Θαύμα 1ον
Ἡ Ἄννα Τσιλιμπούρη του Χαραλάμπους καὶ της Κυριακούλας κάτοικος Αἰγίου (Χρυσοστόμου Σμύρνης 6) διηγεῖται (ἔτος 1983) τα εξής: «Πατρίδα μου είναι τα Σκουπιά της Προικονήσου. Στο Αἴγιο ήλθαν οἱ γονεῖς μου πρόσφυγες με τον ξεριζωμό του 1922.
Ἐγὼ ἦλθα ἐδῶ κοριτσάκι ἓξ ἐτῶν. Σὲ ηλικία 23 περίπου χρονών μου συνέβη, ἕνα σοβαρὸ περιστατικό. Δούλευα στο σταφιδεργοστάσιο του Παπαγεωργίου.
Κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἐργασίας μου γλίστρησα κι ἔπεσα. Αὐτὸ τὸ πέσιμο μοῦ ἔγινε αἰτία μιᾶς μεγάλης μου ταλαιπωρίας, διότι, μετατοπίσθηκαν δυὸ σπόνδυλοι τῆς σπονδυλικῆς μου στήλης, ὁ ἔνατος καὶ ὁ δέκατος.
Οἱ γιατροὶ δὲν ἔκαμαν σωστὴ διάγνωσηη μὲ συνέπεια νὰ χειροτερέψῃ ἡ κατάστασή μου καὶ νὰ καταλήξω ὁλότελα παράλυτη. Ὁ ὀρθοπεδικὸς κ. Μηνιάτης στὴν Πάτρα μὲ ἔβαλε στὸ γύψο. Ἔμεινα ἔτσι ἀκίνητη στὸ σπίτι μου 18 ὁλόκληρους μῆνες.
Μιὰ ἡμέρα ἡ μητέρα διαπίστωσε ὅτι ὁ γύψος καὶ τὸ στρῶμα μου εἶχαν γεμίσει αἵματα. Καλέσαμε στὸ τηλ. τὸν κ. Μηνιάτη ἀπὸ τὴν Πάτρα.
Εἶπε πὼς τὸ πρόγραμμά του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ἔλθη καὶ πρότεινε νὰ καλέσωμε τὸν κ. Παπαχρυσάνθου, νὰ βγάλη τὸ γύψο καὶ νὰ μοῦ περιποιηθεῖ τὶς πληγὲς ποὺ προκάλεσαν τὸ αἱμάτωμα. Ἔγιναν ὅλ᾿ αὐτὰ ἀπὸ τὸν ἰατρὸ κ. Παπαχρυσάνθου, ἐγὼ ὅμως ἐξακολουθοῦσα νὰ εἶμαι παράλυτη.
Ὁ κ. Μηνιάτης συμβούλεψε νὰ μὲ πᾶνε πάλι στὴν Πάτρα γιὰ νὰ μοῦ ξαναβάλει τὸ γύψο. Ὁ ἀδελφός μου ὁ Νῖκος ἑτοιμαζόταν νὰ μὲ πάη. Τότε ἐπεμβαίνει ἡ μητέρα μου καὶ λέγει:
-Ὡς τώρα, τοῦ εἶπε, σὲ ἄκουσα καὶ γυρίζουμε στοὺς γιατροὺς χωρὶς ἀποτέλεσμα. Τώρα δὲν θὰ σὲ ἀκούσω ἄλλο. Θὰ πάω τὴν κοπέλλα πρῶτα στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ ὕστερα πήγαινε ἐσὺ ὅπου θέλεις.
Μὲ σήκωσαν τέσσαρες γυναῖκες. Μία κρατοῦσε τὸ κεφάλι, ἡ ἄλλη τὰ πόδια καὶ οἱ ἄλλες δυὸ δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τὸ κορμὶ καὶ μὲ πῆγαν στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Ἄννας στὸ Συνοικισμό.
Ἦταν τότε ἡ ξύλινη Ἐκκλησία. Ἐφημέριος ἦταν ὁ π. Ἀνδρέας Κουμπέτσος.
Ἑτοίμασαν νὰ γίνη ἁγιασμὸς καὶ μὲ ἔστησαν καθιστὴ στὸ δάπεδο τοῦ ναοῦ. Μοῦ κρατοῦσαν τὴν πλάτη νὰ σταθῶ γιατὶ ἀπὸ μόνη μου δὲν μποροῦσα νὰ μείνω σ᾿ αὐτὴ τὴ στάση.
Ὕστερα μοῦ ἔφεραν τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας αὐτὴ ποὺ εἶναι τώρα στὸ προσκυνητάρι μὲ τὰ χρυσᾶ ἀφιερώματα, καὶ μοῦ τὴν ἔβαλαν ὄρθια στά γόνατά μου.
Ὁ π. Ἀνδρέας ἄρχισε νὰ ψάλλη ἁγιασμό. Ἀμέσως τότε ἡ εἰκόνα δίνει μιὰ σπρωξιὰ καὶ μὲ ξαπλώνει ὕπτια κάτω. Στὴ συνέχεια ὄρθια ἡ εἰκόνα ἄρχισε νὰ κινῆται πέρα δῶθε καὶ νὰ τρίβεται πάνω στὸ σῶμα μου ἀπὸ τὸ κεφάλι μέχρι τὰ πόδια.
Ἀπ᾿ ἐκεῖ πεταγόταν πάλι στὸ κεφάλι καὶ συνέχιζε νὰ κάνη τὸ ἴδιο. Αὐτὸ συνεχιζόταν μέχρι ποὺ τελείωσε ὁ ἁγιασμὸς ποὺ οὔτε κατάλαβε πῶς τὸν ἔψαλε ὁ π. Ἀνδρέας, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε ἁπλῶς φοβηθῆ, ἀλλὰ εἶχε πάθει φρίκη, τόσο ποὺ τὰ γένεια του εἶχαν σηκωθῆ ὄρθια ἀπὸ τὸν τρόμο του.
Ἐγὼ ζοῦσα φοβερὴ στιγμή. Εἶχα τρομάξει, τὰ εἶχα χάσει. Ἅπλωνα τὰ χέρια, ζητοῦσα βοήθεια, οἱ γυναῖκες ὅμως στεκόντανε μακριά. Ἡ εἰκόνα μοῦ φαινόταν σὰν πούπουλο καθὼς κινιόταν ἐπάνω μου. Τελειώνοντας ὁ Ἁγιασμὸς σταμάτησε νὰ κινῆται ἡ εἰκόνα.
Τὴν πῆραν τότε ἀπὸ πάνω μου καὶ θέλησαν νὰ μὲ σηκώσουν πάλι γιὰ νὰ μὲ μεταφέρουν. Ἔγω αἰσθάνθηκα μιὰ δύναμη στὸν ὀργανισμό μου.
-Ἀφῆστε με τοὺς εἶπα, θὰ σηκωθῶ μόνη μου, ἔγινα καλά. Καὶ σηκώθηκα ὄρθια. Δοκίμασα νὰ περπατήσω. Δυὸ χρόνια εἶχα περίπου νὰ τὸ κάμω. Ἄλλαξα βήματα.
Ἀσπάσθηκα μὲ δάκρυα τὸ σταυρό, τὴν εἰκόνα καὶ τὸ χέρι τοῦ ἱερέα καὶ μετὰ ξεκίνησα γιὰ τὸ σπίτι. Ἡ μητέρα μου ἤθελε νὰ μοῦ δείξη τὸ δρόμο.
Πράγματι εἶχα ξεχάσει ἀπὸ ποῦ πηγαίνουν στὸ σπίτι μας. Ἡ Ἁγία Ἄννα μὲ ἐθεράπευσε ἀπὸ τὴν ἀνίατη ἀρρώστεια μου. Αἰσθανόμουν ἐντελῶς ὑγιής.
Ὁ κ. Μηνιάτης ποὺ ἔκανε τὶς ἐξετάσεις του δὲν πίστευε στὰ μάτια του. Βρῆκε τὴ σπονδυλική μου στήλη ἐντελῶς φυσιολογική. Σὲ λίγους μῆνες ἦλθε ἡ Γερμανικὴ κατοχή.
Κι᾿ ἐγώ, ἡ πρώην παράλυτη, μαζὺ μὲ ἄλλες γυναῖκες, δούλευα στὰ χαρακώματα, στὸ 20ο χιλιόμετρο κοντὰ στὴν Πάτρα καὶ πηγαινοερχόμουν κάθε ἡμέρα μὲ τὰ πόδια. Ποτὲ δὲν λησμονῶ τὴν εὐεργεσία τῆς Ἁγίας Ἄννας σὲ μένα τὴν ταπεινὴ καὶ ἁμαρτωλή. Πολὺ τὴν εὐλαβοῦμαι καὶ πάντοτε τιμῶ καὶ δοξάζω τὴν Ἁγία Ἄννα».
Θαῦμα 2ον
Μιὰ ἐνορίτισσα τῆς Ἁγίας Ἄννας ἡ ὁποία ἰδιαίτερα τὴν εὐλαβεῖται καὶ ἡ ὁποία διὰ λόγους εὐνοήτους θέλει νὰ εἶναι ἀνώνυμος, διηγεῖται τὰ ἑξῆς: «Εἶναι βέβαια ὄνειρο, ἀλλὰ ἔχει τόση ζωντάνια καὶ εἶναι τόσο χαρακτηριστικό, ὥστε ἐγὼ μὲ τὴ δική μου τὴ σκέψη τὸ θεωρῶ ὡς ἐπίσκεψη καὶ εὐλογία τῆς Ἁγίας Ἄννας σὲ μένα τὴν ταπεινή.
Πάντοτε στὴν προσευχή μου ἐπικαλοῦμαι τὴν προσευχὴ καὶ τὴ μεσιτεία τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἕνα βράδυ, ἦταν Μάρτης τοῦ 1982, μὲ περισσότερη θέρμη ζήτησα τὴ βοήθειά της, διότι εἶχα στενοχώριες καὶ προβλήματα, τὰ ὁποῖα κρατοῦσαν σὲ ἀγωνία τὴν ψυχή μου.
Εἶδα ἐκεῖνο τὸ βράδυ, στὸν ὕπνο μου, ὅτι ἐνῶ ἐγὼ εἶχα γείρει στὸ κρεββάτι μου γιὰ ὕπνο, σὲ μιὰ στιγμὴ ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου καὶ πρόβαλε μιὰ ἡλικιωμένη γυναῖκα.
Ἔλαμπε ἀπὸ τὴν μεγαλοπρέπεια μὲ διάχυτη τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν καλωσύνη στὸ πρόσωπό της. Πλησίασε, στάθηκε καὶ μοῦ εἶπε:
-Μὲ φωνάζεις κάθε μέρα κ᾿ ἐγὼ ἔρχομαι, ἀλλὰ μέσα στὸ σπίτι σου δὲν μὲ ἔχεις.
Ἐγὼ γεμάτη ἔκπληξη καὶ τρόμο τὴ ρώτησα:
-Ποιὰ εἶσαι ἐσύ;
-Μὲ ξέρεις, ἀπάντησε καὶ δείχνοντας μὲ τὸ πανάγιο χέρι της τὴν κατεύθυνση πρὸς τὴν Ἐκκλησία πρόσθεσε: Μόλις στρίψεις ἀπὸ τὸ σχολεῖο φάτσα μὲ βλέπεις.
Ἀμέσως χάθηκε κι᾿ ἔκλεισε ἡ πόρτα. Τὴν ἑπομένη εἶχα στὸ σπίτι μου τὴν ἐπίσκεψη μιᾶς μοναχῆς. Διηγήθηκα σ᾿ αὐτὴν τὸ ὄνειρό μου καὶ χωρὶς ἀμφιβολία συμφωνήσαμε ὅτι ἦταν ἡ Ἁγία Ἄννα.
Πράγματι ἔλειπε ἀπὸ τὸ εἰκονοστάσι τοῦ σπιτιοῦ μου ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἔψαξα καὶ βρῆκα μία εἰκόνα της κι ἔτσι ἔχω τὴν εὐλογημένη παρουσία της πάντοτε μέσα στὸ σπίτι μου».
Θαῦμα 3ον
Ἡ ἴδια ἐνορίτισσα διηγήθηκε καὶ τὸ ἑξῆς ἐπίσης ὄνειρο.
«Ἦταν καλοκαίρι τοῦ 1982 καὶ στὴ βραδυνή μου προσευχὴ εἶχα ἰδιαίτερα προσευχηθῆ στὴν Ἁγία Ἄννα. Τὸ βράδυ ἐκεῖνο εἶδα τὸ ἑξῆς ὄνειρο. Βρέθηκα μέσα στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Ἄννας.
Δὲν εἶχε κτισθεῖ ὁ πέτρινος ναὸς ποὺ ἔχει κτισθεῖ τώρα, ἀλλὰ ἡ πρώτη ἐκκλησία, ἡ ξύλινη παράγκα. Ἡ ἐκκλησία ἦταν γεμάτη ἀπὸ χριστιανοὺς καὶ γινόταν θεία λειτουργία.
Τὴ στιγμὴ ποὺ τελείωσε τὸ χερουβικὸ καὶ ὁ ἱερεὺς ἔβγαινε ἀπὸ τὸ ἱερὸ γιὰ τὴ μεγάλη εἴσοδο, εἶδα ἐπάνω στὸ ἱερὸ Δισκάριο νὰ εἶναι ἕνα μικρὸ παιδί. Μοῦ φαινόταν πὼς χωροῦσε πάνω στὸ Ἅγιο Δισκάριο.
Τὸ παιδὶ αὐτὸ ἄστραφτε ἀπὸ φῶς καὶ καθὼς προχωροῦσε ἀργὰ ὁ ἱερεὺς κάνοντας τὴν εἴσοδο, τὸ παιδὶ εὐλογοῦσε μὲ τὸ δεξί του χέρι τοὺς πιστοὺς ποὺ ἦταν γονατιστοί.
Ἐκτυφλωτικὴ ἦταν ἡ λάμψη ποὺ εἶχαν τὰ μάτια του. Ὅταν ὁ λειτουργὸς στάθηκε στὸ μέσον του Ναοῦ γιὰ νὰ μνημόνευση, τὸ λαμπερὸ παιδὶ ἔστρεψε τὴ ματιά του στὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ βλέποντας μία τὴν εἰκόνα καὶ μία τὸ ἐκκλησίασμα φώναξε τρεῖς φορὲς μὲ δυνατὴ καὶ κρυστάλλινη γλυκειὰ φωνή: Γιαγιά, Γιαγιά, Γιαγιά. Ὁ λειτουργὸς προχώρησε στὸ στὸ ἅγιο βῆμα καὶ τὸ ὅραμα τελείωσε».
Θαῦμα 4ον
Ἡ Διαλεχτὴ Γεωργοπούλου κάτοικος Αἰγίου (Στράτωνος 9) διηγεῖται (1983) τὰ ἑξῆς: «Ὅταν ὁ γυιός μου Γιῶργος ἦταν ἡλικίας 10 χρονῶν τοῦ συνέβη τὸ ἑξῆς περιστατικό. Ἦταν τότε μαθητὴς στὸ δημοτικὸ σχολεῖο.
Μιὰ ἡμέρα γυρίζοντας ἀπὸ τὸ σχολεῖο δὲ βρῆκε τῆς ἀρεσκείας του τὸ φαγητὸ ποὺ εἶχε ἑτοιμαστῆ. Θύμωσε καὶ πῆρε νὰ κόψη γιὰ νὰ φάει πορτοκάλι, συγχρόνως ὅμως εἶπε στὸ θυμό του καὶ μία βλαστήμια. Δὲ πρόλαβε ὅμως νὰ κόψῃ τὸ πορτοκάλι καὶ σωριάσθηκε κάτω βγάζοντας ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα καὶ χτυπώντας μὲ τὰ πόδια του τὸ πάτωμα. Βλέποντας ἐγὼ τὸ παιδί μου σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση κάλεσα τὸ γιατρὸ κ. Γιαννάκη Σπυρόπουλο.
Ὁ γιατρὸς μετὰ τὴν ἐξέταση τοῦ παιδιοῦ εἶπε: -Αὐτὴ δὲν εἶναι ἀρρώστια γιὰ μᾶς, ἐμεῖς δὲν ἔχουμε δουλειὰ ἐδῶ. Θὰ καλέσεις παπά. Κάλεσα τότε τὸν ἐφημέριο τῆς ἐνορίας μας, ὁ ὁποῖος διάβασε διάφορες εὐχές.
Μετὰ ἀπὸ τὸ διάβασμα τὸ παιδὶ ἡρέμησε καὶ τότε μπόρεσε νὰ ἐπικοινωνήση μὲ τὸ περιβάλλον του καὶ νὰ μιλήση. Διηγήθηκε τότε τὰ ἑξῆς: «Τὴ στιγμὴ ποὺ ἔκοβα τὸ πορτοκάλι, ἐνῷ εἶχα εἰπῆ μὲ τὸ θυμό μου τὴ βλαστήμια εἶδα ν᾿ ἀνεβαίνη τὴ σκάλα μας ἕνας κοντὸς καὶ μαῦρος μὲ μιὰ μακριὰ οὐρά.
Μὲ χτύπησε μὲ τὴν οὐρά του στὸ πρόσωπο κι ἔπεσα κάτω. Ἀπὸ τότε δὲ θυμᾶμαι τίποτε ἄλλο. Πρὶν μὲ χτυπήση καὶ πίσω φοβέρισε τὴ γιαγιά μου (Μυρσίνη Πασχαλίδου) ἡ ὁποία ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἔκανε τὸ σταυρό της. Γιὰ σένα θὰ ξανάρθω νὰ ἐξηγηθοῦμε, τῆς εἶπε».
Τὸ παιδὶ ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ἀνήσυχο. Ἔβλεπε πολλὲς φορὲς ἐκεῖνον τὸν μαῦρο μὲ τὴν οὐρά.
Πήγαμε σὲ διάφορα προσκυνήματα καὶ παρακαλέσαμε. Αὐτὸ διήρκεσε περίπου ἕνα ἑξάμηνο. Τελευταῖα πήγαμε τὸ παιδὶ στὴν Ἁγία Ἄννα ντυμένο καλογεράκι.
Ὅσο βρισκόταν στὴν ἐκκλησία ἦταν ἥρεμο, ἔφευγε ἡ ταραχή. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα ἔλεγε δείχνοντας τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας, μὲ ἀνακουφίζει. Γι᾿ αὐτὸ πηγαίναμε γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ τακτικὰ στὴν Ἁγ. Ἄννα.
Δὲν ξαναεῖδε τὸν κοντὸ μὲ τὴν οὐρά, ἡρέμησε, ἔγινε ἐντελῶς καλά καὶ μέχρι σήμερα χαίρει ἄκρας ὑγείας».
Θαῦμα 5ον
Ἡ κ. Χριστίνα χήρα Ι. Σεβαστοῦ κάτοικος συνοικισμοῦ Αἰγίου διηγεῖται (1980) τὰ ἑξῆς: «Ἡ κόρη μου Κατερίνα ἀπὸ ἡλικίας δυὸ ἐτῶν ὑπέφερε ἐπὶ τέσσερα χρόνια ἀπὸ μία σοβαρὴ ἀρρώστεια.
Παρ᾿ ὅλη τὴν προσπάθεια μὲ γιατροὺς καὶ φάρμακα, τὸ παιδὶ ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι στὴν ἴδια κατάσταση. Εἶχα εὐλάβεια στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ τὴν παρακαλοῦσα μὲ θέρμη νὰ μοῦ κάμη καλὰ τὸ παιδί μου. Μία ἡμέρα ποὺ εἶχα πάει στὸ γιατρὸ μαζὺ μὲ τὸ παιδί, βρέθηκε μπροστά μου μιὰ μαυροφορεμένη γυναῖκα μ᾿ ἕνα παιδάκι στὴν ἀγκαλιά, ἡ ὁποία μοῦ εἶπε: «Κυρά μου τὸ παιδί σου δὲν θὰ γίνει καλά. Μὴν τρέχης καὶ ξοδεύεσαι στοὺς γιατρούς. Θὰ πᾶς νὰ βρῆς ἕνα χορτάρι ποὺ θὰ σοῦ εἰπῶ θὰ δώσης, ἀπ᾿ αὐτὸ νὰ πιῆ τὸ παιδὶ κι ἔτσι θὰ γίνη καλά».
Μοῦ περιέγραψε τὸ χόρτο κι ἐξαφανίστηκε χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς. Πιστεύω ὅτι ἦταν ἡ Ἁγία Ἄννα, τὴν ὁποία παρακαλοῦσα γιὰ τὸ παιδί μου.
Ἐπὶ δυὸ χρόνια ἔψαχνα νὰ βρῶ τὸ χορτάρι καὶ δὲν τὸ εὕρισκα. Μιὰ ἡμέρα ὅμως τὸ ἀγοράκι μου, ὁ Πανταζῆς μου ἔφερε μία χεριὰ χόρτο καὶ μοῦ εἶπε: Νὰ μαμὰ τὸ χόρτο ποὺ θέλεις γιὰ τὴν Κατίνα μας.
Ἦτο ἀκριβῶς ὅπως μοῦ τὸ περιέγραψε ἐκείνη ἡ γυναῖκα ποὺ μοῦ φανερώθηκε. Ἔκαμα τότε λειτουργία στὴν Ἁγία Ἄννα, ἔδωσα καὶ ἀπὸ τὸ χόρτο στὸ παιδὶ καὶ ἤπιε.
Τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὸ παιδὶ μετὰ ἀπὸ τέσσερα χρόνια ταλαιπωρίας ἔγινε καλὰ καὶ μέχρι σήμερα δὲν ξέρει τί εἶναι ἀρρώστεια. Ὅσο ζῶ θὰ εὐλαβοῦμαι καὶ θὰ εὐγνωμονῶ τὴν Ἁγία Ἄννα γιὰ τὴν εὐεργεσία της».
Θαῦμα 6ον
Ἡ Κασιανὴ Μιτακόλα θυγατέρα τοῦ Δημ. Νικολόπουλου ἀπὸ τὴν Κρήνη (Ἀράχωβα) Αἰγίου διηγεῖται τὰ ἑξῆς (1983).
«Εἶμαι ὑπάλληλος καὶ κατοικῶ στὴν Κόρινθο μὲ τὸ σύζυγό μου καὶ τὸ ἀγοράκι μας ἕξη χρονῶν τώρα (1982).
Αἰσθάνομαι τὴν ὑποχρέωση νὰ μιλήσω γιὰ ἕνα θαῦμα ποὺ ἔκαμε σὲ μένα ἡ Ἁγία Ἄννα. Πρὶν τέσσερα χρόνια εἶχα ἐνοχλήσεις γυναικολογικές. Ἐπισκέφθηκα πολλοὺς γιατροὺς τυχαίους καὶ φημισμένους.
Ἔμεινα καὶ στὸ νοσοκομεῖο «Ἔλενα» καὶ ἔκαμα θεραπεία χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα. Ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας μου ἀντὶ νὰ βελτιωθῆ χειροτέρευε. Ἡ ταλαιπωρία αὐτὴ τῆς ἀρρώστειας μου συνεχιζόταν ἐπὶ τρία χρόνια.
Τὸν τελευταῖο χρόνο μάλιστα ὑπέφερα ἀπὸ αἱμορραγία. Τελικὰ ἀποφάσισα νὰ πάω γιὰ θεραπεία στὴν Ἀγγλία καὶ ἑτοιμαζόμουν γιὰ τὸ ταξείδι. Ἡμέρες πρὶν φύγω κάναμε συζήτηση γιὰ τὴν ἀρρώστειά μου σὲ μία συντροφιά.
Ἦταν μαζὺ καὶ ἡ κ. Χριστίνα Σεβαστοῦ, ἡ ὁποία εἶναι συγχωριανή μου καὶ μένει στὸ συνοικισμὸ Αἰγίου. Ἡ κ. Χριστίνα μὲ ἐβεβαίωσε πὼς ἡ Ἁγία Ἄννα θὰ κάμη τὸ θαῦμα της ἂν τὴν παρακαλέσω. Συγχρόνως μοῦ μιλοῦσε καὶ γιὰ ἕνα χόρτο, τὸ ὁποῖο εἶχε ὑποδείξει σ᾿ αὐτὴν ἡ Ἁγία Ἄννα καὶ μ᾿ αὐτὸ εἶχε πρὶν χρόνια θεραπευθῆ ἡ κόρη της.
Προσέθετε ὅτι δὲν ἀρκεῖ μόνον τὸ χόρτο γιὰ νὰ ἔλθη τὸ ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ χρειάζεται πίστη καὶ προσευχὴ γιὰ νὰ δώσει ἡ Ἁγία Ἄννα τὴ χάρη της.
Εἶχα κουρασθῆ ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία τῆς ἀρρώστειας μου. Στὴν Ἀγγλία, ποὺ εἶχα ἀποφασίσει νὰ πάω, πήγαινα χωρὶς πολλὲς ἐλπίδες.
Ἡ ἀπελπισία ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα μέσα μὲ εἶχε κυριεύσει. Κρέμασα τὶς ἐλπίδες μου στὴν Ἁγία Ἄννα. Προσευχήθηκα καὶ τὴν παρακάλεσα νὰ μὲ βοηθήση.
Ἤπια καὶ ἀπὸ τὸ χόρτο ποὺ μοῦ ἔδωσε ἡ κ. Χριστίνα. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ ἔπαυσαν οἱ αἱμορραγίες μου καὶ γρήγορα διαπίστωσα ὅτι εἶχα ἐντελῶς θεραπευθῆ.
Πέρασε ἀπὸ τότε διάστημα ἑπτὰ μηνῶν καὶ δὲν αἰσθάνθηκα καμιὰ ἐνόχληση ἀπὸ τὴν προηγούμενη ἀρρώστεια μου.
Ἡ πίστις μας εἶναι ζωντανὴ καὶ ἀληθινή. Οἱ Ἅγιοί μας σκορπίζουν εὐεργεσίες ποὺ δίδει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ.
Ἐγὼ εὐεργετήθηκα ἀπὸ θαῦμα τῆς Ἁγίας Ἄννας. Στὸ Ναό της στὸ Αἴγιο ἔκαμα τὴν εὐχαριστήρια λειτουργία μου, ἀλλὰ πάντοτε θὰ τὴν εὐγνωμονῶ».
Θαῦμα 7ον
Ἡ Μαγδαληνὴ Κασάμπαλη κάτοικος Κορυδαλλοῦ (Τσουμαγιᾶς 5) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Ἔζησα μιὰ φοβερὴ ταλαιπωρία στὴν οἰκογενειακή μου ζωή. Δὲν μποροῦσα νὰ βγάλω πέρα τὰ παιδιά μου. Τὰ ἔχανα μὲ ἀποβολὴ πρὶν γεννηθοῦν.
Ὄχι, ἕνα καὶ δυό, ἀλλὰ ἐννέα παιδιά. Κάποιος μοῦ μίλησε γιὰ τὰ θαύματα τῆς Ἁγίας Ἄννας, ποὺ θαυματουργοῦσε στὸ Βόρι, ἀλλὰ καὶ στὸ Αἴγιο.
Πῆγα κι ἐγὼ στὸ Αἴγιο καὶ παρακάλεσα τὴν Ἁγία. Ζήτησα νὰ μοῦ χαρίσει ἕνα παιδί, ἕνα κοριτσάκι. Πράγματι τὸ δέκατο παιδί μου τὸ ἔβγαλα καλὰ πέρα.
Γεννήθηκε ἀνήμερα Χριστούγεννα, παιδὶ ὑγιές, μιὰ χαρά. Τὸ ὤνομασα Χριστιάνα. Τὸ μοναχοπαίδι μου αὐτὸ τὸ ὀφείλω στὴν Ἁγία Ἄννα, ἡ ὁποία ἄκουσε τὶς προσευχές μου καὶ μετὰ ἀπὸ τόσα βάσανα μοῦ χάρισε τὴ Χριστιάνα.
Πάντοτε θὰ στρέφω μὲ εὐγνωμοσύνη τὰ λόγια της προσευχῆς μου στὴν Προμήτορα τοῦ Κυρίου μας τὴν Ἁγία Ἄννα».
Θαῦμα 8ον
Ἡ Φωτεινὴ σύζυγος Κων/νου Παπίρη κάτοικος Συνοικισμοῦ Αἰγίου (Νικομηδείας 16) διηγεῖται τὰ ἑξῆς: «Εἶμαι εὐγνώμων στὴν Ἁγία Ἄννα γιὰ μία ξεχωριστὴ εὐεργεσία ποὺ μοῦ ἔκαμε. Τὸ ἔτος 1953 αἰφνιδίως ἀρρώστησε τὸ παιδί μου ὁ Γιῶργος ἀπὸ κυάνωση. Ἦταν 4 ἐτῶν ποὺ τοῦ παρουσιάστηκε αἱματουρία.
Οἱ γιατροὶ στὸ νοσοκομεῖο γνωμάτευσαν ὅτι εἶχε δηλητηριασθῆ τὸ αἷμα του. Ὡς ἐκ τούτου ἔκαναν συνεχεῖς μεταγγίσεις αἵματος χωρὶς ὅμως καλὰ ἀποτελέσματα. Ἐπειδὴ δὲν ἔβλεπαν βελτίωση ἀπελπίσθηκαν γιὰ τὴ θεραπεία του.
-Ἔχετε ἄλλο παιδί; λέγει ὁ γιατρός.
-Ἔχουμε ἄλλο ἕνα γιατρέ.
-Ἒ νὰ σᾶς ζήση αὐτὸ τὸ ἄλλο ποὺ ἔχετε, αὐτὸ δὲν ἦταν δικό σας.
Ἔφυγα θλιμμένη καὶ πῆγα στὸ σπίτι μου γιὰ νὰ ἑτοιμάσω ὅτι θὰ χρειαζόταν γιὰ κηδεία.
Ἀφοῦ ἑτοίμασα, ξεκίνησα πάλι γιὰ τὸ νοσοκομεῖο. Περνώντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησία εἶδα ὅτι ἦταν ἀνοιχτή. Μπῆκα κι ἔπεσα μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας γονατιστὴ καὶ ζήτησα μὲ ὅλα τὰ δάκρυά μου καὶ τὸν πόνο μου νὰ μοῦ χαρίση τὸ παιδί μου. Δὲ κατάλαβα πόσο ἔμεινα ἐκεῖ προσευχόμενη.
Κάποτε σηκώθηκα, πῆρα καὶ λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι καὶ κουβάλησα τὰ βήματά μου, κοντὰ στὸ ἑτοιμοθάνατο ἀγοράκι μου. Τὸ σταύρωσα μὲ τὸ λαδάκι τῆς Ἅγιας. Τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου ἂς γίνη. Ἐσὺ Ἁγία Ἄννα μπορεῖς νὰ τὸ θεραπεύσῃς ἂν θελήσῃς.
Στὶς στιγμὲς αὐτὲς τῆς ἀπελπισίας ὁ σύζυγός μου ζήτησε ἀπὸ τοὺς γιατροὺς νὰ τοῦ δώσουν τὸ παιδὶ νὰ τὸ μεταφέρη σὲ καλύτερο νοσοκομεῖο.
Νὰ τὸ πάρης, τοῦ εἶπαν, ἀλλὰ θὰ σοῦ μείνη στὸ δρόμο. Γιὰ νὰ σοῦ φύγη ὅμως ἡ ἰδέα, νὰ πάρουμε τὸν κ. Τσακίρη στὴν Πάτρα τηλέφωνο.
Πράγματι τηλεφώνησαν στὸ γιατρὸ κ. Τσακίρη, ὁ ὁποῖος συνέστησε νὰ συνεχισθοῦν οἱ μεταγγίσεις αἵματος μέχρι τελευταίας ἀναπνοῆς. Μὲ τὴν πρώτη μετάγγιση ὅμως ἔγινε φανερὴ ἡ βελτίωση τοῦ παιδιοῦ καὶ γρήγορα στὴ συνέχεια πέρασε στὴν πορεία τῆς ἀναρρώσεως. Σὲ λίγες ἡμέρες εἶχε γίνει ἐντελῶς καλά.
Ζεῖ μέχρι σήμερα (1983) ὑγιὴς μὲ τὴν οἰκογένειά του. Ἡ σωτηρία τοῦ παιδιοῦ μου ὀφείλεται στὴ χάρη τῆς Ἁγίας Ἄννας, τὴν ὁποίαν πάντοτε δοξάζω καὶ εὐγνωμονῶ».
Θαῦμα 9ον
Ἡ Μαρία Μυλωνᾶ θυγατέρα Ἰω. Χαντζηαθανασίου ἀπὸ τὴν Ἀρτάκη (1983) διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Τὸ ἔτος 1953 ἐγκατεστημένη ὡς πρόσφυγας στὸ Αἴγιον, δούλευα σὰν ἐργάτρια. Συνέβη κάποτε, ὡς πρόεδρος τοῦ σωματείου Ἐργατριῶν τῶν σταφιδεργοστασίων νὰ βρεθῶ γιὰ ὑπηρεσίες στὸ ἐργοστάσιο συσκευασίας σταφυλιῶν Διγελιωτίκων.
Ἐκεῖ κάτι πάτησα γλίστρησα κι᾿ ἔπεσα. Μὲ τὸ πέσιμο χτύπησα ἄσχημα τὸ πόδι μου, τὸ ὁποῖον ἑκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι ἔπαθε τραῦμα μὲ αἱμάτωμα παρουσίασε καὶ ἐξάρθρωση.
Μὲ μετέφεραν στὸ σπίτι μου καὶ περιποιήθηκα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ γιατροῦ στὴ συνέχεια τὸ πόδι μου, τὸ ὁποῖο πρήσθηκε ἄσχημα.
Ἔτσι ἔμεινα ἄρρωστη στὸ κρεββάτι. Νὰ ἐργασθῶ δὲν μποροῦσα, μποροῦσα ὅμως νὰ προσεύχωμαι. Ὁ πόνος αὐξάνει τὴ θέρμη τῆς προσευχῆς. Ἰδιαίτερα παρακαλοῦσα τὴν Ἁγία Ἄννα.
Ἕνα μεσημέρι ἐκεῖ ποὺ συζητούσαμε μὲ τὴ συμπεθέρα μου, ἡ ὁποία μου ἔκανε συντροφιά, μὲ πῆρε ἐλαφρὸς ὕπνος. Εἶδα τότε σὲ ὄνειρο νὰ μπαίνῃ στὸ σπίτι μία περίπου, ψηλὴ γυναῖκα μεγαλοπρεπής με καφὲ φόρεμα.
Μοῦ ἔπιασε τὸ πονεμένο πόδι καὶ μοῦ τὸ τίναξε. Πόνεσα ἀπὸ τὸ τίναγμα καὶ στὸ ξύπνημά μου τὴν ἄκουσα νὰ μοῦ λέγη.
-Τὸ πόδι σου δὲν ἔχει τίποτε. Μόνο ὅταν σηκωθῆς νὰ δούλεψης καὶ γιὰ μένα. Νὰ ζητιανέψης, νὰ μαζέψης χρήματα γιὰ νὰ γίνη τὸ σπίτι μου Δὲν μοῦ ἔμενε ἀμφιβολία ὅτι εἶχα δεχθῆ τὴν ἐπίσκεψη τῆς Ἁγίας Ἄννας.
Ὅταν θεραπεύθηκα ἔκαμα ὅπως μοῦ ζήτησε. Ζητιάνεψα, ζήτησα βοήθεια ἀπὸ ὅσους ἐμπόρους ἐγνώριζα καὶ ἀπὸ τοὺς γνωστούς μου.
Ὅταν πληρώθηκαν οἱ ἐργάτριες, ἔβαλα ἕνα κουτὶ ἐκεῖ μπροστά τους καὶ ὅλες ἔρριχναν μὲ προθυμία. Ὅ,τι χρήματα μάζεψα τὰ παρέδωσα στὴν ἐπιτροπὴ ἀνεγέρσεως γιὰ νὰ γίνῃ τὸ σπίτι τῆς Ἁγίας Ἄννας, ποὺ εἶναι καὶ ὁ ἐνοριακός μας Ναὸς στὸ Συνοικισμὸ τοῦ Αἰγίου».
Θαῦμα 10ον
Ἡ Φωτεινὴ Μαντῆ, κάτοικος Αἰγίου (Πλάτωνος 69) διηγεῖται τὸ ἑξῆς περιστατικό. «Πάει κοντὰ τρία χρόνια τώρα ποὺ ἄρχισα νὰ ἔχω ἐνοχλήσεις καὶ πόνους στὴ χολή.
Ἡ κατάστασή μου σιγὰ-σιγὰ χειροτέρευε. Οἱ πόνοι γινόντανε ὅλο καὶ πιὸ ἔντονοι. Πήγαινα στοὺς γιατρούς, μοῦ ἔδιναν φάρμακα. Κοιμόμουνα καὶ δὲν μποροῦσα νὰ ξυπνήσω ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ φάρμακα. Καλὸ δὲν ἔβλεπα, εἶχα ἀπελπισθῆ.
Τελευταῖα τὸν περασμένο Αὔγουστο (1981) ἔκαμα ἐξετάσεις στὴν Κλινική του κ. Μαγκανιώτη, ὁ ὁποῖος ἔκρινε ἀναγκαία τὴν ἐγχείρηση γιὰ ἀφαίρεση χολῆς. Μοῦ ὤρισε τὴ Δευτέρα πρωὶ νὰ εἶμαι στὴν Κλινικὴ γιὰ εἰσαγωγή.
Ἔφυγα πολὺ στενοχωρημένη. Στὴ σκέψη μου καρφώθηκε ἡ ἰδέα ὅτι ἀπὸ τὴν ἱστορία αὐτῆς τῆς ἐγχειρήσεως δὲν θὰ ἔβγαινα πέρα ζωντανή. Ἡ ἀπελπισία ἄρχισε νὰ μὲ τυλίγη.
Τὰ μάτια μου γέμισαν δάκρυα, ἰδιαίτερα στὴν ὥρα τῆς προσευχῆς μου. Τότε θυμήθηκα τὴν Ἁγία Ἄννα. Σκέφθηκα πόσο πολὺ τὴν πίστευε καὶ τὴν παρακαλοῦσε ἡ κουνιάδα μου ἡ Θεοκλήτη. Καταγόταν ἀπὸ τὸ Βόρι ἐκείνη.
Τα ὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Ἄννας δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὸ στόμα της. Ζήτησα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου τὴ βοήθειά της. Τὴν παρακάλεσα. Τὰ μάτια μου εἶχαν γίνει βρύσες.
Ὅταν ξημέρωσε ζήτησα ἀπὸ τὴν κόρη μου, νὰ μὲ πάη στὸ Συνοικισμὸ στὴν Ἁγία Ἄννα. Πήγαμε τὸ ἀπόγευμα. Ἄφησα τὸ τάμα μου, γονάτισα καὶ προσκύνησα. Παρακάλεσα μὲ δάκρυα. Ἐκρέμασα τὴν ἐλπίδα μου στὰ χέρια της.
Ἐκεῖνο τὸ βράδυ κοιμήθηκα καλά. Τὸ πρωὶ ποὺ ξύπνησα δὲν ἔνιωθα κανένα πόνο. Ἔκαμα καὶ τὶς δουλειές μου. Κατάλαβα ὅτι ἡ Ἁγία Ἄννα ἔβαλε τὸ χέρι της. Μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες ἐπῆγα στὸ γιατρὸ κ. Μαγκανιώτη νὰ μὲ ἐξετάση.
-Τί ἔγινε ἐδῶ; λέγει. Τί ἔκαμνες στὴ χολη σου; Πῶς ἐθεραπεύθη;
Χαμογέλασα.
-Ἔχω κι ἄλλο γιατρὸ ἀνώτερο ἀπὸ τοῦ λόγου σας, ἔχω τὴν Ἁγία Ἄννα. Ἐκείνη μὲ ἔκαμε καλά.
Ἀπὸ τότε πέρασαν ὀκτὼ μῆνες μέχρι τώρα. Δὲν ἔκανα καμιὰ δίαιτα, ὅπως ἔκανα πρῶτα, δὲν ξαναπόνεσα καὶ κάνω τὶς δουλειές μου. Εὐχαριστῶ, προσκυνῶ καὶ δοξάζω τὴν Ἁγία Ἄννα».
Θαῦμα 11ον
Ἡ κ. Σπυριδούλα Ταράτσα κάτοικος Αἰγίου (Μ.Σπηλαίου 11) διηγεῖται (1983) τὸ ἑξῆς περιστατικό. «Ἀπὸ τὸ ἔτος 1960 μὲ ἐνοχλοῦσε μιὰ ἀρρώστεια.
Μὲ ἔπιανε ἕνα δυνατὸ σφίξιμο στὸ στέρνο καὶ συγχρόνως πόνος ἰσχυρὸς στὴν πλάτη καὶ παράλυση κατὰ τὴ διάρκειά του στὸ ἀριστερὸ χέρι. Ἡ ἀναπνοὴ τότε λειτουργοῦσε μὲ πολλὴ δυσκολία.
Ἡ σοβαρὴ αὐτὴ ἐνόχληση μὲ ἔπιανε κατὰ διαστήματα, γινόταν δὲ ἐντονώτερη καὶ μεγαλυτέρας διαρκείας ὅταν συνέβαινε νὰ στενοχωρηθῶ πολύ, μεγάλη δὲ ἔξαρση εἶχε κατὰ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου τῆς μητέρας μου.
Οἱ γιατροὶ στοὺς ὁποίους κατέφευγα ἔδιδαν διάφορες ἑρμηνεῖες. Ἔλεγαν ὅτι ἔχει σχέση μὲ τὸ νευρικὸ σύστημα, εἶναι ἀγχώδης νεύρωσις.
Τὸ ἀπέδιδαν σὲ σύνδρομο καρδιοπάθειας. Τὸ καρδιογράφημα ὅμως δὲν ἔδειχνε ἀρρώστεια.
Τὸ ἔτος 1980, ἀρχὲς Φεβρουαρίου ἐκάμαμε τὸ ἐτήσιο μνημόσυνο τῆς μητέρας στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα μου Ἁγ. Πάντες Δωρίδος.
Ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ δόθηκαν ἀφορμές, οἱ ὁποίες ἔκαμαν τὴν ἀρρώστειά μου ἔντονη καὶ ἐνοχλητική. Στὶς 8 Φεβρουαρίου τὸ βράδυ τῆς ἰδίας χρονιᾶς γινόταν στὴν Ἁγία Ἄννα τοῦ Συνοικισμοῦ ὁλονύκτια ἀγρυπνία (ἀπόδοσις Ὑπαπαντῆς).
-Θὰ γίνῃ ἀγρυπνία τὸ βράδυ μου, εἶπε ὁ σύζυγός μου ὁ Βαγγέλης, ἀλλὰ ἐσὺ στὴν κατάσταση ποὺ εἶσαι δὲν πρέπει νὰ ἔλθης.
-Ὄχι, εἶπα, θὰ ἔλθω. Ἔχω προστάτη μου τὴν Ἁγία Ἄννα. Πολὺ τὸ θέλω καὶ θὰ ἔλθω. Θὰ μείνω ὅσο μπορέσω.
Μετὰ τὶς 10 τὸ βράδυ καθιστὴ στὴν καρέκλα μου παρακολουθοῦσα τὴν ἀγρυπνία, ὁπότε αἰσθάνθηκα τὴ συνηθισμένη ἐνόχληση, ἀλλὰ τόσο ἔντονη, ὥστε μοῦ φάνηκε ὅτι σταμάτησε ἡ ἀναπνοή μου.
Μὲ ἔπιασε τρεμούλα, μελάνιασαν τὰ χέρια μου καὶ πρὸς στιγμὴν ἔχασα τὸ φῶς μου. Συνειδητοποίησα ὅτι ἤμουν πολὺ βαριά, ὅτι θὰ πέθαινα ἐκείνη στιγμή.
Μὲ πολλὴ δυσκολία ἔκαμα νόημα στὴ διπλανή μου ὅτι εἶχα ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια. Σήκωσα τὰ σβυσμένα μάτια μου στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ παρακάλεσα.
Ἁγία Ἄννα μου βοήθησέ με, εἶπα, δὲ θέλω νὰ πεθάνω μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἀμέσως τότε ἄκουσα ἕνα δυνατὸ κρὰκ μέσα στὸ στῆθος μου, ὅπως ξεριζώνεται ἕνα δένδρο. Ὕστερα ἔνιωσα νὰ φεύγη τὸ κακὸ τῆς ἀρρώστειας μου καὶ σιγὰ-σιγὰ συνῆλθα.
Στὴ διπλανή μου ποὺ προσπαθοῦσε νὰ βρῆ τρόπο νὰ μὲ βοηθήσει εἶπα νὰ μὴν ἀνησυχῆ, γιατὶ ἡ Ἁγία Ἄννα ἔβαλε τὸ χέρι της. Ἀπὸ τὴ συγκίνηση καὶ τὴν ἐξάντληση δὲ μπόρεσα νὰ παρακολουθήσω ὅλη τὴν ἀγρυπνία.
Ἔταξα ευχαριστήρια λειτουργία, τὴν ὁποία καὶ ἔκαμα. Ἀπὸ τότε 4 χρόνια τώρα οὐδέποτε αἰσθάνθηκα αὐτὴν τὴν ἐνόχληση ποὺ εἶχα. Δοξάζω καὶ εὐγνωμονῶ τὴν Ἁγία Ἄννα».
Θαῦμα 12ον
Ἡ Σταματίνα Μουγκάση κάτοικος Αἰγίου (Ἀράτου 34) διηγεῖται τὰ ἑξῆς: «Τὸ ἔτος 1957 ἀρρώστησα ξαφνικά. Ἔμεινα στὸ Νοσοκομεῖο Αἰγίου ἕνα μῆνα.
Οἱ γιατροὶ ἔκαναν διάφορες γνωματεύσεις καὶ ἀνάλογες θεραπεῖες χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα. Στὸ τέλος μὲ ἔστειλαν στὸν Εὐαγγελισμό. Ἀνέλαβε ὁ ἴδιος ὁ κ. Θωμᾶς Δοξιάδης, ὁ ὁποῖος μετὰ τὶς ἐξετάσεις ἐγνωμάτευσε ὅτι εἶχα ὑπερθυρεοειδισμό.
Μὲ εἶχε κυριεύσει μία παράλυση ψυχική. Δὲν εἶχα ἐνδιαφέρον γιὰ τίποτε. Στὸ σπίτι μου δὲν ἤθελα νὰ πάω. Ὄρεξη γιὰ φαγητὸ δὲν εἶχα. Μοῦ ἔδιναν λουμινάλ. Σκεπτόμουνα νὰ αὐτοκτονήσω. Ἀπὸ τὸν Εὐαγγελισμό, χωρὶς καμιὰ βελτίωση τῆς καταστάσεώς μου, μὲ ἔφεραν στὸ Αἴγιο.
Χρειαζόταν νὰ εἶναι συνέχεια κοντά μου ἄνθρωπος. Ἤμουν ἄχρηστη γιὰ ὁ,τιδήποτε καὶ μιλοῦσα ἀπελπισμένα γιὰ αὐτοκτονία. Ἔμεινα λίγο καιρὸ στὸ Αἴγιο. Ὕστερα μὲ ξαναπῆγαν στὸν Εὐαγγελισμό, ὅμως μὲ ξανάφεραν στὴν ἴδια κατάσταση στὸ Αἴγιο.
Μὲ πῆραν ἀπὸ τὸ σπίτι μου, ἐπειδὴ εἶχα ἀνάγκη ἀπὸ ἄνθρωπο καὶ μὲ πῆγαν νὰ μείνω στὸ σπίτι τῆς θείας μου Ἄννας Τσιλιμπούρη. Ἔμενα συνέχεια κρεββατωμένη. Εἶχα δυὸ παιδάκια καὶ δὲν ἤθελα οὔτε νὰ τὰ θυμᾶμαι.
Πολλὲς ποὺ μὲ ἐπισκέπτονταν ἔλεγαν νὰ πᾶμε σὲ μάγισσες νὰ ἰδοῦμε, ἀλλὰ ἡ μάνα μου δὲν ἤθελε οὔτε νὰ ἀκουση γιὰ τέτοια. Ἡ θεία Ἄννα εἶχε μεγάλη πίστη στὴν Ἁγία Ἄννα, διότι εἶχε κάμει τὴν ἴδια καλὰ ἀπὸ βαριὰ ἀρρώστεια. Πρότεινε νὰ φέρουμε σπίτι τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας.
-Τὴν Ἁγία Ἄννα θὰ φέρουμε, μοῦ ἔλεγαν μαζὺ μὲ τὴ μητέρα μου. Νὰ τὴν παρακάλεσης μὲ τὴν ψυχή σου καὶ θὰ γίνης καλά.
Ἔτσι λοιπὸν ἔφεραν τὴν εἰκόνα, ἡ ὁποία ἔμεινε στὸ σπίτι, πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου 18 ἡμέρες. Ὁ ἱερεὺς διάβαζε τὸ πρωὶ ἁγιασμὸ καὶ τὸ βράδυ παράκληση. Στὸν 18ον ἁγιασμὸ κάθησα κάτω στὸ δὰπεδο καὶ μοῦ ἔδωσαν τὴν εἰκόνα στὴν ἀγκαλιά.
Περίμενα νὰ μὲ κουνήση ὅπως εἶχα ἀκούσει ἀλλὰ δὲν ἔκαμε ἡ εἰκόνα καμιὰ κίνηση. Στενοχωρήθηκα ποὺ δὲν μὲ κούνησε.
-Δὲν ἔχει νὰ κάμη αὐτό, ἔλεγε ἡ μητέρα μου, ἡ Ἁγία Ἄννα θὰ σὲ κάμη καλά.
Πράγματι ἐκεῖνο τὸ βράδυ κοιμήθηκα καλά, ἡρέμησα, ξαναβρῆκα τὸν ἑαυτό μου, ἀνέκτησα τὶς δυνάμεις μου. Σηκώθηκα σύντομα καὶ πῆγα καὶ βρῆκα τὰ παιδιά μου ποὺ τὰ εἶχα ἐγκαταλείψει. Τὰ ἔλουσα, τὰ περιποιήθηκα. Ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα (1983) δὲν γνωρίζω τί θὰ εἰπῆ ἀρρώστεια.
Ἀντιμετώπισα τὰ προβλήματα τῆς ζωῆς καὶ τῆς οἰκογενείας μου δουλεύοντας σκληρά. Αὐτὴ τὴν εὐεργεσία πάντοτε τὴν ἐνθυμοῦμαι καὶ προσπαθῶ νὰ εἶμαι εὐγνώμων στὴν Ἁγία Ἄννα».
Θαῦμα 13ον
Στὸ Προσκύνημα τῆς Παναγίας Τρυπητῆς Αἰγίου, τὸ ὡραῖο ξυλόγλυπτο προσκυνητάριο στὸ ὁποῖο ἀναπαύεται ἡ θαυματουργὸς εἰκόνα ἔχει μία ἐπιγραφὴ «Ἀφιέρωμα Δ. Τσούλη».
Ἀφιέρωμα πρὸς ἔκφρασιν εὐγνωμοσύνης τοῦ δωρητῆ (κάτοικος Αἰγίου, Νικ. Πλαστήρα 83) τοῦ ὁποίου ἡ σύζυγος Κυριακὴ διηγεῖται τὸ ἑξῆς:
«Πάντα εἶχα ξεχωριστὸ σεβασμὸ στὴν Ἁγία Ἄννα. Μοῦ τὴν εἶχε μεταδώσει ὁ ἀείμνηστος παππούς μου παπα-Ἀντώνης ποὺ ἦταν ἐφημέριος στὴ χάρη της ἐκεῖ στὴν πατρίδα.
Ἔτσι λοιπὸν στὴ μεγάλη μου στενοχώρια μετὰ τὸ γάμο μου, ὅταν πίστεψα πὼς ἦταν δύσκολο νὰ βγάλω πέρα παιδί, κατέφυγα μὲ τὴν προσευχή μου στὴν Ἁγία Ἄννα. Εἶχα χάσει τὸ πρῶτο μου παιδὶ μὲ ἀποβολὴ καὶ οἱ γιατροὶ μὲ εἶχαν ἀπελπίσει.
Τὴν παραμονὴ τῆς χειμωνιάτικης ἑορτῆς τῆς Ἁγίας Ἄννας (9 Δεκεμβρίου τοῦ 1961) στὴ βραδυνή μου προσευχὴ παρακάλεσα μὲ θέρμη.
Τὴ νύχτα ἐκείνη εἶδα ὄνειρο ποὺ ἦταν ἀπάντηση στὴν προσευχή μου. Εἶδα πὼς βρέθηκα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Ἄννας μπροστὰ στὴν εἰκόνα της. Παρατήρησα τότε μὲ ἔκπληξη δίπλα στὴν Παναγιὰ ποὺ κρατοῦσε ἡ Ἁγία Ἄννα στὴν ἀγκαλιά της νὰ εἶναι καὶ ἕνα ἄλλο παιδάκι. Ἄκουσα τὴ φωνή της νὰ μοῦ λέγη: Κυριακὴ τὸ μωρὸ αὐτὸ εἶναι δικό σου.
Πίστεψα ἀπὸ τότε ὅτι ἡ Ἁγία Ἄννα θὰ μοῦ ἔδινε τὴ χαρὰ νὰ γίνω μητέρα. Πῆγα στὴν Ἐκκλησία ἄναψα λαμπάδα, προσευχήθηκα, εὐχαρίστησα. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ ἀπέκτησα τὴ μοναχοκόρη μου Μαρία. Ὁ σύζυγός μου γιὰ νὰ ἐκφράσῃ τὴν εὐγνωμοσύνη του έδώρησε τὸ Προσκυνητάτιο γιὰ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας Τρυπητῆς».
Θαῦμα 14ον
Ἡ κ. Ἑλένη Λαλᾶ κατάγεται ἀπὸ τὸ Αἴγιο καὶ μένει στὴν Ἀθήνα (Τιμαίου 35) καὶ ἡ ὁποία ἐπιθυμεῖ νὰ δημοσιεύσῃ (1983) τὸ ἑξῆς περιστατικό: «Στὸ λαιμό μου εἶχε δημιουργηθῆ ἕνας ὄγκος, ὁ ὁποῖος μεγαλώνοντας ἐμπόδιζε τὴ λειτουργία τῶν φωνητικῶν μου ὀργάνων. Μιλοῦσα μὲ μεγάλη δυσκολία.
Ἐκινδύνευα νὰ χάσω ἐξ ὁλοκλήρου τὴ μιλιά μου. Ὁ γιατρὸς συνέστησε νὰ γίνη ἐγχείρηση. Ἐγὼ πρὶν πάω γιὰ ἐγχείρηση ἦλθα στὸ Αἴγιο στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ ἐπικαλέσθηκα τὴ χάρη Της. Ἐπιστρέφοντας στὴν Ἀθήνα αἰσθάνθηκα νὰ καλλιτερευη ἡ κατάστασις τῆς φωνῆς μου.
Ὁ γιατρός μοῦ ἔκανε ἐξέταση καὶ βρῆκε ὅτι ὁ ὄγκος εἶχε ἐξαφανισθῆ. Ἤμουν τελείως καλά. Εὐχαριστῶ καὶ δοξάζω τὴν Ἁγία Ἄννα καὶ δὲν θὰ παύσω νὰ ἐπικαλοῦμαι τὴ χάρη της».
Θαῦμα 15ον
Ἡ Ἑλένη Χατζησοφιανοῦ, κάτοικος Αἰγίου (1983), διηγεῖται τὰ ἑξῆς:
«Τὸ ἔτος 1940 μετὰ ἀπὸ τοκετὸ ἔπαθα φλεβίτη. Ἐξαιτίας του λόγῳ κακῆς κυκλοφορίας τοῦ αἵματος εἶχα πρησθῆ. Οἱ γιατροὶ δὲν μοῦ ἔδιδαν ἐλπίδες θεραπείας. Νομίζαμε πὼς ἔφταιξε ἡ μαμὴ καὶ ρίχναμε τὶς εὐθύνες σὲ κείνη. Ἕνα μεσημέρι ὅπως ἤμουν σὲ βαριὰ κατάσταση, ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου καὶ μπῆκε μέσα μιὰ μαυροφόρα μὲ σπαστὰ γκρίζα μαλλιά.
-Τί κάνεις, μοῦ εἶπε, περαστικά σου. Τότε ἐγὼ ἔβαλα μιὰ φωνή.
-Γιατί μ᾿ ἄφησαν μοναχή; Ποῦ εἶναι ἡ μάνα μου, ποῦ εἶναι τὸ παιδί;
-Ἐδῶ εἶναι ἡ μάνα σου, εἶπε ἡ ἐπισκέπτρια, ἐδῶ εἶναι καὶ τὸ παιδί σου. Θὰ ὑποφέρης, θὰ φθάσης στὸ χεῖλος τοῦ τάφου, ἀλλὰ μὴ φοβηθῆς, δὲν θὰ πεθάνης.
-Ἐσὺ ποιὰ εἶσαι;
-Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἄννα, εἶπε. Μὴν τἄχετε μὲ τὴ μαμή. Δὲν φταίει ἐκείνη. Ἦταν νὰ τὸ πάθης καὶ τὤπαθες.
Αὐτὰ εἶπε καὶ χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια μου. Κάλεσα τὸν ἱερέα μας τὸν π. Ἀνδρέα Κουμπέτσο μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ ἔψαλε ἁγιασμό. Σιγὰ-σιγὰ πῆρα τὸ καλύτερο πρὸς ἔκπληξη τοῦ γιατροῦ καὶ σὲ τέσσαρες μῆνες ἤμουν ἐντελῶς καλά».
Θαῦμα 16ον
Ἡ κ. Κωνσταντίνα Πατσοπούλου κάτοικος Αἰγίου (Κωνσταντινουπόλεως 57) διηγεῖται τὰ ἑξῆς: Τὸ 1980 ἐξ αἰτίας μιᾶς μεγάλης μου στενοχώριας ἔπαθα ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο. Ἦταν ἀνήμερα τῆς Παναγίας (Ζωοδόχου Πηγῆς). Νοσηλεύθηκα στὴν Κλινικὴ τοῦ Καλαμπόκα.
Θεραπεύθηκα μέν, ἀλλὰ μοῦ ἔμεινε ἀπὸ τότε μιὰ ἐπιληψία. Τακτικὰ στὴ βδομάδα, στὶς δέκα ἡμέρες ἀπροειδοποίητα ἔπεφτα ὅπου καὶ ἂν βρισκόμουν. Μὲ μάζευαν ἀπὸ τοὺς δρόμους πολλὲς φορὲς καὶ μὲ πήγαιναν στὸ σπίτι μου.
Κατέφυγα στοὺς γιατρούς. Μοῦ ἔδωσαν χάπια. Δὲν ἔβλεπα θεραπεία. Ξαναπῆγα. Τοὺς εἶπα.
-Πέφτω καὶ μὲ μαζεύουν ἀπὸ τοὺς δρόμους.
-Νὰ πέφτης καὶ νὰ σηκώνεσαι, μοῦ ἀπάντησαν. Αὐτὴ ἡ ταλαιπωρία συνεχιζόταν ἐπὶ ἕνα χρόνο.
Στὸ τέλος, πῆγα στὴν Ἀθήνα στὸν κρανιολόγο κ. Ἠλία Φράγκο. Αὐτός μου ἔκανε μία εἰδικὴ ἐξέταση τὴ λεγόμενη ἀξονικὴ τομογραφία, ἡ ὁποία ἔδειξε στὴ δεξιὰ πλευρὰ τοῦ κρανίου μία οὐλὴ (γούβα) μ᾿ ἕνα αἱμάτωμα μέσα.
Ἡ κίνησις ποὺ γινόταν σ᾿ αὐτὸ τὸ αἱμάτωμα προκαλοῦσε τὴν ἐπιληψία. Δὲν ὑπῆρχε ἄλλος τρόπος θεραπείας ἀπὸ τὴν ἐγχείρηση. Ἔπρεπε νὰ μοῦ ἀνοίξουν τὸ κρανίο στὰ δυό.
Γιὰ νὰ κάμω δεύτερη ἀξονικὴ τομογραφία ἦταν ἀπαραίτητο νὰ περάσουν ὀκτὼ μῆνες. Μὲ ἔδιωξαν οἱ γιατροὶ μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ γυρίσω σὲ ὀχτὼ μῆνες.
Εἶχα μεγάλη ἀπελπισία. Φοβόμουν πολὺ αὐτὴ τὴν ἐγχείρηση στὸ κεφάλι. Πίστευα πὼς δὲν θὰ ζοῦσα, ἀλλὰ κι ἂν γλύτωνα τὸ θάνατο θὰ ἤμουν ἄχρηστευμενη.
Συνέπεσε τότε νὰ φέρουν στὸ Αἴγιο γιὰ προσκύνημα στὴν Ἁγία Ἄννα τοῦ Συνοικισμοῦ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ δεξιὸ πόδι τῆς Ἁγίας Ἄννας. Πῆγα κι ἐγὼ καὶ προσκύνησα καὶ μὲ πολλὴ συντριβὴ παρακάλεσα τὴ Μητέρα τῆς Θεοτόκου.
Ἐζήτησα νὰ μὲ κάμη καλὰ κι ἔταξα νὰ βγῶ νὰ μαζέψω χρήματα καὶ νὰ πάω μία λαμπάδα μέχρι τὸ μπόι μου.
Πέρασε ἀρκετὸ διάστημα καὶ πλησίαζε ὁ καιρὸς γιὰ τὴν ἐγχείρηση. Τρεῖς ἡμέρες πρὶν ξεκινήσω εἶδα ἕνα ὄνειρο. Βρέθηκα ἔξω ἀπὸ τὸ Νοσοκομεῖο Εὐαγγελισμός.
Ἐκεῖ θὰ γινόταν ἡ ἐγχείρηση. Εἶδα ἐκεῖ μιὰ σεβαστὴ ἡλικιωμένη γυναῖκα. Στεκόταν ἔξω ἀπὸ τὴ σιδερόπορτα τοῦ Νοσοκομείου κι ἔγώ με τὴ βαλίτσα στὸ χέρι ἀπὸ μέσα.
-Ποῦ πᾶς Ντίνα μου, εἶπε.
-Πάω γιὰ ἐγχείρηση Ἄννα, ἀπάντησα. Εἶχα τὴν ἰδέα ὅτι μοῦ ἦταν γνωστή.
-Νὰ σηκωθῆς νὰ φύγῃς καὶ νὰ πᾶς στὸ σπίτι σου, γιατὶ ὁ ἄνδρας σου κλαίει. Ἡ ἐξέτασή σου θὰ εἶναι ἀρνητική.
Τὸ ὄνειρό μου αὐτὸ τὸ ἐξήγησα σὰν ἐπίσκεψη τῆς Ἁγίας Ἄννας ποὺ εἶχα παρακαλέσει.
Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες στὸν Εὐαγγελισμό, μοῦ ἔκαμαν τὴν ἀξονικὴ τομογραφία. Ὁ κρανιολόγος καθηγητὴς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ κ. Καρβούνης βρέθηκε πρὸ ἐκπλήξεως.
-Κυρά μου κάποιον Ἅγιο ἔχεις καὶ νὰ πᾶς νὰ τὸν εὐχαριστήσης. Δὲν φαίνεται σὲ τούτη τὴν ἐξέταση τίποτε. Καλὰ τὸ αἱμάτωμα, μπορεῖ νὰ ὑποθέση κανεὶς ὅτι τὸ ἀπορρόφησε ὁ ὀργανισμός, ἡ οὐλὴ (γούβα) ὅμως τί ἔγινε; Εἶναι θαυμαστό.
Ἐγὼ ὅμως ἐγνώριζα τί ἔγινε, τὸ πῆρε τὸ χέρι τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἀπὸ τότε εἶμαι καλὰ στὴν ὑγεία μου καὶ πάντα προσπαθῶ νὰ εὑρίσκω τρόπους γιὰ νὰ ἐκφράσω τὴν εὐγνωμοσύνη μου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου