«Εμπρόόός», είπα με βαριεστημένη και επιτηδευμένα βαριά φωνή, συνοδευόμενη από ένα εκ βαθέων χασμουρητό, που μου βγήκε αυθόρμητα μεν αλλά με βόλευε κιόλας, ώστε να αποθαρρύνω τυχόν επικείμενο… βομβαρδισμό μου από τον “ουράνιο” συνομιλητή μου, του οποίου η φωνή μού φάνηκε, παραδόξως, άγνωστη και γνώριμη μαζί.
«Ας μη σε πικραίνω άλλο, φίλε μου. Πικραίνομαι άλλωστε κι εγώ ο ίδιος λέγοντάς τα. Μα έπρεπε κάποιος να σας τα πει, κάποιος που σας αγαπάει. Αλλά να μη σου τρώω άλλο τον πολύτιμο χρόνο της καραντίνας-φυλακής σου. Θα έχεις τόσα πολλά να κάνεις σ’ αυτή την υπέροχη φυλακή, όπως το να αφεθείς γλυκά-γλυκά στη μαυρίλα των ειδήσεων, που σε γεμίζει κατάθλιψη, για να τρέχεις μετά στους ψυχολόγους και τους ψυχιάτρους να σε διαφωτίσουν για το πώς την απέκτησες και πώς να τη θεραπεύσεις…
Γι’ αυτό ακριβώς λοιπόν τηλεφώνησα στη Σύνοδο, για να δουν τι θα κάνουν, μετά από τόση αδικαιολόγητη αργοπορία. Ας συστήσουν επιτροπή, ας φωνάξουν όλους τους ειδικούς του κόσμου, ας κάνουν ό,τι νομίζουν τέλος πάντων για να εκφέρουν στέρεη, αναμφισβήτητη και ακλόνητη κρίση, αρκεί να το κάνουν γρήγορα, γιατί τα Χριστούγεννα πλησιάζουν, έφτασαν πια. Πάντως, αν θες τη γνώμη μου, αν επρόκειτο για κάτι “περίεργο”, θα το είχατε μάθει από την πρώτη στιγμή, χάρη σε κάτι ζιζάνια που όλα τ’ ανακατεύουν και όλα τα απαξιώνουν στον χώρο της Εκκλησίας, αφού κάτι άλλο καλύτερο δεν έμαθαν να κάνουν στη ζωή τους… Αλλά, κυρίως, θα είχατε μάθει αν πρόκειται για κάτι “περίεργο” από τα ΜΜΕ (που μοχθούν και κοπιάζουν νυχθημερόν με ζωντανές ή μάλλον ψόφιες συνδέσεις για την έγκυρη ενημέρωσή σας), τα οποία, να μην έχεις καμία αμφιβολία, θα παίζανε τα ευχάριστα γι’ αυτά νέα πρώτη είδηση για κανα χρόνο και βάλε – θα ξεχνάγανε και κορωνοϊούς και θανάτους και τα πάντα, μπροστά σ’ ένα τέτοιο ανέλπιστο κελεπούρι, όπως ξέχασαν το Oruc Reis και τις ύποπτες έρευνές του για να ακολουθήσουν με θρησκευτική ευλάβεια τα ίχνη του μαμωνά… Εν πάση περιπτώσει, κοιτάξτε τι θα κάνετε, αλλά δεν μπορεί να σέρνεται άλλο αυτή η κατάσταση. Θα με ρωτήσεις βέβαια: Αν τα δάκρυα της Κυράς των αγγέλων και Μάνας του Χριστού –και Μάνας δικής σας, βρε ξεχασιάρηδες!– προέρχονται όντως απ’ την ίδια και δεν πρόκειται για κάτι άλλο, τότε πού οφείλονται;
Α, για να μην το ξεχάσω, πάει αρκετός καιρός από τότε που είχα ξενυχτήσει προσπαθώντας να βρω πού να δώσω τρία δώρα που έπρεπε να δοθούν ως αντίδωρο εκ μέρους του Υψίστου για τα δώρα που προσφέρθηκαν από τους Τρεις Μάγους ως καλωσόρισμα της γης στον ουρανό. Μα ανθρώπους δεν απάντησα όπου κι αν πήγα, μόνο κάτι ανθρωπόμορφα τέρατα έβρισκα, σαν κι αυτά που προορίζετε για διασκέδαση των ταλαίπωρων παιδιών σας και τα λέτε παραπλανητικά comics ενώ πρόκειται για κανονικότατα tragics. Έτσι, τα δώρα αυτά, τα οποία ένα διαμάντι της λογοτεχνίας σας που με είδε κρυφά εκείνη τη νύχτα τα ονόμασε “πτερόεντα”, είναι ακόμα στα χέρια μου. Δεν μπορώ να τα κρατάω πια, πρέπει να πάρουν τον δρόμο τους. Και επειδή “άνθρωπον ουκ έχω” στον οποίο να τα παραδώσω, φρόντισε να μου τον βρεις εσύ. Κίνησε γη και ουρανό, όπως κάνω κι εγώ τόσον καιρό τώρα, και πες μου πού θα πάνε. Θα σε ξανακαλέσω σύντομα.
Λοιπόν, ήρθε η ώρα να κλείσουμε. Φεύγοντας, να σου υπενθυμίσω να κοιτάξετε να παρηγορήσετε την Παναγία την Παρηγορήτρια, γιατί, αν πράγματι είναι η ίδια που δακρύζει, τότε ούτε καν να διανοηθείτε ότι είναι δυνατόν να γιορτάσετε Χριστούγεννα. Χριστούγεννα με τη Μάνα του Χριστού κλαμμένη ξεχάστε τα, δεν γίνονται, δεν υπάρχει περίπτωση ούτε μία στο εκατομμύριο να υπάρξουν, χωνέψτε το! Ακόμα κι αν κοροϊδέψετε τον εαυτό σας ότι τα γιορτάζετε, αυτά θα είναι απομίμηση Χριστουγέννων, fake, καταπώς το λέτε τώρα τελευταία, θα είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν σας, Χριστούγεννα με όνομα βγαλμένο από την κολυμβήθρα της φουσκωμένης ματαιοδοξίας σας έχοντας νονό τον θάνατο. Σας έμεινε λίγος, ελάχιστος χρόνος να γλυκάνετε την Κυρά μας. Εκμεταλλευτείτε τον μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο! Μ’ ακούς που σου μιλάω, ή αποκοιμήθηκες σαν τους μαθητές στο Όρος των Ελαιών όταν ο Κύριός τους έλιωνε στην αγωνία προσευχόμενος; Εμπρόόός! Εμπρόόός! Μ’ ακούς; Είμαι ο…», κι εκείνη τη στιγμή διακόπτεται απότομα η γραμμή.
Τότε, ξαφνικά, εν ριπή οφθαλμού, «διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί» μου, αφού τόσην ώρα τα οκνηρά μου αυτιά υποκρίνονταν ότι ακούν (δηλαδή, όλη αυτή την ώρα ίσχυε γι’ αυτά τ’ αυτιά το “hearing without listening”, που τραγουδούσαν οι Simon & Garfunkel στο “The sound of silence”, επαναλαμβάνοντας τον προφήτη Ησαΐα και τα Ευαγγέλια). Μα πάνω που είχα συνειδητοποιήσει τι τελικά (μου) είχε συμβεί, ένας πρωτόγνωρος, σφοδρός, σαρωτικός σεισμός συντάραξε το είναι μου.
Αχ, ΟΥΡΑΝΕ, φίλε μακρινέ, ναι, θα το πω το ναι… Ξεχνιέσαι άλλωστε εσύ, παρότι από ΟΥΡΑΝΟ σε έχουμε κάνει ουραγό; Θα σε θυμίζει, θέλοντας και μη, το τηλέφωνο κάθε φορά που σαν οίστρος θα με τσιμπάει (τρυπώντας "τον ήχο της σιωπής" -- "the sound of silence"), είτε στον ύπνο μου είτε στον ξύπνιο μου…
«Με συγχωρείτε για την ενόχληση, κατ’ οίκον εκκλησία εκεί;», με ρώτησε κεραυνοβολώντας με, κάνοντας να προσγειωθεί φαρδύ-πλατύ στο πάτωμα το ακουστικό του τηλεφώνου, ακόμα δεν το ’χα πιάσει καλά-καλά στα χέρια μου!... «Πώς εί-πα-τε;», ρώτησα αποσβολωμένος, χωρίς να πιστεύω στ’ αυτιά μου για το ερώτημα.
«Ζητώ συγγνώμη και πάλι, που παρεμβαίνω έτσι απρόσκλητος στη ζωή σας –δεν το συνηθίζω, δεν είναι του τύπου μου–, αλλά αδυνατώ να καταλάβω πια τι ακριβώς συμβαίνει. Δεν μπορώ να βγάλω άκρη, όπως άλλωστε και σεις, υποθέτω. Θα έχουν μπλεχτεί οι γραμμές, ως φαίνεται. Αλλά ποιες γραμμές, θα μου πείτε, εδώ έχουν όλα μπλεχτεί, όλα έχουν γίνει μαλλιά-κουβάρια… Δεν ξέρεις από πού ν’ αρχίσεις και πού να τελειώσεις – σωστός γόρδιος δεσμός... Για να καταλάβεις, φίλε μου, στο πρώτο μου τηλεφώνημα, ακούγονταν κάποιες φωνές που έλεγαν κάτι ακαταλαβίστικα και αλλόκοτα. Με τα πολλά, βγήκε πανηγυρικά ένας που σε σπαστά ελληνικά μού λέει:
“Είμαστε του Βοτανικού οι μάγκες!”, και συνεχίστηκαν οι ακατάληπτες φωνές...
Έκλεισα το τηλέφωνο απορώντας σε ποια χώρα πήρα, αλλά στο επόμενο τηλεφώνημα ήμουν πιο τυχερός – τι τυχερός δηλαδή, τρόπος του λέγειν, τέλος πάντων…
“Εμπρός, μιλάω με τη Σύνοδο;”, τους είπα, για να μου απαντήσουν μέσα στον πανικό και την τρέλα:
“Τι θέλετε; Μη μας ενοχλείτε! Παρατάτε μας, πνιγόμαστε!”.
“Πού πνιγόσαστε, σε μια κουταλιά νερό;”, αντιτείνω.
“Τι; Δεν ακούω τίποτα! Ό,τι και να λέτε, μη μας ενοχλείτε, σας λέω! Τρέχουμε και δεν φτάνουμε, το καταλαβαίνετε; Εξάλλου, και να θέλετε κάποιον, δεν είναι κανείς εδώ, είναι όλοι εξαφανισμένοι. Τρέχουν πελαγωμένοι στις εκκλησίες για να ελέγξουν αν είναι καλά στερεωμένα τα λουκέτα, να βεβαιωθούν ότι έγινε με επιτυχία το (κεφαλο)κλείδωμα των ναών, μη τυχόν και κληθούν να απολογηθούν σε κανέναν Πιλάτο… Προτίμησαν, βλέπετε, από ευγένεια και τακτ, να νίψουν πρώτοι αυτοί τας χείρας τους… Γι’ αυτό, σας λέω, επικρατεί μια τρέλα, αφήστε μας…”.
Και μου κλείνει κάπως αγενώς, είναι η αλήθεια, το τηλέφωνο. Να ’ναι καλά πάντως, γιατί με έβγαλε έτσι από τη δύσκολη θέση να πρέπει να του πω κι “Ευχαριστώ” από πάνω για το φαρμάκι που με πότισε, ενώ το Ρόδον το Αμάραντόν τους, ποτίζει όλο τον κόσμο ροδόσταμο…
Είδα κι απόειδα, καθώς άκρη δεν έβρισκα, κι άρχισα να παίρνω τηλέφωνα τυχαία από τον τηλεφωνικό κατάλογο, γιατί, προτού μου κλείσει κατάμουτρα το τηλέφωνο ο ευγενέστατος αυτός κύριος, πρόλαβε να μου πετάξει εν είδει ξεροκόμματου την προτροπή να πάρω σε καμιά “κατ’ οίκον εκκλησία”.
Κι έτσι, με τον κατάλογο ανά χείρας, έφτασα σε σένα, αγαπητέ μου κύριε. Άλλη μόδα, βέβαια, και τούτη, η “κατ’ οίκον εκκλησία”! Μα δεν μου λες, τώρα ξαφνικά, στον 21ο αιώνα μετά Χριστόν, ανακάλυψαν οι χριστιανοί ότι το σπίτι τους είναι εκκλησία; Μόλις τώρα; Τόσα χρόνια τι το θεωρούσαν; κέντρο διερχομένων; Και δεν τους είπε κανείς ότι, όχι μόνο το σπίτι, μα πρώτα-πρώτα η ίδια η καρδιά τους, η ψυχή τους, ο νους τους, η ύπαρξή τους όλη, είναι ναός του Θεού; Δεν άκουσαν ποτέ τον απόστολό τους Παύλο να τους λέει “είστε ναός του ζωντανού Θεού”;
Πού ζούσαν τόσα χρόνια, σε άλλον πλανήτη; Όμως, αγαπητέ μου, για όλα υπάρχει ο κατάλληλος χώρος και ο κατάλληλος χρόνος: Και η καρδιά πρέπει να είναι ναός του Θεού, και το σπίτι μας, και ό,τι μας περιβάλλει, και ο κόσμος όλος, όμως αυτό δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να υπάρχουν στητές, ολόρθες, φωτεινές, αδελφικά αγκαλιασμένες γύρω απ’ το κοινό Τραπέζι οι καρδιές μας ΚΑΙ μέσα στις εκκλησίες – αλλιώς, τι τις κοιτάτε;
Εμπρός παλληκάρια μου, εμπρός λεβέντες μου, ήρωές μου εσείς, μη το σκέφτεστε! Αφού δεν τις θέλετε, αφού σας χαλάνε την ησυχία της χαμοζωής σας, αφού τις θεωρείτε περιττές, ενοχλητικές, ακόμα και επικίνδυνες, μη το αναβάλλετε: αρπάξτε από μια αξίνα, ένα κομπρεσέρ, ένα φουρνέλο, ό,τι χρειάζεται ένας ολετήρας για να φέρει εις πέρας με επιτυχία το έργο του, και γκρεμίστε τες, τι καθόσαστε; Μη διστάζετε, μη τις λυπάστε καθόλου. Να μη μείνει λίθος επί λίθον, όπως κάποτε στα Ιεροσόλυμα. Όλα ίσωμα, όπως η ζωή σας – αυτό που εσείς λέτε ζωή τέλος πάντων. Γενηθήτω κατά το θέλημά σας... Και μάνι-μάνι, “άρον-άρον”, όπως τότε που είχε ζητηθεί κάτι ανάλογο από τον όχλο. Σας πάει η καρδιά να το κάνετε; Κάντε το λοιπόν, τι περιμένετε; “Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν”, φωστήρες μου, μη το καθυστερείτε.
Μπορεί βέβαια να χτίστηκαν οι εκκλησίες αυτές με δάκρυα, ιδρώτα, αίμα, στερήσεις, πόνο, ξενύχτια, από ευγνωμοσύνη αναγκεμένων συνανθρώπων σας για θείες ευεργεσίες, όπως, ας πούμε, απαλλαγή από λοιμώδεις νόσους, μπορεί να ήταν μέχρι τώρα για πολλούς από σας η ελπίδα σας και η απαντοχή σας, μπορεί να τις αγαπούσατε κάποιοι περισσότερο κι από το σπίτι σας, αλλά, αν οι κατ’ ευφημισμόν πιστοί πιστεύετε τώρα ότι αυτές είναι η καταστροφή σας (γιατί αυτό λέτε, είτε θέλετε να το παραδεχτείτε είτε όχι, έχοντας μάλιστα βρει από την αρχή και τα κατάλληλα θεολογικά επιχειρήματα, προσφέροντας έτσι έτοιμο ζεστό πιάτο προς μεγάλη τέρψη του αδηφάγου Καίσαρα, που θα μπορεί πλέον και με την άδειά σας, κυρίες και κύριοι, να ανοιγοκλείνει πάλιν και πολλάκις τις εκκλησίες κατά το πονηρό δοκούν του, χωρίς να μπορείτε να πείτε το παραμικρό “κιχ”, αφού θα επικαλείται την ευγενική χορηγία της δικής σας επιχειρηματολογίας), αν λοιπόν πιστεύετε κάτι τέτοιο, τότε βουουουρρρ!!! Και μη στενοχωρηθείτε διόλου, ούτε να προβληματιστείτε. Αμέσως θα πεταχτούν από το πουθενά επιτήδειοι εργολάβοι που περιχαρείς θα χτίσουν τεράστιους χάρτινους πύργους (σαν εκείνους τους Δίδυμους που έξυναν τον ουρανό) πάνω στα ερείπια που θα έχετε εσείς οι ίδιοι αφήσει πίσω σας. Περιμένουν πώς και πώς, βλέπεις, να ανοικοδομήσουν, με τη δική σας συνδρομή μάλιστα, τη νέα Βαβέλ, τα Ανιεροσόλυμα…».
Η φωνή του μετά βίας έβγαινε. Μα και η δική μου ανάσα το ίδιο. Το αρχικό εκ βαθέων χασμουρητό μου έμοιαζε πια να έχει γίνει επιθανάτιος ρόγχος... Θα άντεχα άραγε μέχρι το τέλος της συνομιλίας; Χλωμό, πολύ χλωμό φαινόταν, λιγότερο χλωμό βέβαια από το πρόσωπό μου όπως το έβλεπα να καθρεφτίζεται ωχρό και πελιδνό στον αψευδή καθρέφτη της συνείδησής μου…
«Δεν θα το κάνετε όμως, το ξέρεις και το ξέρω», συνέχισε μετά από μια μικρή παύση, ακόμη πιο λυπημένος από πριν, με τη φωνή του πια να ακούγεται απόκοσμη, απογειωμένη.
«Δεν θα το κάνετε όμως, το ξέρεις και το ξέρω», συνέχισε μετά από μια μικρή παύση, ακόμη πιο λυπημένος από πριν, με τη φωνή του πια να ακούγεται απόκοσμη, απογειωμένη.
«Και δεν θα το κάνετε, όχι από συστολή ή τύψεις –μακριά από σας τέτοια προβιομηχανικά απολειφάδια–, αλλά από την παραίτηση, τη χαύνωση και τη ραθυμία που σφραγίζει όλη σας τη ζωή. Εδώ και πολύ καιρό έχετε απολέσει κάθε ψυχική και πνευματική δύναμη, κάθε βούληση για το παραμικρό. Επιθυμίες έχετε, ναι, και μάλιστα μπόλικες, θέληση όμως όχι… Κινείστε σαν υπνωτισμένοι, σαν παραλυμένοι, σαν τηλεκατευθυνόμενοι… Ό,τι ξεκινάτε να κάνετε, με ό,τι πάτε να καταπιαστείτε, το βαριέστε και μόνο στη σκέψη ότι θα πρέπει να μπείτε στον κόπο να το πραγματοποιήσετε. Τα παιδιά σας, που πολλές φορές σπούδασαν με μεγάλες οικονομικές θυσίες, σάς κουνάνε κάποια στιγμή το μαντήλι πικραμένα, μα και περήφανα, με μια θλίψη όμως στα μάτια, και πάνε γι’ άλλες πολιτείες, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω τους… Δεν θα σας πω άχρηστους, γιατί είστε κάτι ακόμα χειρότερο: αχρείαστοι. Από κανέναν δεν λείπετε, γιατί κανείς δεν σας χρειάζεται. Αρκετοί απορούν και πώς υπάρχετε ακόμη. Πολλοί μέχρι τώρα σας θαύμαζαν και σας ζήλευαν για την πίστη σας – αλλά κι αυτή έτοιμη τη βρήκατε, μη γελιέστε...
Αντί για πίστη που μπορεί να μετακινήσει και βουνά, που και πατρίδες έχει αναστήσει μετά από αιώνες, έχετε πια μια απέραντη ευπιστία, μια απόλυτη εμπιστοσύνη στον κάθε γυρολόγο τσαρλατάνο που σας πουλάει καθρεφτάκια και φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Σε τίποτε δεν πιστεύετε με την καρδιά σας. Όλα πλαδαρά είναι μέσα σας, όλα χύμα, ασπόνδυλα, αραχνιασμένα από την ακινησία. Βαττολογείτε ακατάσχετα περί αγάπης, αλλά, αν είχατε ακούσει τον ηγαπημένο Θεολόγο της αγάπης να λέει “η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον”, ο φόβος θα ήταν μια άγνωστη λέξη για σας. Αλλά εσείς, αυστηρά προσηλωμένοι στην καινούργια “θεολογία του φόβου” που πλάσατε και προσκυνάτε, γίνατε ένα σώμα - μια ψυχή με τον φόβο, οπότε “τρύπια είν’ η αγάπη σας και δεν σας προστατεύει”. Το μόνο στο οποίο είχατε δοθεί εξ όλης της καρδίας σας και εξ όλης της ψυχής σας και εξ όλης της διανοίας σας και εξ όλης της ισχύος σας ήταν το χρήμα, αλλά, πάει, σας πρόδωσε κι αυτό: κάτι τριάκοντα αργύρια που είχαν ξεμείνει στην τσέπη σας τα φάγατε κι αυτά…».
Σιγή ασυρμάτου απ' το δικό μου ακουστικό…
«Ας μη σε πικραίνω άλλο, φίλε μου. Πικραίνομαι άλλωστε κι εγώ ο ίδιος λέγοντάς τα. Μα έπρεπε κάποιος να σας τα πει, κάποιος που σας αγαπάει. Αλλά να μη σου τρώω άλλο τον πολύτιμο χρόνο της καραντίνας-φυλακής σου. Θα έχεις τόσα πολλά να κάνεις σ’ αυτή την υπέροχη φυλακή, όπως το να αφεθείς γλυκά-γλυκά στη μαυρίλα των ειδήσεων, που σε γεμίζει κατάθλιψη, για να τρέχεις μετά στους ψυχολόγους και τους ψυχιάτρους να σε διαφωτίσουν για το πώς την απέκτησες και πώς να τη θεραπεύσεις…
Εγώ για άλλο λόγο σε κάλεσα. Πάει καιρός τώρα, έχουν κλείσει τρεις μήνες πια, που σε κάποια γειτονιά της Αθήνας μια εικόνα της Παναγίας δακρύζει χωρίς σταματημό. Τρεις ολόκληροι μήνες… Για φαντάσου! Τόσοι μήνες, και η ζωή σας, ενώ κυλάνε δάκρυα, κυλάει σαν να μη συμβαίνει τίποτα… Δυο χιλιάδες χρόνια τώρα, πρώτη φορά –πίστεψέ με, ξέρω τι λέω– συναντώ χριστιανούς που να ξεχειλίζει σ’ αυτούς τέτοια αδιαφορία, τόση απάθεια – θα έλεγα μάλιστα γαϊδουριά, αλλά τα καημένα τα γαϊδουράκια απέδειξαν τη χρησιμότητά τους και με το παραπάνω την Κυριακή των Βαΐων. Καλά, τι σόι άνθρωποι είσαστε σεις, μπορείς να μου εξηγήσεις;
Πώς γίνεται να λέτε ότι τρέμετε και στην ιδέα μόνο του θανάτου, αφού τα έχετε σκοτώσει όλα μέσα σας, τάφοι κεκονιαμένοι, με καρδιές γεμάτες πτώματα;». «Μα…», πήγα να ψελλίσω κάτι, αλλά, σαν να γνώριζε τη σκέψη μου, με πρόλαβε: «Ξέρω, θα μου πεις ότι πρέπει να διαπιστώσουμε πρώτα τι ακριβώς συμβαίνει, περί τίνος ακριβώς πρόκειται, προτού πούμε τούτο ή εκείνο. Μα, φίλε μου, τι περιμένετε τρεις μήνες τώρα; Με όλα τ’ άλλα ασχολείστε περισπούδαστα, κι αυτό το αφήνετε έτσι, να σέρνεται; Κανείς σας δεν ενδιαφέρεται, έστω και από ανθρώπινη περιέργεια, να δει το θέμα από κοντά; Ωραία προτεραιότητα δίνετε στην Παναγία, που με τόσα υποκριτικά εγκώμια και παρακλήσεις τη στολίζατε – ή μάλλον, τη ζαλίζατε… Τζάμπα πήγαν τελικά τόσα χρόνια τα “χαίρε” σας. Είστε σαν την ομάδα που λιώνει στις προπονήσεις, μοιάζοντας έτοιμη να αντιμετωπίσει και τον ισχυρότερο αντίπαλο, και, όταν έρθει η μέρα του αγώνα που θα κρίνει το μέλλον της, σέρνεται και διασύρεται μπροστά στα μάτια όλων χάνοντας με γκολ από τ’ αποδυτήρια, γινόμενη περίγελως σ' όλα τα μήκη κι όλα τα πλάτη της γης... Όσο για τη φράση που με τόση κατάνυξη λέγατε, "Την πάσαν ελπίδα μου εις σε ανατίθημι, μήτερ του Θεού", δεν ξέρω αν την εννοούσατε ποτέ, πραγματικά δεν ξέρω…
Γι’ αυτό ακριβώς λοιπόν τηλεφώνησα στη Σύνοδο, για να δουν τι θα κάνουν, μετά από τόση αδικαιολόγητη αργοπορία. Ας συστήσουν επιτροπή, ας φωνάξουν όλους τους ειδικούς του κόσμου, ας κάνουν ό,τι νομίζουν τέλος πάντων για να εκφέρουν στέρεη, αναμφισβήτητη και ακλόνητη κρίση, αρκεί να το κάνουν γρήγορα, γιατί τα Χριστούγεννα πλησιάζουν, έφτασαν πια. Πάντως, αν θες τη γνώμη μου, αν επρόκειτο για κάτι “περίεργο”, θα το είχατε μάθει από την πρώτη στιγμή, χάρη σε κάτι ζιζάνια που όλα τ’ ανακατεύουν και όλα τα απαξιώνουν στον χώρο της Εκκλησίας, αφού κάτι άλλο καλύτερο δεν έμαθαν να κάνουν στη ζωή τους… Αλλά, κυρίως, θα είχατε μάθει αν πρόκειται για κάτι “περίεργο” από τα ΜΜΕ (που μοχθούν και κοπιάζουν νυχθημερόν με ζωντανές ή μάλλον ψόφιες συνδέσεις για την έγκυρη ενημέρωσή σας), τα οποία, να μην έχεις καμία αμφιβολία, θα παίζανε τα ευχάριστα γι’ αυτά νέα πρώτη είδηση για κανα χρόνο και βάλε – θα ξεχνάγανε και κορωνοϊούς και θανάτους και τα πάντα, μπροστά σ’ ένα τέτοιο ανέλπιστο κελεπούρι, όπως ξέχασαν το Oruc Reis και τις ύποπτες έρευνές του για να ακολουθήσουν με θρησκευτική ευλάβεια τα ίχνη του μαμωνά… Εν πάση περιπτώσει, κοιτάξτε τι θα κάνετε, αλλά δεν μπορεί να σέρνεται άλλο αυτή η κατάσταση. Θα με ρωτήσεις βέβαια: Αν τα δάκρυα της Κυράς των αγγέλων και Μάνας του Χριστού –και Μάνας δικής σας, βρε ξεχασιάρηδες!– προέρχονται όντως απ’ την ίδια και δεν πρόκειται για κάτι άλλο, τότε πού οφείλονται;
Τι να σου πω, φίλε μου, δεν ξέρω, εκείνη ξέρει. Πολλά και διάφορα έχετε πει για το θέμα αυτό εσείς οι άνθρωποι μέχρι τώρα – όσοι λίγοι έκαναν τον κόπο ν’ ασχοληθούν δηλαδή… Μπορεί, λέω εγώ, να δακρύζει μήπως δακρύσετε και σεις, μήπως συγκινηθείτε, για να προλάβει έτσι κανένα νέο (και τελειωτικό αυτή τη φορά, τόσο λίγοι που ’χετε απομείνει…) αλληλοφάγωμά σας – γιατί έτοιμους σας βλέπω να αλληλοσφαχτείτε και πάλι για ένα πουκάμισο αδειανό... Μπορεί, ακόμη, να θέλει να δηλώσει την ανύστακτη παρουσία της ανάμεσα σε πανταχού απόντες αγνώμονες. Πολλά τα δικά της «μπορεί», ένας και αχαρακτήριστα χαρακτηριστικός ο δικός σας παροιμιώδης ωχαδερφισμός… Πάντως, αυτό που προέχει τώρα είναι να φιλιώσετε και να ομονοήσετε, γιατί τις μέρες που έρχονται δεν θα τις παλέψετε αλλιώς, να είστε σίγουροι…
Α, για να μην το ξεχάσω, πάει αρκετός καιρός από τότε που είχα ξενυχτήσει προσπαθώντας να βρω πού να δώσω τρία δώρα που έπρεπε να δοθούν ως αντίδωρο εκ μέρους του Υψίστου για τα δώρα που προσφέρθηκαν από τους Τρεις Μάγους ως καλωσόρισμα της γης στον ουρανό. Μα ανθρώπους δεν απάντησα όπου κι αν πήγα, μόνο κάτι ανθρωπόμορφα τέρατα έβρισκα, σαν κι αυτά που προορίζετε για διασκέδαση των ταλαίπωρων παιδιών σας και τα λέτε παραπλανητικά comics ενώ πρόκειται για κανονικότατα tragics. Έτσι, τα δώρα αυτά, τα οποία ένα διαμάντι της λογοτεχνίας σας που με είδε κρυφά εκείνη τη νύχτα τα ονόμασε “πτερόεντα”, είναι ακόμα στα χέρια μου. Δεν μπορώ να τα κρατάω πια, πρέπει να πάρουν τον δρόμο τους. Και επειδή “άνθρωπον ουκ έχω” στον οποίο να τα παραδώσω, φρόντισε να μου τον βρεις εσύ. Κίνησε γη και ουρανό, όπως κάνω κι εγώ τόσον καιρό τώρα, και πες μου πού θα πάνε. Θα σε ξανακαλέσω σύντομα.
Λοιπόν, ήρθε η ώρα να κλείσουμε. Φεύγοντας, να σου υπενθυμίσω να κοιτάξετε να παρηγορήσετε την Παναγία την Παρηγορήτρια, γιατί, αν πράγματι είναι η ίδια που δακρύζει, τότε ούτε καν να διανοηθείτε ότι είναι δυνατόν να γιορτάσετε Χριστούγεννα. Χριστούγεννα με τη Μάνα του Χριστού κλαμμένη ξεχάστε τα, δεν γίνονται, δεν υπάρχει περίπτωση ούτε μία στο εκατομμύριο να υπάρξουν, χωνέψτε το! Ακόμα κι αν κοροϊδέψετε τον εαυτό σας ότι τα γιορτάζετε, αυτά θα είναι απομίμηση Χριστουγέννων, fake, καταπώς το λέτε τώρα τελευταία, θα είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν σας, Χριστούγεννα με όνομα βγαλμένο από την κολυμβήθρα της φουσκωμένης ματαιοδοξίας σας έχοντας νονό τον θάνατο. Σας έμεινε λίγος, ελάχιστος χρόνος να γλυκάνετε την Κυρά μας. Εκμεταλλευτείτε τον μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο! Μ’ ακούς που σου μιλάω, ή αποκοιμήθηκες σαν τους μαθητές στο Όρος των Ελαιών όταν ο Κύριός τους έλιωνε στην αγωνία προσευχόμενος; Εμπρόόός! Εμπρόόός! Μ’ ακούς; Είμαι ο…», κι εκείνη τη στιγμή διακόπτεται απότομα η γραμμή.
Τότε, ξαφνικά, εν ριπή οφθαλμού, «διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί» μου, αφού τόσην ώρα τα οκνηρά μου αυτιά υποκρίνονταν ότι ακούν (δηλαδή, όλη αυτή την ώρα ίσχυε γι’ αυτά τ’ αυτιά το “hearing without listening”, που τραγουδούσαν οι Simon & Garfunkel στο “The sound of silence”, επαναλαμβάνοντας τον προφήτη Ησαΐα και τα Ευαγγέλια). Μα πάνω που είχα συνειδητοποιήσει τι τελικά (μου) είχε συμβεί, ένας πρωτόγνωρος, σφοδρός, σαρωτικός σεισμός συντάραξε το είναι μου.
Ήταν ένας σεισμός εσωτερικός, στο πολύ-πολύ βάθος μου, στα ερεβώδη όρια της υπάρξεώς μου, που ούτε κι εγώ γνώριζα μέχρι πού έφταναν, ενώ ταυτόχρονα όλα γύρω μου έμεναν εκνευριστικά ακίνητα, ατάραχα, απαθή, ασυγκίνητα, παγερά αδιάφορα, κι ένοιωθα να είμαι έτοιμος, εγώ και μόνο εγώ, να πέσω σε χιλιάδες γκρεμούς και μυριάδες αβύσσους, σ’ όλα τα αβυθομέτρητα χάη, εγώ ο πολύ high! Ευχόμουν πια ν’ ανοίξει η γη και να με καταπιεί, απαλλάσσοντάς με οριστικά από αυτό το απερίγραπτο μαρτύριο, αλλά θυμήθηκα ότι αυτό δεν γίνεται, γιατί κι εκείνη η ταλαίπωρη η γη είναι φιμωμένη με μια τεράστια μάσκα από τρύπα του όζοντος… Ήταν σίγουρα το άδοξο τέλος ενός ένδοξου αδιέξοδου βίου, ώσπου αίφνης, μέσα σ’ αυτές τις καταιγιστικές ριπές χαοτικής δυστοπίας, νοιώθω να με πετάνε τα αδυσώπητα χέρια του Εγκέλαδου στη νυσταγμένη αγκαλιά του ανεύθυνου Μορφέα, που, απορροφημένος κι αυτός σίγουρα από κάποιο όνειρο χειμερινής νυκτός, είχε ξεχάσει, σαν άπειρος αναισθησιολόγος ο αναίσθητος, να με ξυπνήσει τραβώντας μου με δύναμη το πόδι. Ανακουφισμένος από την ανέλπιστη επάνοδό μου στην άμορφη ομορφιά της κανονικής ζωής, έκανα να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι, όταν ακούω απ’ το τηλέφωνο, που είχε ξεχαστεί ανοιχτό, μια φωνή να λέει: «Την Κυρά μας και τα μάτια σου, όπως και τ’ αυτιά σου! Και μην ξεχάσεις τα πτερόεντα δώρα! Θα μου βρεις άνθρωπο να τα δώσω, ο-πωσ-δή-πο-τε! Εντάξει; Συνεννοηθήκαμε;»
Αχ, ΟΥΡΑΝΕ, φίλε μακρινέ, ναι, θα το πω το ναι… Ξεχνιέσαι άλλωστε εσύ, παρότι από ΟΥΡΑΝΟ σε έχουμε κάνει ουραγό; Θα σε θυμίζει, θέλοντας και μη, το τηλέφωνο κάθε φορά που σαν οίστρος θα με τσιμπάει (τρυπώντας "τον ήχο της σιωπής" -- "the sound of silence"), είτε στον ύπνο μου είτε στον ξύπνιο μου…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου