Και το θαύμα έγινε.Επιβάτες Προποντίδας
Αφηγητής ο παππούς ο Χρύσανθος.
«Ήμασταν δεν ήμασταν μιαν εβδομάδα λεύτεροι (Ιούλιος 1920), όντας η κυρα-Φωτεινή αρρώστησε. «Ούλα τέλεψαν», είπε κι έπεσε στο κρεβάτι. Τρεις νοματαίους παράχωσε καταποδιαστά. Τον άντρα της, το Γιώργη, και δυο παιδιά της, την Κατίνα και το Δημοσθένη. Ίσαμε να πάρει μιαν ανάσα από τη μια κηδεία, η καμπάνα βάρειε ξανά πένθιμα για το σπιτικό της. Μα εκείνη ούλα αυτά τα άντεξε, με μια κρυφή ελπίδα! Πως θα γυρίσουνε τα χαμένα της παλικάρια. Ο Χαράλαμπος και το Νικολάκης. Χρόνια την έτρωγε αυτό το μαράζι. Απ’ το ’10, που έφυγαν για τον τούρκικο στρατό, δέκα ολάκερα χρόνια, δεν πήρε καμιάν είδηση, μήτε καλή μήτε άσκημη. Απόθαναν, σκοτώθηκαν, χάθηκαν; Κανείς δεν ήξευρε. «Ένα σημάδι δείξε με, Θεέ μ’, ένα σημάδι!», έλεγε και ξανάλεγε. Κι επειδής τέτοιο σημάδι δεν έβλεπε, τους λογάριαζε και γι’ αποθαμένους, τους λογάριαζε και για ζωντανούς!
Σαν αποθαμένους, τους έκλαψε πολύ και τα έκαμε ούλα, όσα ορίζει η εκκλησία μας. Και μνημόσυνα και κόλλυβα και τρισάγια. Και τη Μεγάλη Παρασκευή, τους έγραφτε στο ψυχοχάρτι, να τους διαβάσει ο παπάς, όντας γύριζε στο χωριό τον Επιτάφιο.
Του Αϊ-Νικόλα και τ’ Αϊ-Χαραλάμπη, τους γιόρταζε σαν ζωντανούς, κι από μέρες έντυνε το σπίτι γιορταστικά. Πάαινε από νωρίς το πανεράκι με τις λειτουργιές στην Οσία Παρασκευή και μοίραζε «άρτο», όπως ούλοι οι εορτάζοντες. Ήθελε να ακούει τα «χρόνια πολλά» και το «πολύχρονος». Οι χωριανοί, που ήξευραν τον καημό της, δεν τήνε χαλνούσανε την καρδιά. Με το σκόλασμα, καλνούσε τις γυναίκες στο σπίτι και τις κέρναγε καφέ και κουλουράκια, καμωμένα απ’ τα χέρια της, επιτούτου, για τη γιορτή. Στο τέλος, το φλιτζάνι της γύρναγε από χέρι σε χέρι, κι ούλες «έβλεπαν» το μακρύ το δρόμο, που φαίνονταν καθαρά. «Να, αμνια-Φωτεινή, εδώ διες! Δυο τόνε πορπατούνε κι έρχουνται κατά την αυλή σ’. Παλικάρια μοιάζουνε»! Κι εκείνη, η φουκαριάρα, με το λέγε λέγε, κόντευε να το πιστέψει, και φούσκωναν τα στήθια της από χαρά.
Κι ούλο καρτερούσε! Ώρες πολλές, με την απαλάμη στο κούτελο, κάρφωνε τα μάτια μακριά, προσμένοντας να φανούν τα παλικάρια της. Κι όντας χειμώνιαζε, κόλλαγε το μούτρο της στο παραθύρι, κι η καρδιά της λαχτάριζε, κάθε φορά που ένας ίσκιος ξεπρόβαλε έξαφνα απ’ τη σούδα. Η καντήλα άναφτε απ’ το πρωί ως αργά το βράδυ. «Μπορεί να έφυγαν απ’ το στρατό και να κρύβουνται στο βουνό. Μπορεί να τράβηξαν για την Ελλάδα. Να έστελναν, μπάρεμ, ένα μαντάτο!», έλεγε και ξανάλεγε.
Κάμποσοι, εκείνα τα χρόνια, έφυγαν κρυφά στην Ελλάδα, και τα χαμπέρια τους ήρθανε ύστερις από χρόνια. Έτσι, κράταγε μέσα της ζωντανή την ελπίδα, ίσαμε που ήρθε ο ελληνικός στρατός. Την ημέρα που οι καμπάνες σήμαιναν τη λευτεριά, κι ο κόσμος βγήκε στα σοκάκια, η κυρά Φωτεινή δε γιόρταζε, μόν’ πήρε αράδα αξιωματικούς και στρατιώτες και ρώταγε μην αντάμωσαν τα παλικάρια της. Και σε κάθε «όχι», γύρναγε στο σπίτι κλαμένη.
Στη βδομάδα απάνω, έκοψε τις ελπίδες. Η καρδιά της μπαΐλντισε. «Άμα ήτανε φευγάτοι στην Ελλάδα, τώρα θα ήρχουνταν. Για να μην έρθουνε, θα πει, μαθές, πως είναι αποθαμένοι». Το είπε, το πίστεψε κι έπαψε να τους καρτερεί. Σφαλίστηκε στην κάμαρη, σφάλισε και την καρδιά της. «Το ίδιο μαράζι θα με φάει κι εμένα, Γιώργη μ’!», έλεγε, σαν να κουβέντιαζε με τον σχωρεμένο. Μέρα με την ημέρα, απ’ τη στεναχώρια και την αναφαγιά, μαράζωνε πιότερο. Για καιρό ψένουνταν στον πυρετό και ήτανε μισοπεθαμένη. Αριά και πού, έβρεχε κομματάκι τα χείλια της. Άλλοτες ήτανε στα λοϊκά της κι άλλοτες ταξίδευε στο κόσμο της. Και μέσα στη ζάλη της, τους καλνούσε ούλους. Το Γιώργη, το Δημοσθένη, την Κατίνα, μα, πιο συχνά, το Χαράλαμπο και το Νικολάκη. Σ’αυτουνούς σταμάταγε, αφιγκριούνταν* και κάρφωνε τα μάτια της στην πόρτα. Κι όντας καμιά φορά ήρχουνταν στα λοϊκά της, έβγαζε τον καημό της μ’ αναστεναγμούς και κλάματα. «Αυτός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει», έλεγε κι αρχινούσε τα «Άχ, Νικολάκη μ’!», «Αχ, Χαράλαμπε μ’!». Αυτό το βιολί βάστηξε μήνες.
Στη βδομάδα απάνω, έκοψε τις ελπίδες. Η καρδιά της μπαΐλντισε. «Άμα ήτανε φευγάτοι στην Ελλάδα, τώρα θα ήρχουνταν. Για να μην έρθουνε, θα πει, μαθές, πως είναι αποθαμένοι». Το είπε, το πίστεψε κι έπαψε να τους καρτερεί. Σφαλίστηκε στην κάμαρη, σφάλισε και την καρδιά της. «Το ίδιο μαράζι θα με φάει κι εμένα, Γιώργη μ’!», έλεγε, σαν να κουβέντιαζε με τον σχωρεμένο. Μέρα με την ημέρα, απ’ τη στεναχώρια και την αναφαγιά, μαράζωνε πιότερο. Για καιρό ψένουνταν στον πυρετό και ήτανε μισοπεθαμένη. Αριά και πού, έβρεχε κομματάκι τα χείλια της. Άλλοτες ήτανε στα λοϊκά της κι άλλοτες ταξίδευε στο κόσμο της. Και μέσα στη ζάλη της, τους καλνούσε ούλους. Το Γιώργη, το Δημοσθένη, την Κατίνα, μα, πιο συχνά, το Χαράλαμπο και το Νικολάκη. Σ’αυτουνούς σταμάταγε, αφιγκριούνταν* και κάρφωνε τα μάτια της στην πόρτα. Κι όντας καμιά φορά ήρχουνταν στα λοϊκά της, έβγαζε τον καημό της μ’ αναστεναγμούς και κλάματα. «Αυτός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει», έλεγε κι αρχινούσε τα «Άχ, Νικολάκη μ’!», «Αχ, Χαράλαμπε μ’!». Αυτό το βιολί βάστηξε μήνες.
Οι μέρες διάβαιναν, και η κυρά Φωτεινή πιο πολύ έμοιαζε με αποθαμένη, παρά με ζωντανή. Ούλα τα σημάδια έδειχναν πως το κουβάρι της μαζώχτηκε, και πως το μαράζι, που έφαγε το Γιώργη της, θα έτρωγε και την ίδια, ώσπου…
Ήτανε περασμένα μεσάνυχτα, ξημέρωμα Αϊ-Δημητριού, όντας καληνυχτίσαμε τους κουμπάρους μας. Ήρθανε, όπως έκαμναν κι άλλοι χωριανοί τελευταία, να κάμουνε παρέα στην κυρά Φωτεινή. Μόλις πλαγιάσαμε, απανωτά χτυπήματα ακούστηκαν στην οξώπορτα, αντάμα με αντρικές φωνές. «Μάνα! Πατέρα!». Η Χρυσή πετάχτηκε σαν τη σούστα, «τ’ αδέρφια μ’!», είπε και με μια δρασκελιά ξεμαντάλωσε την οξώπορτα. Αμ, η πεθερά μου! Πού βρήκε, αλήθεια, το κουράγιο κι από μισοπεθαμένη σηκώθηκε στο ποδάρι, μέσα στη σκοτίδα;
«Νικολάκη! Χαράλαμπε!» φώναξε η Χρυσή και αγκαλιάστηκαν.
Από κοντά κι η κυρα-Φωτεινή. Δεν ομίλαγε μήτε έκλαιγε. Η φωνή της δεν έβγαινε και το δάκρυ στέρεψε από τα χρόνια. Μονάχα, «τα παλικάρια μ’, τα βλαστάρια μ’!», μπόρεσε να πει, κι ύστερις γίνηκαν ούλοι ένα κουβάρι. Όντας η Χρυσή άναψε τη λάμπα, μέσα στο αχνό φως, φάνηκαν δυο προσώπατα αξουράφιστα κι αγριωπά. Εγώ πρώτη φορά τους αντίκριζα, μα κι οι γυναίκες τρόμαξαν στη θωριά τους. Χρόνια και ζαμάνια είχανε ν’ ανταμωθούν! Έφυγαν αμούστακα παιδιά και γύρισαν άντρες γενάτοι. Σαν χόρτασαν να κοιτιούνται, η κυρά Φωτεινή τράβηξε ίσια στο κονοστάσι. Με χέρια ολότρεμα, κατέβασε την καντήλα, την άναψε κι αρχίνησε να σταυροκοπιέται.
Εκείνοι κοίταξαν ολόγυρα και, μη ξεύροντας, ρώτηξαν για τους άλλους. Τον πατέρα, το Δημοσθένη και την Κατίνα. Δύσκολη η αλήθεια και μεγάλο το φαρμάκι. Πήγε να πει ένα λόγο η Χρυσή, μα δεν τα κατάφερε. Ένας κόμπος σφάλισε τη φωνή της και την έπιασαν τα κλάματα. Σάστισαν. Μας κοίταξαν, κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους, και κέρωσαν! «Ούλοι;», ρώτηξε ο Χαράλαμπος. «Ναι!», έγνεψε η Χρυσή. Αυτοί, που τη ζωή τους δέκα χρόνια στου χάρου τα χέρια την είχανε δοσμένη και τρεις πολέμοι δεν τους γονάτισαν, τώρα, με το αστροπελέκι αυτό, λύγισαν. Τσακισμένοι, έκατσαν καταής, παραδομένοι σ’ ένα βουβό, ασταμάτητο λιγμό. Πάνωθέ τους η Χρυσή.
Και η μάνα, που ούλοι την είχαμε ξοφλημένη, μαζώνοντας όσο κουράγιο τής απόμεινε, σκέπασε με τις φτερούγες της τα παλικάρια της, και ώραν πολλή μοιράστηκαν βουβά τον πόνο της φαμίλιας. Σαν μέρωσαν κι έμαθαν την αλήθεια, ήρθε η ώρα να μάθουμε και για τη δικιά τους τη ζωή, που ξεπέρναγε ακόμα και του πιο τρεχάτου νου το λοϊσμό.
Έδωκαν «παρών» στον τούρκικο στρατό, κι οι δυο αντάμα, την άνοιξη του ’10, στις Μέτρες. Ένα πρωί, οι δρόμοι τους χώρισαν. Το Χαράλαμπο τον έστειλαν στην Αντριανού και το Νικολάκη στη Μυτιλήνη. Αρχές του Θεριστή του ’12, λίγο προτού ξεσπάσει ο πρώτος πόλεμος, ο Χαράλαμπος φεύγει τη νύχτα κρυφά απ’ τη στρατώνα και, μέσα απ’ τα ορμάνια και τους ντερέδες, κατεβαίνει, μετά δέκα ημέρες, στη Ραιδεστό. Δυο μερόνυχτα κρύβεται μέσα στα άχερα σε ένα σαλμανλίκι*, νεροκαμένος και θεονήστικος. Το τρίτο βράδυ, γλιστράει με προφυλάξεις και τρυπώνει σ’ ένα βαπόρι, την ώρα που κινούσε για τον Περαία. Φτάνει εκεί, ξένος σε ξένο τόπο, και ζυγώνει ένανε χωροφύλακα. Λέει ποιος είναι και γυρεύει να τόνε βοθήσει. Σε λίγο, δίχως να το καταλάβει, βρίσκεται ξανά σε στρατώνα. Αυτήνα τη φορά, στον ελληνικό στρατό, στο Γουδί. Από κει, εύζωνας στα Γιάννενα, κατόπι στα Γιαννιτσά και στη Σαλονίκη. «Στο μεγάλο τον πόλεμο», τον Τρυγητή του ’18, έφταξε ίσαμε τη Στρούμνιτσα. Το καλοκαίρι του ’19, τον έστειλαν στη Μικρασία.
Ο Νικολάκης, το ’12, πιάστηκε αιχμάλωτος απ’ τον ελληνικό στρατό, στο μοναστήρι του Λειμώνα, στη Μυτιλήνη, την ημέρα που οι Τούρκοι παράδιναν το νησί. Μετά πέντε μήνες, βρέθηκε στη Μακεδονία στρατιώτης στον ελληνικό στρατό. Το Μάη του ’18, πολέμησε με το τάγμα του Πλαστήρα στο Σκρα και, την άνοιξη του ’20, γύρεψε να τόνε πάνε στη Μικρασία.
Το Φθινόπωρο του ’20, οι μάχες με τον στρατό του Κεμάλ στη γραμμή Κιουτάχειας - Ουσάκ ήταν άγριες, κι οι σκοτωμένοι, κι απ’ τις δυο μεριές, πολλοί. Στον τόπο των σκοτωμένων, ήρχουνταν κάθε ημέρα καινούργιοι. Ένα πρωί, σ’ ένα λόχο του 3ου συντάγματος πεζικού του Κονδύλη, βγήκανε στην αναφορά καμιά εικοσαριά νιοφερμένοι απ’ τη Φιλαδέλφεια και τη Σμύρνη. Πρώτος, ένας κοντούτσικος, μικροκαμωμένος.
«Στρατιώτης πεζικού, Φράγκος Νικόλαος», φωνάζει δυνατά και χαιρετάει σέρτικα.
Η αναφορά κοντεύει να τελειώσει, όντας βγαίνει, προτελευταίος, ένας μεγαλόσωμος. Τα μάτια του είναι καρφωμένα από ώρα, εκεί, στον πρώτο, τον κοντό.
«Στρατιώτης πεζικού, Φράγκος Χαράλαμπος», φωνάζει με τρεμουλιαστή φωνή.
Κοιτάχτηκαν με λαχτάρα. Ο πυρετός τους ανέβηκε. Η καρδιά τους βάραγε δυνατά και το κεφάλι τους πάαινε να σπάσει. Η αναφορά σκόλασε, οι στρατιώτες σκόρπισαν, μα οι δυο στέκουνται εκεί, στο μεϊντάνι, ασάλευτοι, να θωρεί ο ένας τον άλλονα. Μα τι κρίμα! Κανένα σημάδι γνώριμο, εξόν από το μπόι. Οι πολέμοι και οι σκοτωμοί τούς αγρίεψαν. Μαυρισμένοι, με προσώπατα ψημένα, αξουράφιστοι, και με δέκα χρόνια στην πλάτη τους, γίνηκαν αλλιώτικοι. Διστακτικά, αρχίνησαν να ζυγώνουν. Κι όμως, η πορπατησιά ταιριάζει. Έφτασαν στα δυο βήματα. Τρέμοντας, κοιτάζονται βαθιά στα μάτια, όπως κοιτάζονταν παιδιά, τότες που, στο «γιάντες*», ο ένας πολέμαγε να γελάσει τον άλλονα. Και τα μάτια ομίλησαν.
«Νικολάκη!»
«Χαραλάμπη!»
«Αδερφέ!»
Αγκαλιάστηκαν. Δεν έκρεναν. Η φωνή δεν έβγαινε. Ο νους κόντευε να σαλέψει. Ήτανε αλήθεια; Κοιτάζονταν και ξανακοιτάζονταν και δεν πίστευαν στο θάμα. Το μέσα τους ταρακουνήθηκε. Δεν ήταν έτοιμοι ν’ αντέξουνε αυτά τα ασυνταίριαστα που ένοιωθαν εκείνην την ώρα. Το άδικο του δεκάχρονου χωρισμού πίνιγε τη μεγάλη χαρά της αναπάντεχηςς αντάμωσης. Δε βάστηξαν. Ξέσπασαν σ’ ένα κλάμα βουβό. Με τα μάτια σφαλιχτά. Κι όντας οι καρδιές αλάφρωσαν κι άνοιξαν τα μάτια, δεν ήτανε μοναχοί. Ολόγυρα, μαζωμένοι αξιωματικοί και στρατιώτες θωρούσανε αμίλητοι. Τους έκαιγε κι αυτουνούς ο στερεμός των εδικών τους κι ένιωθαν πολύ καλά αυτό που έβλεπαν ομπρός τους.
Γεώργιος Μάνος
ΧΡΟΝΟΙ ΔΙΣΕΚΤΟΙ ΚΑΙ ΜΗΝΕΣ ΟΡΓΙΣΜΕΝΟΙ
Ιστορικό Αφήγημα
Απόσπασμα
Τον Οκτώβριο του 1922, ο Νικολάκης, ο Χαράλαμπος κι η κυρα-Φωτεινή εγκαταστάθηκαν στην Πτολεμαΐδα (Καϊλάρια), όπου σε λίγους μήνες η κυρα-Φωτεινή πέθανε. Ύστερα από ένα χρόνο, τα δυο αδέρφια εγκατέλειψαν την Πτολεμαΐδα και εγκαταστάθηκαν στα Νέα Μουδανιά, στη γειτονιά της Παναγίας Κορυφινής, όπου ζουν σήμερα οι απόγονοί τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου