Μαρία Καμονάχου
Μπορεί να σταμάτησαν οι καμπάνες,όμως για άκου…τα λουλούδια αντηχούν ακόμα…(στίχοι της εποχής Edo )
Μπορεί να σταμάτησαν οι καμπάνες,όμως για άκου…τα λουλούδια αντηχούν ακόμα…(στίχοι της εποχής Edo )
Ένα μεσημέρι του 1839 κοντά στο ιπποστάσιο του Αγίου Μάρκου είχε μαζευτεί κόσμος πολύς. Δεν ήταν μόνο οι άνθρωποι του Δημαρχείου με τις οικογένειές τους, οι γείτονες και οι περίοικοι αλλά και οι κάτοικοι των προαστίων και άλλοι από χωριά μακρινά που κάποια υπόθεση τους έφερε στην πόλη, γιατροί συνήθως ή δικαστήριο ή για να πουλήσουν λίγο λάδι και φυσικά οι καραγωγείς που σταύλιζαν εκεί τα άλογα και τα μουλάρια τους. Άλογα, μουλάρια αλλά και πολλά γαϊδούρια ξεκουράζονταν και άχνιζε ο ιδρώτας τους τρώγοντας άχυρο ή πεσμένα σε περισυλλογή και ανάδιναν την χαυνωτική αλλά ευαίσθητη ηρεμία του σταύλου.
Ήσαν και τα παιδιά της γειτονιάς, της Κυράς των Αγγέλων, αλλά και αγυιόπαιδες από άλλες γειτονιές, πλανόδιοι κουρουρατζήδες και παστελάδες, χασομέρηδες και flâneurs, άντρες και γυναίκες που αδημονούσαν μαντεύοντας την ώρα από το ύψωμα του ήλιου στον ουρανό αλλά και τις φωτοσκιάσεις των στενωπών. Μια σκαλωσιά είχε στηθεί στον πυργίσκο του ρολογιού του Νέου Φρουρίου και η καινούργια καμπάνα, που εκείνο το πρωί είχε μεταφερθεί από το χυτήριο του Μικελέτη, είχε ήδη κρεμαστεί στο ικρίωμα του πυργίσκου. Είχε επιφορτισθεί από το Δημαρχείο ο Α. Μικελέτης, τεχνίτης των καμπανών και της φαυρικής, να την χτυπήσει ο ίδιος αυτοπροσώπως. Και είχε έρθει η ώρα. Ο Μικελέτης, ντυμένος με τα κυριακάτικα ρούχα του, σοβαρός, έπιασε με τα στιβαρά χέρια του το γλωσσίδι, στήριξε το βλέμμα του στη γαλάζια αχλή των αλβανικών βουνών και χτύπησε την καμπάνα δώδεκα φορές.
Ήσαν και τα παιδιά της γειτονιάς, της Κυράς των Αγγέλων, αλλά και αγυιόπαιδες από άλλες γειτονιές, πλανόδιοι κουρουρατζήδες και παστελάδες, χασομέρηδες και flâneurs, άντρες και γυναίκες που αδημονούσαν μαντεύοντας την ώρα από το ύψωμα του ήλιου στον ουρανό αλλά και τις φωτοσκιάσεις των στενωπών. Μια σκαλωσιά είχε στηθεί στον πυργίσκο του ρολογιού του Νέου Φρουρίου και η καινούργια καμπάνα, που εκείνο το πρωί είχε μεταφερθεί από το χυτήριο του Μικελέτη, είχε ήδη κρεμαστεί στο ικρίωμα του πυργίσκου. Είχε επιφορτισθεί από το Δημαρχείο ο Α. Μικελέτης, τεχνίτης των καμπανών και της φαυρικής, να την χτυπήσει ο ίδιος αυτοπροσώπως. Και είχε έρθει η ώρα. Ο Μικελέτης, ντυμένος με τα κυριακάτικα ρούχα του, σοβαρός, έπιασε με τα στιβαρά χέρια του το γλωσσίδι, στήριξε το βλέμμα του στη γαλάζια αχλή των αλβανικών βουνών και χτύπησε την καμπάνα δώδεκα φορές.
Σιωπή, αλληλοκοιτάγματα, σούφρωμα χειλιών και τέλος ειπώθηκε εκείνο που ήδη αυτόματα είχαν πει όλα τα σώματα και είχαν συμπεράνει όλα τα αυτιά:
- Δεν ακούγεται όπως η παλιά!...
- Θα την συνηθίσετε, είπε ο Μικελέτης και έφυγε.
Πράγματι, η υποτιθέμενη ρήτρα κατοχύρωσης που είχε θέσει το Επαρχείο, ότι δηλ. η καμπάνα που θα έφτιαχνε ο Μικελέτης θα ήταν (καλόηχη) di buon suono τον κατοχύρωνε τέλεια με την τέλεια ασάφειά της .
- Δεν ακούγεται όπως η παλιά!...
- Θα την συνηθίσετε, είπε ο Μικελέτης και έφυγε.
Πράγματι, η υποτιθέμενη ρήτρα κατοχύρωσης που είχε θέσει το Επαρχείο, ότι δηλ. η καμπάνα που θα έφτιαχνε ο Μικελέτης θα ήταν (καλόηχη) di buon suono τον κατοχύρωνε τέλεια με την τέλεια ασάφειά της .
Ξεκινώντας με την ιστορία αυτή, που είναι πραγματική, επιθυμώ να εκθέσω κάποιες σκέψεις μου για τις καμπάνες. Αν και στην προαναφερόμενη ιστορία πρόκειται για μια καμπάνα δημόσιου ρολογιού (η χρήση του ρολογιού γενικεύθηκε στη χώρα μας τον 20ό αιώνα) εδώ θα αναφερθούμε κυρίως στις καμπάνες των εκκλησιών.
Παραλείποντας όμως λεπτομέρειες για τους αρχαίους θεοδρόμους, τις καμπάνες στη Δύση, τις 12 πρώτες καμπάνες που χάρισε ο ενετός πρίγκηπας στον Αυτοκράτορα της Κων/πολης Ιωάννη το 865, τα ξύλινα και τα σιδερένια σήμαντρα, τα συστατικά τους μέταλλα (το μπρούτζο, το χαλκό, ενίοτε το ασήμι 999 και σπάνια το χρυσάφι- εξ ου και οι ιστορίες ή οι θρύλοι για χρυσές καμπάνες), τον τρόπο κατασκευής τους και τους καμπανάδες, τον όγκο, το βάρος και τους φθόγγους τους. Θα αναφερθούμε μόνο στα σημαινόμενά τους μέσα στην κοινότητα.
Προκαταβολικά σημειώνω πως διατρέχοντας ο ερευνητής το δάσος του διαδικτύου, ελάχιστα στοιχεία θα βρει για το ζήτημα αυτό.
Η απόπειρα σύνταξης μιας ιστορίας των ήχων των πόλεων, των γειτονιών αλλά και των νοικοκυριών δεν θα ήταν μόνο επίπονη και άγονη, αλλά και ανεδαφική και ίσως αστεία. Έτσι δεν γνωρίζω πώς σήμαιναν οι καμπάνες των εκκλησιών της πόλης στις διάφορες περιπτώσεις. Γεγονός όμως είναι ότι το 19ο αιώνα η καμπάνα σημαίνει. Και σημαίνει διαρκώς. Μιλώ για την Κέρκυρα και όχι για την
τουρκοκρατούμενη Ελλάδα που οι καμπάνες και συναφώς οι κωδωνοκρουσίες ήσαν απαγορευμένες και που η τοποθέτηση καμπάνας κατέληξε να είναι ύψιστο εθνικοθρησκευτικό χρέος, το επιστέγασμα της ελευθερίας. Στην εκκλησία μάλιστα του Αγίου Νικολάου του Ραγκαβά στην Πλάκα είναι αναρτημένη, ως κειμήλιο, μια καμπάνα που σήμανε πρώτη, επί Όθωνα, μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας του νεοελληνικού Κράτους από το Ναύπλιο στην Αθήνα, το Πάσχα του 1833. Πρώτη επίσης σήμανε και την απελευθέρωση των Αθηνών με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στην Κέρκυρα οι καμπάνες σημαίνουν όταν θεωρείται ότι πλησιάζει κάποιο εχθρικό πλοίο, σημαίνουν την είσοδο και την έξοδο ναυτών και επιβατών στα «περιφράγματα» του Υγειονομείου το πρωί, το βράδυ και κατά τη διάρκεια της ημέρας, την έναρξη και τη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου επί αγγλικής διοίκησης, την εκλογή του Προέδρου της Γερουσίας, τις άφιξαναχωρήσεις των Αρμοστών, σημαίνουν στους σεισμούς, σημαίνουν στις όχι και τόσο σπάνιες πυρκαϊές μέσα στην πόλη που προκαλούνταν από τις υπαίθριες φωτιές, τις ακαθάριστες καπνοδόχους, τα καμίνια και τα αποστακτήρια, (τις συχνές πυρκαιές στην ύπαιθρο) αλλά σημαίνουν και για κοινωνικά γεγονότα μεσαίου ή κατώτερου βεληνεκούς. Και δεν μιλώ για τις εκδημίες ενοριτών που τότε σήμαιναν νεκρά, όπως λέγεται, ολόκληρη την ημέρα. Μιλώ για άλλα γεγονότα. Σε αναρίθμητες κωδωνοκρουσίες αλάρμα π.χ. αναλύθηκαν οι καμπάνες του Αγίου Σπυρίδωνος μόλις οι βαστάζοι έφεραν από το λιμάνι και την τελευταία πλάκα μαρμάρου της Πάρου για το τέμπλο της εκκλησίας, συχνές κωδωνοκρουσίες για να υποβοηθήσουν οι καμπάνες, εν είδει μαίας, τον τοκετό της επιτόκου γυναίκας της ενορίας, κωδωνοκρουσίες στα χωριά την ημέρα της εκτίμησης του ελαιοκάρπου που ερχόταν ο φεουδάρχης με τον εκτιμητή του, κωδωνοκρουσίες για τη λειτουργία του πρώτου και μικρής εμβέλειας υδραγωγείου της πόλης και για άλλα δευτερεύοντα ζητήματα που πιθανώς αγνοώ ή περιέπεσαν σε λήθη.
Μέχρι μάλιστα τη δεκαετία του ’60 στην ύπαιθρο οι καμπάνα σήμαινε κάθε πρωί για το σχολείο. Και την σήμαιναν οι μαθητές, εκ περιτροπής, όταν έβλεπαν το δάσκαλο ή τη δασκάλα να έρχεται. Παραλείπω, βέβαια, τις κωδωνοκρουσίες που συνοδεύουν την επίσκεψη του Μητροπολίτη σε κάποια ενορία, τις θρησκευτικές εορτές που είναι πολλές, τους εσπερινούς, τις Κυριακές ή, κυρίως, τον εορτασμό της μνήμης του ομώνυμου αγίου της εκκλησίας κάθε ενορίας. Στην τελευταία περίπτωση, αλλά και σε πολλές από τις προηγούμενες, οι καμπάνες σήμαιναν διαρκώς και επί ημέρες, τόσο που προκάλεσαν επανειλημμένα την παρέμβαση του Επάρχου: δεν χρειάζεται τόσο πολύ, πέντε λεπτά για κάθε ζήτημα είναι αρκετά. Μόνο για τις γυναίκες που κοιλοπονούν μπορούμε να δείξουμε κάποια ανοχή, αλλά και γι’ αυτές όχι πάνω από πέντε λεπτά. Παραλείπω ακόμη και τις κωδωνοκρουσίες στην έναρξη και τη λήξη της περιφοράς του λειψάνου του Αγίου Σπυρίδωνος που από καμπάνα σε καμπάνα, εντός ελαχίστου χρόνου, το γεγονός γνωστοποιούταν μέχρι τη Λευκίμμη. Αργότερα, όπως όλοι γνωρίζουμε, οι καμπάνες σημαίνουν στις εθνικές εορτές και επετείους. Και είναι περιττό, νομίζω, να αναφέρουμε πως κάθε καμπάνα, εκτός από τον ιδιαίτερο ήχο της, έχει και την ιδιαίτερη, μικρή ή μεγάλη, ιστορία της.
Παραλείποντας όμως λεπτομέρειες για τους αρχαίους θεοδρόμους, τις καμπάνες στη Δύση, τις 12 πρώτες καμπάνες που χάρισε ο ενετός πρίγκηπας στον Αυτοκράτορα της Κων/πολης Ιωάννη το 865, τα ξύλινα και τα σιδερένια σήμαντρα, τα συστατικά τους μέταλλα (το μπρούτζο, το χαλκό, ενίοτε το ασήμι 999 και σπάνια το χρυσάφι- εξ ου και οι ιστορίες ή οι θρύλοι για χρυσές καμπάνες), τον τρόπο κατασκευής τους και τους καμπανάδες, τον όγκο, το βάρος και τους φθόγγους τους. Θα αναφερθούμε μόνο στα σημαινόμενά τους μέσα στην κοινότητα.
Προκαταβολικά σημειώνω πως διατρέχοντας ο ερευνητής το δάσος του διαδικτύου, ελάχιστα στοιχεία θα βρει για το ζήτημα αυτό.
Η απόπειρα σύνταξης μιας ιστορίας των ήχων των πόλεων, των γειτονιών αλλά και των νοικοκυριών δεν θα ήταν μόνο επίπονη και άγονη, αλλά και ανεδαφική και ίσως αστεία. Έτσι δεν γνωρίζω πώς σήμαιναν οι καμπάνες των εκκλησιών της πόλης στις διάφορες περιπτώσεις. Γεγονός όμως είναι ότι το 19ο αιώνα η καμπάνα σημαίνει. Και σημαίνει διαρκώς. Μιλώ για την Κέρκυρα και όχι για την
τουρκοκρατούμενη Ελλάδα που οι καμπάνες και συναφώς οι κωδωνοκρουσίες ήσαν απαγορευμένες και που η τοποθέτηση καμπάνας κατέληξε να είναι ύψιστο εθνικοθρησκευτικό χρέος, το επιστέγασμα της ελευθερίας. Στην εκκλησία μάλιστα του Αγίου Νικολάου του Ραγκαβά στην Πλάκα είναι αναρτημένη, ως κειμήλιο, μια καμπάνα που σήμανε πρώτη, επί Όθωνα, μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας του νεοελληνικού Κράτους από το Ναύπλιο στην Αθήνα, το Πάσχα του 1833. Πρώτη επίσης σήμανε και την απελευθέρωση των Αθηνών με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Δεν μπορούμε, βέβαια, να παραγνωρίζουμε ότι ο 19ος αι. είναι γενικά ένας θορυβώδης αιώνας. Ο απόηχος των θορύβων του φθάνει μέχρι και τα μέσα του 20ού. Μέσα στην πόλη δεν χτυπούν μόνο οι καμπάνες, αλλά ακούγονται υψηλόφωνες συζητήσεις από παράθυρο σε παράθυρο ή στις ταβέρνες και τα καπηλειά, τραγούδια, σφυρίγματα, μουσικές, κραξίματα, υπαίθρια παιγνίδια ενηλίκων και ανηλίκων και επιδείξεις διάφορες, θόρυβοι εργαστηρίων, πέταλα αλόγων και φωνές αγωγιατών, φωνές καροτσιέρηδων και φακίνων, τελάληδων ειδήσεων και πλειστηριασμών, διαλαλητών κάθε λογής πραμάτειας και μικροϋπηρεσίας, κανονιοβολισμοί, επευφημίες και γιουχαϊσματα, διαπληκτισμοί και προπηλακισμοί κάθε είδους, ευχές και κατάρες, φωνές ζώων και φωνές αρρώστων και γυναικών που γεννούν. Και η νύχτα ακόμα έχει τους ήχους της και τους ηχητικούς της κώδικες. Νυχτερινά γλέντια σε σπίτια ή υπαίθρια ή σε οίκους ανοχής καθώς και νυχτερινοί καβγάδες, τα βήματα των περιπόλων ή των επιθεωρητών του νυχτερινού φωτισμού. Όλ’ αυτά συμφύρονται και συνιστούν τη φωνή της πόλης. Επιπροσθέτως να σημειώσουμε ότι η ανθρώπινη φωνή είχε και μεγαλύτερο βεληνεκές σε σχέση με τη σημερινή και ότι χωρίς πολλή σκέψη θα της αποδίδαμε σήμερα το χαρακτηρισμό φωνή σκεπέτο ή φωνή καμπάνα (το γέλιο επίσης είχε μεγαλύτερη ένταση και μεγαλύτερη διάρκεια).
Την αφορμή για το άρθρο αυτό μου την έδωσε (το 2009) ένα δημοσίευμα του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, σύμφωνα με το οποίο στην Κοπεγχάγη, στις 14 Δεκεμβρίου 2009, ημερομηνία που διεξαγόταν η σύνοδος του ΟΗΕ για το κλίμα, οι καμπάνες του καθεδρικού ναού της πόλης, αλλά και χιλιάδες άλλες εκκλησίες ανά τον κόσμο, χτύπησαν λίγο μετά τις 3 το απόγευμα 350 φορές –όσο και το ανώτατο επιτρεπτό όριο συγκέντρωσης διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Αυτές οι σχοινοτενείς κωδωνοκρουσίες σήμερα –πράγμα σπάνιο και ως προς τον αριθμό αλλά και ως προς το ζήτημα που, παρότι παγκόσμιο και ζωτικό, ήταν και ακραιφνώς αστικό- πολιτικό και παρά το γεγονός ότι οι κώδωνες αυτοί του κινδύνου χαρακτηρίστηκαν απλά ως ευαισθησία των ανθρώπων της Εκκλησίας, επανατοποθέτησαν για λίγο τις καμπάνες στον αρχαίο τους ρόλο.
Η καμπάνα, ωστόσο, όταν σημαίνει, απαιτεί μιαν ετοιμότητα. Τη λήξη π.χ. της εργασίας, μια σύντομη προσευχή, ετοιμότητα για συμμετοχή στο κάθε είδους προσκλητήριο που σημαίνεται. Μιαν ετοιμότητα που αρνούμαστε πια να αναγνωρίσουμε, που την απορρίπτουμε, αφού κατέληξε να είναι ακραιφνώς θρησκευτική. Πόσες φορές μας έχει συμβεί ν’ ακούμε περπατώντας στην πόλη μια καμπάνα να σημαίνει και ν’ αναρωτιόμαστε «μα γιατί χτυπά η καμπάνα;». Ή να μην αναρωτιόμαστε καν. Και να την εντάσσουμε, εξισώνωντάς την, στους λοιπούς ήχους της πόλης. Αυτό δείχνει ότι σημαινόμενο πλέον δεν υπάρχει. Και ότι, όπως η καμπάνα και να χτυπά, όποιο φθόγγο κι αν χρησιμοποιεί, δεν διαφέρει από το λαϊκό μύθο που ένας γάιδαρος, δεμένος από το νοικοκύρη του από το γλωσσίδι της καμπάνας, την χτυπούσε ακανόνιστα, ανάλογα με τη βοσκή του. Αυτό το αίσθημα του τίποτε ή της μηδεμινής, αναλογικά, ανταπόκρισης, συνδυασμένο και με τους κακούς, πολλές φορές, φθόγγους αλλά και της αποσύνδεσης της καμπάνας από τα αστικά ζητήματα, οδηγεί τις καμπάνες μας, τη μία μετά την άλλη στο εδώλειο του κατηγορουμένου για ηχορύπανση.
Και κάτι άλλο. Εδώ και πολλές δεκαετίες, για διάφορους λόγους και κυρίως γιατί σταματήσαμε να είμαστε η αγροτική χώρα που πολλοί γνωρίζουμε, δεν συμπίπτει η πολιτική ημέρα με την εκκλησιαστική. Αλλά και τα standards της πολιτικής ημέρας έχουν εξαρθρωθεί. Επιπλέον Κυριακή δεν σημαίνει αυτό που σήμαινε κάποτε , αλλά μια ημέρα που την περνάω κατά το δοκούν. Και που ακόμα και το δοκούν αυτό, που για πολλούς μάλιστα είναι και ένα είδος εκούσιας νάρκης, η κυριακή νάρκη, συνθλίβεται από τα βαριά λιθάρια της προηγούμενης αλλά και της επόμενης εβδομάδας. Έτσι το να χτυπά η καμπάνα στις 6.30 ή στις 7 το πρωί της Κυριακής στο αυτί μας συνιστά πράγματι ηχορύπανση, αφού όχι μόνο μας φέρνει σε κατάσταση εγρήγορσης, αλλά και δημιουργεί στους ανθρώπους κυρίως των πόλεων αταβιστικές μνήμες ένταξης σε ανύπαρκτες πια κοινότητες, Την ίδια, ίσως, ηχορύπανση, χωρίς να θέλω να τα εξισώσω ή να προσβάλω ευαισθησίες, θα διέπραττε και ένα αηδόνι, αν κελαηδούσε στο δέντρο του απέναντι πάρκου. Οι θόρυβοι του παρελθόντος έχουν κοπάσει ή έχουν εξοβελιστεί. Ζούμε στην κοινωνία της εσωστρέφειας, των σιωπητηρίων και της σιωπής. Μπορεί να περάσει κανείς από μια συνοικία με τεράστια μπλοκ πολυκατοικιών ή από συνοικίες μονοκατοικιών αργά το απόγευμα και να μην ακούσει τίποτε. Όλα είναι βυθισμένα σε μια εφιαλτική σιωπή. Όλοι δε οι ακουόμενοι θόρυβοι έχουν υποβιβασθεί σε παράσιτα της εφιαλτικής αυτής σιωπής. Κάποιος ήχος τηλεόρασης, ο ήχος του κινητού, το μαρσάρισμα ενός αυτοκινήτου. Σπάνια, σπανιότατα, και το κλάμα ενός νεογέννητου. Όχι, δεν μένουν μοναστικά τάγματα εκεί. Μένουν άνθρωποι της καθημερινότητας, έξω από κοινότητες, τυλιγμένοι στη λεπτή μεμβράνη της εσωστρέφειας.
Οι κοινότητες με την αρχαία τους έννοια δεν υφίστανται πλέον. Και όσο και να επινοούνται νέες, δεν έχουν μήτε χνώτο μήτε και ήχο μήτε και πρωταρχική λειτουργία. Και επιπλέον καθώς οι ήχοι της καμπάνας σήμερα δεν συνέχονται και δεν συστοιχούνται αλλά και δεν συνέχουν ούτε και συστοιχούν, όσες φορές και να χτυπήσει η καμπάνα, «εννέα ή δώδεκα φορές ή μία και μόνη, απέραντα μόνη, απειθάρχητα μόνη» , όχι μόνο δεν παραπέμπει σε γλυκύτητες, αλλά με τους παλμούς της υπάρχει κίνδυνος να διαραγεί η λεπτή αυτή μεμβράνη της εσωστρέφειας.
Επιθυμώ να εξομολογηθώ ότι αν και, επί δεκαπενταετία και πλέον, είμαι κάτοικος της πόλης της Κέρκυρας δεν αισθάνομαι ότι ανήκω σ’ αυτό το δήμο, σ’ αυτήν την κοινότητα των ανθρώπων, αν θεωρήσουμε, βέβαια, κι εκεί , ότι υπάρχει κάποια. Και όσο και να απολαμβάνω τις καμπάνες της πόλης που ζω, εγώ αισθάνομαι ότι ανήκω σε άλλη καμπάνα. Στην καμπάνα μιας μικρής κοινότητας, ενός μικρού χωριού, των Αρκαδάδων, από το οποίο προέρχομαι. Και μάλιστα όχι στο τωρινό χωριό. Αλλά σ’ έναν προπάτορά του που ζούσε και δημιουργούσε άλλα ηχητικά σύνολα. Και που ο προπάτορας αυτός στη δεκαετία του εξήντα και εβδομήντα έσβησε μαζί με τον κωδωνοκρούστη του. Έναν άφθαστο δεξιοτέχνη που συνήγειρε και απογείωνε την κοινότητα. Βέβαια, ο καθένας ανταποκρίνεται στην καμπάνα του (το αίσθημα αυτό στην ιταλική ονομάζεται campanelismo και δεν είναι καθόλου τυχαίο που κατέληξε να έχει η συγκεκριμένη λέξη την έννοια του τοπικισμού). Θυμάμαι ότι παλαιότερα είχα χαμογελάσει, τουλάχιστον με επιείκεια, όταν είχα διαβάσει σε ένα βιογραφικό σημείωμα ότι ο βιογραφούμενος είχε υπάρξει, εκτός των άλλων, και κωδωνοκρούστης στο ναό της Αγίας Γλυκερίας στην Αθήνα. Σήμερα αναγνωρίζω ότι οι κωδωνοκρουσίες της εποχής εκείνης απαιτούσαν τέχνη και έμπνευση. Και ότι η κωδωνοκρουσία ήταν ο τόνος, όχι τόσο της ενορίας, όσο της κοινότητας.
Ήταν η μουσική των κορυφαίων στιγμών της. Τις δεκαετίες, λοιπόν, αυτές που οι κοινότητες παρακμάζουν, παρακμάζουν και οι κωδωνοκρουσίες για τα αστικά ζητήματα. Νέα μέσα γνωστοποιούν τα γεγονότα, μέσα χαμηλών τόνων, αδιάφορα και άνευρα. Οι καμπάνες περνούν πια στην ιστορία, γίνονται μόδα στα ρούχα: παντελόνια καμπάνα, μανίκια καμπάνα. Έφυγα, θυμάμαι, κι εγώ, όπως και πολλοί άλλοι, απ’ αυτό το μικρό χωριό φορώντας ένα τέτοιο κακορίζικο παντελόνι. Και από εκείνη ακριβώς την ημέρα αισθάνομαι ανέστια. Το ηλεκτρονικό πρόγραμμα κωδωνοκρουσίας που ακούγεται σήμερα είναι παγερό και άχρωμο. Δεν βγαίνει από σπλάγχνα ζεστά. Δεν είναι συγχρόνως ευφραντικό και παιγνιδιάρικο αλλά και επίσημο. Έτσι η καμπάνα μας σήμερα, όχι μόνο, «δεν ακούγεται όπως η παλιά», όπως στην περίπτωση του Μικελέτη, αλλά «δεν ακούγετα καν».
* οι υποσημειώσεις λόγω μεγάλης έκτασης έχουνε αφαιρεθεί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου