π. Συμεών Κραγιοπούλου
Οι καταστάσεις αυτές δεν φεύγουν εύκολα. Δεν είναι όπως οι σωματικές ασθένειες, στις οποίες δίνει κανείς φάρμακα, και αυτά τις γιατρεύουν· ούτε είναι θέμα να απλώσει κανείς το χέρι και να πάρει τις αρρώστιες αυτές. Αυτές εν πολλοίς εξαρτώνται από την όλη στάση του ίδιου του ανθρώπου που έχει τις ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, από την όλη ενέργειά του. Λέω συχνά ότι ο Θεός το όλο θέμα, όπως πιστεύω, το οικονομεί έτσι για κάποιον λόγο· για να μάθει κάποιο μάθημα ο άνθρωπος. Και όσο αργεί να το μάθει, τόσο αυτά δεν φεύγουν.
Ο άνθρωπος έχει πάντοτε την τάση να ξεφεύγει από δω και από κει, και ο Θεός, τρόπον τινά, τον δεσμεύει μέσα από αυτές τις καταστάσεις, και, θέλει δεν θέλει, κάθεται κανείς κοντά στον Θεό. Όχι βέβαια με το ζόρι, ούτε θέλει ο Θεός να τον κρατήσει με το ζόρι, αλλά ξέρει ο Θεός, ως Θεός που είναι, ότι ο άνθρωπος, αν τελικά δει την αλήθεια, θα πει μόνος του:
«Θεέ μου, δεν θα σε ευγνωμονούσα τόσο πολύ, όσο αισθάνομαι την ανάγκη να σε ευγνωμονώ τώρα, που επέτρεψες να έχω αυτές τις καταστάσεις, οι οποίες με βασάνισαν στη ζωή. Όμως είναι εκατό τοις εκατό βέβαιο ότι, αν δεν τις είχα, δεν θα σε είχα γνωρίσει και δεν θα ήμουν κοντά σου, δεν θα ήμουν στον δρόμο σου και δεν θα σωζόταν η ψυχή μου». Έτσι είναι.
Εξ όσων εγώ έχω καταλάβει, εξ όσων έχω διαπιστώσει, πάρα πολλοί είναι αυτοί που λίγο πολύ είναι κάπως παγιδευμένοι. Άλλος έχει το ένα κόμπλεξ, άλλος έχει το άλλο κόμπλεξ, άλλος έχει τα μεν τραύματα, άλλος έχει τα δε τραύματα, άλλος έχει αυτή την υποσυνείδητη κατάσταση, άλλος έχει την άλλη ασυνείδητη κατάσταση. Αυτά πράγματι βασανίζουν τον άνθρωπο, πράγματι τυραννούν τον άνθρωπο, αλλά τελικά τον σώζουν. Νομίζω λοιπόν ότι στις ημέρες μας ο Θεός επιτρέπει όλες αυτές τις ψυχολογικές αρρώστιες για τη σωτηρία του ανθρώπου. Μόνο έτσι αν δούμε τα θέματα αυτά, βρίσκουμε άκρη.
Το ένα είναι αυτό. Το άλλο είναι να μη νομίσουμε ότι είναι φοβερά πράγματα αυτά. Μπορεί έτσι να τα ζει κανείς, μπορεί έτσι να τα νιώθει, αλλά δεν σημαίνει ότι είναι έτσι ακριβώς, όπως τα νιώθει. Και ένας λόγος που καμιά φορά λέω σε κάποιον, σε κάποια:
«Άσ’ τα· άσ’ τα. Θα τα αναλάβω εγώ. Ξένοιασε σαν να μην τα έχεις», είναι ακριβώς αυτό: να ξενοιάσει λίγο, να μην είναι υπό την επήρεια όλης αυτής της καταστάσεως που νιώθει, όλης αυτής της μαυρίλας που νιώθει, να μην έχει όλο αυτό το ζόρισμα, όλο αυτό το μπέρδεμα. Και όποιος πιστεύει στα λόγια αυτά, βοηθιέται πάρα πολύ. Κατ’ αρχήν, από την καθαρώς ψυχολογική πλευρά αν το πάρουμε το πράγμα, ξενοιάζει κανείς, καθώς εμπιστεύεται κάπου. Αλλά επιπλέον κάνοντας η ψυχή αυτό, ο Χριστός τη βρίσκει ήσυχη, ήρεμη, όχι αναστατωμένη, και δίνει πλούσια τη χάρη του, ανάλογα με τη στάση της.
Έχουμε πει και άλλη φορά το εξής: σου ζητάει κάποιος ένα ποτήρι νερό και απλώνει το χέρι, το οποίο όμως τρέμει. Ποτέ δεν θα βάλεις το ποτήρι με το νερό, με το όποιο δροσιστικό ποτό, σε ένα χέρι που τρέμει έτσι. Όταν τρέμει η ψυχή σου, όταν είναι αναστατωμένη, όταν λες: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» κλαψουρίζοντας, τι περιμένεις; Χρειάζεται να ησυχάσει κανείς, να ειρηνεύσει, να ηρεμήσει.
Γι’ αυτό λέμε: «Άσ’ τα· άσ’ τα τα θέματά σου. Ξένοιασε. Μη σε τρώει αυτή η αγωνία, τι θα γίνει, τι δεν θα γίνει». Έτσι μπορεί να επιτευχθεί μια κάποια ηρεμία, μια κάποια ξενοιασιά, και αρχίζει πλέον να έρχεται η χάρη του Θεού και τον ενδυναμώνει τον άνθρωπο, τον ενισχύει, και παίρνει καινούργιο δρόμο κανείς.
Το πρώτο, επαναλαμβάνω, είναι να τα δούμε έτσι όπως είπαμε τα πράγματα, μήπως δηλαδή είναι οικονομία Θεού όλες αυτές οι καταστάσεις. Εγώ το πιστεύω ακράδαντα. Αυτά όλα που σας λέω τα πιστεύω ακράδαντα. Ναι· έτσι τα οικονομεί ο Θεός. Αλλά, αν θέλετε, κι εσείς πιστέψτε ότι τα οικονομεί ο Θεός έτσι τα πράγματα για καλό μας. Μερικές φορές μάλιστα, μέσα από αυτά ο Θεός εκδηλώνει όχι απλώς την αγάπη του, αλλά τη λεπτή αγάπη του και κατά λεπτό τρόπο. Τι τρομάζουμε λοιπόν;
Θα έρθει ώρα –δεν ξέρουμε πότε· εξαρτάται από τη στάση του καθενός– που θα το συνειδητοποιήσει κανείς αυτό και θα πει: «Θεέ μου, ασχολήθηκες μ’ εμένα κατ’ αυτόν τον τρόπο! Οικονόμησες να αρρωστήσω, να έχω κόμπλεξ, να έχω τραύματα από τα παιδικά μου χρόνια, προνόησες έτσι, ακριβώς για να με προλάβεις να μην πάρω άλλους δρόμους! Ασχολήθηκες έτσι μ’ εμένα, Θεέ μου!» Λιώνει κανείς μπροστά σ’ αυτή την αγάπη του Θεού. Και όλο το θέμα αυτό είναι: να νιώσει κανείς την αγάπη του Θεού, να αρχίσει να αισθάνεται μέσα του την αγάπη του Θεού.
Να μην επηρεαζόμαστε λοιπόν από το πώς τα νιώθουμε εμείς τα πράγματα. Δεν είναι τόσο φοβερά, όσο τα νιώθουμε. Είναι λίγο διαφορετικότερα. Μην τρομάζουμε, μην πανικοβαλλόμαστε, και κυρίως μη συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους άλλους, και δημιουργούνται έτσι ακόμη χειρότερες καταστάσεις.
Ξέρετε πόσο ήσυχοι είμαστε εμείς, όσοι δεν συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους άλλους και δεν έχουμε ανταγωνισμό με κανέναν; Και στους κληρικούς και στους μοναχούς μπορεί να υπάρχει αυτό το πνεύμα. Αλλά όσοι απαλλαγούν από αυτό, το παίρνουν απόφαση ότι είναι αυτοί που είναι και τελείωσε. Αυτό ήταν. Δεν επιδιώκουν ούτε μεγαλεία ούτε τίποτε τέτοιο. Οπότε είναι ήρεμος κανείς, ήσυχος, καθώς δεν έχει τέτοια προβλήματα και τέτοια μαράζια και τέτοιους καημούς, σαν να είναι κάποια σκουλήκια μέσα του που τον τρώνε.
Χρειάζεται λοιπόν κατ’ αρχήν να τα πάρουμε έτσι τα πράγματα, να τα δούμε μέσα σ’ αυτές τις αλήθειες, και μετά, κατά την ταπεινή μου γνώμη –μπορεί να κάνω λάθος– χρειάζεται να κάνει κανείς υπακοή. Αν ο καθένας πρέπει να κάνει υπακοή, όποιος έχει τέτοια προβλήματα και τέτοιες καταστάσεις ακόμη πιο πολύ χρειάζεται να κάνει υπακοή. Όποιος θέλει να σώσει την ψυχή του στις ημέρες μας, πρέπει να κάνει υπακοή. Χωρίς να είναι απόλυτο, αλλά ο κανόνας είναι αυτός. Έξω από την υπακοή, δεν ξέρω αν μπορεί να σωθεί ο άνθρωπος· πολύ περισσότερο αυτοί που έχουν αρρωστημένες καταστάσεις. Άμα κάνει κανείς υπακοή, αλλά αληθινή υπακοή, σιγά-σιγά θα ξεγλιτώσει από τα γρανάζια μέσα στα οποία έχει μπλέξει, από τις διάφορες καταστάσεις, από τα διάφορα κόμπλεξ, θα κινηθεί πιο άνετα και θα λυτρωθεί.
Για να είμαστε προσγειωμένοι, θα σας πω και το εξής. Και αν ακόμη υπάρχει μέσα σου ένα κόμπλεξ –π.χ., το κόμπλεξ κατωτερότητος, που κυρίως αυτό βασανίζει τους πιο πολλούς ανθρώπους, ιδιαίτερα τους νέους– και δεν θεραπευθεί πλήρως –όχι ότι δεν μπορεί να θεραπευθεί εντελώς– δεν πειράζει. Αρκεί να το ξέρεις τι είναι, αρκεί να μη σε επηρεάζει, και ας υπάρχει. Τι θα σου κάνει; Μόνο καλό θα σου κάνει· κακό δεν θα σου κάνει. Πρέπει να τα δούμε τα θέματα αυτά και από αυτή την πλευρά, ότι δηλαδή μπορεί να τα οικονομήσει έτσι ο Θεός, που να μη θεραπευθείς.
Αν τα πάρει κανείς σωστά τα πράγματα, αν τα δει δηλαδή μέσα στην αλήθεια του Θεού, οπωσδήποτε μπορεί να γίνει πάρα πολλή εργασία, πολύ λυτρωτική εργασία στην ψυχή· όχι απλώς να ανακουφιστεί κανείς ψυχολογικά, αλλά να σωθεί δια μέσου αυτών, πραγματικά να σωθεί η ψυχή. Αλλά χρειάζεται να μπει κανείς στην υπακοή, στην αληθινή όμως υπακοή.
Εδώ πρέπει να πούμε και το εξής: Χρειάζεται επί αρκετό καιρό να γίνει συνεργασία με τον πνευματικό με το πνεύμα αυτό της εμπιστοσύνης, για να έρθει το καλό αποτέλεσμα. Και αυτό διότι στην αρχή –τουλάχιστον έτσι καταλαβαίνω εγώ– ησυχάζει κανείς, ειρηνεύει, ηρεμεί, αλλά όχι επειδή εξαφανίστηκαν τα κόμπλεξ ή οι άλλες καταστάσεις που έχει· απλώς απωθήθηκαν βαθύτερα στο ασυνείδητο. Είναι οικονομία Θεού αυτό, για να έχει μια ανάπαυλα η ψυχή, να έχει μια καλή κατάσταση, ώστε να μπορέσει να αγωνιστεί καλύτερα πνευματικά. Ύστερα ξαναβγαίνουν αυτά. Το οικονομεί έτσι ο Θεός. Παραμονεύουν εκεί μέσα και βγαίνουν πάλι στην ώρα τους, ακριβώς για να μην πάρει αέρα η ψυχή και αποθρασυνθεί. Αυτά θα την κρατήσουν στην ταπείνωση, και γίνεται δεύτερη, τρόπον τινά, προσπάθεια, ώσπου τελικά ο άνθρωπος γιατρεύεται. Όντως γιατρεύεται.
Αν μείνει κάτι, θα μείνει μόνο και μόνο για να ωφελεί την ψυχή, όχι για να τη βλάπτει, όχι για να τη δηλητηριάζει, όχι για να την καταπονεί· θα μείνει σαν ένα κουδουνάκι, όπως είπαμε, για να την προσγειώνει, και να είναι σε ασφάλεια. Κάπως έτσι έχουν τα πράγματα.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «…πάντα συνεργεί εις αγαθόν», Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2014, σελ. 117 (αποσπάσματα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου