Το μοναστηράκι του κτίστηκε σε έκταση 10 οργιών που άνηκε στο ναό της Κοιμήσεως της ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΧΑΛΚΕΙΟΥΣ και πουλήθηκε στον ίδιο στις 6 Μάιου 1934 αντί τού ποσού των εννιακοσίων δραχμών. Χρήματα δεν είχε Βέβαια διότι τα μοίραζε στους πιο φτωχούς από αυτόν. Επιβραβεύοντας την πίστη και την εμπιστοσύνη στο πρόσωπό Της, ή Παναγία του έστελνε χρήματα και πρόσωπα για να τον βοηθήσουν στο θεάρεστο έργο του. Έτσι μόνο έχτισε το Μοναστήρι, άλλα μάζεψε γύρω του γυναίκες που βοηθούσαν στις εργασίες και επιθυμούσαν να γίνουν μοναχές
Ό ίδιος δεν αγωνιούσε και δεν είχε άγχος για τίποτε. ΠΡΟΣΕΥΧΟΤΑΝ ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΑ στις γύρω σπηλιές και έτσι προσέλκυσε την χάρη τού θεού, την οποία είχε αμέριστη βοηθό του στο στήσιμο του Μοναστηριού. Ή καθαρό του είχε ως αποτέλεσμα να ένοικου μέσα του ή Χάρη τού θεού και να τον εμπλουτίσει με υπερφυσικά δώρα και πολλά χαρίσματα. Απέκτησε τις θείες ενέργειες της διορατικότητας και προορατικότητας για να βοηθάει τις μοναχές και τα πνευματικά του παιδιά. Ή μοναδική του επιδίωξη ήταν ή ένωσή του με τον Θεό δια της ‘ΕΥΧΉΣ’
Πολλές φορές αποσυρόταν για τρεις ή περισσότερες μέρες σε διάφορα εξωκκλήσια, χωρίς να ενημερώνεις μοναχές. Αγαπημένο του εκκλησάκι ήταν τού Μεγάλου Αντωνίου απέναντι την Νέα Μονή όπου πήγαινε για να προσευχηθεί. Επίσης τακτικά έκανε το δρομολόγιο πεζός από το Μοναστήρι του την Αγία Σκέπη έτσι το ονόμασε) ως τον Άγιο Μάρκο, φορτωμένος με ένα δισάκι πέτρες που το πήγαινε και το έφερνε πίσω για να καταπονείται. Έτσι φορτωμένος και κατάκοπος ανέβαινε στο εξωκλήσι τού προφήτη Ηλία πάνω από τον Δαφνώνα και παρέμενε άσιτος εν προσευχή για τρεις ημέρες.
Εκεί προ 300 χρόνων οι κάτοικοι έχτισαν στα τέσσερα σημεία τού ορίζοντα τέσσερις ναούς τού προφήτη Ηλία για να φύγει το θανατικό της πανούκλας πού μάστιζε την περιοχή. Αυτό το συγκεκριμένο εξωκλήσι ήταν ένας από τους αγαπημένους τόπους απομόνωσης τού Γέροντα. Λάτρευε την ασκητική ζωή. Το εσωτερικό του ένδυμα ήταν τρίχινο και ή λιτή τροφή του ήταν χόρτα, μέλι και βρεγμένα όσπρια.
Ό διάβολος βέβαια δεν παρέλειπε να χρησιμοποιεί τα όργανά του και να ξεσηκώνει διάφορους πειρασμούς γύρω του. Όμως εκείνος έμενε ακλόνητος είχε πίστη γρανιτένια, προσευχόταν, υπέμενε, σιωπούσε και είχε την ελπίδα του μόνο στην θεία δικαιοσύνη.
Το πρόσωπό του ήταν πάντοτε λαμπερό και μαρτυρούσε την ουράνια γαλήνη που βασίλευε στην ψυχή του. Κάθε τί πικρό πού γευόταν στην ζωή του αγωνιζόταν να το άντιπροσφέρει γλυκό στους συνανθρώπους του.
Είχε ανάψει μέσα του ή αποστολική φωτιά να μοιράζει αγάπη και ελπίδα σε όλους τούς ανθρώπους. Σκεπτόταν να κάνει μία μεγάλη σαλότητα, λ.χ. να κατεβάσει τα ζωντανά της Μονής στην κεντρική πλατεία της πόλεως, για να προκαλέσει το ενδιαφέρον των ανθρώπων. Όχι για να προβάλει τον εαυτό του, αλλά για να μιλήσει στο πλήθος για την μετάνοια και τον ωκεανό της αγάπης του Θεού. Να φωνάξει σε όλους ότι «μεγαλύτερη συμφορά δεν υπάρχει από τον χωρισμό με τον Δημιουργό και οδυνηρότερο πράγμα από την απομάκρυνση του από Εκείνον».
Επειδή σε σύντομο χρονικό διάστημα ανέδειξε το Μοναστηράκι της Αγίας Σκεπής σε φάρο πνευματικό, ό Μητροπολίτης Χίου Παντελεήμων Φωστίνης του έδωσε την επιμέλεια και της Ιεράς Νέας Μονής. την ανακαίνιση της οποίας μόχθησε πολύ. Κατόρθωσε να εγκαταστήσει και εκεί γυναικεία αδελφότητα με 17 μοναχές υπό την Ηγούμενη Μαριάμ.
Εκείνο πού χαρακτήρισε την διακονία του Γέροντα ήταν το χάρισμα της πνευματικής πατρότητας.
Αναρίθμητοι Χριστιανοί της Χίου, της Μυτιλήνης και από άλλα μέρη ζητούσαν την πνευματική στήριξη και καθοδήγηση από τον Γέροντα.
Σχετικά ό Δίκαιος της Σκήτης του Αγίου Εύαγγελιστού Μάρκου. Γέροντας Γαβριήλ [κατά κόσμον Γεώργιος Τσιτας (Κοΰτσας) από το χωριό Βαβόλοι], μάς κατέθεσε έξης:
«Ό αδιάλειπτος προσευχόμενος και κάτοχος της νοερής ευχής Γέρων Κορνήλιος. ό όντως άνθρωπος του Θεού, ό ευλαβής λειτουργός, ό ενάρετος ιερομόναχος ήταν χαρισματούχος πνευματικός ένθεος καθοδηγητής και ιατρός ψυχών και σωμάτων με την δύναμη της προσευχής και την ενέργεια της πίστεώς του.
Ήταν πολύ αυστηρός στα σαρκικά αμαρτήματα και κανόνιζε ιδιαιτέρως τούς βλάσφημους και μέθυσους.
Εν γένει ήταν άνθρωπος ταπεινός και υποχωρητικός γεμάτος Αγάπη και ανεξικακία. Πάντα έσβηνε τις αντιπάθειες και τα μίση, ξεπερνούσε υπομονετικά τις ύβρεις, τούς διωγμούς και τις συκοφαντίες πού υπέστη και πρώτος ζητούσε την αποκατάσταση της αγάπης. Επίσης για τούς νέους (υποψηφίους κληρικούς και μη) επέμενε απαραιτήτως να πάνε στον στρατό να "ψηθούν" γιατί τότε έλεγε "καλείσαι 'Έλλην πολίτης". Τα ιδανικά της ψυχής του ήταν Χριστός και Ελλάδα».
Ό μακάριος Γέροντας ήταν ευλαβής λειτουργός του Ύψιστου. Ή κάθε Λειτουργία για εκείνον ήταν μία ξεχωριστή γιορτή γεμάτη θείες εμπειρίες.
Ό Γέροντας κατά την διάρκεια της της γινόταν πυρφόρος Άγγελος και ανέβαινε σε ύψη μυστικής θεωρίας από όπου ήταν δύσκολο να επιστρέψει.
Ή ιερή του εργασία δεν προσφερόταν από την άγια του ψυχή μηχανικά• ήταν ενσυνείδητη ανάβαση στο υπερουράνιο θυσιαστήριο, μετοχή στην αγγελική λειτουργία, περιγραφή ουρανίων καταστάσεων.
Αναφέρεται ότι κάποτε έπεσε σε έκσταση, όπως ήταν γονατισμένος μπροστά στην Αγία Τράπεζα, και ξαφνικά πήρε ή γενειάδα του φωτιά από το κεράκι που βαστούσε. Ό ίδιος προσευχόταν ατάραχος, κανείς δεν έτρεξε να σβήσει την φωτιά και να διακόψει την προσευχή του. Ή φωτιά έσβησε μόνη της!...
Όταν έμπαινε στο Ιερό Βήμα, έπαυε να είναι παρών στον παρόντα κόσμο. Οι μοναχές ξεκινούσαν το μεσονυκτικό στις 4.00 π.μ. Ό Γέροντας έπαιρνε καιρό, ντυνόταν τα ολόλευκα λιτά άμφιά του και άρχιζε την προσκομιδή μνημονεύοντας χιλιάδες ονόματα χριστιανών πού είχαν ανάγκη στηρίξεως, παρηγοριάς, υγείας, φωτισμού, αναπαύσεως. Με ιδιαίτερη ευλάβεια άκουγε τον Όρθρο έχοντας προσευχητική επικοινωνία με τούς εορταζόμενους Αγίους. Από δε το «Ευλογημένη ή Βασιλεία» ανέβαινε σε ουράνιους κόσμους μυστικής θεωρίας. Ή καρδιά του γινόταν καμίνι θείας αγάπης, τα μάτια του έτρεχαν αστείρευτα δάκρυα και ζούσε εκστατικές καταστάσεις. Αποτέλεσμα αυτών ήταν ή Θεία Λειτουργία να τελειώνει περί τις 15.00 μ.μ. Όταν οι μοναχές τού παραπονούνταν μεταφέροντας και τις διαμαρτυρίες τού κόσμου, εκείνος με απλότητα τούς υπεδείκνυε: «Να τούς λέτε ότι το Πνεύμα τού Θεού προστάζει “από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός, από φυλακής πρωίας έλπισάτω Ισραήλ επί τον Κύριον”».
Κάποτε ένας απλοϊκός χωρικός του φώναξε στην Θεία Λειτουργία: «Τελείωνε γρήγορα Κορνήλιε. θα χάσω το λεωφορείο». Τότε ό Γέροντας τού απάντησε ατάραχος από την ωραία πύλη: «Το λεωφορείο είναι ένα κουτί με τέσσερις ρόδες που σε πάει στην πόλη, ενώ ή Θεία Λειτουργία είναι το όχημα πού σε μεταφέρει στο ουράνιο στερέωμα πλησίον τού Θεού!».
Κατά κανόνα ήταν ήρεμος όταν λειτουργούσε- κάποτε μία γυναίκα κατά την διάρκεια της Λειτουργίας έριξε κάτω με θόρυβο ένα αναλόγιο. Τότε βγήκε από το ιερό ό Γέροντας και μάλωσε την μοναχή Θέκλα πού δέχθηκε αδιαμαρτύρητα την παρατήρηση. Όταν έφθασε μετά από λίγο στο «τα Σα εκ των Σων...». δεν μπορούσε να κάνει την εκφώνηση. Βγήκε με το κεφάλι του σκυμμένο από την βόρεια θύρα του 'Ιερού και είπε στην μοναχή: «Συγχώρεσε με. κόρη μου. γιατί εμποδίζομαι και δεν μπορώ να συνεχίσω την Λειτουργία!»
Είναι μαρτυρημένο από πολλούς ότι πάντοτε περίμενε κάποιο
θείο σημείο για να προχωρήσει στην Θεία Λειτουργία- γι’ αυτό και αργούσε πολύ στην αναίμακτη θυσία. Συνήθως εμφανιζόταν ένα ουράνιο φως πάνω από την Αγία Τράπεζα και τότε προχωρούσε.
Εκείνη λοιπόν την ήμερα το φώς δεν ερχόταν, γι’ αυτό πήρε συγχώρηση και έτσι μπόρεσε να συνεχίσει την Θεία Λατρεία. Άλλοτε πού διαμαρτύρονταν οι μοναχές για την πολύωρη ορθοστασία ό Γέροντας απαντούσε ρωτώντας: «Γιατί μάς τα έδωσε ό Θεός τα πόδια;».
Μέσα στο ιερό ξεχνούσε τα πάντα απομακρυνόταν από την ματαιότητα τού κόσμου και ανέβαινε στα ουράνια σκηνώματα. Ρουφούσε αχόρταγα την θεία Χάρη και μετά την σκόρπιζε στο εκκλησίασμα και σε όλους τούς ανθρώπους πού τον επισκέπτονταν. Ήταν αδύνατο να μην αντιληφτεί κάποιος πού τον έβλεπε, την Χάρη πού εξέπεμπε.
Από το βιβλίο ''Γέροντες και γυναικείος μοναχισμός''Ιερομονάχου Δημ.Καββαδία,Ι.Μ.Βατοπαιδίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου