ΠΑΤΗΣΤΕ ΣΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΔΕΞΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΜΑΣ!

Δευτέρα 29 Απριλίου 2019

Το Πάσχα του μπάρμπα – Γεωργακού

Το Πάσχα του μπάρμπα – Γεωργακού.
 Έζησε όλο το θαύμα της Ανάστασης, άκουσε τα πρόβατα να του αποκρίνονται, με ανθρώπινη φωνή: «Αληθώς Ανέστη»!
Αποτέλεσμα εικόνας για πάσχα,βοσκοι,χωριο,προβατα,παραδοση
Θυμάμαι, σαν απόψε, Μεγάλο Σάββατο, το 1970 κάτι θαυμαστό που συνέβη εδώ στον διπλανό συνοικισμό. Όταν χτύπησε η καμπάνα της Εκκλησιάς, για την Ανάσταση, όλο το χωριό, κατά οικογένειες, ξεκίνησε για την Εκκλησιά.
Μαζί τους ανέβαιναν και ο γερο-Γεωργακός, ο μεγαλοκτηνοτρόφος, με την οικογένειά του. Μόλις πέρασαν τη μεγάλη ανηφόρα, άκουσαν, μέσα στην ησυχία της νύχτας, πέρα στα μαντριά του Γεωργακού, μεγάλο θόρυβο.

Ο Γεωργακός έκαμε λίγο πιο πέρα και έβαλε αυτί για ν’ ακούσει καλύτερα τι συμβαίνει. Μαζί του στάθηκαν και άλλοι χωριανοί.

– Λύκοι μπήκαν στο μαντρί μου, είπε. Απόψε διάλεξαν να το κάνουν. Ξέρω εγώ, ο σατανάς τους έστειλε για να με εμποδίσει να πάω στην Ανάσταση, αλλά, έννοιά του, δεν θα του κάνω το χατίρι…

Κοίταξε πέρα προς τα μαντριά και φώναξε δυνατά:
«Απόψε προβατάκια μου σας δίνω του Θεού μου».

Και στρέφοντας το πρόσωπό του στους συνοδοιπόρους του χωριανούς, τους είπε:
– Εγώ θα πάω στην Εκκλησιά να ακούσω το «Χριστός Ανέστη», που τόσο πολύ το περιμένω και το λαχταρώ. Θέλω να Λειτουργηθώ με την οικογένειά μου και να Κοινωνήσουμε τα Άχραντα Μυστήρια. Πενήντα μέρες ετοιμαζόμαστε για τη μεγάλη αυτή νύχτα, δεν τη χάνω με τίποτα!

– Τί είναι αυτά που λες Γεωργακέ; του είπαν οι πλησιέστεροι συνοδοιπόροι του. Τρέξε γρήγορα να γλυτώσεις τα πρόβατά σου και να σώσεις την περιουσία σου που με πολλούς και πολύχρονους κόπους έφτιαξες. Φύγε γρήγορα, μη χασομεράς. Κάθε λεπτό που περνάει η ζημιά που σου κάνουν οι λύκοι γίνεται και πιο μεγάλη. Σκέψου, σε παρακαλούμε, την οικογένειά σου που ζει απ’ αυτά τα πρόβατα…

– Ένα να μην μείνει, τους αποκρίθηκε ο τσέλιγκας, εγώ θα πάω στην Ανάσταση και ό,τι θέλει ο Θεός ας γίνει…

Αυτά είπε και κίνησε για το ναό, σκορπίζοντας σ’ όλους τους συγχωριανούς του τον θαυμασμό για τη μεγάλη του πίστη!

Στην Εκκλησιά, πρώτος και καλύτερος ο τσέλιγκας! Στεκόταν, αγέρωχος, στο στασίδι του κρατώντας στα χέρια του την ολοφώτεινη λαμπάδα του, που με το φως της χάϊδευε το ρυτιδωμένο πρόσωπό του.
Στο κάλεσμα του ιερέα: «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε», πήγε πρώτος αυτός και μαζί του ιεραρχικά όλη η φαμελιά του και Κοινώνησαν τα Άχραντα Μυστήρια.
Αποτέλεσμα εικόνας για πάσχα,βοσκοι,χωριο,προβατα,παραδοση
Όταν ο λειτουργός διάβαζε τον Κατηχητικό Λόγο του Ιερού Χρυσοστόμου, ο Γεωργακός στεκόταν μπροστά στην Ωραία Πύλη και άκουγε με προσοχή.

Στα λόγια του παπά: «Ο Άδης, φησίν, επικράνθη», επαναλάμβανε το «επικράνθη» με πείσμα και θυμό, λες και εκδικιόταν τον Άδη και μαζί του τον διάβολο, με τη σκοτεινή δυναστεία του. Και όταν το κείμενο έφτασε στο: «Ανέστη Χριστός και ζωή πολιτεύεται», ο τσέλιγκας, στην κάθε επανάληψη του «Ανέστη», φώναζε δυνατά και θριαμβευτικά, με φωνή που σκέπαζε εκείνες των συνεορταστών του, το δικό του «Ανέστη».

Παρότι δεν ήξερε πολλά γράμματα, ο τρόπος που αντιδρούσε στο άκουσμα των ρημάτων «επικράνθη και Ανέστη», έδειχνε πως όχι μόνον τα καταλάβαινε, αλλά κυριολεκτικά τα βίωνε μέσα στην ψυχή του. Χωρίς, δηλαδή, να το ξέρει, θεολογούσε!…

Βγαίνοντας από την Εκκλησιά, αφού είπε το «Χριστός Ανέστη» με τη φαμελιά του και τους χωριανούς και άκουσε το «Αληθώς Ανέστη», κίνησε για το σπίτι του, γεμάτος αναστάσιμη χαρά και αγαλλίαση.
Όταν έφτασαν στο σπίτι, αφού πρώτα άναψαν το καντήλι με το Αναστάσιμο Φως, έστρωσαν τραπέζι για να φάνε την παραδοσιακή μαγειρίτσα και να τσουγκρίσουν το κόκκινο αυγό.

Αφού φάγανε και οι άλλοι αποσύρθηκαν για ύπνο, ο Γεωργακός, που δεν τον χωρούσε ο τόπος, πήρε την γκλίτσα του και βγήκε από το σπίτι για να πάει στα μαντριά να δει τι ζημιά του έκαναν οι λύκοι και πόσα από τα πρόβατα του απόμειναν. Ανέβαινε τον ανηφορικό δρόμο που οδηγούσε στις στάνες του, με γρήγορο βηματισμό, έχοντας διαρκώς το νου του στα ζωντανά του.

Οταν έφτασε πολύ κοντά τον ανησύχησε η μεγάλη ησυχία που επικρατούσε εκεί.
«Άϊντε, είπε, πάνε τα προβατάκια μου, δεν θα γλύτωσε κανένα», και μ’ αυτές τις σκέψεις, μπήκε στο μαντρί. Εκεί, έζησε όλο το θαύμα της Ανάστασης.

Τα πρόβατά του είχαν στριμωχθεί όλα μαζί στην αριστερή πλευρά του μαντριού, ακίνητα, σαν μαρμαρωμένα. Στην άλλη πλευρά, είδε να γυαλίζουν, μέσα στο σκοτάδι, τέσσερα μάτια.

Πάνω στα ξερά χορτάρια που στρώνουν οι βλάχοι για να ‘ναι τα ζωντανά τους στεγνά και ζεστά, κάθονταν, σαν τα ήμερα σκυλιά, δύο λύκοι και τον κοίταζαν!
Συγκλονισμένος απ’ αυτό που έβλεπε, πήγε αθόρυβα και άνοιξε τη μαντρόπορτα. Ύστερα, στάθηκε λίγο παράμερα και για να διώξει τους λύκους, κτύπησε με δύναμη τις παλάμες των χεριών του. Οι λύκοι πετάχτηκαν αμέσως έξω απ’ το μαντρί και εξαφανίστηκαν.

Ο Γεωργακός τότε στράφηκε προς τα πρόβατα. Τα μέτρησε ένα προς ένα και ω του θαύματος! Τα βρήκε όλα, όχι μόνο ζωντανά και σωστά στον αριθμό, αλλά και ανέγγιχτα! Οι λύκοι, δηλαδή δεν τα είχαν ακουμπήσει! Ούτε καν μια σταλαγματιά αίματος δεν βρέθηκε πάνω στο μαλλί τους και στο δάπεδο!
Ο πολύπειρος βοσκός, που στα τόσα χρόνια που φρόντιζε τα πρόβατά του, γνώρισε και άλλες τέτοιες «επισκέψεις», που όλες είχαν το κόστος τους, άλλες μικρό και άλλες μεγάλο, κατάλαβε πως αυτό που του συνέβηκε την Αναστάσιμη αυτή νύχτα, ήταν Θεία παρέμβαση!

Χωρίς καμιά, γι’ αυτόν, αμφιβολία, ο Αναστάς Κύριος φίμωσε τα στόματα των λύκων και προστάτευσε τα πρόβατά του. Γι’ αυτό, πήγε και γονάτισε ανάμεσά τους και αφού έκανε τρεις φορές τον σταυρό του, φώναξε θριαμβευτικά: «Χριστός Ανέστη»! Και τότε, ω των θαυμασίων Σου Κύριε, όπως έλεγε στους χωριανούς του, άκουσε τα πρόβατα να του αποκρίνονται, με ανθρώπινη φωνή:
«Αληθώς Ανέστη»!

«Τέτοιοι άνθρωποι, παιδί μου, ζούσαν στα χωριά μας εκείνα τα χρόνια!», είπε ο μπάρμπα-Θανάσης τελειώνοντας την ιστορία του, «άνθρωποι, φτωχοί μεν, αλλά αληθινοί Χριστιανοί, με μεγάλη πίστη και ευσέβεια».
Διήγηση Μπάρμπα – Θανάσης Παπαντώνης

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

[ Κοίταξε πέρα προς τα μαντριά και φώναξε δυνατά:
«Απόψε προβατάκια μου σας δίνω του Θεού μου».

Ἐδῶ γίνεται φανερό πώς πάλη καί σύγκρουση μεταξύ λογικῆς καί πίστης στόν ἀπλό καί ταπεινό ἄνθρωπο δέν ὑφίστανται.
Ἐπίσης γίνεται φανερό πώς ἡ ἀπόλυτη πίστη στό Θεό ἀπαλλάσσει τόν πιστό ἄνθρωπο ἀπό τά ἄγχη, τίς ἀγωνίες, τίς μέριμνες καί τίς ἀνασφάλειες πού γεννᾶ καί τροφοδοτεῖ, βασανίζοντας καί ταλανίζοντας τόν ἄνθρωπο τῆς λογικῆς πού στηρίζεται στίς δυνάμεις του καί μόνο, ἡ ἀντίληψη περί χειρισμοῦ καί ἐλέγχου πάντων τῶν προσωπικῶν πραγμάτων καί ὑποθέσεων ὑπ’αὐτοῦ.
Ἰδού λοιπόν τί ἐνστερνίζεται καί ἐπιδοκιμάζει ὁ πιστός πού ἀφήνει τή ζωή του καί τά πράγματά του στά χέρια τοῦ Θεοῦ.
Ἱδού ποιό εἶναι τό γιατρικό τῆς σημερινῆς ἀγχωτικῆς καταστάσεως πού ἐπικρατεῖ.
Ἡ πλήρης καί ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στό Θεό.
Ἡ πλήρης καί ἀπόλυτη ἐφαρμογή τῆς αἰτήσεως «Ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα» πού ἀναφωνεῖ ὁ ἱερέας σέ κάθε Θεία Λειτουργία.
Ἡ πλήρης καί ἀπόλυτη ἀνάθεση τῆς μέριμνας εἰς τόν Κύριο ἀφοῦ: «Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες· ἐὰν μὴ Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων.» (Ψαλμ. ρκστ΄ 1)
Ἡ πλήρης καί ἀπόλυτη ὑποταγή τοῦ γνωμικοῦ θελήματος στό «γενηθήτω τό θέλημά Σου» πού διαλαλοῦμε στήν ἀπαγγελία τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς, τό «Πάτερ ἡμῶν».
Ἡ πλήρης καί ἀπόλυτη προσδοκία καί ἐλπίδα ἐπί τόν Κύριον: «τὸν δὲ ἐλπίζοντα ἐπὶ Κύριον ἔλεος κυκλώσει» (Ψαλμ. λα΄10)
Ἡ πλήρης καί ἀπόλυτη προσμονή ἀσφάλειας καί κάλυψης ἀπό τόν Κύριο: «ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ᾿ ἢ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου;» (Ἠσ. ξστ΄2)
Ἡ πλήρης καί ἀπόλυτη ἐναρμόνιση μέ τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου «ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. στ΄ 33).
Ἡ πλήρης καί ἀπόλυτη στεντορεία τῆ φωνῆ διατράνωση: «Κύριος ποιμαίνει με καὶ οὐδέν με ὑστερήσει.» (Ψαλμ. κβ΄1).
Ἐν ὀλίγοις, ἡ πλήρης καί ἀπόλυτη Πίστη στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἀπλός καί ταπεινός ἄνθρωπος οἰκοδομεῖ τά πάντα στή ζωή του μέ θεμέλιο τῆν Πίστη στό Θεό καί ἀναπαύεται πλήρως στήν ἐφαρμογή τοῦ θελήματος Αὐτοῦ.
Μέ αύτή τήν ἄδολη καί ἀνυπόκριτη πίστη στήν καρδιά τοῦ ἀπλοῦ κάι ταπεινοῦ ἀνθρώπου, εὑρίσκει πλήρη ἀνταπόκριση ὁ μακαρισμός τοῦ Κυρίου: «μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε΄ 3).
Σέ ἀντίθετη δέ περίπτωση, τό ἔλλειμμα τῆς ἀκλόνητης πίστης, ἄς μήν φέρνει ἀπογοήτευση καί ἀπελπισία στόν πιστό, ἀλλ’ἀπεναντίας ὁ καθείς ἄς ἀναζητεῖ καί ἄς τό ἀναπληρώνει μέ τή ρήση: « πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ.» (Μαρκ. θ΄ 24)
Χριστός Ἀνέστη!
Θεόδωρος Σ.