η όμοια προς Κρίνον εν τω μέσω Ακανθών, στην φλέγουσα ζέστη του Ιουνίου.
Διάβηκε εχτάσεις ανηφορικές και ανέβη στο Όρος η Παναγία, να ιδεί την Ελισάβετ.
Στην αυγινή δρόσο τη βουνίσια ξανάσαινεν η φύση ανακουφιστικά, εκεί ψη\ά.
Μπροστά στου αγροτικού λευκού σπιτιού την θύρα ήτο απλωμένη τέντα από πανί
και σκιάν έδιδε ευχάριστη στους ενοικούντες άγιους αναχωρητές.
Την ησυχία και την γαλήνη του βουνίσιου βίου ήρθε η ανυπόκριτη να επισκεφθεί Χαρά, κουρασμένη αλαφρά, λαχανιασμένη από την ανηφόρα, η Χαρά του χαμογέλιου.
Δροσερό σαν να κάλυψε κατάλευκο συννεφάκι τα θάμπη και τες φλόγες του ήλιου,ήτο η στιγμή που ασπάσθηκαν κάτω στην τέντα, τρυφερά, η Μαριάμ την Ελισάβετ!
Ο δε Θεός στο σκιερό σκήνωμα παρθενικής κοιλίας έδιδεν ασπασμό του Βαφτιστή του, κλεισμένου σε παρόμοιο σκήνωμα,γεροντικό.
Και οι δυο τους κρύβαν,ο μεν τη θεία του ουσίαν, ο δε της προφητείας το δώρο, σε νηπιακής μορφής το πέπλον, αγέννητα έμβρυα, ούτε νήπια καν, Παρθένος και Γερόντισσα, ιδού τες, από Θεού Μητέρες.
Τρεις μήνες έμεινεν η Παναγία στη θεϊκή ερημιά, στο αγροτικά σπίτι του Ζαχαρία,μέσα της κλείνουσα όλο και ταπείνωσην, όλο και αγάπη κι επουράνιο θάμπος,το Λόγο τον αχώρετο, το Σύμπαν το δημιουργικό, τον Άρχοντα των Αγγέλων.
Και τα βουνίσια δέντρα εσείοντο, στο μάκρος όλου του Καλοκαιριού, σκορπίζοντας δροσιές.
Και τον λαμπρό διαδεχετο Ήλιο το λαμπρότερο νυχτερινό Φεγγάρι μετά των λοιπών Αστέρων.
Και ήτο δοξολογία το παν τριγύρω προς την παντοκράτειρα Ρίζα του βασιλέα Δαυίδ!
Σήμερον είναι απάνω απ’ όλα η πανηγυρική μνήμη του ύμνου της ταπεινοσύνης,
που δόξασεν η Παναγία τον γιο και Θεό της με το «Μεγαλύνει η ψυχή μου».
Σε ερημικιά βουνοκορφήν όλο φυτεία, μια Εκκλησιδίτσα αν ορθωνόταν,
ήθελα να την κατοικώ μ’ έναν Ιερέα και με τον Κύριο σκέπη και βοηθό μου,
σε διαρκή και αιώνια θύμηση της Παναγίας που ανέβη το Όρος,
παντοτινής μου έκστασης περιλουσμένος ξωτικιά γαλήνη, εντός Ονείρου υμνητικού.
(Τ. Κ. Παπατσώνη, «Εκλογή Α΄», Αθήνα, Ίκαρος, σ. 78-79)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου