Γράφει ὁ Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Ἡ ἁγιότης δὲν κρύβεται. Εἶναι μαγνήτης, ποὺ ἑλκύει. Εἶναι τὸ λαμπερὸ ἀστέρι, ποὺ φωτίζει ὅλους μας στὸ σκοτάδι τῆς χίμαιρας καὶ τῶν προβλημάτων τῆς καθημερινότητος.
Εἶναι ἡ ὄαση τῶν κουρασμένων ὁδοιπόρων στὴν ἔρημο τῶν θλίψεων καὶ τῶν κρίσεων.
Εἶναι ἡ πηγὴ μὲ τὸ γάργαρο νερό, ποὺ ξεδιψάει κάθε διψασμένο. Εἶναι τὸ εὐωδιαστὸ λουλούδι στὴ δυσώδη κοπριὰ τῶν ὀρθολογιστῶν καὶ ἀθέων.
Εἶναι ἡ πραγμάτωση τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εἰρήνης σὲ ἕναν κόσμο ἄστοργο, ἀφιλάδελφο, ταραγμένο καὶ πολεμούμενο ἀπὸ πλῆθος ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν.
Δύο μαγνῆτες ἁγιότητος στὴν ἐποχή μας εἶναι ὁ Γέροντας Ἰάκωβος Βαλoδῆμος καὶ ὁ ἤδη γραμμένος στὶς δέλτους τῶν Ἁγίων μας, Ὅσιος Παΐσιος, ὁ Ἁγιορείτης.
Ὁ τελευταῖος τὰ νεανικά του χρόνια τὰ πέρασε στὴν Κόνιτσα καὶ ἀργότερα ὡς μοναχὸς ἀσκήσευσε καὶ στὸ ἱστορικὸ Μοναστήρι της, αὐτὸ τῆς Παναγίας τοῦ Στομίου, μακριὰ ἀπὸ τὴν κοσμικὴ τύρβη ἀκόμη καὶ σήμερα, ἀφοῦ δὲν εἶναι προσβάσιμο στὰ σύγχρονα μέσα κυκλοφορίας καὶ χρειάζεται ἀρκετὴ καὶ δύκολη πεζοπορία, γιὰ νὰ φθάσει κανεὶς ἐκεῖ. Ἀποζημιώνεται, βέβαια, ὁ προσκυνητής του ἀπὸ τὸ ὑπέροχο τοπίο, μὲ τὴν «φωνὴν ὑδάτων πολλῶν» (Ἀποκ. ιδ΄ 2) ἀπὸ τὸν παραρρέοντα Ἀῶο ποταμὸ καὶ ἀπὸ τὶς μυστικὲς συμφωνίες, ποὺ ἀδιάκοπα δίνουν τὰ καλλικέλαδα ἀηδόνια καὶ τὰ ἄλλα φιλέρημα στρουθία τοῦ δάσους.
Ἀποζημιώνεται ἐπίσης πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὴ χάρη τῆς Παναγίας μας τῆς...Στομιώτισσας καὶ τὶς εὐχὲς τοῦ Ὁσίου Παϊσίου, τοῦ ὁποίου σώζεται τὸ ἀπέριττο κελλάκι.
Ὡς νεαρὸς Ἀρσένιος, ὁ Ὅσιος Παΐσιος, διψοῦσε γιὰ λόγο Θεοῦ καὶ γιὰ συναντήσεις μὲ ἀνθρώπους ποὺ βίωναν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ζοῦσαν μὲν στὴ γῆ, ἀλλὰ εἶχαν τὸ πολίτευμα στὸν οὐρανό, ὅπως οἱ πραγματικοὶ Χριστιανοί, αὐτοὶ ποὺ περιγράφει ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν (Φιλιπ. γ΄ 20).
Ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου Γέροντος τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Προφήτη Ἠλία στὴ Βίτσα τοῦ Ζαγορίου, τοῦ πατρὸς Ἰακώβου, τοῦ ἱεραποστόλου τῆς Ἠπείρου, εἶχε φθάσει καὶ στὰ αὐτιὰ τοῦ νεαροῦ τότε φερέλπιδος μοναχοῦ, τοῦ μετέπειτα Ὁσίου Παϊσίου, ἀφοῦ ὅλοι μιλοῦσαν γιὰ τὶς ἀρετές του, τὶς νουθεσίες του, τὰ θαυμάσιά του.
Ἀψηφώντας, λοιπόν, αὐτὸς τὴ μακριὰ πεζοπορία ἀπὸ τὴν Κόνιτσα στὴ Βίτσα, μαζὶ μὲ ἄλλους δύο νεαρούς, ποὺ εἶχαν τρωθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο ἔρωτα τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ ὡς πνευματικοὶ ἀδελφοὶ ἀλληλοστηρίζονταν «ὡς πόλις ὀχυρά» (Παρ. 18, 19), ἐπισκεπτόταν, ὅταν εὕρισκε εὐκαιρία, τὸν εὐλαβέστατο πατέρα Ἰάκωβο.
Καὶ μόνο τὸ παρουσιαστικὸ τοῦ Γέροντος, ἡ βιωματική του πτωχεία τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἡ ὁσιακὴ συμπεριφορά του συγκινοῦσε τοὺς νεαροὺς ὑποψηφίους μοναχοὺς καὶ τοὺς παρακινοῦσε σὲ μίμηση τῶν ἀσκητικῶν του παλαισμάτων.
Ἡ διαπροσωπικὴ αὐτὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Γέροντα Ἰάκωβο τοὺς τόνωνε τὸ ἠθικό, τοὺς φυλάκιζε τὶς αἰσθήσεις καὶ τοὺς φτέρωνε τὸ νοῦ πρὸς τὶς ἐπάλξεις τοῦ οὐρανοῦ.
Παρακολουθοῦσαν μὲ προσοχὴ κάθε κίνησή του καὶ πρόσεχαν τὰ λόγια του καὶ κάθε λέξη ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ «ἕρκος τῶν ὀδόντων του» κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο.
Καὶ ὅλα τὰ χάρασσαν μὲ ἀνεξίτηλο μελάνι στὶς καρδιές τους. Ἦταν, βλέπετε, σκαπανεῖς τῆς ἀρετῆς, ἦταν μέλισσες ποὺ τρυγοῦσαν τὸ γλυκύτατο μέλι τῆς θεοσοφίας τοῦ Γέροντος, τὸ νέκταρ τοῦ ἀποστάγματος τῶν ἀσκητικῶν του πόνων.
Ἔψαχναν νὰ βροῦν οἱ μακάριοι νέοι τὸν πολύτιμο μαργαρίτη, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Σωτήρα μας Χριστό. Καὶ τὸν βρῆκαν μέσα ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ πατρὸς Ἰακώβου, τὰ λόγια τοῦ ὁποίου σαφῶς καὶ τοὺς ὤθησαν στὴν ἐκπλήρωση τῆς θεοφιλοῦς ἐπιθυμίας τους.
Γνώριζαν ὅτι ὁ πολύτιμος μαργαρίτης, γιὰ νὰ βρεθεῖ, θέλει ψάξιμο. Δὲν βρίσκεται εὔκολα, γιατὶ κρύβεται, ὅπως τὰ μαργαριτάρια στὰ βάθη τῶν ὠκεανῶν. Ὅποιος θέλει νὰ βρεῖ μαργαριτάρια μπαίνει μὲ προσωπικοὺς κόπους καὶ κινδύνους γυμνὸς στὴ θάλασσα καὶ κάνει βουτιὲς στὸ βυθό της. Καὶ ὅποιος θέλει νὰ βρεῖ τὸν πολύτιμο μαργαρίτη, τὸν Χριστό μας, πρέπει νὰ κολυμβήσει γυμνὸς ἀπὸ χρήματα καὶ περιουσίες σὲ αὐτὴ τὴ ζωή, ὅπως ὁ πατὴρ Ἰάκωβος, καὶ νὰ κάνει καταβύθιση μὲ τὴν ἀρετὴ τῆς ὑψοποιοῦ ταπεινώσεως, τῆς ἀσκήσεως, τῆς σκληραγωγίας, τῆς κενωτικῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀλληλεγγύης, ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνος.
Ἡ χαρά, ὅμως, τῆς εὑρέσεως τοῦ πολύτιμου μαργαρίτη, τοῦ Χριστοῦ μας, ἔδιωχνε κάθε κόπο, θλίψη καὶ κίνδυνο ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ πατρὸς Παϊσίου καὶ τῶν φίλων του, καὶ τὸν ἔκανε τόσο πλούσιο, ὅσο κανέναν ἄλλον σὲ αὐτὴ τὴ ζωή.
Οἱ ἐπισκέψεις του, ἔτσι, στὸ Γέροντα Ἰάκωβο, ἦταν ἐπισκέψεις εὑρέσεως τοῦ μαργαριταριοῦ τοῦ ἐφετοῦ τῆς καρδιᾶς του, αὐτοῦ ποὺ ἤδη εἶχε βρεῖ ὁ ἀσκητὴς Ἡγούμενος τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Προφήτη Ἠλία.
Ὡς πνευματικὸς διδάσκαλος, λοιπόν, καὶ ἀλείπτης ὁ πατὴρ Ἰάκωβος σαφῶς ἐπηρέασε μὲ τὴν ὁσιακή του πολιτεία τὸν Ὅσιο Παΐσιο καὶ τὸν ἀνέδειξε ὄχι μόνο ἰσάξιο τῶν κατορθωμάτων του, ἀλλά, χάριτι θείᾳ, πολὺ ἀνώτερό του, γιὰ νὰ φανεῖ ὅτι «τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰωάν. γ΄ 8). Ἄν, λοιπόν, σκεῦος εὔχρηστο τοῦ Παναγίου Πνεύματος φάνηκε ὁ Ὅσιος Παΐσιος, πόσο μᾶλλον εὔχρηστο, ἂν καὶ σὲ ἀφάνεια, ἦταν ὁ Γέροντας Ἰάκωβος, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὴν Ἁγία Γραφή, ποὺ λέει, ὅτι δὲν γίνεται νὰ εἶναι «μαθητὴς ἀνώτερος τοῦ διδασκάλου, οὐδὲ δοῦλος ἀνώτερος τοῦ κυρίου αὐτοῦ» (Ἰωάν. ιδ΄ 6, Ματθ. ζ΄14, κβ’14, Α΄ Κορ.α΄ 26-27, Ἰωάν. στ΄ 60 ).
Γύρω στὸ 1940, ὅταν ὁ νεαρὸς Ἀρσένιος ἦταν μόλις δεκαέξη ἐτῶν, ἐπισκέφθηκε τὸν Γέροντα Ἰάκωβο. Ἤθελε νὰ ταξιδεύσει πνευματικὰ μαζί του μέσα ἀπὸ τὶς διηγήσεις του στὸ Ἅγιον Ὅρος, τὸ ὄρος τῶν ὀνείρων του.
Στὸ Ναὸ μιὰ μαυροφορεμένη γυναίκα, σχετικὰ νέα, τὸν κοίταζε συνέχεια καὶ ὁ νεαρὸς ἔβαλε κακὸ λογισμὸ μέσα του, μέχρι ποὺ ἐκείνη τὸν πλησίασε καὶ τὸν κάλεσε στὸ σπίτι της λέγοντας:
-Μοιάζεις πολὺ μὲ τὸ παιδί μου, ποὺ πρὶν λίγο σκοτώθηκε στὸν πόλεμο!
Αὐτὰ τὰ λόγια τρύπησαν σὰν ρομφαία δίστομη τὴν καρδιὰ τοῦ νεαροῦ Ἀρσενίου, ποὺ ὑποσχέθηκε στὸν ἑαυτό του νὰ μὴν βάζει ποτὲ πονηρὸ λογισμό.
Οἱ συναντήσεις τῶν δύο συγχρόνων Ἁγίων στὴ Βίτσα, τοῦ πολιοῦ τότε Γέροντος Ἰακώβου καὶ τοῦ νεαροῦ τότε Ἀρσενίου, τοῦ σημερινοῦ Ὁσίου Παϊσίου, σφραγίζονται ἀπὸ τὴ χαρὰ τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων, αὐτὴν ποὺ ὁ Χριστὸς σκορπίζει, ὅταν βρίσκεται ἀνάμεσά τους, ὅταν Αὐτὸς κυβερνᾶ τὸ καράβι τῆς ζωῆς τους καὶ τοὺς ὁδηγεῖ στὸ ἀπάνεμο λιμάνι τῆ σωτηρίας, στὸ λιμάνι τοῦ οὐρανοῦ.
Ἄλλωστε σήμερα Ἰάκωβος καὶ Παΐσιος συναπολαμβάνουν τὴ γαλήνη στὴν ἀντίπερα ὄχθη τῆς ζωῆς, στὴν ἀβράδιαστη ἡμέρα τῆς αἰωνιότητος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου