Οι άνθρωποι του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (ΕΑΜ) εργάζονταν με αυτοθυσία, αυταπάρνηση και ομαδική συνεργασία. Μαρμάρινα αγάλματα όπως ο Ποσειδώνας από τη Μήλο, ο κούρος από το Σούνιο, δύο θρόνοι του 4ου αι. π.Χ., από τον μικρό ναό του Ραμνούντα, ευρήματα από τη Δήλο, το μαρμάρινο σύμπλεγμα της Αφροδίτης, του Πάνα και του Ερωτα, και πολλά ακόμη απομακρύνθηκαν από τις αίθουσες και καταχώθηκαν κάτω από τα δάπεδα, όσο πιο βαθιά μπορούσαν να τα θάψουν και να σκεπαστούν με άμμο.
«Η Αρχαιολογική Υπηρεσία βρέθηκε στην παράλογη θέση να καταστρέφει το έργο που γενιές Ελλήνων αρχαιολόγων είχαν δημιουργήσει», έγραψε το 1994 ο Βασίλειος Πετράκος, γ.γ. της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας και ακαδημαϊκός, θυμίζοντας τι έγινε την περίοδο 1940-1944. «Εννοώ κυρίως τη διάλυση των μουσείων και την ταφή των αρχαίων στη γη, σε κρύπτες, σε θησαυροφυλάκια, σε σπηλιές».
«Την ώρα που οι στρατιώτες βροντοφώναζαν “Αέρα” στο ελληνοαλβανικό μέτωπο, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ηχούσε το σύνθημα “Βάλε φωτιά”», λέει στην «Κ» η δρ Μαρία Λαγογιάννη-Γεωργακαράκου, επίτιμη διευθύντρια πλέον του πρώτου μουσείου της χώρας έπειτα από μια επιτυχημένη θητεία. «Ηταν, βλέπετε, ένα από τα παραγγέλματα του γλύπτη Ανδρέα Παναγιωτάκη στους τεχνίτες του μουσείου, οι οποίοι τραβούσαν με σχοινιά τα αγάλματα στους λάκκους που ανοίχτηκαν στη βόρεια πτέρυγα».
Την επομένη της εισβολής των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα, η Σέμνη και ο Χρήστος Καρούζος παραιτήθηκαν από μέλη του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου. Oπως δήλωσε ο κορυφαίος αρχαιολόγος Χρ. Καρούζος (διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου στη διάρκεια της Κατοχής), σε συνέντευξή του στα «Ελεύθερα Γράμματα» το 1945 για το Ινστιτούτο: «Από πολλά χρόνια είχε πάψει να έχει σχέση με την επιστήμη, και έπρεπε να τους κοπεί η ελπίδα ότι θα πετύχαιναν τίποτε στην προσπάθεια, που τη μάντευα συστηματική και μεθοδική, να μας λερώσουν όλους με αθώες προτάσεις ειρηνικής και πολιτιστικής συνεργασίας».
Το άδειο από αρχαιότητες μουσείο αιφνιδίασε τους Γερμανούς αξιωματικούς, οι οποίοι επίμονα ρωτούσαν πού βρίσκονται τα αρχαία, ενώ οι άνθρωποι του Εθνικού Αρχαιολογικού απαντούσαν «είναι εκεί που όλοι γνωρίζουν, κάτω από τη γη». Οι Γερμανοί επιπλέον απαιτούσαν να αποκαλυφθούν αγάλματα όπως ο Εφηβος των Αντικυθήρων, ο Ποσειδώνας του Αρτεμισίου, ο Εφηβος του Μαραθώνα με επιχειρήματα ότι «τα αρχαία θα πάθουν κρυμμένα» και ότι «οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να καταφεύγουν στην τέχνη». Οπως δήλωσε αργότερα ο Χρ. Καρούζος, «η επίμονη αντίσταση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας γλίτωσε τα σπουδαιότερα μουσεία μας από την καταστροφή και τη λεηλασία».
Πέρα από το μεγάλο κεφάλαιο της απόκρυψης, εξίσου σημαντικό είναι και αυτό της αποκάλυψης των αρχαίων από τις κρυψώνες του πολέμου που δημιουργήθηκαν. Υπό τις οδηγίες του διευθυντή Χρήστου Καρούζου και τη βοήθεια της δραστήριας εφόρου Σέμνης Παπασπυρίδη-Καρούζου, τον Μάρτιο του 1946 ξεκίνησε το έργο της αποκάλυψης, της συντήρησης και της επανέκθεσης. Ενα χρόνο αργότερα πραγματοποιήθηκε η πρώτη μεταπολεμική έκθεση στο μουσείο. Οπως εξηγεί στην «Κ» η κ. Λαγογιάννη, «εκτός από την τιτάνια προσπάθεια της απόκρυψης και ασφάλισης των εκθεμάτων των μουσείων, σημασία έχει και πώς τα ξέθαψαν για να επανεκτεθούν. Η Σ. Καρούζου έκανε ηλιόλουτρα σε αγάλματα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, που θαμμένα καθώς ήταν στη γη απέκτησαν λεκέδες». Μάλιστα, μας θυμίζει τη μαρτυρία της Εφης Σπυροπούλου-Παπαδημητρίου, γ.γ. των Φίλων του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών-Ιδρύματος Βούρου Ευταξία και ανιψιά του ζεύγους Καρούζου. «Η θεία μου τα έβγαζε κάθε μέρα και τους έκανε ηλιόλουτρα. Τα σκέπαζε με ένα μαύρο πανί και έκανε μικρές τρύπες εκεί όπου ήταν οι λεκέδες και κάθε μέρα, 2-3 λεπτά, τα εξέθετε στον ήλιο μήπως και φύγουν…».
Ο Γιώργος Σεφέρης στις «Μέρες» περιγράφει: «Τρίτη 4 Ιουνίου 1946. Το μεσημέρι στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Ξεθάβουν τώρα –άλλα σε κάσες και άλλα γυμνά κατάσαρκα μέσα στο χώμα–, τα αγάλματα. Σε μία από τις παλιές μεγάλες αίθουσες, γνώριμες από τα μαθητικά μας χρόνια με τη στεγνή όψη που έφερνε κάπως προς τη βαρετή δημόσια βιβλιοθήκη, οι εργάτες δουλεύουν με φτυάρια και με αξίνες. Το δάπεδο, αν δεν κοίταζες τη στέγη, τα παράθυρα και τους τοίχους με τις χρυσές επιγραφές, θα μπορούσε να ήταν ένας όποιος τόπος ανασκαφών. Τα αγάλματα βυθισμένα ακόμη στη γης, φαινόντουσαν από τη μέση και πάνω γυμνά, φυτεμένα στην τύχη… Ηταν ένας αναστάσιμος χορός αναδυομένων, μια δευτέρα παρουσία σωμάτων που σου έδινε μια παλαβή χαρά».
Μη φανταστείτε ότι η εποποιία έγινε μόνο στο Εθνικό Αρχαιολογικό, υπογραμμίζει η κ. Λαγογιάννη. «Ολα τα μουσεία, τότε, έκρυψαν αρχαιότητες». Υπάρχουν πολλές προφορικές μαρτυρίες. Για παράδειγμα στο Μουσείο της Σπάρτης μέχρι τη δεκαετία του ’50 υπήρχαν αρχαία κρυμμένα σε κιβώτια.
Ομως, το περιστατικό που μας αφηγείται, το έζησε η ίδια στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου τη δεκαετία του ’90, όταν διευθυντής ήταν ο Χ. Κριτζάς. Σε ένα πιθάρι από τα ογκώδη που δεν έκρυψε στην Κατοχή το μουσείο, βρέθηκε ένα γράμμα στα γερμανικά το οποίο η αρχαιολόγος που γνώριζε καλά γερμανικά, κλήθηκε να μεταφράσει. «Ηταν το τρυφερό γράμμα μιας Γερμανίδας στον γιο της, ο οποίος υπηρετούσε στον γερμανικό στρατό στην Κρήτη. Το γράμμα αυτό μας έδειχνε και την άλλη όψη του πολέμου». Η κ. Λαγογιάννη τονίζει ακόμη ότι «οφείλουμε πολλά στον Βασίλειο Πετράκο, που μας έδωσε τόσα στοιχεία για το ζήτημα της κατάχωσης και προστασίας των αρχαίων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Πετράκος είναι ο μέντοράς μας».
Γ. Συκκά, Καθημερινή/αντιγραφή
Ομως, το περιστατικό που μας αφηγείται, το έζησε η ίδια στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου τη δεκαετία του ’90, όταν διευθυντής ήταν ο Χ. Κριτζάς. Σε ένα πιθάρι από τα ογκώδη που δεν έκρυψε στην Κατοχή το μουσείο, βρέθηκε ένα γράμμα στα γερμανικά το οποίο η αρχαιολόγος που γνώριζε καλά γερμανικά, κλήθηκε να μεταφράσει. «Ηταν το τρυφερό γράμμα μιας Γερμανίδας στον γιο της, ο οποίος υπηρετούσε στον γερμανικό στρατό στην Κρήτη. Το γράμμα αυτό μας έδειχνε και την άλλη όψη του πολέμου». Η κ. Λαγογιάννη τονίζει ακόμη ότι «οφείλουμε πολλά στον Βασίλειο Πετράκο, που μας έδωσε τόσα στοιχεία για το ζήτημα της κατάχωσης και προστασίας των αρχαίων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Πετράκος είναι ο μέντοράς μας».
Γ. Συκκά, Καθημερινή/αντιγραφή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου