Βγαίνει λοιπὸν πάλι ἀπὸ τὸ σπίτι τους καὶ πηγαίνει γιὰ δεύτερη φορὰ στὸ μοναστήρι τοῦ Κουτζουβέντη κ᾿ ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ ἡγούμενου παρακαλώντας τὸν νὰ τὸν κάνει δόκιμο. Καὶ κεῖνος τὸν ἔκανε. Ἐπὶ πέντε χρόνια φύλαγε τ᾿ ἀμπέλια τοῦ μοναστηριοῦ καὶ μάθαινε νὰ λέγει ἀπ᾿ ἔξω τὸ Ψαλτήρι καὶ τἆλλα τὰ γράμματα. Ἀλλὰ δὲν τὸν εὐχαριστοῦσε ἡ ἀσκητικὴ ζωὴ σ᾿ αὐτὸ τὸ μοναστήρι, γιατὶ ἤθελε πιὸ αὐστηρὴ καλογερική, καὶ μίσεψε ἀπὸ κεῖ καὶ πῆγε στὸ Μελισσόβουνο κι᾿ ἀσκήτεψε ἕνα χρόνο μέσα σ᾿ ἕνα σπήλαιο.
Ὕστερα μπαρκάρησε καὶ πῆγε στὸν Ἅγιο Τάφο κι᾿ ἀπόμεινε ἕξι μῆνες ἐκειπέρα. Μετά, γύρισε πάλι στὴν Κύπρο καὶ πῆγε στὴν Πάφο καὶ τὸν πιάσανε οἱ στρατιῶτες ποὺ φυλάγανε τὸ κάστρο καὶ τὸν βάλανε φυλακὴ ἕνα μερόνυχτο. Σὰν τὸν λευτερώσανε, τράβηξε παραμέσα στὸ νησὶ γιὰ νὰ βρεῖ μέρος ἥσυχο νὰ ἀσκητέψει. Περπάτησε ὅπως τὸν φώτισε ὁ Θεὸς κ᾿ ἔφταξε σ᾿ ἕνα μέρος ἀπόγκρεμνο, καὶ ἔψαχνε ἀπὸ τὸν Ἰούνιο ἕως τὸν Σεπτέμβρη. Τέλος βρῆκε ἕνα σπήλαιο ποὺ φωλιάζανε μέσα ὄρνια καὶ φίδια κ᾿ ἔπιασε καὶ τὸ βάθαινε. Ἕνα χρόνο δούλεψε σκληρὰ κι᾿ ἀποτελείωσε τ᾿ ἀσκηταριό του τὴ μέρα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Αὐτὸ τὸ σπήλαιο τὸ ὀνόμασε ὁ ἅγιος «Ἐγκλείστρα» κι᾿ ὁ ἴδιος εἶναι γραμμένος στὸ συναξάρι του μὲ τὄνομα «ὁ ἅγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος».
Ἡ ἁγιωσύνη του ξακούσθηκε σὲ ὅλη τὴν Κύπρο καὶ προστρέξανε πολλοὶ νὰ μονάσουνε κοντά του. Τότε ἔπιασε κ᾿ ἔχτισε μοναστήρι μεγάλο, τιμημένο εἰς μνήμην τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ὅλα βρίσκουνται ὡς τὰ σήμερα ἀπείραχτα. Ἡ σπηλιὰ τῆς Ἐγκλείστρας εἶναι καταζωγραφισμένη ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ ἁγίου Νεοφύτου, μὲ ὑποθέσεις ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μὲ ὁσίους σὲ σχῆμα ἥσυχο καὶ ἁπλό. Σ᾿ ἕνα κελλὶ σκαμμένο στὸ παραμέσα μέρος τοῦ βράχου, βρίσκεται ὁ τάφος τοῦ ἁγίου. Μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ σπήλαιο ἀπόμεινε κατακλειδωμένος μὲ νηστεία καὶ μὲ προσευχὴ ἐπὶ πολλὰ χρόνια. Μονάχα κάθε Κυριακὴ κατέβαινε μὲ μία σκάλα στὴν παρακάτω σπηλιὰ καὶ δίδασκε τοὺς μαθητές του.
Σ᾿ αὐτὴ τὴ διαγωγὴ ἔζησε πενηνταπέντε χρόνια καὶ μελετοῦσε τὴν ἁγία Γραφὴ μέρα καὶ νύχτα. Καὶ μὲ ὅλο ποὺ ἤτανε λιγογράμματος ὁ μακάριος, ἔγραψε πολλὰ ἁγιασμένα γραψίματα, γεμάτα ἀπὸ τὴν εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σὲ δεκαέξι βιβλία συναθροισμένα. Προεῖδε τὴ μέρα τῆς κοίμησής του καὶ μάζεψε γύρω του τοὺς μαθητές του καὶ τοὺς ὁρμήνεψε νὰ ζοῦνε μὲ ἀγάπη καὶ ὁμόνοια, σύμφωνα μὲ τὸν Κανόνα, ποὺ τοὺς ἄφησε γραμμένον. Παράδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο στὶς 12 Ἀπριλίου κατὰ τὰ 1215 ἀπάνω κάτω.
Αὐτὸς ὁ ἅγιος εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς ἁπλὲς ψυχὲς ποὺ δεχτήκανε τὸν Χριστὸ σὰν φυσικὴ θροφὴ τῆς ψυχῆς τους, δίχως νὰ μάθουνε γράμματα πονηρά. Τὸ πρῶτο βιβλίο, ποὺ ἔμαθε νὰ τὸ λέγει ἀπέξω καὶ ποὺ τ᾿ ἀγάπησε πολύ, ἤτανε τὸ Ψαλτήρι τοῦ προφητάνακτα Δαυΐδ. Ὕστερα ἀποστήθισε διάφορες εὐχὲς καὶ τροπάρια καὶ λόγια τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Κανένας ζωντανὸς ἄνθρωπος δὲν τὸν δίδαξε, γι᾿ αὐτὸ μπορεῖ νὰ πεῖ κανένας πὼς ὁ ἅγιος Νεόφυτος εἶναι «διδακτὸς Θεοῦ». Ὅ,τι ἔγραψε εἶναι γραμμένο μὲ τὸ δικό του τὸν τρόπο, εὐωδιασμένο ἀπὸ εὐλάβεια κι᾿ ἀπὸ φόβο Θεοῦ.
Στὴν Ἑρμηνεία τῆς Ἑξαημέρου, γράφει πὼς ἀποφάσισε νὰ γράψει γι᾿ αὐτὴ τὴ μεγάλη ὑπόθεση:
«Μοῦ φαίνεται καλὸ νὰ πῶ ἀπὸ ποιὰ αἰτία ἔφθασα στὴν ἀπόφαση νὰ συντάξω τοῦτο τὸ βιβλίο. Τὸν καιρὸ λοιπὸν ποὺ μὲ φώτισε κάποια θεϊκὴ ἀνατολὴ ἄνωθεν καὶ μὲ ἔστρεψε μακριὰ ἀπὸ τὶς ματαιότητες τῆς ζωῆς, κι᾿ ὁδήγησε τὰ πόδια μου σὲ ἴσιους δρόμους καὶ σὲ ὁδὸν εἰρήνης, ὥστε νὰ ἀκολουθήσω τὸ μοναχικὸ βίο, ξέφυγα κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονιούς μου κι᾿ ἀπὸ τὰ ἑφτὰ τ᾿ ἀδέρφια μου, ἀρσενικὰ καὶ θηλυκά, κ᾿ ἔφθασα σὲ κάποιο ἅγιο μοναστήρι. Ἐκει πέρα ἔτυχε νὰ ἀκούσω τὴν προφητεία ποὺ λέγει «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν» καὶ τἆλλα λόγια ποὺ ἔρχουνται κατόπι, καὶ πολὺ θαύμασα σὰν τ᾿ ἄκουσα· γιατὶ δὲν εἶχα ἀκούσει ποτὲ τέτοιον λόγο, ἐπειδὴς ἤμουνα ἀγράμματος καὶ δὲν ἤξερα οὔτε τὸ ἄλφα κ᾿ ἤμουνα παιδὶ ὡς δεκαοχτὼ χρονῶν στὴν ἡλικία.
Καὶ τόσο θαύμασα ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ ἄκουσα καὶ τόσο πολὺ τ᾿ ἀγάπησε ἡ ψυχή μου, ποὺ μακάρι ἔλεγα νὰ διαβάζανε τέτοια ἀναγνώσματα καὶ νὰ τάκουγα, μ᾿ ὅλο ποὺ δὲν καταλάβαινα τὸ νόημα ποὺ εἴχανε, ἐκτὸς τὸ «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς καὶ ὅτι εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι καλὰ λίαν» καὶ τίποτα περισσότερο ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν ἔνοιωθα. Ἀλλὰ δὲν ἤθελα νὰ ρωτήσω καὶ κανέναν νὰ μοῦ τὰ ἐξηγήσει, καὶ μονάχα μέσα στῆς καρδιᾶς μου τὸν κρυφὸν τόπο φύλαγα αὐτὸ τὸ θαῦμα.
Καὶ σὰν μὲ βάλανε οἱ γέροντές μου νὰ κλαδεύω τ᾿ ἀμπέλια, ἔπιασα νὰ μαθαίνω κάποια γράμματα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς εὐχὲς ποὺ λέγανε οἱ μοναχοὶ τὴ νύχτα καὶ τὴ μέρα. Μὰ ἡ θεία χάρη μου χάρισε περισσότερο κι᾿ ἀπὸ αὐτά, ὥστε νὰ μάθω νὰ λέγω ἀπ᾿ ἔξω ὁλόκληρο τὸ ἱερὸ Ψαλτήρι. Καὶ σάν μου ἦρθε πάλι κάποια φώτιση νὰ φύγω ἀπὸ τὸ θόρυβο τοῦ κοινοβίου καὶ νὰ πάγω νὰ ἡσυχάσω, τότε ἧβρα καιρὸ ἡσυχίας, κ᾿ ἐπειδὴ εἶχα στὴ θύμησή μου αὐτὰ τὰ θεϊκὰ λόγια ποὺ εἶπα, ἔψαχνα νὰ βρῶ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο βιβλίο ἐκεῖνο τὸ προφητικό. Καὶ σὰν τὸ βρῆκα, τὸ ἔμαθα ἀπ᾿ ἔξω μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν πόθο ποὺ εἶχα γιὰ ὅσα ἔλεγε. Κ᾿ ἔμαθα ὄχι μονάχα τὴν ἑξαήμερη κοσμοκτισία, ἀλλὰ κι᾿ ὅσα λέγει γιὰ τὸν Παράδεισο καὶ γιὰ τὴν παράβαση, γιὰ τὸν κατακλυσμὸ καὶ γιὰ τὴν πυργοποιΐα, ἕως τὸ φίλο τοῦ Θεοῦ τὸν Ἀβραάμ, κι᾿ εἶχα πολὺ θαυμασμὸ γιὰ τὰ θεϊκὰ λόγια αὐτῆς τῆς Γραφῆς».
(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου