρυτή του σπηλαιώδους ναΐσκου ‘παρά την θέσιν Πηγάδιον’ και κατόπιν αρχιμανδρίτη και ‘πρώτο’ της Σκήτης Σταγών), καθώς και ένας εκπρόσωπος της μονής της επικεκλημένης των ‘Κοφινίων’.
Με το γράμμα αυτό ο επίσκοπος αναγνωρίζει την κυριότητα των πατέρων του Αγίου Νικολάου Κοφινά στο μετοχιακό κελλίο (=μονύδριο) του Αγίου Νικολάου της ‘Πέτρας’, στην περιοχή της Σκάλας, το οποίο «εξ οικείων πόνων και ιδρώτων και εξόδων έκτισαν» οι πατέρες του Αγίου Νικολάου του Κοφινά.
Ιστορική εξέλιξη του μονυδρίου
Στο ‘Χρονικό των Μετεώρων’ (γραμμένο γύρω στα 1529) γίνεται μνεία των αμπελώνων του Αγίου Νικολάου του Κοφινά. Στις αρχές του 17ου αιώνα το ως άνω μονύδριο ανήκει ως κελλίο στο Μεγάλο Μετέωρο. Στο προμνημονευθέν ‘Κατάστιχο δια την αποκοπήν των κελλιωτών’ το μονύδριο καταχωρίζεται δωδέκατο στην σειρά με τον τίτλο «ο άγιος Νικόλαος, ο Κοφινάς».
Στα μέσα του 19ου αιώνα το μοναστήρι είναι όρθιο, αλλά κλειστό. Ο Δανός περιηγητής J. L. Ussing στο βιβλίο του «Griechische Reisen und Studies (=Tαξίδια και έρευνες στην Ελλάδα) γράφει στα 1846: «Το ανέβασμα πάνω από τους κακοτράχαλους βράχους γίνεται με δυσκολία και σε λίγο βρίσκεσαι στην άλλη πλευρά του λίθινου όγκου. Στα αριστερά, στη μέση των βράχων, διακρίνεται ένα μεγάλο σπήλαιο το οποίο έχει μεταβληθεί σε κατοικία με τοίχους και σανίδες. Αυτό είναι η μονή του Αγίου Νικολάου. Όπως και όλες οι άλλες μονές, βρίσκεται τόσο ψηλά ώστε η πρώτη σκέψη που κάνεις είναι: πως τα κατάφεραν οι πρώτοι κάτοικοί του να ανεβούν έως εκεί; Ο πρώτος ίσως μπορούσε να βοηθήσει τους άλλους. Ποιός, όμως, βοήθησε τον πρώτο; Η μονή είναι προσιτή μόνο με μία ανεμόσκαλα, η οποία δεν είναι πλεγμένη με σχοινί, όπως θα περιμέναμε, αλλά είναι συρραμένη από μικρά κομμάτια δρύινου ξύλου. Η ανεμόσκαλα κρέμεται ακόμα στη θέση της, αλλά η μονή είναι εγκαταλειμμένη».
Από τα μέσα του 19ου αιώνα αναφέρεται ως μονή του ‘Αγίου Νικολάου Μπάντοβα’. Μπάντοβας η Μπάτοβας καλείται επίσης ο βράχος
Στα 1882 ο προηγούμενος Πολύκαρπος Ραμμίδης στο βιβλίο του «Τα Μετέωρα» αναφέρει ότι «εις την μονήν του Αγίου Νικολάου (Μπάτοβα) σώζεται εις μοναχός Ιγνάτιος, όστις επιβλέπει και επιστατεί όπως τουλάχιστον απολαμβάνουσι της θείας ιερουργίας και αι λοιπαί».
Περιοχή Κοφινίων
Η Γερόντισσα Ευγενία Μπαντέκα-Ψυρρα († 1917), ως μοναχή Ευγενία υπηρέτησε αρχικώς στην Παναγία Καλαμπάκας μένοντας στα έξω κελλιά και ύστερα στον άγιο Νικόλαο Μπάντοβα, κατόπιν επανειλημμένων προτροπών του αγίου.
Ο Ν. Βέης μαζί με τον ιερομόναχο Προκόπιο Γρηγοριάδη επισκέφθηκαν το «ευαγές αυτό καταγώγιον» στις 12 Οκτωβρίου του έτους 1908. Μας πληροφορεί ότι ήταν μετόχι του Βαρλαάμ (ήδη από το 1886 είχε γίνει συγχώνευση) και κατοικούσαν «οικτραί τινες μοναχαί». Εκτός της μοναχής Ευγενίας κατοικούσε και άλλη μία μοναχή με το όνομα Μαρία. Σημειώνει, επίσης, ότι οι τοιχογραφίες του ναού ανεκαινίσθησαν κατά τα έτη 1881 και 1882, ενώ στην κόγχη ενός κελλίου ευρισκόταν μία φορητή εικόνα του αγίου Νικολάου με την επιγραφή: «Χειρ Γεωργίου Ιωαννίτου 1785 Μαΐου 10».
Σε ευρετήριο των ΓΑΚ για τις διατηρούμενες μονές της Ελλάδος, το οποίο χρονολογείται λίγο μετά το 1881/2, δηλαδή μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελληνικό βασίλειο, αναφέρεται και η μονή αυτή ανάμεσα στις ζώσες μετεωρίτικες μονές με το προσηγορικό «Μπάντοβα». Αναγράφονταν συνολικά επτά μετεωρίτικες μονές, ήτοι: «Αγίου Στεφάνου, Αγίων Παντων Βαρλαάμ, Μεταμορφώσεως (Μεγάλου Μετεώρου), Αγίας Τριάδος, Μεταμορφώσεως Ρουσάνου, Αγίου Νικολάου Μπάντοβα, Αγίου Νικολάου (Αναπαυσά)».
Στους χρόνους της ιταλογερμανικής κατοχής, καθώς μας πληροφορεί ο Ν. Βέης, «η μικρά μονή του Αγίου Νικολάου Κοφινά εδηώθη υπό των Γερμανών· υπό τούτων αφηρέθη εκ της αυτής μονής και εικών».
Ο Φώτης Κοτοπούλης διευκρινίζει περισσότερο το γεγονός: «Το μοναστήρι αυτό είχε την ατυχία να βομβαρδιστή με πυροβόλο το 1943 από στρατιώτες Καυκασίους, οι οποίοι ως στρατός των Ρώσων είχαν αυτομολήσει εις τους Γερμανούς και κατ’ αυτόν τον τρόπο κατεκρήμνησαν και μέρος του τοίχου».
Μετά τον πόλεμο, το μονύδριο του Αγίου Νικολάου Μπάντοβα, καθώς γράφει στα 1961 ο Καλαμπακιώτης Αντώνης Παπαγεωργίου, «επεσκευάστηκε εσχάτως μερίμνη μιας εναρέτου γυναικός ονόματι Φανής Μπαντέκα η Παπαλαγάρα. Ο πατήρ της αείμνηστος Δημήτριος Μπαντέκας υπήρξε συνεργάτης του Παύλου Μελά με πολυσχιδή δράσιν».
Ο συγγραφέας Φώτης Κοτοπούλης μας περιγράφει την παλαιά διαμόρφωση του σπηλαιώδους μονυδρίου στα 1950: «Το μοναστήρι αυτό βρίσκεται σε μία σπηλιά κάπως ευρύχωρη και πάνω σ’ έναν βράχο, τον καλούμενο Μπάτοβα. Κείται προς τα ΝΑ του Καστρακίου, ΒΔ της Καλαμπάκας και ανάμεσα από τους βράχους Αγιάς, Πυραμίδας και Πυξάρι, Αρφαντογιάννη και Αμπάρια, χτισμένο σε ύψος 30 οργυές από το έδαφος.»
Ανεβαίνει κανείς πρώτα σε μια στενόμακρη μικρή σπηλιά, κι’ από κει με σκάλα, δια μέσου μιας τρύπας όχι και μεγάλης, ίσα να χωράει την διάβασι ανθρώπου πάνω σ’ άλλη μικρή σπηλιά και με σκάλα πάλι ξύλινη στην άνω σπηλιά όπου είναι ο εξώστης, η ανέμη και η στέρνα και προς το βάθος το πολύ μικρό και λαξευτό ναΰδριο. Η παραπάνω αναφερομένη τρύπα από την οποία διέρχεται ο επισκέπτης, αποτελεί τρόπον τινά την πόρτα η οποία κλείνει ερμητικά και φράσσει την άνοδο. Σχεδόν τετράγωνη και πάχους είκοσι εκατοστά του μέτρου, περιβάλλεται με μετάλλινο περίβλημα (λαμαρίνης) και είναι οπωσδήποτε βαρειά και φέρει εξέχοντα οδοντωτά καρφιά, μεγέθους μισού μικρού δακτύλου χεριού και προς το κάτω μέρος κατά το κλείσιμο για την καλύτερη προφύλαξι και εξασφάλισι ασφαλείας και ησυχίας των μοναζόντων από κακοποιούς».
Περιγραφή του ναΐσκου
Ανεβαίνοντας κανείς στην πολυδαίδαλη σπηλιά, στον πέμπτο όροφο συναντά τον εξαιρετικά καλλωπισθέντα ναΐσκο του Αγίου Νικολάου του θαυματουργού, ο οποίος και πάλιν εθαυματούργησε στον πεφιλημένο οίκο του. Ο σπηλαιώδης αυτός ναΐσκος ιστορήθηκε και καλλωπίστηκε μερίμνη του Γέροντος Χρυσοστόμου Τέτσιου. Διαθέτει τέμπλο καλλιτεχνημένο κατά το έτος 2000 δια χειρός του Καλαμπακιώτη Νικολάου Κύργια. Ωραία συρματερά ασημοκάνδηλα, δώρα Κυπρίων προσκυνητών, και λοιπά άγια σκεύη δίνουν μία αρχοντική αίσθηση στον ιερό αυτό χώρο.
Στο ιερό βήμα του λαξευτού αυτού ναΐσκου σώζονται παλαιές τοιχογραφίες του 18ου-19ου αιώνα. Οι τοιχογραφίες του ναού ανακαινίσθηκαν κατά τα έτη 1881 και 1882, καθώς μας πληροφορεί ο Ν. Βέης. Στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης ιστορείται η Παναγία δεομένη, ως «Πλατυτέ//ρα των Ουρανών», με τον Ιησού Χριστό, σε μετάλλιο, ευλογούντα έμπροσθέν της. Κάτωθεν στο κέντρο ο Μελισμός. Εκατέρωθεν ιστορούνται συλλειτουργούντες ιεράρχες. Αριστερά, από Β προς Ν, εικονίζεται ο άγιος «Γρηγόριος» ο Θεολόγος και ο άγιος «Ιω(άννης) ο Χρυ/σόστομος», δεξιά ο άγιος «Βασίλειος» και ο άγιος «Νικόλ/αος». Στην κόγχη της Προθέσεως η Άκρα Ταπείνωσις του Χριστού με την επιγραφή: η «Απο//καθήλωσις. Η Παναγία εικονίζεται δεξιά του Χριστού και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος αριστερά.
Η ιστόρηση του ναΐσκου συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε το 2001 με ωραίες επίθετες σε μουσαμά τοιχογραφίες δια χειρός Εμμανουήλ Ζαχαριουδάκη. Η επιγραφή της ιστορήσεως ευρίσκεται επάνω από την δυτική είσοδο του ναού και έχει ως εξής: «Ανηγέρθη μεν εκ βάθρων το ιερόν τούτο Μετόχιον της Ι. Μονής Αγ. Τριάδος αγ. Μετεώρων του αγ. Νικολάου Μπάντοβα / εν έτει ͵αϡϟθ [=1999]. Ιστορήθη δε ο πάνσεπτος ούτος ι. Ναός αρχιερατεύοντος του σεβασμιωτάτου κ. Σεραφείμ κ(αι) ηγουμενεύοντος του αρχιμ. Χρυσοστόμου / Τέτσιου Ηπειρώτου εν έτει ͵βα [=2001] δια χειρός Εμμανουήλ Ζαχαριουδάκη του Κρητός κ(αι) των συν αυτώ».Στο ιερό ασκητήριο εφησυχάζει για λίγες ημέρες κάθε εβδομάδα ο αρχιμανδρίτης και καθηγούμενος Χρυσόστομος λειτουργών στον ναό και εξομολογών τα πνευματικά του τέκνα. Η ερημική ζωή στα άγια Μετέωρα δεν έχασε ποτέ τους εραστές της!
(Απόσπασμα από το βιβλίο της μοναχής Θεοτέκνης, Άγια Μετέωρα-το πέτρινο δάσος της Ελλάδος, έκδ. Ι. Μ. Αγίου Στεφάνου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου