Ο διάβολος δεν πλάσθηκε από το Θεό κακός. Ο Θεός όμως δεν τον εμπόδισε να επιλέξει το κακό, δηλαδή να μην έχει κοινωνία μαζί Του και να διαπράττει αντίθετα με το θέλημά Του. Δεν τον εμπόδισε ο διάβολος να θεοποιήσει τον εαυτό του και το θέλημά του. Γιατί αν ο Θεός τον εμπόδιζε, τότε θα παραβίαζε την ελευθερία με την οποία προίκισε όλες τις υπάρξεις, τις οποίες δημιούργησε. Ο διάβολος δεν έχει ούτε και κάποια εξουσία επάνω μας. Όμως ο Θεός δεν τον εμποδίζει από το να επιτίθεται σε μας, όπως επίσης δεν εμποδίζει τον καθέναν από εμάς να υποτάσσεται στις επιθέσεις, με τις οποίες ο διάβολος θέλει να μας πείσει να θεοποιήσουμε τον εαυτό μας και να πράττουμε αντίθετα με το θέλημα του Θεού. Η επιλογή να είμαστε κοινωνοί του Θεού ή υποταγμένοι στον τρόπο του διαβόλου έχει να κάνει αποκλειστικά με μας.
Ο διάβολος μας πολεμά με τους λογισμούς και με το θέλημά μας, αλλά και με τις εξωτερικές επιδράσεις, είτε αυτές προέρχονται από τους άλλους ανθρώπους είτε από τον κόσμο και τον πολιτισμό μας, δηλαδή από τις χρονικές περιστάσεις και καταστάσεις.
Οι λογισμοί προέρχονται είτε από την φύση μας, από την ανθρώπινη κατάσταση, είτε από την προαίρεσή μας, δηλαδή από τις επιλογές μας. Φυσικοί είναι οι λογισμοί που έχουν να κάνουν με τα αδιάβλητα πάθη μας, με την πείνα, την δίψα, την κόπωση, τον πόνο, τη χαρά, την λύπη. Οι λογισμοί της προαιρέσεως προέρχονται από τις επιλογές μας να δώσουμε τάδε ή δείνα απαντήσεις, σε ζητήματα που ανακύπτουν όχι μόνο γενικότερα στη ζωή μας, αλλά και συγκεκριμένα, κάθε ώρα και στιγμή. Και οι απαντήσεις αυτές στηρίζονται στις επιθυμίες μας. Γι’ αυτό και διαλεγόμαστε με τους λογισμούς μας. Γιατί συγκατανεύουν στις βαθύτερες επιθυμίες μας, τις υποθάλπουν και την ίδια στιγμή τις οδηγούν στο να γίνουν πράξη. Ο διάβολος παρωθεί τον εαυτό μας να υποταχτεί στους λογισμούς του, μας σπρώχνει να λειτουργήσουμε αντίθετα με το θέλημα του Θεού, όπως αυτό αποτυπώνεται στις εντολές του Ευαγγελίου και να χτίσουμε το δικό μας δρόμο προς την χαρά, ο οποίος όμως δεν έχει να κάνει με το Θεό, αλλά αποσκοπεί τελικά στην ατομική μας απόλαυση και επιτυχία.
Στο δρόμο αυτό συναντιόμαστε με τους άλλους, οι οποίοι πολεμούνται από αντίστοιχους λογισμούς και θελήματα, αλλά και παρωθούνται από τον διάβολο να ζήσουν χωρίς Θεό. Την ίδια πορεία ακολουθούν και οι πολιτισμικές και κοινωνικές καταστάσεις, οι οποίες διαγράφουν τόσο το Θεό, όσο και τον διάβολο, από το εννοιολόγιο της ζωής μας.
Η Παναγία αποτελεί το αμυντήριό μας κατά των αοράτων εχθρών μας. Τόσο με το παράδειγμά της (πολέμησε τόσο τον λογισμό ότι «δεν είχε σχέσεις με άνδρα», όσο και το ανθρώπινο θέλημα να χαρεί τη ζωή και την οικογένεια με την υπακοή στο θέλημα του Θεού -«ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου»-, αλλά και τις εξωτερικές συνθήκες και τον πολιτισμό, αρνήθηκε να υπολογίσει την ποινή της διαπόμπευσης και του λιθοβολισμού για μια άγαμη μητέρα, αλλά και το τι θα έλεγε ο προστάτης της Ιωσήφ για την εγκυμοσύνη της, εμπιστευόμενη το Θεό), όσο και με την προσευχή της στον Υιό και Θεό της, διότι βλέπει τις δυσκολίες που εμείς αντιμετωπίζουμε από τις επιθέσεις του διαβόλου και την δική μας αδυναμία, η Παναγία δεν μας αφήνει μόνους.
Και γι’ αυτό κι εμείς της απευθύνουμε τον χαιρετισμό, δείχνοντάς της και τονίζοντας στον εαυτό μας, ότι πιστεύουμε πως Εκείνη μπορεί να μας βοηθήσει όντας δίπλα στον Υιό και Θεό της να μην αισθανόμαστε αδύναμοι σ’ αυτόν τον πόλεμο και μπροστά στην εχθρότητα του διαβόλου.
Και τότε εκείνη γίνεται το «ανοικτήριο των θυρών του Παραδείσου». Μας δείχνει τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να γευθούμε την κοινωνία με τον Υιό και Θεό της, διότι αυτός είναι ο Παράδεισος, η σχέση μας με τον Χριστό.
Μέσα από την πάλη κατά του διαβόλου, κατά των λογισμών και του θελήματός μας, όταν αυτό έρχεται σε αντίθεση με το θέλημα του Θεού, μέσα από την απόφαση να μην υποταχτούμε στην κακία των άλλων, μπορούμε να συναντήσουμε αληθινά τον Χριστό. Και τούτο επιτυγχάνεται στη ζωή της Εκκλησίας, στη συνάντηση μεταξύ μας, που γίνεται αληθινός Παράδεισος από αυτήν εδώ τη ζωή.
Σ’ έναν κόσμο που θεοποιεί τα υλικά, αποδέχεται ως φυσικούς τους λογισμούς του, είναι πρόθυμος να υποταχτεί στα κάθε λογής «θέσφατα» του πολιτισμού μας και που παραθεωρεί ή δεν πιστεύει στους αοράτους εχθρούς, αλλά μόνο σε ό,τι βλέπει, χρειαζόμαστε, για να βρίσκουμε νόημα στο χρόνο και την ζωή μας, το αμυντήριο της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ας χαιρόμαστε με την παρουσία της στη ζωή μας και ας την παρακαλούμε να ανοίγει για μας «τη θύρα της Παράδεισος» (Δ. Σολωμός).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου