Παναγιώτατε, σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
ἐλλογιμώτατοι κύριοι καθηγηταί, πάντες οἱ τὰ πρῶτα τοῦ τόπου φέροντες
σεβαστοί μου Πατέρες, εὐλογημένοι μοναχοὶ καὶ μοναχές, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί! Χριστὸς Ἀνέστη!
Πάει καιρός, ποὺ μοῦ προτάθηκε νὰ εἰσηγηθῶ στὶς ἀκοές Σας θέμα δύσκολο, νά μιλήσω γιὰ ἕνα πρόσωπο ἀγαπημένο καὶ τόσο μακρυνὸ ταυτόχρονα λόγῳ τῆς ὁσιακῆς βιοτῆς του, ἀλλὰ πάλι τόσο κοντινὸ καὶ οἰκεῖο σὲ μᾶς, ἀκριβῶς γιὰ τὸν ἴδιο λόγο. Εὔχεσθε νὰ φανερώσουν τὰ λόγια αὐτά, τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ εὔχεσθε ἐπίσης καὶ γιὰ τὸν ὁμιλοῦντα, ὁ ὁποῖος σήμερα ἐν Ἐκκλησίᾳ πληθούσῃ καταθέτω τὰ μῦρα καὶ τὴν κασσία τῆς εὐγνωμοσύνης μου, διότι ἀπὸ τὰ εὐλογημένα χέρια τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ εἰσῆλθα στὸν εὐαγγελικὸ ζυγὸ καὶ τὴν ἱερατικὴ ἀξία.
Ἂς ἀρθοῦμε ὑπεράνω ἀδυναμιῶν καὶ δυσκολιῶν ποὺ ὅλοι μας ἔχουμε, γιὰ νὰ ἑστιάσουμε σὲ συγκεκριμένα σημεῖα τῆς εὐλογημένης παρουσίας του, παρακάμπτοντας τὶς ὅποιες ἀδυναμίες κι ἐκείνου ὡς θνητοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλωστε ὁ Θεός, «ὄχι ἕνεκα τούτων, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα» μᾶς ἁγιάζει καὶ μᾶς σώζει. Ἡ ὅποια ἀποτυχία στοὺς καλοπροαιρέτους γίνεται ὑλικὸ γιὰ νὰ δουλέψει καὶ νὰ «χτίσει» ὁ Θεὸς τὸν παράδεισο μέσα τους.
Ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Ἀντώνιος, ὁ ὁποῖος ἐξελέγη σὰν σήμερα, στὶς 22 Μαΐου 1974, ἄφησε μαρτυρία ἀγαθοῦ, προσευχομένου, ὑπομονετικοῦ, ἁγιασμένου ποιμένα στὸν πνευματικὸ κόσμο τῆς χώρας καὶ ὄχι μόνο. Ἀπὸ τὰ πολλὰ πνευματικὰ χαρίσματα μὲ τὰ ὁποῖα τὸν εἶχε κοσμήσει ὁ Θεός, ἀναφέρουμε τὸν ἄμεμπτο βίο, τὴν πολλὴ καὶ θερμὴ προσευχὴ μετὰ δακρύων (συχνὰ ἀνέφερε στὸ κήρυγμά του ὅτι «τὰ δάκρυα τοῦ κενόδοξου ἄκαρπα ξηραίνονται ἐπὶ τῶν παρειῶν του» !), τὸ ἐπιβεβαιωμένο προορατικὸ καὶ διορατικό του χάρισμα, τὴ συγγραφὴ καὶ μελέτη καὶ τὴν ἀπὸ φυσικοῦ του ταπείνωση, τὴν ταπείνωση δηλαδὴ ὡς φυσικὸ χάρισμα, «ἡ ὁποία αὐξήθηκε πολὺ περισσότερο μὲ τὴν ἄνοδό του στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο, πρᾶγμα θαυμαστὸ καὶ πολὺ σπάνιο» σύμφωνα μὲ κάποιον χαριτωμένο Ἱερέα.
Περισσότερο ταπεινὸς ὡς Ἐπίσκοπος, παρὰ ὡς Ἱερέας. Ἀλλὰ καὶ ὁ δισταγμός του καὶ ἡ ἐπὶ μακρὸν ἀναβολή του νὰ εἰσέλθει στὸν Ἱερὸ Κλῆρο , (47 ἐτῶν χειροτονήθηκε Διάκονος), ὅπως ἐπανειλημμένως δήλωνε στοὺς χειροτονητήριους λόγους του εἶναι δείγματα τεταπεινωμένης καρδίας.Ἔκπληκτος μιὰ φορά, τὸν ἀκούω νὰ μοῦ λέει: «πάτερ Ἐφραίμ, ὀφείλουμε πάρα πολλὰ στὶς προσευχὲς ὀλίγων ἐναρέτων λαϊκῶν» ! Καὶ δὲν πίστευα στ’ αὐτιά μου. Κάποτε, μάλιστα, τὸν εἶδα νὰ μεταφέρει βαλίτσες ἐπισκεπτῶν σὲ Μοναστήρι τῆς Μητροπόλεώς μας! Τοὺς ἔφτιαξε κατόπιν καφὲ καὶ τοὺς τὸν σέρβιρε...
Κατὰ τὰ πρῶτα 5-6 ἔτη τῆς διακονίας μου ὡς Ἱεροκήρυκος, μὲ ἔστελνε πάντα τῆς Παναγίας νὰ λειτουργῶ σ’ἕνα ξωκκλήσι Της ἑνὸς ἀπόμακρου χωριοῦ, 55 χιλιόμετρα ἀπὸ τὴ Σιάτιστα, λέγοντάς μου: «ἄκου νὰ δεῖς, ἐκεῖ εἶναι ἕνας παπᾶς ἔγγαμος ποὺ κατὰ τὴ θεία Λειτουργία βλέπει ἀγγέλους, νὰ ξέρεις. Καλὸ εἶναι γιὰ σένα νὰ σὲ βλέπει νὰ λειτουργεῖς καὶ νὰ τὸν ρωτᾶς καὶ σὺ κιόλας. Πρόσεχε, γιατὶ τὰ φαινόμενα ἀπατοῦν, μὴ δίνεις σημασία».
Γνώρισα τὸν Ἱερέα καὶ εὐγνωμονῶ τὸ Θεό. Ἐλάχιστες φορές φαινόταν νὰ «χάνεται» στὴ θεία Λειτουργία. Τὸν ρωτοῦσα μετὰ νὰ μοῦ πεῖ γιὰ τὴν εὐλογία τῆς θείας Λειτουργίας καὶ μοῦ ἔλεγε: «μὴ συζητᾶς παιδάκι μου τὶ γίνεται»! Χωρὶς νὰ καταλαβαίνω χαιρόμουν κι ἐγώ. Ὕστερα ἀπὸ λίγο καθὼς πίναμε καφεδάκι στὸ χωριό, ὁ παπούλης ἀπολάμβανε μακαρίως τὸ καφεδάκι του μὲ τὸ ἀπαραίτητο συμπλήρωμα, ἕνα τσιγαράκι (!), ὁ τρόπος δὲ μὲ τὸν ὁποῖο καθόταν, πρόδινε ζηλευτὴ ἄνεση καὶ ἀρχοντιά, ποὺ κάποιους ἐξ’ ἡμῶν θὰ «σκανδάλιζαν». Τότε θυμήθηκα τὸ «πρόσεχε, τὰ φαινόμενα ἀπατοῦν» τοῦ μακαριστοῦ καὶ κατάλαβα. Ἐπρόκειτο τελικὰ γιὰ ἕναν χαριτωμένο Ἱερέα κεκοιμημένο ἐδῶ καὶ πολὺν καιρό.
Στὴ διάρκεια τῆς ἀσθενείας του ὁ μακαριστὸς δὲν ἔπαυε νὰ μᾶς τονίζει: «τὸν ἑαυτό μου κήρυξα, ὄχι τὸ Χριστό»! Καὶ ἄλλοτε, σημάδι κάποιας ὑπερφυσικῆς ἐμπειρίας του κατὰ τὴν ἀσθένεια, εἶπε: «θὰ σᾶς πῶ ὅταν γίνω καλά. Σὲ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ ὁ Κύριος» ;
Στὴν ἰδική μου εἰς Διάκονον χειροτονία, τὸν βρήκαμε νὰ ἔχει φτάσει πιὸ νωρὶς ἀπὸ ἐμᾶς στὸν ναὸ καί, μ’ ἕνα ἁπλὸ ζωστικό, νὰ μαζεύει τὰ πρόσφορα ἀπὸ τοὺς πιστούς. Ἐπιπλέον μὲ εἶχε πληροφορήσει στὸ σπίτι τους ἡ μακαριστὴ ἀδελφή του, ἡ ὁποία παρέστη στὴ χειροτονία μου, ὅτι «ὁ Δεσπότης πρὶν ἀπὸ κάθε χειροτονία ἀγρυπνεῖ ὅλη νύχτα προσευχόμενος περπατώντας, καὶ μιλάει στὸ Θεὸ μὲ τὰ χέρια ψηλά. Ἔτσι θὰ κάνει καὶ μὲ τὴ δική σου χειροτονία»!
Ἕνα πρᾶγμα ποὺ ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση ἦταν καὶ ἡ πολλὴ θύραθεν -μαζὶ μὲ τὴν αὐτονόητη θεολογικὴ- παιδεία ποὺ τὸν διέκρινε. Δειγματοληπτικὰ Σᾶς ὑπενθυμίζουμε ὅτι ἀνέφερε συχνὰ τὸν Δημοσθένη, τὸν Πλάτωνα, τὸν Ἀριστοτέλη , τὸν Πλούταρχο , τὸν Σοφοκλή , τὸν Μᾶρκο Αὐρήλιο , τὸν ποιητὴ Θέογνι τὸν Μεγαρέα , τὸν ἐκπρόσωπο τῆς Νέας ἀττικῆς κωμωδίας Μένανδρο, τὸν Θουκυδίδη καὶ γενικότερα τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες συγγραφεῖς, φιλοσόφους καὶ δραματικοὺς ποιητές, διανθίζοντας τὰ ἐξαιρετικῆς ρητορικῆς δεινότητας κηρύγματά του -μνημεῖα πραγματικά!- μὲ ρητὰ καὶ λόγους τους. Δὲ λείπουν ἐπίσης ἀναφορές του σὲ ἔργα ἄλλων θύραθεν συγγραφέων, ὅπως πχ τοῦ Eduard Norden , ἀναλυτὴ τῆς τέχνης τῆς ἀρχαίας πεζογραφίας , στὸν Φάουστ τοῦ Γκαῖτε , ὡς καὶ στοὺς Δροσεροὺς καημοὺς τοῦ Ἀθανασιάδη-Νόβα . Γενικὰ οἱ θύραθεν γνώσεις του κάλυπταν πολλὰ πεδία, ἀπὸ αὐτὸ τῆς Πολιτικῆς Ἱστορίας καὶ τῆς Διαιτητικῆς,μέχρι κι ἐκεῖνο τῶν ἀγροτικῶν ἀσχολιῶν ἢ τῶν οἰκιακῶν καθηκόντων.