Ὁ λαϊκὸς δίψασε κι ἔκανε ἕνα σχόλιο, γνωρίζοντας τὸ πρόβλημα νεροῦ
ποῦ εἶχε τὸ Μοναστήρι.
-Ἂχ Γέροντα, ἐδίψασα. Τί καλὰ θὰ ἦταν νὰ εἶχε καλὸ καὶ πολὺ νερό τὸ Μοναστήρι...
-Τί ζήτησες, εὐλογημένε ἄνθρωπε, μὲ πίστη ἀπὸ Τὸν Θεό καὶ δὲν σοῦ τὸ ἔδωσε;
Συνήθιζε νὰ ἔχει πάντοτε μαζί του σὲ ἐσωτερικὴ τσέπη στὸ χονδρὸ κοντόρασο τοῦ μία ξύλινη λαξευτῇ κούπα. Τὴν πῆρε, ἔσκυψε καὶ τὴν γέμισε μὲ θαλασσινὸ νερὸ καὶ ἔκανε πάνω της τὸ σημεῖο Τοῦ Σταυροῦ.
-Νά, πιές...
Ὁ ἄνθρωπος πῆρε τὴν κούπα μὲ τὸ θαλασσινὸ νερό, ἤπιε καὶ ἦταν νερὸ κανονικό, πόσιμο.
Μέγας εἶσαι Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα Σου, ἀνεφώνισε ὁ ἄνθρωπος!
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Οἱ Ὅσιοι Παρθένιος καὶ Εὐμένιος καὶ ἡ Ἱερὰ Μονὴ Κουδουμά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου