Την τελευταία ώθηση στον Ανδρέα Κούζνετσωφ να πάει στο μοναστήρι έδωσε ένα πολύ ανθρώπινο γεγονός. Στο αγροτικό σπίτι τού Ανδρέα - του μελλοντικού π. Ακακίου - ήταν τρία αδέλφια. Ό μεγαλύτερος αδελφός πήγε να κάνει την στρατιωτική του θητεία, ενώ ό μικρότερος νυμφεύτηκε και πήρε μια κακιά γυναίκα. Ή ζωή τού μεσαίου αδελφού. τού Ανδρέα, έγινε τώρα πολύ δύσκολη. Ήθελε να φύγει από το σπίτι και από το χωριό ακόμη. Ή σκέψη για το μοναστήρι τον είχε απασχολήσει ήδη για πολύ καιρό. Τώρα οι εξωτερικές συνθήκες ζωής τού έδωσαν την αφορμή. Την επιθυμία του να γίνει μοναχός δυνάμωσε και ένα προσκύνημα, πού πριν από μερικά χρόνια είχε κάνει στη μακρινή Λαύρα τού Οσίου Σεργίου κοντά στην Μόσχα. Ειδικά ή εξομολόγηση και ή θεία Μετάληψη στην Σκήτη της Λαύρας έμειναν ανεξίτηλα στην μνήμη τού Ανδρέα.
Έτσι ό Ανδρέας άφησε για πάντα το σπίτι του στον ποταμό Βάγα, στην επαρχία τής Βολόγδας, και πήγε στην Μονή Σολόφκυ στο νησί τής Λευκής Θάλασσας. Αλλά ή ζωή στο Σολόφκυ δε του άρεσε. Φαίνεται πώς στο μοναστήρι υπήρχε ένας καθαρά ταξικός διαχωρισμός μεταξύ των αδελφών. Και το ψωμί ακόμη έπρεπε ό καθένας στην τράπεζα να ζητά χωριστά. Ό Ανδρέας βρήκε επίσης άδικο το ότι ενώ ή αδελφότητα εργαζόταν σκληρά στο άγονο και ανθυγιεινό νησί, ό ηγούμενος έκανε ταξίδια στην Κριμαία στον ήλιο και στην ζέστη.
Την εποχή εκείνη το Σολόφκυ ανοικοδομούσε την Μονή της Αγίας Τριάδος, την οποία ό Όσιος Τρύφων ίδρυσε τον ΙΣΤ' αιώνα στην Πέτσεγκα. Οι Φιλανδοί από την Δύση κατέστρεψαν το μοναστήρι την νύχτα των Χριστουγέννων τού 1590, και ύστερα έμεινε για αιώνες έρημο. Τώρα το μοναστήρι ξανακτίστηκε, για να γίνει πνευματικό στήριγμα για τούς τοπικούς Λάπωνες της Φυλής των Κόλτα, καθώς επίσης και ένα φρούριο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας προς την Δύση. Ό Ανδρέας μετατέθηκε από το Σολόφσκυ στην Πέτσεγκα το 1898. Εκεί έλαβε την μοναχική κουρά το 1913 με το όνομα Ακάκιος προς τιμήν τού Αγίου Ακακίου, επισκόπου Μελιτινής.
Στις αρχές τού αιώνα μας στο μοναστήρι έγιναν μεγάλα οικοδομικά έργα. Ηγούμενος ήταν τότε ό π. Ίώναθαν. Σε δύο δεκαετίες περίπου το μοναστήρι ξανακτίστηκε εκ θεμελίων παρ' όλες τις κλιματολογικές δυσχέρειες του Βορρά και άλλες δυσκολίες. Έκτος από το βασικό πνευματικό έργο του το μοναστήρι έγινε ένα κέντρο πολιτισμού στο μακρινό Βορρά. Είχε και δικό του εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος. Εκεί στεγάζονταν, επίσης, το Ταχυδρομείο και το Τηλεγραφείο.
Το διακόνημα τού μοναχού Ακάκιου ήταν να περιποιείται τα άλογα της Μονής. Αύτη την εργασία συνέχισε μέχρι τα βαθιά του γεράματα.
Στην ειρήνη τού Τάρτο το 1921 ή περιοχή της Πέτσεγκας έμεινε στην φινλανδική πλευρά. Το κλείσιμο των συνόρων προς την ανατολή μάρανε σύντομα το μοναστήρι τού Οσίου Τρύφωνος σε μία μικρή μοναχική κοινότητα χωρίς πολλή κίνηση. Ό καινούργιος ηγούμενος Υάκινθος προσπαθούσε να διατηρεί την αγωνιστική φλόγα ανάμεσα στους αδελφούς. Έτσι το μοναστήρι ζούσε μία ήσυχη απομονωμένη ζωή μέχρι το 1939, έως ότου δηλαδή ξέσπασε ό Χειμωνιάτικος Πόλεμος και οι μονάχοι έγιναν αιχμάλωτοι των Ρώσων στην Σοβιετική Ένωση. Έκτος από τον ηγούμενος Παΐσιο και τον μοναχό πού επόπτευε το ήλεκτραγωγικό εργοστάσιο, όλοι οι άλλοι ξαναγύρισαν στο μοναστήρι. Όταν ό πόλεμος ξέσπασε ξανά το 1941, οι πολεμικές επιχειρήσεις πού έγιναν στην Πέτσεγκα τάραξαν πολύ την ησυχία της Μονής. Έτσι το 1942 οι τελευταίοι μοναχοί αποφάσισαν να μετακομίσουν στο Χεϊνάβεσι για να ενταχθούν στους μοναχούς του Νέου Βαλαάμ. Με αυτόν τον τρόπο και ό π. Ακάκιος για τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του έγινε κάτοικος τού Βαλαάμ.
Στο Νέο Βαλαάμ συνέχισε την παλαιά εργασία του στο στάβλο των άλογων. Έκανε βέβαια και πολλές άλλες δουλειές, παραδείγματος χάριν βοηθούσε και στις αγελάδες. Και στον νέο τόπο διαμονής του τηρούσε τις καλύτερες πλευρές της ασκητικής
παράδοσης της Πέτσεγκας: την λιτότητα και την εργατικότητα. Πήγαινε σε όλες τις ακολουθίες. Αρκέστηκε στο λιτό φαγητό, πού πρόσφερε το μοναστήρι. Στο κελί του δεν είχε περιττά πράγματα.
Οι άλλοι αδελφοί αποδήμησαν ένας-ένας προς Κύριον, αλλά ό π. Ακάκιος συνέχιζε καρτερικά την πορεία του σε τούτον τον κόσμο. Το 1963 τον απάλλαξαν από κάθε εργασία. Ήταν ήδη 90 χρονών. Αλλά ακόμη και μετά έκανε ελαφρές δουλειές στο μοναστήρι. Τις ελεύθερες ώρες του τού άρεσε να διαβάζει πνευματικά βιβλία, ειδικά την Αγία Γραφή.
Πέρασαν τα χρόνια και ό Γέροντας συμπλήρωσε τα 100 του.• Από πλευράς ψυχικών δυνάμεων ήταν πολύ καλά, είχε και αρκετές σωματικές δυνάμεις. Στηριζόμενος στο μπαστούνι, πολύ σκιρτωμένος, βάδιζε σιγά-σιγά προς τον ναό στις ακολουθίες πού τελούσε ό π. Συμφωριανός. Συχνά ήταν ό μόνος εκκλησιαζόμενος. Προς το τέλος οι δυνάμεις του δεν έφθαναν πια για να πάει στην εκκλησία και αναγκαζόταν να παραμένει στο κελί του. Ό μοναχός Έφραίμ, πού κατοικούσε στο απέναντι κελί, τον περιποιείτο με πολλή επιμέλεια. Συχνά τον πήγαιναν στην εκκλησία με το αναπηρικό καροτσάκι.
Πολλές φορές από το κελί τού π. Ακακίου ακούγονταν προσευχές και ψαλμωδίες. Ή συνεχής προσευχή γέμιζε τις ημέρες τού γέροντα μοναχού. Έτσι έγινε το καλύτερο παράδειγμα τού προσευχομένου μοναχού για τους νεώτερους αδελφούς. Ήταν ό τελευταίος αντιπρόσωπος τής παλαιάς γενιάς των μοναχών. Κοιμήθηκε στην προχωρημένη ηλικία των 110 ετών. Όσο γνωρίζουμε ήταν ό πιο ηλικιωμένος άνθρωπος πού έζησε ποτέ σε όλη την Σκανδιναβία.
Ό π. Ακάκιος κοιμήθηκε ειρηνικά στις 30 Ιανουαρίου τού 1984. Την προηγούμενη ημέρα είχε μεταλάβει τα Άχραντα Μυστήρια.
ΠΑΤΕΡΙΚΟΝ ΤΗΝ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΑΑΜ/ apantaortodoxias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου