«Τους δε έπιπηδήσαι, αύτή τολμήσαντας... αίτιατέον... Οτι την φέρουσαν όδόν επί την λειτουργίαν παριδόντες, και την όσιωτάτην και εναγέστατων εν πολλω χρόνω φιλαρέτων πόνων ύπομονήν άτιμάσαντες, θεσμούς τε και τάς αλλάς άγιαστείας τάς ύπό της ορθής πολιτείας παρωσάμενοι, άποχρωσαν ένόμισαν έαυτοίς την χειροτονίαν δι' ην και μόνην έναβρυνόμενοι, κατά των ορθώς βι-ούντων έπιφύονται»(Αγ. Ισιδώρου Πηλουσιώτου, Επιστολή Δωροθέω λαμπροτάτω 5, 379, ΡG 78,1553).
Σέ αυτό το άπόσπασμα ό άγιος Ισίδωρος προβαίνει σε δύο διαπιστώσεις:
Κατ'αρχήν επισημαίνει πώς υπάρχουν κληρικοί που έφθασαν στην ίερωσύνη όχι δια της κανονικής όδοϋ.Ως τέτοια ορίζει την εν υπομονή και προσωπικω άγιασμω προετοιμασία για το συγκλονιστικό γεγονός της ίερωσύνης. Δυστυχώς, λέγει, υπάρχουν κάποιοι που παραμερίζουν όλα αυτά και χωρίς σεμνότητα και φόβο Θεού «έπιπηδοϋν» στο άγιο βήμα. Κατά κάποιο τρόπο βλέπουν το γεγονός της ίερωσυνης μηχανικά και μαγικά.
Ή δεύτερη διαπίστωση είναι ακόμη πιο θλιβερή. Ό ιερός πατήρ συμπεραίνει από την πείρα του ότι όσοι συμπεριφέρθηκαν έτσι,όχι μόνο καμαρώνουν για το αξίωμα που έλαβαν, αλλά και στρέφονται με την συμπεριφορά τους εναντίον όσων κληρικών ζουν ορθό βίο. Την πολιτεία τους την διακρίνουν υπερηφάνεια και περιφρόνηση, ακόμη και επιθετικότητα. Φυσικό αυτό, άφοϋ οι κληρικοί με ενάρετη ζωή πού ζουν δίπλα τους, αποτελούν έναν διαρκή έλεγχο για την συνείδηση τους. Πρέπει, λοιπόν, να φιμωθή ή συνείδηση στο πρόσωπο των ενάρετων και ταπεινών κληρικών. Συμπεραίνουμε από τα παραπάνω ότι το χωρίο αυτό εγγίζει δύο κατηγορίες κληρικών.Κατ' αρχήν έχουμε τους αμιγώς «ετταγγελματίες», όσους δηλαδή επεδίωξαν την ίερωσύνη ψυχρά και υπολογιστικά, είτε για τα χρήματα είτε για τη δόξα του επισκοπικού βαθμού, δηλαδή για προσωπικές τους φιλοδοξίες.Αυτοί θεωρούν περιττή τη πνευματική ζωή και μερικές φορές ειρωνεύονται όσους ζουν με φόβο Θεού.
Από την άλλη πλευρά έχουμε τους κληρικούς πού διαθέτουν κάποια εσωτερική φλόγα, αλλά όχι τόση ώστε να τους προφύλαξη από το να θεωρήσουν τη χειροτονία αρκετή. Έτσι συμπεριφέρονται ως εάν να κατέκτησαν την πνευματικότητα και τη σοφία μόλις έγιναν κληρικοί, χωρίς διάθεση να καταβάλουν τον απαιτούμενο κόπο. Θεμελιώδη ερωτήματα γεννώνται εδώ για το πώς αντιλαμβάνονται την πνευματική ζωή, τί νόημα δίνουν στην έκκλησιολογία κ.ά. Ή θεολογία τους χαρακτηρίζεται από μονοφυσιτικό ύπερτονισμό της Χάριτος πού δήθεν αλλοιώνει αυτομάτως τον άνθρωπο. Δηλαδή πρόκειται για άκατήχητους ουσιαστικά κληρικούς.
Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για «ύβριν» με την έννοια της θρασείας οίκειοποιήσεως των δωρεών της Θείας Χάριτος. Αυτό, όμως,εγείρει μία τελευταία σκέψη: Αυτοί οι κληρικοί έγιναν από κάποιους επισκόπους και έλαβαν συμμαρτυρία από κάποιους πνευματικούς.Προφανώς αμφότεροι δεν διέγνωσαν την αφέλεια (στην καλύτερη περίπτωση) ή την οκνηρία και υστεροβουλία (στην χειρότερη) των υποψηφίων. Αντιλαμβανόμαστε πόσο φοβερό και υπεύθυνο είναι το έργο αυτής της διακρίσεως και πόση λεπτότητα απαιτεί, έτσι ώστε ούτε ό κληρικός να ζημιωθή πνευματικά ούτε ό λαός του Θεού να σκανδαλίζεται. Ό Άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος δεν δέχεται την συνήθως προβαλλόμενη δικαιολογία «δέν έγνώριζα αυτά τα προβλήματα τον υποφηφίων», άλλ' αντίθετα την άγνοια αυτή θεωρεί επιβαρυντικό στοιχείο (Λόγος δΔ, περί ίερωσύνης, 2, ΡG 68, 663). Σά να λέγη: «Αυτή είναι ή δουλειά σο, αν είσαι επίσκοπος ή πνευματίκός, να τον γνωρίσης».Έχω τη γνώμη ότι δεν πρόκειται για αυστηρότητα των Πατέρων, αλλά γιά αίσθηση πού μας δημιουργείται από το γεγονός ότι εμείς απομακρυνθήκαμε από τα κριτήρια και τη σοβαρότητα τους, με αποτέλεσμα να περνούν κρίση οι επιλογές μας, καθώς και ή μετά από αυτές ιερατική μας σταδιοδρομία.
Σέ αυτό το άπόσπασμα ό άγιος Ισίδωρος προβαίνει σε δύο διαπιστώσεις:
Κατ'αρχήν επισημαίνει πώς υπάρχουν κληρικοί που έφθασαν στην ίερωσύνη όχι δια της κανονικής όδοϋ.Ως τέτοια ορίζει την εν υπομονή και προσωπικω άγιασμω προετοιμασία για το συγκλονιστικό γεγονός της ίερωσύνης. Δυστυχώς, λέγει, υπάρχουν κάποιοι που παραμερίζουν όλα αυτά και χωρίς σεμνότητα και φόβο Θεού «έπιπηδοϋν» στο άγιο βήμα. Κατά κάποιο τρόπο βλέπουν το γεγονός της ίερωσυνης μηχανικά και μαγικά.
Ή δεύτερη διαπίστωση είναι ακόμη πιο θλιβερή. Ό ιερός πατήρ συμπεραίνει από την πείρα του ότι όσοι συμπεριφέρθηκαν έτσι,όχι μόνο καμαρώνουν για το αξίωμα που έλαβαν, αλλά και στρέφονται με την συμπεριφορά τους εναντίον όσων κληρικών ζουν ορθό βίο. Την πολιτεία τους την διακρίνουν υπερηφάνεια και περιφρόνηση, ακόμη και επιθετικότητα. Φυσικό αυτό, άφοϋ οι κληρικοί με ενάρετη ζωή πού ζουν δίπλα τους, αποτελούν έναν διαρκή έλεγχο για την συνείδηση τους. Πρέπει, λοιπόν, να φιμωθή ή συνείδηση στο πρόσωπο των ενάρετων και ταπεινών κληρικών. Συμπεραίνουμε από τα παραπάνω ότι το χωρίο αυτό εγγίζει δύο κατηγορίες κληρικών.Κατ' αρχήν έχουμε τους αμιγώς «ετταγγελματίες», όσους δηλαδή επεδίωξαν την ίερωσύνη ψυχρά και υπολογιστικά, είτε για τα χρήματα είτε για τη δόξα του επισκοπικού βαθμού, δηλαδή για προσωπικές τους φιλοδοξίες.Αυτοί θεωρούν περιττή τη πνευματική ζωή και μερικές φορές ειρωνεύονται όσους ζουν με φόβο Θεού.
Από την άλλη πλευρά έχουμε τους κληρικούς πού διαθέτουν κάποια εσωτερική φλόγα, αλλά όχι τόση ώστε να τους προφύλαξη από το να θεωρήσουν τη χειροτονία αρκετή. Έτσι συμπεριφέρονται ως εάν να κατέκτησαν την πνευματικότητα και τη σοφία μόλις έγιναν κληρικοί, χωρίς διάθεση να καταβάλουν τον απαιτούμενο κόπο. Θεμελιώδη ερωτήματα γεννώνται εδώ για το πώς αντιλαμβάνονται την πνευματική ζωή, τί νόημα δίνουν στην έκκλησιολογία κ.ά. Ή θεολογία τους χαρακτηρίζεται από μονοφυσιτικό ύπερτονισμό της Χάριτος πού δήθεν αλλοιώνει αυτομάτως τον άνθρωπο. Δηλαδή πρόκειται για άκατήχητους ουσιαστικά κληρικούς.
Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για «ύβριν» με την έννοια της θρασείας οίκειοποιήσεως των δωρεών της Θείας Χάριτος. Αυτό, όμως,εγείρει μία τελευταία σκέψη: Αυτοί οι κληρικοί έγιναν από κάποιους επισκόπους και έλαβαν συμμαρτυρία από κάποιους πνευματικούς.Προφανώς αμφότεροι δεν διέγνωσαν την αφέλεια (στην καλύτερη περίπτωση) ή την οκνηρία και υστεροβουλία (στην χειρότερη) των υποψηφίων. Αντιλαμβανόμαστε πόσο φοβερό και υπεύθυνο είναι το έργο αυτής της διακρίσεως και πόση λεπτότητα απαιτεί, έτσι ώστε ούτε ό κληρικός να ζημιωθή πνευματικά ούτε ό λαός του Θεού να σκανδαλίζεται. Ό Άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος δεν δέχεται την συνήθως προβαλλόμενη δικαιολογία «δέν έγνώριζα αυτά τα προβλήματα τον υποφηφίων», άλλ' αντίθετα την άγνοια αυτή θεωρεί επιβαρυντικό στοιχείο (Λόγος δΔ, περί ίερωσύνης, 2, ΡG 68, 663). Σά να λέγη: «Αυτή είναι ή δουλειά σο, αν είσαι επίσκοπος ή πνευματίκός, να τον γνωρίσης».Έχω τη γνώμη ότι δεν πρόκειται για αυστηρότητα των Πατέρων, αλλά γιά αίσθηση πού μας δημιουργείται από το γεγονός ότι εμείς απομακρυνθήκαμε από τα κριτήρια και τη σοβαρότητα τους, με αποτέλεσμα να περνούν κρίση οι επιλογές μας, καθώς και ή μετά από αυτές ιερατική μας σταδιοδρομία.
Του πρωτοπρεσβύτερου Βασιλείου Θερμού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου